Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Η "Χαρά" της Εργασίας Σήμερα


Όταν στα νιάτα μας, πριν από κάποια χρόνια διαβάζαμε περί αλλοτριωμένης εργασίας δεν είχαμε και πολύ συναίσθηση για τη βαθύτερη σημασία της λέξης αυτής. Φοιτητές όντες, δεν είχαμε προσωπικά καμιά εργασιακή εμπειρία ακόμη, οι περισσότεροι τουλάχιστον, πόσο μάλλον ήμασταν σε θέση να εκφέρουμε γνώμη για τις συνέπειές της. Αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας πολιτικοποιημένος νέος που να μην έπαιρνε όρκο ότι όταν θ’ άλλαζαν τα πράγματα, με τον καπιταλισμό να μπαίνει στο χοντροντούλαπο της ιστορίας και την επανάσταση να εγκαθιστά επί της γης την κομουνιστική ουτοπία, η αλλοτρίωση θα ήταν η πρώτη λέξη που θα διαγραφόταν από τα λεξικά του κόσμου τούτου.

Εν τω μεταξύ πέρασαν χρόνια, μεγαλώσαμε, βγήκαμε στην αγορά, πουλήσαμε και πουληθήκαμε, αλλάξαμε δουλειές και κάποια στιγμή διαπιστώσαμε ότι πράγματι την αλλοτρίωση σαν λέξη, όλο και λιγότερο την συναντούσαμε στον καθημερινό λόγο και στους στόχους και τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, σαν να είχε πια ξεπεραστεί σαν έννοια, όπως συμβαίνει με κάποιες λέξεις που δεν μιλάει πια κανείς γιαυτές, όταν το αντικείμενο ή η συμπεριφορά στα οποία αναφέρονταν έχουν τελειώσει τον ιστορικό τους κύκλο και έχουν σβήσει.

Η αλήθεια όμως είναι ότι η αλλοτρίωση σαν λέξη εξέπνευσε μεν, το περιεχόμενό της όμως παρέμεινε να αιωρείται ανώνυμο και γιαυτόν ακριβώς το λόγο απειλητικό, όπως συμβαίνει με μια αρρώστια που δεν την εντοπίσανε ακόμα, που δεν την περιγράψανε, που δεν της δώσανε όνομα, ώστε ν’ αρχίσουν να ψάχνουν και για τη γιατρειά της.

Όταν η εργασία θεοποιείται, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και σπάνια, κανείς πια δεν τολμάει να μιλήσει για αλλοτρίωση.

Μπορεί να μην μιλάει, την οσμίζεται όμως όπως πλανάται στον αέρα, κι αγριεύει απ’ την οσμή, όπως το κυνηγημένο ζώο που δεν μπορεί να δει, αλλά αισθάνεται ότι κάπου κοντά είναι ο εχθρός που με τα νύχια έξω παραμονεύει στο σκοτάδι.

Συχνά, συναντώ ανθρώπους με κάμποσα χρόνια εργασίας στην πλάτη, μπουχτισμένους, αηδιασμένους και εξαντλημένους, που ασφυκτιούν στον μολυσμένο αέρα της μισθωτής εργασίας και ειδικά της μισθωτής εργασίας στην Επιχείρηση. Και δεν είναι μόνο τα βαριά ωράρια, οι ευθύνες, το κυνήγι των στόχων, το στρίμωγμα, το άγχος, το στρες αυτά που δεν αντέχονται, αλλά η ανοησία και η ματαιότητα του αντικειμένου τους, η αποξένωση από το προϊόν που παράγουν, η έλλειψη ουσιαστικού στόχου, η αχρηστεία που αισθάνονται, η σπατάλη δυνάμεων, στην καλύτερη περίπτωση σε σκοπούς ηλίθιους, αν όχι δυνητικά καταστροφικούς. Και αυτό το βάρος δεν αντέχεται. Και μάλιστα σε καθημερινή βάση. Χρειάζεται μεγάλο κουράγιο να παίρνεις τα πόδια σου κάθε πρωί για να υπηρετήσεις μια ανοησία, να διεκπεραιώσεις ένα πλάνο, που όταν μπορείς να το αναλογιστείς, βγαίνοντας λιγάκι απ’ έξω, με νηφαλιότητα και ευθυκρισία, φαντάζει το λιγότερο κωμικό και άχρηστο.

Πόσο εύκολα και με τι ενθουσιασμό θα επιστρατεύσει κάποιος τις γνώσεις και τις δημιουργικές του δυνάμεις για να σχεδιάσει ή να πουλήσει ένα άλλο προϊόν, στο βαθμό που η αγορά είναι γεμάτη από χιλιάδες άλλα ομοειδή, πολλά εκ των οποίων είναι και εκ προοιμίου άχρηστα; Ποιο το νόημα όλης αυτής της σπατάλης, όλης αυτής της παπαρολογίας και ψευδολογίας, της παραπλάνησης και λογοκοπίας, της χειραγώγησης και κινδυνολογίας, που πρέπει να επιστρατευτούν για να καταστούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων χρήσιμα και απαραίτητα; Πόσο πρέπει να στραγγίξεις τον εαυτό σου για να πείσεις ότι αυτό το trendy πουκάμισο, για παράδειγμα, είναι καλύτερο από τα χιλιάδες άλλα; Και ποιος λογικός άνθρωπος στο τέλος της ημέρας αντλεί ευχαρίστηση, αισθάνεται πλήρης και δικαιωμένος αν κατορθώσει να πουλήσει μερικές δεκάδες ή έστω χιλιάδες απ’ αυτά στην αγορά; Μα, αν συνέβαιναν όλα αυτά δεν θα χρειάζονταν οι χιλιάδες θεραπευτές, ψυχοθεραπευτές, τα θέρετρα ανάκαμψης και οι αναρίθμητες τεχνικές χαλάρωσης, (μασκαρεμένα αντιεμετικά), που επιστρατεύονται σωρηδόν για να επισκευάζουν προσωρινά τις μάζες των εργαζομένων πριν ριχτούν ξανά και ξανά μέχρι τελικής απόσυρσης στο λάκκο με τα φίδια.

Είναι όμως η αλλοτρίωση της εργασίας θέμα ψυχολογικό και προσωπικό του καθενός;

Όχι φυσικά, είναι αποτέλεσμα της Οικονομίας, της συγκεκριμένης όμως οικονομίας. Και της Ανάπτυξη, της συγκεκριμένης όμως ανάπτυξης.

Ποιος αντέχει να ζει καθημερινά μέσα σ’ αυτή την ψευτιά, σε ένα τόσο ψυχοφθόρο περιβάλλον; Τι μεγάλη στ’ αλήθεια διαστροφή! Και πόσο πιέστηκαν για να τη συνηθίσουν!

Οι περισσότεροι πια γνωρίζουν ότι το ΑΕΠ δεν λέει και πολλά πράγματα για την ευημερία μιας χώρας, Είναι ένας ανόητος δείκτης ο οποίος, όπως και τα παιδιά της πρώτης, γνωρίζει μόνο πρόσθεση. Τα καλά μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι με τα κακά, στο βαθμό που μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή, η οποία θα θέσει όμως σε κίνηση την οικονομία της Υγείας για παράδειγμα, να λαμβάνει θετικό πρόσημο ως προς την ανάπτυξη και η χρονιά αυτή να θεωρείται μια πολύ τυχερή εν γένει χρονιά. Και η Οικονομία στηρίζεται πολύ στο ΑΕΠ και σε άλλους εξ ίσου ηλίθιους δείκτες, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο κακό, αν δεν ήταν άνθρωποι αυτοί οι οποίοι θα έπρεπε να τους ικανοποιούν, αν δεν ήταν άνθρωποι αυτοί που θα έπρεπε να τρέχουν σαν ντοπαρισμένοι από τη μια μεγέθυνση στην επόμενη.

Μεγέθυνση, Ανάπτυξη, λέξεις φετίχ, που κανείς δεν διανοείται να αμφισβητήσει και ν’ αναρωτηθεί για το περιεχόμενο και τα όριά τους. Φαντάζομαι ότι στις σημερινές συνθήκες, αυτός που θα τολμήσει να διατυπώσει τη θέση ότι «μπορούμε να ζήσουμε και με μικρότερη ανάπτυξη και με μικρότερο εισόδημα, αρκεί να αυξήσουμε τον ελεύθερο χρόνο και να μειώσουμε την εργασιακή πίεση» θα θεωρηθεί τόσο βέβηλος και ανατρεπτικός, όσο ο κομουνιστής στην Αμερική τον καιρό του Μακάρθυ. Το ίδιο και αυτός που θα θελήσει να πει ότι μπορούμε να ζήσουμε και με λιγότερα προϊόντα και με μικρότερη κατανάλωση, αρκεί να κρατήσουμε ζωντανό τον πλανήτη, την ανθρωπιά μας και τους ανθρώπους που αγαπάμε. Κι όμως σαν ένα μικρό, ελάχιστο παράδειγμα θ’ αναφερθώ στη Γαλλία και στην συναίνεση των Γάλλων να μειώσουν τις ώρες εργασίας με κόστος ένα μικρότερο εισόδημα.

