Πρόλογος: ΤΣΙΡΩΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ N.
Μετάφραση: ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Επιμέλεια: ΤΣΙΡΩΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ N.
Εκδόσεις: ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο, κατά δήλωση της συγγραφέως, αποτελεί μανιφέστο ενάντια στον αργόσυρτο
θάνατο των Ανθρωπιστικών Σπουδών και μια αγωνιώδη περιγραφή για την αξία τους στην
προαγωγή του ανθρώπου, της υγιούς δημοκρατίας, του νοήματος της ζωής, αλλά και
της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας. Μας ξαναθυμίζει τις αξίες τις οποίες
οφείλει να καλλιεργεί το σχολείο, από τις πρώτες βαθμίδες, μέχρι το
πανεπιστήμιο, αξίες, οι οποίες με την κυριαρχία μιας οικονομίστικης αντίληψης
για την παιδεία έχουν στην κοινή συνείδηση απαξιωθεί, μιας και τις τελευταίες
δεκαετίες το σχολείο σταδιακά απογυμνώνεται από τους κοινωνικούς του σκοπούς,
εκτός από έναν, να παράσχει δηλαδή, δεξιότητες σε μια ολοένα φθίνουσα αγορά
εργασίας.
Σε εποχές, όπου
η Δημοκρατία όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε ένα άδειο κέλυφος, ένα χωριό
Ποτέμκιν, με τους θεσμούς μεν στη θέση τους, αλλά ανίσχυρους και
διακοσμητικούς, σε εποχές όπου
καλλιεργείται η εντύπωση ότι η Δημοκρατία δεν είναι παρά μια δαπανηρή και χρονοβόρα
διαδικασία, μια διαδικασία δηλαδή, μεγάλου κόστους και μικρής
αποτελεσματικότητας, σε εποχές όπου η Οικονομία και οι τεχνοκράτες σέρνουν από
τη μύτη την Πολιτική, σ’ αυτή λοιπόν την εποχή, περισσότερο από ποτέ πρέπει να
ξαναστήσουμε απ’ την αρχή τ’αντίβαρα. Και πού αλλού, παρά στα σχολειά.
Τι μπορούν και
τι πρέπει να κάνουν τα σχολεία για να δημιουργήσουν πολίτες που θα μετέχουν και
υποστηρίζουν την υγιή Δημοκρατία, αναρωτιέται και διερευνά η Nussbaum; Θα
πρέπει να
- Να αναπτύσσουν την ικανότητα των μαθητών να βλέπουν
τον κόσμο από την οπτική γωνία άλλων ανθρώπων, και ιδιαίτερα των μη
προνομιούχων.
- Να προάγουν τη λογοδοσία και την υπευθυνότητα
- Να υποστηρίζουν ενεργά την κριτική σκέψη, τη
διερεύνηση, τη στοχαστική εξέταση, τη δεξιότητα, και το θάρρος που
απαιτείται για να εγείρουν φωνή διαφωνίας.
- Να διαπλάθουν καλά ενημερωμένους και ανεξάρτητους
πολίτες.
- Να αναπτύσσουν την ικανότητα να σκέφτονται με
επάρκεια σχετικά με πολιτικά ζητήματα, να εξετάζουν, να αναστοχάζονται να
επιχειρηματολογούν και να συμμετέχουν στο διάλογο χωρίς να δέχονται απροϋπόθετα
τα προτάγματα ούτε της παράδοσης, ούτε της εξουσίας.
Ο κατάλογος
είναι μακρύς, άλλωστε γιαυτό υπάρχει και το βιβλίο, για να συμπληρωθεί από τον
αναγνώστη.
Με αφορμή
λοιπόν τις βασικές ιδέες του βιβλίου ας κάνουμε κάποιες παραπάνω σκέψεις
Ποιο
είναι σήμερα το κυρίαρχο μοντέλο εκπαίδευσης; Ποια τα συστατικά του;
Η πεμπτουσία του σημερινού
κυρίαρχου εκπαιδευτικού παραδείγματος είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο η
προαγωγή της οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας, η οποία και έχει κατοχυρωθεί να
ταυτίζεται με την πρόοδο. Η άποψη αυτή, την οποία συμμερίζονται και οι
περισσότεροι προοδευτικοί θεωρητικοί της εκπαίδευσης, βρίσκεται στο επίκεντρο
της σκέψης της Nussbaum.