Δεν μπορεί. Αυτή η μορφή οικονομίας και αυτή η οργάνωση της κοινωνίας δεν αποτελούν και τη μοναδική επιλογή. Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να εθελοτυφλούμε και να σερνόμαστε πίσω από ένα σύστημα το οποίο δεδηλωμένα για να επιζήσει πρέπει να στηρίζεται στην όλο και μεγαλύτερη, στην όλο και με ταχύτερους ρυθμούς κατανάλωση και αφαίμαξη φυσικών και ανθρώπινων πόρων αντίστοιχα. Μα, είναι ηλίου φαεινότερο ότι αν τα φάμε όλα, στο τέλος δεν θα μένει παρά να φάμε και το κεφάλι μας.
Μα είμαστε σοβαροί τέλος πάντων;

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Η Αβάστακτη Μοναξιά των Περιφερειακών ΤΕΙ


Ανακοινώθηκαν χθες οι βάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Το ποσοστό επιτυχόντων ήταν στο 70%, νούμερο λογικό κατά την άποψή μου. Αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί και υψηλό. Έγινε η σχετική βαβούρα, λογική και αυτή μιας και 100000 περίπου παιδιά και δεκαπλάσιοι συγγενείς βρίσκονται μπλεγμένοι συναισθηματικά και οικονομικά, κάθε χρόνο, στην κούρσα των εισαγωγικών.


Οι εφημερίδες εμφανίστηκαν για ακόμη μια φορά με πηχυαίους τίτλους θρηνώντας για το ρεκόρ κενών θέσεων, οι οποίες χρόνο με το χρόνο τείνουν να αυξάνονται αλματωδώς και να δημιουργούν ποικίλους συνειρμούς. Δύο είναι μόνον οι παράγοντες οι οποίοι συντελούν στην αύξηση των κενών θέσεων, είτε υπάρχει στα εκπαιδευτικά Ιδρύματα μια αύξηση των προσφερομένων θέσεων αυτών καθ’ αυτών, είτε για ένα σταθερό με το χρόνο αριθμό θέσεων, η ζήτηση εκ μέρους των υποψηφίων τείνει να ελαττώνεται.


Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στον κατάλογο των κενών θέσεων, οι οποίες εμφανίζονται αποκλειστικά στη μεγάλη πλειοψηφία των περιφερειακών ΤΕΙ, δεν μπορεί παρά να έρθει αντιμέτωπος με τον εμφανή παραλογισμό, όχι τόσο του τρομακτικά μικρού (μονοψήφιου συνήθως) αριθμού των εισακτέων, όσο με τον αριθμό των προβλεπόμενων προς κάλυψη θέσεων.

Ποιος περισπούδαστος εγκέφαλος στο Υπουργείο Παιδείας θεώρησε για παράδειγμα ότι τη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Κοζάνης θα την προτιμούσαν 447 φοιτητές, (πάλι καλά που εμφανίστηκαν 61), τη σχολή διεθνούς Εμπορίου στο ΤΕΙ Καστοριάς θα την προτιμούσαν 342 φοιτητές, (καλά δεν γνώριζαν ότι έχουν περάσει πια τα χρυσά χρόνια του περιπλανώμενου βαλκάνιου έμπορα;) και ότι στη σχολή Ιχθυοκομείας στο ΤΕΙ Ηγουμενίτσας θα συνωστίζονταν 260 φοιτητές (φυσικά δεν χρειάστηκε, γιατί δεν εμφανίστηκε πάλι κανένας). Έχει τόσες πολλές Ιχθυοκαλλιέργειες η Ηγουμενίτσα και δεν το προσέξαμε;

Και το παραμύθι συνεχίζεται αμείωτο. Στο τμήμα Ζωικής παραγωγής στη Φλώρινα σχεδιάστηκαν 298 θέσεις και πάλι κανείς δεν πέρασε ούτε για ένα γειά, και στην Άρτα για την ίδια ειδικότητα 239. Οι 3 που εμφανίστηκαν μάλλον θα έχασαν το δρόμο. Στη Φλώρινα πάλι δόθηκαν 335 θέσεις στο τμήμα φυτικής παραγωγής και πάλι κανείς δεν πέρασε το κατώφλι. Και πάει λέγοντας...

Προφανώς, κάτι πάει πολύ άσχημα με την πρόβλεψη και τον σχεδιασμό. Και εδώ δεν μιλάμε για κάποιο γεγονός που συνέβη ξαφνικά σαν να ενέσκηψαν εξωγήινοι παράγοντες και να μας έκαναν μάγια, ούτε για κάποιες μικρές και δικαιολογημένες αποκλίσεις. Εδώ μιλάμε για άλλα αντ’ άλλων.


Τρεις είναι πάλι οι εξηγήσεις. Είτε, ότι οι ιθύνοντες του υπουργείου Παιδείας είναι οι ίδιοι αλλού για αλλού, οπότε και πρέπει να πάνε στα σπίτια τους με ένα περιποιημένο Ι5 απολυτήριο, είτε διατηρούν σκοπίμως υψηλό τον αριθμό των θέσεων σε σχολές και περιοχές που δεν τις αναζητάει κανείς, για να τα έχουν καλά με τις τοπικές κοινωνίες που παρασιτούν σε βάρος νεαρών και άβγαλτων ατόμων, είτε γνωρίζουν πολύ καλά ότι κανείς δεν πρόκειται να τις αναζητήσει, οπότε τις εξαγγέλουν για ψηφοθηρικούς λόγους. Και θα ρωτήσει πάλι ένας καλοπροαίρετος παρατηρητής. Είναι δυνατόν να σπαταλώνται τόσοι δημόσιοι πόροι για να συντηρείται ένα ΤΕΙ (διοίκηση, τεχνικές υπηρεσίες, κτίρια, βιβλιοθήκες, διδακτικό προσωπικό, καθαρίστριες, κηπουροί, οδηγοί και τόσοι άλλοι) για να παραμένει στο τέλος άδειο;


Οχι, φυσικά, αγαπητέ μου καλοπροαίρετε παρατηρητή. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Καμιά σπατάλη δεν γίνεται. Τα ΤΕΙ μένουν άδεια από φοιτητές γιατί είναι επίσης άδεια και από όλα τα υπόλοιπα που θα τα έκαναν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι βέβαια αλλά δεν είναι επί του παρόντος, (έλλειψη επαγγελματικών δικαιωμάτων, ειδικότητες χωρίς αντικείμενο, υπανάπτυκτη οικονομία, κ.α.)

Η κοροϊδία πια δεν πιάνει και οι πελάτες πάνε αλλού για αναζήτηση στέγης.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Η Ασχετοσύνη θα Φανεί στο Χειροκρότημα



Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να ισχυριστώ είναι ότι γνωρίζω από μουσική. Δεν ασχολήθηκα ποτέ στα σοβαρά μαζί της, ούτε σαν συνθέτρια, ούτε σαν οργανοπαίχτρια, ούτε καν σαν ακροάτρια. Δεν έμαθα ποτέ μου να ξεχωρίζω το «λα», αν και κάποια εποχή προσπάθησα να συνάψω στενότερες σχέσεις με τις κυρίες νότες. Δυστυχώς, σαν ψηλομύτες αριστοκράτισσες που είναι, πολύ σύντομα μου γύρισαν την πλάτη, κατηγορώντας με κι από πάνω για το αυτί μου, που το βρήκαν σε πολύ χειρότερη μοίρα κι απ’ αυτό του γαιδάρου.

Παρ’ όλο το φτύσιμο όμως, ομολογώ ότι συχνά πυκνά, μού αρέσει, ν’ ακούω κλασική μουσική και τις φορές που δεν την υποβιβάζω σε απλό ηχητικό υπόβαθρο άλλων μου ασχολιών, που απαιτούν συγκέντρωση και ηρεμία, στήνω το αυτί και προσπαθώ να βρω κάποια άκρη με τους φθόγγους, τις λέξεις και τις μουσικές φράσεις και φόρμες, τα adagio, τα allegro, τα allegro ma non tropo και άλλα τινά που αδυνατώ να αποκρυπτογραφήσω. Για μένα, η μουσική είναι μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, πολύ αλλιώτικη από τις άλλες, που δεν μ’ αφήνει να βρω κάποια άκρια, κάποιο νήμα για ν’ αρχίσω να την εξερευνώ. Μου παρουσιάζεται σαν κάστρο οχυρωμένο, χωρίς καμιά απολύτως πόρτα, ή έστω μια χαραματιά για να εισχωρήσω. Δεν ξέρω πώς να την πλησιάσω, με το μυαλό ή με τα συναισθήματα, ή με ποια αναλογία απ’ αυτά τα δυο. Όταν βάζω στην άκρη το μυαλό και αφήνω μόνο τα συναισθήματα να λειτουργούν, γρήγορα χάνω τον μπούσουλα, αποσυντονίζομαι και αφαιρούμαι. Αυτό που συμβαίνει συνήθως, είναι ότι το κεφάλι μου γρήγορα έρχεται σε κατάσταση αναρχίας, κατειλημμένο από ένα κάρο άσχετες εικόνες και σκέψεις που με σέρνουν εκτός μουσικής, με αποτέλεσμα να πάψω σε λιγάκι και να την ακούω.

Όταν πάλι προσπαθώ να την προσεγγίσω εγκεφαλικά και ν’ αναγνωρίσω τον τρόπο που εργάστηκε ο συνθέτης, πιστεύοντας ότι έτσι θα καταλάβω καλύτερα την αξία της, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, διότι βρίσκω να μην κατέχω τη γλώσσα που θα με βοηθούσε ν’ αναγνωρίσω κάποιο σχέδιο ή δομή. Ακούγοντας στα τυφλά δηλαδή. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλά μουσικά κομμάτια που μου αρέσουν, μόνο που δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά κι αν ακόμα υποθέσω ότι μπορώ, τί αξία θα είχε μια υποκειμενική κρίση στο βαθμό που δεν θα μπορούσε να τεκμηριωθεί και να καταστεί αντικειμενική και καταξιωμένη;

Κατά συνέπεια, ο μουσικός μου αναλφαβητισμός μου στερεί την ικανότητα να εκφράσω κρίσεις για κάποιο μουσικό κομμάτι, αδυνατώντας ν’ αποφανθώ αν πρόκειται για αριστούργημα ή για κάτι κοινότοπο και ανέμπνευστο.

Με τα έργα που βασίζονται στο λόγο αισθάνομαι περισσότερο άνεση, όχι γιατί κατέχω την επιστήμη, την τέχνη (;) ή κάποια μεθοδολογία λογοτεχνικής κριτικής, αλλά από ένστικτο μάλλον, λόγω της μεγαλύτερης εξοικείωσής μου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον περισσότερο κόσμο, με τα γράμματα παρά με τις νότες. Αλλά μην νομίζετε ότι κι εδώ δεν έχω πολλές φορές την αίσθηση ότι βαδίζω σε κινούμενη άμμο, με το μυαλό αναποφάσιστο και σε σύγχυση.

Η άγνοιά μου όμως επί των μουσικών δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά μού δημιουργεί και πολλά πρακτικά προβλήματα, τα οποία συζητώντας τα δεξιά και αριστερά, διαπίστωσα ότι δεν είναι μόνο και δικά μου. Φερ’ ειπείν στο ερώτημα, «πότε χειροκροτούμε σε μια συναυλία;» οι περισσότεροι δεν μπορούν να δώσουν μια συγκεκριμένη απάντηση, με αποτέλεσμα να σηκώνουν τους ώμους και τα χέρια ψηλά.

Δεν είναι λίγες φορές που αισθανθήκαμε ντροπή όταν εμείς ή κάποιος άλλος στην αίθουσα χειροκρότησε σε λάθος στιγμή, πριν καν τελειώσει το κομμάτι, και που δεχτήκαμε το συγκαταβατικό χαμόγελο του μουσικού ή του λυρικού τραγουδιστή που αναγκάστηκε προς στιγμή να διακόψει, με διακριτικότητα πάντα. Στο θέατρο τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Το τέλος μιας σκηνής είναι αρκετά ευδιάκριτο, άσε και που το σβήσιμο των προβολέων είναι κι ένα άλλο πιο τρανταχτό σημάδι.

Στις συναυλίες όμως, ο καθένας ταλαίπωρος προσπαθεί να βρει τη δική του μυστική συνταγή που θα τού δώσει το σήμα για να πέσει το χειροκρότημα. Το πιο σίγουρο, (με το μικρότερο ποσοστό αποτυχίας), είναι να περιμένει πρώτα να χειροκροτήσουν οι άλλοι. Και αφού σιγουρευτεί γι αυτό, να ενώσει τότε και τις δικές του παλάμες.

Αν βρίσκεται σε θέση κοντά στην ορχήστρα και τα αναλόγια, ένας άλλος τρόπος να τσεκάρει, είναι αν το βιβλιαράκι με την παρτιτούρα έχει φτάσει στο τέλος του. Τη στιγμή που οι μουσικοί ή ο διευθυντής ορχήστρας είναι κοντά στο να το κλείσουν, είναι ελεύθερος να χειροκροτήσει.

Αυτοί οι οποίοι επιλέγουν να μαντέψουν το τέλος ενός μέρους μιας συμφωνίας ή μιας συναυλίας από ένα κρεσέντο, όπου τα όργανα δείχνουν να εμπλέκονται σε ένα όλο και πιο ξέφρενο καλπασμό σε υψηλότερες νότες και μεγαλύτερες εντάσεις, πολύ συχνά κινδυνεύουν να βρεθούν εκτεθειμένοι. Το κρεσέντο μπορεί κάλλιστα να δώσει false alarm, με το να εκφράζει μια ενδιάμεση τσιριμόνια ή έκρηξη ευφορίας του συνθέτη παρά την τελική εκφόρτιση.

Τώρα, φαντάζομαι ότι οι μελετημένοι και τεχνικά καταρτισμένοι ακροατές χρησιμοποιούν πιο κομψές και εκλεπτυσμένες τεχνικές για να σιγουρευτούν για το τέλος. Δηλαδή γνωρίζουν τι είναι το andante και πως μεταφράζεται μουσικά το adagio, καθώς επίσης και τη συνήθη δομή μιας σουίτας, μιας συμφωνίας, ή ενός κοντσέρτου μιας συγκεκριμένης σχολής, σε μια συγκεκριμένη εποχή, οπότε με το που ακούνε το ένα μέρος, ξέρουν αμέσως αυτό που θα ακολουθήσει.


Για μας όμως τους κοινούς θνητούς που δεν επενδύσαμε όσο θα θέλαμε στη μουσική μας παιδεία, η παρακολούθηση μιας συναυλίας μπορεί να κρύβει αρκετές κακοτοπιές σε ένα αρκετά γλιστερό έδαφος, όπου πολύ εύκολα μπορούμε να την πατήσουμε και να εκτεθούμε.
Τι να γίνει. Από μια μηδενική επένδυση, δεν μπορούμε να περιμένουμε και πολλά. Έτσι δεν είναι; Δικαιολογημένο το ρίσκο.

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Περί της Πνευματικής Υγείας των Επιστημόνων


Το λαϊκό φαντασιακό τροφοδοτήθηκε αρκετά από το οικοδόμημα της επιστήμης και την ενσάρκωσή της, τον επιστήμονα. Αυτόν τον τελευταίο μάλιστα, τον περιποιήθηκε ιδιαίτερα.

Του έβαλε μούσια και γυαλιά, μακριά γενειάδα και αφρόντιστα μαλλιά, τον έντυσε με ό,τι πρόχειρο βρήκε στα σεντούκια της, του έδωσε κι αυτό το χαρακτηριστικό απλανές βλέμμα, ένα μίγμα αφηρημάδας και ηλιθιότητας, το οποίο φρόντιζε εκ των υστέρων να δικαιολογεί, αποδίδοντάς το στις ατέρμονες περιπλανήσεις της επιστημονικής διάνοιας σε ιλιγγιώδη ύψη και απύθμενα βάθη, χώροι τρομακτικοί κι ασύλληπτοι για τον κοινό άνθρωπο.


Ο επιστήμονας ήταν αλλόκοτος, αλλοπαρμένος και εκτός του κόσμου τούτου. Μπορεί φεγγαροχτυπημένος, μπορεί νεραϊδοφιλημένος, πάντως μακριά από το πρότυπο του μέσου και συνηθισμένου ανθρώπου. Αυτή η αντίληψη όμως δεν ήταν πάντα προς όφελός του. Η πρώτη-πρώτη ιδιότητα που μαθαίναμε γι αυτόν από τα παιδικά μας αναγνώσματα ήταν ότι ο επιστήμονας δεν είχε σώας τας φρένας, δηλαδή ότι δεν ήταν παρά ένας τρελός. Φυσικά δεν έμπαινε στο ίδιο καζάνι με τον τρελό του χωριού ο οποίος ήταν του μπάτσου και του κλότσου.
Η τρέλα του επιστήμονα ήταν διαφορετικής φύσης, στο άλλο άκρο ας πούμε, της κλίμακας ενός φανταστικού μετρητή τρέλας, και τούτο γιατί οι παλαβομάρες που έλεγε δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν, οπότε φάνταζαν βαθιές σοφίες και περισπούδαστες αλήθειες, τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ ακαταλαβίστικες ήταν.
Ως προς αυτό το τελευταίο δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα. Ειδικά σήμερα, που το τραύλισμα, η ασάφεια, η ελλειπτικότητα της έκφρασης, και η απουσία δομής και περιεχομένου στο λόγο και στη σκέψη κατ’ επέκταση, ανάγονται σε ύψιστες αρετές και δρόμοι προνομιακοί για την κατάκτηση της αλήθειας. Αν ο λόγος και οι λέξεις, αυτό το τεχνητό και άκρως προσεγγιστικό σύστημα οργάνωσης του κόσμου και μεσιτείας ανάμεσα στην πραγματικότητα και την κατανόησή της, είναι τόσο ατελές και τόσο προσεγγιστικό, τότε ας το καταργήσουμε, ή μάλλον ας το αποδομήσουμε, όπως είναι η έκφραση του συρμού, μήπως μέσα από την ομίχλη και την ασάφεια κατακτήσουμε το σαφές και το συγκεκριμένο.