Η οικονομική μεγέθυνση δεν είναι
μια αφηρημένη έννοια, αλλά αποτυπώνεται σε ορισμένους μετρήσιμους δείκτες, όπως
είναι ας πούμε ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, ο όγκος των εξαγωγών, το ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών, κλπ. Κριτήρια δε για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος
είναι η αποτελεσματικότητα, η ανταγωνιστικότητα, η παραγωγικότητα, η
ικανοποίηση του καταναλωτή χρήστη, δηλαδή αξίες αμιγώς της αγοράς. Οι
ανθρωπιστικές επιστήμες εξ ορισμού δεν μπορούν να ενταχθούν μέσα σ’ αυτό το
πλαίσιο, διότι η εκπαίδευση και οι γνώσεις που παρέχουν δεν έχουν να κάνουν με
κάποιο τελικό προϊόν, ούτε με δεξιότητες που θεωρούνται απαραίτητες στην
παραγωγική διαδικασία. Μοιραία λοιπόν,
σε μια κοινωνία η οποία τις τελευταίες 3 με 4 δεκαετίες έχει εκπαιδευτεί και
εθιστεί στο να αναγνωρίζει και να δρα με βάση τις αγοραίες αξίες, οι
ανθρωπιστικές επιστήμες σπρώχνονται όλο και πιο πολύ στο περιθώριο, απαξιωμένες
και παραμελημένες, με το βάρος της χρηματοδότησης να πέφτει κυρίως στις
εφαρμοσμένες τεχνικές επιστήμες, ως άμεσα ανταποδοτικές και με αναγνωρίσιμα
αποτελέσματα, άσχετο αν αυτά τα αποτελέσματα-προϊόντα λίγη προστιθέμενη αξία
μπορούν να έχουν στην ποιότητα ζωής του καθενός.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’
την αρχή και ας εξετάσουμε διάφορους μύθους, η διαιώνιση των οποίων έχει άμεσο
αντίκτυπο στην απαξίωση των Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Συνδέεται η εκπαίδευση με την
οικονομική μεγέθυνση μιας χώρας;
Απάντηση: Δεν συνδέεται! Άρα
τζάμπα την πληρώνουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες.
Υπάρχει γιαυτό αρκετή
βιβλιογραφία. Ένα ενδιαφέρον άρθρο για παράδειγμα είναι το «Education: it’s not for the economy, stupid!»,
του Phil Mullan.
Την τελευταία δεκαετία στη Βρετανία υπήρχε διάχυτη η άποψη ότι οι ανεπάρκειες
στην παραγωγικότητα και την οικονομική μεγέθυνση οφείλονται εν πολλοίς, όχι
στην ανεπάρκεια των παραγωγικών επενδύσεων, αλλά στο έλλειμμα γνώσεων και
εργασιακών δεξιοτήτων, και τούτο, παρά το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία
που είχαν συσσωρευτεί παρέπεμπαν στο ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει
θετική συσχέτιση ανάμεσα στην επέκταση της εκπαίδευσης και την άνοδο της
παραγωγικότητας ή του πλούτου.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα
Η οικονομική επιβράδυνση από το
1973 και μετά που παρατηρήθηκε παγκοσμίως συνέπεσε με την τάση διοχέτευσης όλο
και περισσότερων πόρων για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Μπορεί η Κορέα να επένδυσε στην
εκπαίδευση και να έδρεψε οικονομικούς καρπούς αργότερα, αλλά το ίδιο έκανε και
η Αίγυπτος. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να κατέβει ακόμα ένα σκαλί στη σκάλα των
οικονομικών δεικτών.
Το Hong Kong είδε μεγάλη ανάπτυξη
στα μέρη του, χωρίς όμως να έχει επενδύσει στον εκπαιδευτικό τομέα. Η επέκταση
του τομέα αυτού επήλθε μόνο αφού είχε ήδη ανέβη το βιοτικό επίπεδο, το οποίο
και επέτρεψε στους γονείς ν’ ασχοληθούν περισσότερο επισταμένα με την άνοδο του
μορφωτικού επιπέδου των βλαστών τους.
Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή
δεν υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην εκπαίδευση και την παραγωγικότητα,
κατέληξε και μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Where has all the education gone?». Σύμφωνα με αυτή, στις χώρες του
πρώην ανατολικού μπλοκ η συμμετοχή και ο χρόνος παραμονής στα θρανία δεν ήταν
διαφορετικός απ’ ότι στην Αμερική. Παρά ταύτα, το κατά κεφαλήν εισόδημα στη
δεύτερη ήταν εννεαπλάσιο των πρώτων.