Είναι κι αυτό στις μέρες μας μια νέα μέθοδος ερμηνείας, ένα είδος προσέγγισης δια της «ομοιοπαθητικής», που έχει εκμεταλλευτεί κατά κόρον την κβαντική φυσική και το χάος, κυρίως όμως την πρώτη, και η οποία τείνει να καταστεί το κυρίαρχο εξηγητικό εργαλείο των απανταχού μυστικιστών και εραστών των μυστηρίων. Επ’ αυτού δε του φαινομένου έχω αφιερώσει αρκετές αναρτήσεις στο παρελθόν. Απλώς επισημαίνω για ακόμη μια φορά το γεγονός, πώς φαινομενικά διαφορετικοί τρόποι σκέψης μιας εποχής, μόνο σε ένα επιφανειακό επίπεδο μπορούν να ιδωθούν ως ξεχωριστοί. Στην πραγματικότητα, όταν σκάψουμε λίγο βαθύτερα μπορούμε να ανακαλύψουμε ότι στον τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας του κόσμου, που φυσικά αλλάζει από εποχή σε εποχή, υπάρχει ένα μικρό μόνο σύνολο από ενοποιητικές αρχές.


Αν βλέπεις την κοινωνία ανταγωνιστική, τότε θα βλέπεις και τη φύση σαν τέτοια. Αν αλλάξει το δόγμα, τότε ως εκ του θαύματος, θα αρχίσει και η φύση ή η κοινωνία να φαίνονται ότι διέπονται από συνεργατικές και αλληλέγγυες αρχές. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα. Υπάρχουν και άλλα πολλά. Πιστεύω ότι σε όλους τους καιρούς υπάρχει ένας κυρίαρχος τρόπος σκέψης, που καθορίζει και την ματιά, την ιδιαίτερη οπτική γωνία μέσα από την οποία γίνεται αντιληπτή η κοινωνία και οι άνθρωποι, και ο οποίος τρόπος σκέψης εμφανίζεται στο υπόστρωμα όλων των επί μέρους κρίσεων που μπορεί να αφορούν εντελώς διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας.


Αλλά νομίζω ότι έχω ξεφύγει από το θέμα, οπότε ας επανέρθω εκεί όπου άφησα το νήμα, στον επιστήμονα δηλαδή και την τρέλα του.

Οι επιστήμονες (το ποιος δικαιούται να ονομάζεται επιστήμονας το έχουμε εξετάσει ήδη σε προηγούμενες αναρτήσεις, Περί Επιστήμης και Ψευδοεπιστήμης, και «Είναι η Οικονομική Επιστήμη;»), κατέχουν μια ιδιαίτερη γλώσσα η οποία λόγω του εξειδικευμένου και ερμητικού λεξιλογίου της τοποθετεί τους κατόχους της σε ένα κλειστό κύκλο, τους απομονώνει δηλαδή από την υπόλοιπη κοινωνία, όχι μόνο λεκτικά, αλλά σε μερικές φορές και κοινωνικά. Η ακαταληψία του λεξιλογίου, η οποία πολλές φορές όπως είδαμε γίνεται και εσκεμμένα, αποτελεί έναν ουσιαστικό παράγοντα γένεσης αμφιβολιών για την πνευματική υγεία των επιστημόνων. Για μερικούς δεν διαφέρει από το παραλήρημα όπως αυτό διαπιστώνεται όχι μόνον από τους εκτός και αδαείς, αλλά και από τους εντός και τους σχετικούς.



Κάποτε μια κυρία εκστασιασμένη από την ομιλία του κυρίου καθηγητή περί αστέρων και συμπάντων, τον ρώτησε στο τέλος όταν πήγε να τον συγχαρεί πώς δεν τρελαίνεται με όλα αυτά που ξέρει. Και ο κύριος καθηγητής εντελώς απαθής και εντελώς αυτάρεσκα της απάντησε: «Μα κυρία μου, πώς γνωρίζετε ότι δεν είμαι τρελός;».


Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι και η σύνδεση της γνώσης αυτής καθ εαυτή με την τρέλα, νοοτροπία με πολύ βαθιές ρίζες στις κοινωνίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο τρελός αντιμετωπιζόταν με σεβασμό και δέος, σαν άνθρωπος που γνώριζε πολλά, πολλά περισσότερο από τους άλλους και του οποίου τα παραληρήματα ειδικοί σοφοί, μάγοι και ιερείς προσπαθούσαν να επεξηγήσουν μιας και ήταν πεπεισμένοι ότι μετέφραζαν λόγια προφητικά και με σημασία.

Η σημερινή εικόνα του επιστήμονα είναι διαφορετική απ’ αυτή τού παρελθόντος. Η τρομερή εξειδίκευση που απαιτήθηκε τον κατέστησε ακόμα ένα γρανάζι στη μηχανή παραγωγής δημοσιεύσεων κυρίως, και όχι γνώσης, πολύ περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν, όταν οι επιστήμονες είχαν πλατύτερους ορίζοντες, μάθαιναν την αξία της σκέψης και του στοχασμού και κυρίως αισθάνονταν λιγότερο πιεσμένοι στο να εμβαθύνουν και να δημοσιεύουν αυτά που θεωρούσαν ότι ήταν πια ώριμα και σημαντικά. Είναι αλήθεια ότι όποια σημαντική θεωρητική γνώση παρήχθη, αυτή έγινε τα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα. Μετά η ποσότητα, όπως παντού κυριάρχησε της ποιότητας. Η παραγωγή επιστημονικής γνώσης ακολούθησε τα ίδια μονοπάτια όπως και η παραγωγή προϊόντων: παραγωγή για την παραγωγή με όλο και ταχύτερους ρυθμούς για να μην σβήσει η μηχανή. Publish or perish!

Η τρέλα που τους αποδίδεται δεν έχει τίποτε πια από την αίγλη του παρελθόντος. Όταν λέμε ότι κάποιος θέλει να γίνει Επιστήμονας, με κεφαλαίο το «Ε», δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να κυριολεκτούμε, εννοώντας ότι μια τέτοια επιλογή δεν είναι με το μέρος της λογικής, λόγω της πολύ χαμηλής (κατά μέσον όρο) ανταποδοτικότητας που έχει. Δηλαδή, πολύ μεγάλη επένδυση σε χρόνια σπουδών, έξοδα, προσπάθεια κ.λ.π. και μικρή πιθανότητα εξεύρεσης εργασίας με ακόμα μικρότερες απολαβές. Στην περίοδο της Εργαλειακότητας που διανύουμε, είναι φυσικό μια τέτοια απόφαση να θεωρείται κατάπτυστα και κυριολεκτικά τρελή.

Οι επιστήμονες σήμερα είναι τόσο πνευματικά υγιείς όσο και ο υπόλοιπος πληθυσμός. Δεν απαιτούνται πια αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχαν οι προπάτορές τους, η ανεξάντλητη φαντασία, ο πιο αργός χρόνος, η ενασχόληση με πολλούς και ποικίλους τομείς ακόμα και μακρινούς του αμέσου αντικειμένου τους. Ο Επιστήμονας μοιάζει όλο και περισσότερο με τον manager και το εργαστήριο παίρνει τη δομή της επιχείρησης με αυστηρή την ιεραρχία των φοιτητών, μεταπτυχιακών, μεταδιδακτορικών, ερευνητών, διευθυντή, αναπληρωτή διευθυντή κ.λ.π. Και η χρηματοδότηση γίνεται στην ελεύθερη αγορά, και η αξιολόγηση με κριτήρια της ελεύθερης αγοράς επίσης.

Η κοινωνία πια έχει πάρει μια πιο πραγματιστική στροφή και κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με αυτούς, παρά σαν μαϊντανούς στα κανάλια ή σε καμιά εκπομπή για να γεμίσει ο χρόνος. Δεν τους χρειάζεται, και συνεπώς δεν τους ανταμείβει. Οι νέοι σκέφτονται πιο οικονομικά επίσης και αποφεύγουν τέτοιες μακροχρόνιες επενδύσεις στις επιστήμες, που άλλωστε δεν διαθέτουν τα φόντα έτσι όπως εξασκούνται σήμερα για να μαγέψουν και να συνεπάρουν τα φρέσκα και ευφάνταστα νεανικά μυαλά. Λείπει η τρέλα δηλαδή και η διάθεση ανοίγματος στην περιπέτεια και το άγνωστο.


Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή κάποια στιγμή θα φρακάρει χωρίς την ανανέωση που της προσφέρουν οι επιστήμες. Η ΕΕ το κατάλαβε νωρίς και προσπάθησε, αν μη τι άλλο, να τις διαφημίσει και να ξαναδώσει στο πρόσωπο του ερευνητή-επιστήμονα κάτι από την αίγλη του παρελθόντος. Έτσι την περασμένη χρονιά διοργανώθηκαν στην Αθήνα αλλά ταυτόχρονα και στην Ευρώπη όλη, κύκλοι προσέγγισης, ανίχνευσης και ανάδειξης του Ερευνητή μέσα από προγράμματα «Η βραδιά του Ερευνητή», «Τα παιδιά ζωγραφίζουν τον Ερευνητή», «Το πορτρέτο του Ερευνητή» , " ο Ερευνητής και το λουρί της μάνας", και άλλες τέτοιες μπούρδες. Το μέλλον θα δείξει! Αν και το βλέπω αρκετά χλομό.

Για την ώρα, τα καλύτερα παιδιά το έχουν ρίξει πάντως στο blogging!

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Ταξίδι στη Σικελία: Β

Για το Παλέρμο (από το Πάνορμος), από τα παιδικά μου χρόνια ήδη, είχα σχηματίσει άλλη εικόνα στο μυαλό μου. Το φανταζόμουν πιο μεγαλοπρεπές, κάπως σαν κέντρο σπουδαίο μιας παλιάς κοσμοπολίτικης Ιταλίας, τότε που ο δικηγόρος Λαμπίρης, στο "Σπίτι των Ανέμων" πήγαινε κι ερχόταν στα βουλεβάρτα του, και ‘γω δεν ξέρω για τι σπουδαίες δουλειές. Φυσικά απογοητεύτηκα απ’ αυτό που αντίκρυσα. Ολόκληρες περιοχές μες τη γκρεμίλα, ένα βήμα πριν απ’ την κατάρρευση, κι όμως τα περισσότερα από τα σπίτια αυτά να κατοικούνται από πραγματικές οικογένειες και όχι από τίποτε σαλεμένους περιθωριακούς.





Βέβαια, εδώ μπορείτε να προβάλλετε όσες ενστάσεις θέλετε, και να διαμαρτυρηθείτε για εσκεμμένη παραποίηση της πραγματικότητας, εξ αιτιας της αποσπασματικότητας των εικόνων και της επιλεκτικής παρουσιάσης κάποιων κτηρίων. Φυσικά και θα έχετε δίκαιο, γιατί με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα να σας παρουσιάσω μια εικόνα της Αθήνας εξ ίσου ή ακόμα πιο αποκρουστικής. Αλλά δυστυχώς το πρόβλημα της αντικειμενικής παρουσιάσης δεν έχει ακόμα επιλυθεί και προς το παρόν δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να με πιστέψετε.

Πήγα και στις διάφορες λαϊκές αγορές τους, με την ελπίδα να δω κάτι το ξεχωριστό. Όντως, εκεί αντίκρισα Ελλάδα. Αλλού τα φρούτα, τα λαχανικά και τα ψάρια, αλλού τα είδη σπιτιού και ρουχισμού, στην πιο φτηνή τους εκδοχή. Ακριβώς όπως και οι λαϊκές εδώ, με τη διαφορά ότι στο Παλέρμο οι εγκαταστάσεις ήταν μόνιμες. Έτσι, όπως θα διαπιστώσετε από τις φωτογραφίες, βρήκα τις μελιτζάνες να πωλούνται προς 1.99 το κιλό, τις ντομάτες προς 1.39, τις φράουλες προς 2.80, τα φασόλια, (ακριβά), προς 3.5 ευρώ το κιλό.



Και τα καρπούζια προς 0.40 ευρώ. Μια από τα ίδια δηλαδή.



Χρήσιμες στ’ αλήθεια πληροφορίες. Λογικά, δεν συμφέρει ν' αγοράζουμε τα καρπούζια μας από τη Σικελία. Τους απασχολεί και τους Ιταλούς η ακρίβεια, όπως κι εμάς δω. Ξεφύλλισα μια μέρα τη La Repubblica και είδα ότι ήταν φίσκα σε πίνακες με συγκρίσεις τιμών διαφόρων αγαθών. Άρα, δεν είναι πρόβλημα μόνον της Ελλάδας. Τι ακριβώς φταίει, δεν είναι της ώρας να κάτσω και να ξεσκαλίσω. Μου φτάνει μόνο που ξέρω πως και άλλοι μαζί με μας, και οι Γάλλοι νομίζω, έχουν το ίδιο πρόβλημα.

Η Σικελία είναι μια φτωχή, αλλά πολύ γόνιμη περιοχή. Δεν μου ήταν εύκολο να βρω το σημερινό κατά κεφαλήν εισόδημα, ώστε να το συγκρίνω με το δικό μας. Ξέρω μόνο ότι είναι λίγο πιο πλούσια από την Καλαβρία και την Καμπάνια, όλες στο Νότο, και ότι το βιωτικό της επίπεδο ανέρχεται στο 35% του μέσου ιταλικού, (21000). Από τα στοιχεία του 1997 όμως που βρήκα, το κατά κεφαλήν εισόδημα αντιστοιχούσε τότε σε 7000 περίπου δολάρια, ενώ για την ίδια περίοδο στην Ελλάδα ανερχόταν στα 12000 δολάρια. Σημαντική διαφορά, που ελπίζω να κάνει κάπως πιο πιστευτές τις περιγραφές μου. Αλλά ακόμα και οι φευγαλέες εικόνες που πήρα σχετικά με το επίπεδο ζωής των κατοίκων της, συγκλίνουν σε μια συνεκτική εικόνα όπου απουσιάζει ο εμφανής πλούτος και όπου οι φτωχές συνοικίες είναι πολύ πιο φτωχές από τις αντίστοιχες δικές μας. Ας μην ξεχνάμε ότι η ανεργία το 2002 ανερχόταν στο 20% του πληθυσμού της.

Γιατί είναι τόσο φτωχή η Σικελία; Εξ αιτίας της Μαφίας, είναι η απάντηση. Η Μαφία κράτησε την περιοχή δεμένη σε ημιφεουδαρχικά συστήματα παραγωγής, με τον παλιό φεουδάρχη να έχει αντικατασταθεί από τον Μαφιόζο Κάπο, εμποδίζοντας έτσι την είσοδο και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η προηγούμενη έκφραση που χρησιμοποίησα αποτελεί μια εντελώς πολιτικά ορθή περιγραφή των οικονομικών δραστηριοτήτων της Μαφίας, για τις οποίες είμαστε ενήμεροι οι πάντες, ώστε να μην χρειάζεται να εξειδικεύσω παραπάνω. Οι λόγοι που η Μαφία ρίζωσε τόσο πολύ και παρέμεινε αποδεκτή από την πλειοψηφία των Σικελών είναι πολλοί και ιστορικοί. Και δεν είχε πάντα η λέξη αρνητικό περιεχόμενο. Αντίθετα σε κάποιες περιόδους ήταν συνδεδεμένη με την ευγένεια, την γεναιοδωρία και την τιμή.

Μου έκανε εντύπωση η έλλειψη σε supermarkets. Δεν υπήρχαν παρά λίγα μικρά, και αυτά με ντόπιους ιδιοκτήτες. Μόνο έξω από τις Συρακούσες θυμάμαι να εντόπισα ένα Carrefour.


Η Σικελία όμως είναι ένα πολύ εύφορο νησί, γεμάτο με πορτοκαλιές και μανταρινιές, ελιές, αμπέλια, αμυγδαλιές, συκιές, καστανιές και ότι άλλο δέντρο βάλει ο νους σας. Σε ορισμένες περιοχές η βλάστηση είναι οργιώδης με αναρίθμητους φοίνικες και μπανανιές ακόμα και μέσα στις πόλεις, με εξωτικά φυτά, αροκάριες, και πρασινάδες που μπλέκουν όλα τα παραπάνω σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Και πεύκα, πολλά πεύκα. Και πυρκαγιές. Πολλές πυρκαγιές. Τις αναφέρουν όλοι οι τουριστικοί οδηγοί μαζί με οδηγίες προφύλαξης.

Μαφιόζους με στάμπα στο μέτωπο δεν είδα. Μου είπαν μόνο ότι ο ιδιοκτήτης του parking στο Παλέρμο ήταν με τη μαφία, αλλά μου φάνηκε ένας πολύ καλός και τίμιος άνθρωπος. Φαντάστηκα ότι έτσι θα είναι με τα κατώτερα στελέχη της. Απλοί άνθρωποι που πασχίζουν ν' ανήκουν στη μεγάλη αυτή οικογένεια για να θρέψουν με ασφάλεια τις δικές τους, να σπουδάσουν τα παιδιά τους και να παντρέψουν τις κόρες τους. Η Μαφία βοηθάει και ανταμείβει αυτούς που την υπηρετούν. Αν το καλοσκεφτείς, έχει αυστηρούς και συγκεκριμένους κανόνες, όπως, ότι απαγορεύεται να κοιτάξεις με πονηρό σκοπό τη γυναίκα του φίλου σου, ότι πρέπει να της φερεσαι με εκτίμηση και σεβασμό, και αν εξαιρέσεις μερικούς μόνον που αφορούν τους προδότες, είναι ένα πολύ ηθικό και δίκαιο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης. Απόδειξη ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Σικελίας, της Καλαβρίας και της Κορσικής δεν θέλει καν να την αποχωριστεί.