Επίσης η Ελβετία, παρά το γεγονός
ότι είναι σχεδόν η πλουσιότερη χώρα, έχει να επιδείξει έναν από τους
χαμηλότερους δείκτες σε ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημίων.
Παρά το γεγονός ότι η επένδυση
του αναπτυγμένου κόσμου στην παιδεία μετά το 1960 συνέπεσε με οικονομική άνοδο,
εν τούτοις η συσχέτιση αυτή δεν συνιστά απαραίτητα και αιτιότητα. Το πιο πιθανό
είναι ότι η οικονομική ευμάρεια συνέβαλε ώστε οι εν λόγω χώρες να αφιερώσουν
περισσότερους πόρους σε κοινωνικούς σκοπούς, όπως υγεία και παιδεία.
Πόσο συνδέεται η οικονομική μεγέθυνση με την
κοινωνική πρόοδο και την ευημερία των πολιτών;
Εδώ απαντάει η ίδια η Nussbaum.
Στις σελ. 53-55 αναφέρει ότι η πολιτική ελευθερία, η προαγωγή της δημοκρατίας,
η υγεία και η εκπαίδευση εμφανίζουν χαλαρή σχέση με την οικονομική μεγέθυνση.
Το ίδιο και η καλλιέργεια ενός μορφωμένου πληθυσμού, που συμμετέχει στα κοινά,
το ίδιο και η ευημερία και η καλή ζωή μοιρασμένη ισόρροπα σε όλες τις
κοινωνικές τάξεις. Και φέρνει σαν παράδειγμα τη Νότια Αφρική, όπου επί εποχής
απαρτχάιντ, οι οικονομικοί δείκτες είχαν να επιδείξουν τις καλύτερες επιδόσεις
τους.
Αυτό συμβαίνει, συνεχίζει, όταν
το κοινωνικό προϊόν το καρπούται μια μικρή μερίδα του πληθυσμού, αφήνοντας την
πλειοψηφία μακριά από τη μοιρασιά, γεγονός το οποίο το βλέπουμε οξυμένο τις
τελευταίες δεκαετίες και στον αναπτυγμένο κόσμο. Υπάρχουν άλλωστε, πολλές
μελέτες οι οποίες δείχνουν την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα ανάμεσα στο
πλουσιότερο και φτωχότερο τμήμα ενός πληθυσμού.
Ήταν όμως πάντα έτσι με τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες;
Όχι. Όλα τα «κακά» και οι
ανατροπές άρχισαν να συμβαίνουν από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν.
Πολύ πρόσφατα η WSJ στο άρθρο "Ηumanities Fall from Favor" δημοσίευσε
ένα διάγραμμα όπου φαίνεται η απότομη πτώση του αριθμού των πτυχίων στις
ανθρωπιστικές σπουδές. Στις αρχές του ’70 ανέρχονταν στο 17-18% του συνολικού
αριθμού πτυχίων που απονέμονταν στις ΗΠΑ, ενώ μέσα την επόμενη δεκαετία το
ποσοστό τους έπεσε κατά 10 μονάδες. Έκτοτε παραμένει γύρω στο 7-8%.
Στο Harvard, για παράδειγμα, οι απόφοιτοι
των Ανθρωπιστικών Σπουδών έπεσαν στο 20% το 2012 από το 54% που ήταν το 1954.
Μια γενική εξήγηση είναι ότι με
το τέλειωμα των golden years της
μεταπολεμικής ανάπτυξης μπήκαμε σε περίοδο σχετικής σπάνης, με τη σημερινή
κατάληξη, όπου οι περιορισμένοι πλέον πόροι διοχετεύονται εκεί όπου αναμένεται
να συμβάλλουν πιο παραγωγικά.
Από τη Μαζική Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση των Ελίτ. Το κυνήγι των μαγισσών
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι
από το ’80 και μετά έχουμε εκ βάθρων ανατροπή του μεταπολεμικού μοντέλου της Μαζικής Εκπαίδευσης, κι αυτό
είναι λογικό μιας και μετά τον πόλεμο οι δυτικές κοινωνίες ανοικοδομούνταν
ταχέως. Έκτοτε, με την παρατηρούμενη μείωση του ρυθμού αύξησης της
παραγωγικής-βιομηχανικής δραστηριότητας στον αναπτυγμένο κόσμο, με την
ταυτόχρονη άνοδο του τομέα των υπηρεσιών και το outsourcing της βιομηχανικής παραγωγής
στην Ανατολή και στις αναδυόμενες χώρες, άρχισε να μειώνεται και η ζήτηση για
εκπαιδευμένο προσωπικό και συνεπώς να αυξάνεται η ανεργία.