Είδα επίσης στο Παλέρμο ένα πολυτελές αυτοκίνητο με τέσσερις, ντυμένους στα μαύρα και με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, ακολουθούμενο από ένα άλλο, λιγότερο πολυτελές και με άλλους τέσσερις, στα μαύρα επίσης. Μαφιόζοι, μαφιόζοι μου φώναξε ο γιος μου. Καλά πώς κάνεις έτσι, του απάντησα. Μπορεί να ήταν και βουλευτές. Δεν έχεις και πολύ άδικο, μου ανταπάντησε και έχασε με μιάς τον ενθουσιασμό του για κάτι που αποδείχτηκε ότι δεν ήταν και τόσο σπάνιο στα μέρη μας

Ο τελευταίος μαφιόζος που είδα, δεν ήταν ζωντανός, αλλά σε κάδρο, κρεμασμένος σε περίοπτη θέση στον τοίχο ενός πολυσύχναστου εστιατορίου. Είχε αφήσει πίσω χήρα και δυο μικρά αγόρια. Αλλά το εστιατόριο έκανε χρυσές δουλειές, πράγμα που σήμαινε ότι η Μαφία δεν είναι άκαρδη και ούτε πετάει στο δρόμο τις χήρες και τα ορφανά που η ίδια είναι αναγκασμένη μερικές φορές να δημιουργεί.


Θυμήθηκα, ότι πριν από μερικά χρόνια, μπορεί και ένα, ο ΓΑΠ είχε αναφέρει, όχι άδικα, όπως διαπίστωσα μελετώντας τη διάρθρωση της Σικελικής Μαφίας, ότι η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το γνωστό αυτό συνδικάτο του εγκλήματος. Δεν αντιλέγω, αλλά θα έπρεπε να ήταν περισσότερο προσεκτικός, γιατί η παρακάτω φωτογραφία που τράβηξα στην Καλαβρία (διαβόητο κεντρο μιας άλλης, ακόμα πιο φοβερής Μαφίας), θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κακόβουλους εχθρούς σαν αποδεικτικό στοιχείο περίεργων διασυνδέσεων, μέσα από ύποπτες κουζίνες, και χορηγίες αμφιλεγόμενων ποδοσφαιρικών ομάδων.


Στη Σικελία, όσο και να έψαξα στάθηκε αδύνατο να βρω τη Μαλένα, ούτε καμιά που να της μοιάζει. Οι ίδιες γνώριμες πληθωρικές φιγούρες του νότου. Χοντροκάπουλες, χοντρομπρατσούδες και χοντροβυζούδες.


Δεν θα ήθελα να κλείσω αυτό το σημείωμα χωρίς ν’ αναφερθώ στην Αίτνα. Στα 3.300 μέτρα, ένα από τα πιο θορυβώδη και παιχνιδιάρικα ηφαίστεια της Ευρώπης. Οι συχνές εκρήξεις της την καθιστούν σχετικά ακίνδυνη, διότι όπως λένε οι ειδικοί, αυτό την κάνει να εκτονώνεται. Αλίμονο στον Βεζούβιο και στους Ναπολιτάνους. Αν ποτέ το ηφαίστειο αυτό εκραγεί θα θρηνήσουνε πολλές μανούλες, λένε τα προγνωστικά. Στην Αίτνα ανεβαίνει κανείς άνετα με αυτοκίνητο μέχρι τα 2000 περίπου μέτρα, ενώ με τελεφερίκ μπορείς να φτάσεις μέχρι τα 3000 μέτρα και μετά με τζιπ να πλησιάσεις μέχρι και τον κεντρικό και ψηλότερο κρατήρα. Στους πρόποδές της βρίσκεται η Κατάνια καθώς και πολλά πλούσια και εύφορα χωριά.


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Ταξίδι στη Σικελία: Α

Τα καλοκαίρια με κάνουν και υποφέρω. Ένας λόγος είναι η υποχρεωτική αλλαγή των ρυθμών της ζωής μου, αλλαγή που μου επιβάλλεται με το στανιό εξ αιτίας των επικείμενων διακοπών που πρέπει υποχρεωτικά να πάρω τον Αύγουστο, διότι και να θέλω να δουλέψω, οι εξ ίσου υποχρεωτικές διακοπές των άλλων μού στερούν και αυτή τη στοιχειώδη χαρά της εργασίας, (ελάτε τώρα, ένα αστείο είπα, μη το παίρνετε και τοις μετρητοίς) και ο άλλος λόγος είναι η ζέστη. Αυτό το επί πλέον βάρος που πρέπει να κουβαλώ για δυο και βάλε μήνες το χρόνο. Η ζέστη έχει την ίδια επίδραση με το βάρος. Και τα δυο σου κόβουν τα πόδια και κονταίνουν την ανάσα.


Θα προτιμούσα τα καλοκαίρια να τα περνούσα στη Νορβηγία, ή στον Μέλανα Δρυμό στη Γερμανία, αλλά μου αρέσουν και οι θάλασσες της Μεσογείου, με τα δροσερά κρυστάλλινα νερά, να, σαν κι αυτά στη φωτογραφία, και σχεδόν κάθε καλοκαίρι την πατώ, υποτιμώ τη ζέστη και τα παραλειπόμενά της και παίρνω την άγουσα για τα νησιά, κυρίως τα άνυδρα και τα ξερά, εκείνα ξέρετε, που δεν έχουν ποτέ σκιά, με την πέτρα που κορώνει από τον ανελέητο ηλιακό βομβαρδισμό, εκείνα που σε αφυδατώνουν, που σε ψήνουν, σε τσουρουφλίζουν και σε τηγανίζουν δίχως αλεύρι, με την αλμύρα μόνο, στις πλάκες και στις πεζούλες.




Αυλάκι, Νίσυρος


Φέτος, ενώ για πολλοστή φορά ήθελα να πάω προς τα βόρεια, πάλι τα μπέρδεψα και κατέβηκα νότια, και μάλιστα νοτιότερα από τα συνηθισμένα, στη Σικελία. Το μετάνιωσα για δυο πάλι λόγους. Πρώτον η ζέστη, η τόσο υγρή που δεν λογάριασα σωστά και δεύτερον το μέγεθος. Χίλια χιλιόμετρα η περίμετρος, το θερμόμετρο να ξεπερνάει τους 35 βαθμούς και ο αέρας ν’ ασφυκτιά από το υπερβολικό φορτίο με υδρατμούς. Πολύ βαρύς, τον ένοιωθες μόλις ξεμύτιζες προς τα έξω, να σε πιέζει σταθερά και με δύναμη, να προσπαθεί θαρρείς να σε βουλιάξει στο έδαφος, κακός αέρας, κακόβουλος, να σου πλακώνει το στήθος, να σου σφραγίζει τα ρουθούνια, κάθε βήμα και μια νίκη, μια πράξη αντίστασης σ’ αυτόν τον αόρατο εχθρό.

Στη Σικελία έφτασα με προσδοκίες, να συναντήσω εικόνες από το παλιό ιταλικό σινεμά, να ξεκουφαθώ από τις φωνές και τα τραγούδια των πλανόδιων, να πιω τον καφέ μου σε πλατείες όπου βολτάριζε η Μαλένα, να συνομιλήσω με μαφιόζους για την αποδεδειγμένη κρίση του επαγγέλματός τους, να πάρω γεμιστά panini από τα χοντρά χεράκια κάποιας πληθωρικής φουρνάρισσας, να βρεθώ στο μεσαιωνικό ψαροχώρι-καταφύγιο του Νερούντα παρέα με τον ταχυδρόμο του και την ελκυστική ταβερνιάρισσα.



Αλλά φευ, τίποτε απ’ όλα αυτά. Οι πλατείες υπήρχαν, αλλά είτε ήταν άδειες, είτε οι λιγοστοί επισκέπτες ήταν κάποιοι ταλαίπωροι τουρίστες, Ιταλοί ως επί το πλείστον, που έτρεχαν να προφυλαχτούν στην σκιά κάποιας εκκλησίας, όχι πάντα με επιτυχία γιατί και κει η ατμόσφαιρα τις πιο πολλές φορές ήταν υγρή, ζεστή και αποπνικτική. Και τι να σου κάνει ο καφές, μια τόση δα σταλιά, έστω και παγωμένος.




Συρακούσες Ορτυγία



Και μεσαιωνικά ψαροχώρια επισκέφτηκα, μα δεν συνάντησα πουθενά τον Νερούντα, παρά μονάχα πλήθη αλλοπαρμένων να παραπαίουν στα σοκάκια, κουτουλώντας μια απ’ τη μια μεριά και μια απ’ την άλλη, αναζητώντας κάποια σκιά, κάποια τρύπα να χωθούν, κάποια δροσερή ριπή του αέρα σε κάποια έξοδο από κανένα σκοτεινό διαμπερές στενάκι. Και η ατμόσφαιρα θολή. Μαζί με το νερό, σε μερικές μεριές εξατμιζόταν και το έδαφος.



Tσεφαλού


Απ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά που γύρισα, το μόνο μέρος που έμοιαζε αρκετά με τις εικόνες που είχα στο κεφάλι μου από τον κινηματογράφο, ήταν το Μπάρι, το γνωστό λιμάνι της Αδριατικής. Κι ήταν έκπληξη, γιατί τις τόσες φορές που ξεμπαρκάρισα εκεί, ποτέ δεν κάθισα έστω ένα λεπτό παραπάνω για να το σεργιανίσω. Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα έκρυβε έναν τόσο πολύτιμο θησαυρό. Η παλιά πόλη αγγίζει τη θάλασσα και είναι ολόκληρη ένας ζωντανός οργανισμός από σοκάκια απελπιστικά στενά και σκοτεινά, αλλά απελπιστικά γεμάτα με ζωή από τις φωνές των παιδιών που παίζουν ολόγυρα, από τα ραδιόφωνα στη διαπασών, από τις κουβέντες των γυναικών μαζεμένες σε ομήγυρη, το ίδιο και από τις παρέες των αντρών παραδίπλα, ένας κόσμος έξω από τα σπίτια, με τις εξώπορτες και τις μπαλκονόπορτες ίσα με τον δρόμο, δίχως καμιά αυλή να μεσολαβεί, ούτε ακόμα και αυτό το σκαλάκι, με τις κουρτίνες μονίμως φουσκωμένες απ΄ τα ρεύματα, και με τις μπουγάδες μονίμως σε έπαρση στα πάνω πατώματα. Α! Και τα εικονοστάσια με τις Παναγίες. Έξω από κάθε σπίτι σχεδόν, σε ειδικές κόγχες στον τοίχο, ξύλινες ή μαρμάρινες, φροντισμένα με δαντελωτά σεμέν και στολισμένα με λουλούδια, γιρλάντες, λαμπιόνια, κεράκια και ότι άλλο βάλει ο νους και η καλαισθησία της πιστής ιδιοκτήτριας.




Μπάρι


Ολόκληρο το νησί αναδίδει μια αύρα παρακμής. Αλλού πιο λίγη, όπως η Μεσσίνα, αλλού πιο πολύ, όπως για παράδειγμα το Παλέρμο. Αξιοζήλευτα κτίρια, παλάτια και εκκλησίες όλων των τύπων, μεγεθών και ρυθμών, χτισμένα από Άραβες και Νορμανδούς και από όλους όσους έτυχε να περάσουν από το νησί, και που δεν ήταν και λίγοι, επιβλητικά, σε στιλ μπαρόκ τα πιο πολλά, αλλά και νεώτερα, φασιστικής αισθητικής, αφημένα όμως, τα πιο πολλά στην τύχη τους, να ξεφτίζουν και να καταρρέουν. Δεν ήταν λίγα τα σπίτια που είδα να έχουν τα μπαλκόνια τους τυλιγμένα στο κάτω μέρος με λινάτσα, προσωρινά αλλά αναγκαία μέτρα για να συγκρατήσουν όπως-όπως τη φθορά, τις πέτρες δηλαδή και τα τούβλα που ξεκόλλαγαν και έπεφταν.






Παλέρμο



Μεσσίνα


Συνεχίζεται...

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Περί της Συνειδητότητας των Ηθικών Κρίσεων


Με το παρόν κείμενο, συνεχίζω την παρουσίαση φιλοσοφικών θεμάτων από την σκοπιά της Νευροφυσιολογίας. Αν και στην αρχή που ασχολήθηκα με το θέμα ήμουν αρκετά επιφυλακτική, βρίσκοντας τη μείξη αυτή εντελώς παράταιρη και ...μεταμοντέρνα, στη συνέχεια έγινα περισσότερο διαλλακτική θέλοντας να δώσω περισσότερες ευκαιρίες σ’ αυτή την προσπάθεια, η οποία αν μη τι άλλο θα οδηγήσει πιο βαθιά στην ανίχνευση της λειτουργίας του εγκεφάλου. Αρκεί να κρατάμε προς το παρόν, κάποιες αποστάσεις από τα συμπεράσματα και ν’ αποφεύγουμε τις γενικεύσεις.


Στις παραδοσιακές ηθικές φιλοσοφίες οι ηθικές κρίσεις χωρίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες, Ωφελιμιστικές και Δεοντολογικές. Σαν κλασικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση «του μωρού που κλαίει», η θυσία (πνίξιμο) του οποίου συνεπάγεται τη σωτηρία ενός μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων. Οι κρίσεις που συνηγορούν υπέρ της θυσίας καταγράφονται σαν Ωφελιμιστικές, ενώ η αντίθετη κρίση σαν Δεοντολογική.


Ο Καθηγητής ψυχολογίας του Harvard, Joshua Greene βασιζόμενος σε fMRI απεικονίσεις πρότεινε το λεγόμενο «διπλό μοντέλο» των ηθικών κρίσεων, εισάγοντας συνάμα δυο αρχικές παραδοχές: Ότι,


1) Στις Δεοντολογικές κρίσεις, οι συναισθηματικές διεργασίες υπερισχύουν των γνωστικών (cognitive), δηλαδή αναφορικά με το παραπάνω παράδειγμα η θέση «να μην πνιγεί το μωρό» αποτελεί συναισθηματική αντίδραση, ενώ


2) Στις Ωφελιμιστικές κρίσεις, οι διεργασίες που κυριαρχούν είναι οι ελεγχόμενες γνωστικές, δηλαδή, «Να πνιγεί το μωρό για να σωθούν οι υπόλοιποι».

Ο σκοπός του πειράματος του Prof. Greene ήταν η διερεύνηση της αλήθειας αυτής της δεύτερης παραδοχής, και σχεδιάστηκε έτσι ώστε να υπάρχει έξωθεν παρέμβαση στις Ωφελιμιστικές Ηθικές κρίσεις κάποιων εθελοντών που έλαβαν μέρος στο πείραμα, με ελεγχόμενο γνωστικό φορτίο, το οποίο συνίστατο στον εντοπισμό του αριθμού «5» σε μια σειρά διερχόμενων αριθμών. Δηλαδή, εφ’ όσον οι Ωφελιμιστικές κρίσεις γίνονται με τη βοήθεια του μυαλού, όταν αυτό απασχολείται ταυτόχρονα και σε μια άλλη διαδικασία, τότε θα αναμέναμε μια μεταβολή


α. είτε στον χρόνο αντίδρασης του εθελοντή στο να εκφέρει μια ωφελιμιστική κρίση,
β. είτε στον κατά μέσο όρο αριθμό των ωφελιμιστικών έναντι των δεοντολογικών κρίσεων.


Τα Αποτελέσματα


Α. Το πείραμα επιβεβαίωσε την δεύτερη παραδοχή του Greene, με την έννοια ότι όντως σε συνθήκες εξωτερικού γνωστικού φόρτου παρατηρήθηκαν αυξημένοι χρόνοι αντίδρασης στις ωφελιμιστικές κρίσεις, ενώ δεν παρατηρήθηκε κάτι ανάλογο όταν οι εθελοντές επρόκειτο να κάνουν μια δεοντολογική κρίση, όπως περιγράψαμε προηγουμένως.
Το συμπέρασμα που βγήκε, ήταν ότι στις ωφελιμιστικές ηθικές κρίσεις έχουμε όντως παρέμβαση γνωστικών λειτουργιών, ενώ στις δεοντολογικές δεν έχουμε παραμένοντας έτσι συναισθηματικές.

Β. Ένα άλλο αποτέλεσμα ήταν ότι το επιπλέον φορτίο δεν φάνηκε να αλλάζει την αναλογία των ωφελιμιστικών έναντι των δεοντολογικών κρίσεων που θα έκανε ένας εθελοντής.

Γ. Και τελευταία, οι ωφελιμιστικές ηθικές κρίσεις παίρνουν περισσότερο χρόνο από τις δεοντολογικές για να διατυπωθούν, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει εξωτερικό γνωστικό φορτίο ή όχι. Δηλαδή, το μυαλό για να λειτουργήσει είναι πιο αργό από το συναίσθημα, το ένστικτο και άλλες αυτόματες διεργασίες.


Για τη γενίκευση των συμπερασμάτων αυτών, φυσικά μια δημοσίευση από μόνη της δεν είναι ποτέ αρκετή. Χρειάζεται να εξεταστούν πολλές άλλες παράμετροι, μέχρις ότου αισθανθούμε ότι πατάμε σε ασφαλές έδαφος. Αλλά, αυτός είναι ο τρόπος που περπατάει η έρευνα, σε ανώμαλο έδαφος και πολλές φορές και σε γλιστερό!

Όλα τα προηγούμενα βρίσκονται στο άρθρο “Between a Rock and a Hard Place: Thinking about Morality”, in Scientifiv American, Mind Matters, July 29, 2008.




-----------------------------------------------------------------------------------------------
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΩ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΗΘΗ (!!!) ΚΑΙ ΕΚΛΕΚΤΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ BLOG, ΟΤΙ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ ΩΣ ΤΙΣ 18/8, ΛΟΓΩ
ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ,
ΜΠΟΡΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ, ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΙΝΤΕΡΝΕΤ.
ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΣΑΣ!!

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Υπάρχει Κάποιο Λάθος με τη Λογική;


Δεν αποτελεί μυστικό, ότι η Λογική, σε αντίθεση με το παρελθόν, τίθεται πλέον ανοιχτά υπό αμφισβήτηση. Όχι σε κίνδυνο, για να μην γινόμαστε υπερβολικοί και κατηγορηθούμε για κινδυνολογία. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεγάλων μερίδων του πληθυσμού της Δύσης για την πτώχευση του βίου τους, τόσο σε υλικά μέσα (σε σχέση με τις προσδοκίες τους), όσο και σε ποιότητα, μη βρίσκοντας εκτόνωση απαξιώνοντας την Πολιτική και δυσπιστώντας στην Οικονομία και Επιστήμη, αλλάζει ρότα και επιτίθεται σ’ αυτό το ίδιο το υπόβαθρο του νεωτερικού κοσμοειδώλου, ελπίζοντας αυτή τη φορά να πετύχει διάνα και να χτυπήσει το «κακό» στη ρίζα του.

Υπάρχουν μια σειρά από φαινόμενα που το επιβεβαιώνουν, τόσα, ώστε αρκετοί διανοητές απ’ όλα τα πεδία των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ν’ αναγκαστούν να στρέψουν το βλέμμα προς την κατεύθυνση αυτή. Φαινόμενα, όπως
  1. η αναβάθμιση της θρησκείας ως σημαντικής παραμέτρου στη ζωή των λαών, όχι μόνον του πρώην ανατολικού μπλοκ, αλλά και της Αμερικής και της Ελλάδας ακόμα,
  2. όπως η υιοθέτηση φονταμενταλιστικών πρακτικών στην πολιτική (Αμερική και ορισμένες μουσουλμανικές χώρες),
  3. όπως η στροφή στους ανατολικούς μυστικισμούς, τις ψευδοεπιστήμες, (ομοιοπαθητική, ανατολικές θεραπευτικές μέθοδοι),
  4. όπως η σχετικιστική σκέψη, το μεταμοντέρνο και New Age με την ισοπέδωση αξιών και ποιοτήτων, του υψηλού με το χύδην, της επιστήμης με τον τσαρλατανισμό, για ν’ αναφερθούμε σε μερικά από αυτά.

    Οι επιθέσεις κατά της Λογικής, ουσιαστικά στοχεύουν:

  1. Στην Επιστήμη την ίδια, η οποία θεωρείται το πλέον γνήσιο και ευνοούμενο παιδί της. Οι λόγοι δυσπιστίας οι οποίοι είχαν ήδη διατυπωθεί ανοιχτά από τον Adorno, έχουν να κάνουν α) με την διάψευση των προσδοκιών των ανθρώπων για καλυτέρευση της ζωής τους με την ανάπτυξη των επιστημών, όπως το είχε υποσχεθεί, β) με την απαξίωση άλλων τρόπων, πέραν των επιστημονικών, περιγραφής και κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, καθώς επίσης και γ) με την αλαζονική προσπάθεια επιβολής των μεθόδων της και σε άλλα πεδία, όπως ψυχολογία (Behaviorism) και κοινωνικές επιστήμες. Δείτε σχετικά την ανάρτηση «Δυσπιστία στην Επιστήμη».

  2. Στην εργαλειακή εκδοχή της Λογικής, την οποία ορίσαμε στην προηγούμενη ανάρτηση «Οι Περιπέτειες του ορθού Λόγου», και η οποία αποτιμά τα πράγματα βάσει σχέσεων κόστους/αποτελέσματος και βάσει ποσοτικοποιημένων οντοτήτων.

  3. Στην αδυναμία της Λογικής σκέψης καθ’ αυτήν να παράξει ηθικούς τρόπους συμπεριφοράς, να συμπορευτεί με τον «ατελή» τρόπο ζωής των ανθρώπων, και να μας κάνει να νοιώσουμε «άνθρωποι».

  4. Στην αδυναμία της να παίξει καθοριστικό ρόλο στη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας και τέλος,

  5. Στην προσπάθεια επιβολής ενός μονομερούς τρόπου θέασης του κόσμου, παραμερίζοντας και υποτιμώντας άλλους, όπως φαντασία, συναίσθημα, διόραση κ.λ.π.

Τί κάνουμε λοιπόν; Σκοτώνουμε τη Λογική και δενόμαστε, όπως παλιά στο άρμα των πάσης φύσεως πίστεων, δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων; Φυσικά και όχι.


Οι 7 επιστήμονες που ανέπτυξαν τις ανησυχίες και τις απόψεις τους στο τεύχος της 26 Ιουλίου 2008, του NewScientist, προσπαθούν να δουν το φαινόμενο από διαφορετικές σκοπιές, συγκεκριμένα της φιλοσοφίας, της νευροεπιστήμης, της θρησκείας, της ψυχολογίας και να προβούν σε επανακαθορισμό και διεύρυνση του ορισμού της ορθολογικότητας ώστε να συμπεριλάβει μεγαλύτερες κατηγορίες, (σσ. 51-53).



ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟ ;


Επί του παρόντος, ας εξετάσουμε την πιθανότητα ο άνθρωπος να μην αποτελεί by default, την απόλυτη ενσάρκωση του ορθού λόγου, να μην είναι το ον που βάσει της λογικής κάνει τις πιο ορθολογικές επιλογές στη ζωή του και που πάντοτε δρα ως προς το μέγιστο των συμφερόντων του. Δηλαδή, να μην είναι εν τέλει ο Homο Economicus, αυτός τον οποίον περιγράφουν και στον οποίο αναφέρονται σωρηδόν τα μοντέλα των οικονομολόγων.

Αν πάρουμε, σαν παράδειγμα, το οικονομικό κέρδος σε σχέση με το αίσθημα δικαίου, τότε βλέπουμε ότι το δεύτερο έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να υπερισχύσει στην τελική απόφαση κάποιου. Είναι γνωστό στους οικονομολόγους το Ultimatum Game, όπου κάποιος έχει ένα ποσό να μοιράσει ανάμεσα στον εαυτό του και έναν άλλον. Αν η προσφορά είναι μικρή, ο άλλος έχει πολλές πιθανότητες να αρνηθεί την προσφορά και να μην πάρει τελικά τίποτε στα χέρια του.


Η αιτία;


Το αίσθημα του αλτρουισμού που αναπτύχθηκε ήδη από τους Παλαιολιθικούς χρόνους, και το οποίο επέτρεψε στις ομάδες να αυτοσυντηρούνται και να βρίσκονται σε αρμονία, («Θα σου ξύσω την πλάτη, εφ όσον μου ξύσεις τη δική μου»). Η ηθική αίσθηση του δικαίου που δημιουργήθηκε, εντυπώθηκε (hard wired) στον εγκέφαλο μέχρι σήμερα και είναι ένα συναίσθημα που το μοιραζόμαστε όχι μόνο με όλους τους ανθρώπους, τόσο στις δυτικές όσο και στις λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες, αλλά και με τα πρωτεύοντα θηλαστικά.


Το συμπέρασμα που βγαίνει στην περίπτωση αυτή, είναι ότι η ορθολογικότητα ενός ατόμου δεν καθοδηγείται από έναν στείρο οικονομισμό, αλλά αποκτά ένα ευρύτερο περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ανάγκες της ομάδας συνολικά για να δράσει και το οποίο περιεχόμενο οφείλουμε να της ξαναδώσουμε. Οι άνθρωποι, λέει ο βιοηθικός Tom Shakespear, στη σελίδα 48, δεν κατανοούν τον κόσμο βάσει της ξερής λογικής και μόνο, αλλά και μέσα από ιστορίες, αφηγήσεις, το συναίσθημα και τη φαντασία, με τέτοιο τρόπο ώστε οι προσλήψεις τους να είναι και εμπειρικά ακριβείς και να υποστηρίζονται από τη Λογική.


Για τον ρόλο του αλτρουισμού σε σχέση με τον ανταγωνισμό στην εξέλιξη, αναφερθήκαμε στο Πρώτο Παράδειγμα της ανάρτησης «Ιδεολογία και Επιστημονικές Θεωρίες».


Άλλο παράδειγμα, είναι από το άρθρο του Chris Frith, σ. 45, στο ίδιο τεύχος του NewScientist. Σήμερα, κοινό συμπέρασμα ανάμεσα στους νευροφυσιολόγους είναι ότι λίγες μόνον από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλό μας, (αυτές της «υψηλότερης κλίμακας») είναι σε συνειδητό επίπεδο. Οι περισσότερες διεργασίες οι οποίες και καθορίζουν στο σύνολό τους την τελικά μας απόφαση, δεν γίνονται αντιληπτές. Η Λογική απουσιάζει από αυτές τις ενδιάμεσες επιλογές του εγκεφάλου, και εμφανίζεται μόνον a posteriori για να δικαιολογήσει την ήδη ειλλημμένη απόφαση, πολλές φορές σε σύγχυση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο εγκέφαλος είναι πολύ καλύτερος στο να παίρνει υπ’ όψιν του πολλές διαφορετικές περιπτώσεις όταν δεν δίνει λογαριασμό στη συνείδηση. Νομίζω ότι αυτό είναι αρκετά κατανοητό και από ιδίαν πείρα. Ίσως, όλη αυτή τη διαδικασία να την ονομάζουμε διόραση ή ενόραση, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι χωρίς υλικό υπόβαθρο, δηλαδή τον εγκέφαλο και τις νευρωνικές του λειτουργίες.

Επίσης ο ρόλος της Λογικής είναι να επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές δράσεις, διαδικασία η οποία αποτελεί και τη βάση της μάθησης.




ΥΓ. Η Γκραβούρα (Plate 43) "The sleep of reason produces monsters" είναι του Goya