Έτσι, η τριτοβάθμια εκπαίδευση
προσανατολίστηκε προς την ενθάρρυνση των τεχνικών και σκληρών επιστημών και
στην εκπαίδευση μια ολιγομελούς τεχνοκρατικής ελίτ, η οποία και θα είχε εξασφαλισμένη
απορρόφηση. Η Nussbaum
αναφέρεται στο φαινόμενο αυτό διεξοδικά στο τελευταίο κεφάλαιο. Αυτό, για
παράδειγμα συμβαίνει κάθε φορά που η προσφορά υπερβαίνει μια περιορισμένη
ζήτηση. Ως αποτέλεσμα επιβάλλονται περιοριστικοί όροι εισόδου στα αντίστοιχα
πανεπιστημιακά τμήματα, όροι, όπως ο περιορισμός των θέσεων, η όξυνση του
ανταγωνισμού, και η επιβολή ή η υπέρογκη
αύξηση των διδάκτρων. Στο ΗΒ για παράδειγμα, τα δίδακτρα πέρσι κυριολεκτικά
τριπλασιάστηκαν, από τις 3000 λίρες, στις 9000, για κάθε έτος σπουδών.
Σύμφωνα με την έκθεση του «Center for College Affordability and Productivity» οι απόφοιτοι πανεπιστημίων και κολεγίων που προστέθηκαν το 2010
ήταν πάνω από 19 εκ. ενώ την ίδια περίοδο οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας που
δημιουργήθηκαν ήταν λιγότερες από 7 εκ.
Επίσης, σύμφωνα με στατιστικές
του Υπ. Εργασίας των ΗΠΑ, το 37% των αποφοίτων πανεπιστημίων βρίσκονται σε
θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να τις είχαν καταλάβει απόφοιτοι Λυκείου
Είναι φανερό λοιπόν, πως τα
ανεπτυγμένα κράτη δείχνουν να μη χρειάζονται πλέον τόσους πολλούς αποφοίτους
και κάνουν το ο,τιδήποτε για να τους αποτρέψουν.
Οι μισοί από τους φρέσκους
απόφοιτους όλων των ειδικοτήτων στις ΗΠΑ, το 53.6%, παραμένουν άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι,
φορτωμένοι μάλιστα με δάνεια συνολικού ύψους πάνω από ένα τρις δολάρια.
Στο ΗΒ τα ενεργά φοιτητικά δάνεια
που δεν έχουν εξοφληθεί ανέρχονται στις 40 δις λίρες και αφορούν 3,6 εκ.
φοιτητές. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να τα πουλήσει πακέτο σε funds, ασφαλιστικά ταμεία κλπ, και για
να καταστούν ελκυστικά προτίθεται να αυξήσει το επιτόκιο ακόμα και αναδρομικά.
Να κλείσουν, γράφει, όλα τα
πανεπιστημιακά τμήματα φιλοσοφίας, ανθρωπολογίας, ιστορίας τέχνης, κ.ά., που
παράγουν ανέργους και οι υποψήφιοι φοιτητές να πάνε να γίνουν απευθείας
σερβιτόροι και ξενοδοχοϋπάλληλοι, μιας και η συνέχιση της χρηματοδότησής τους
απορροφά πόρους (κτίρια, δασκάλους, διοικήσεις) και ζημιώνει τα υπόλοιπα πιο
εφαρμοσμένα τμήματα. Και αυτό, άλλωστε γίνεται, εδώ και καιρό, κυρίως στον
Αγγλοσαξονικό κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι το κλείσιμο του διάσημου τμήματος
φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Middlesex
το οποίο το 2010 κινητοποίησε για την υπεράσπισή του την παγκόσμια
πανεπιστημιακή κοινότητα. Παρ’ όλα αυτά
έκλεισε!
Και για όσους δυσκολεύονται να το
κατανοήσουν, δεν θα μπορούσε να λεχθεί πιο κυνικά: «Η ελίτ κουλτούρα (εννοεί
αυτή που παρέχεται από τα πανεπιστήμια Ελευθέρων Σπουδών) είναι αυτή που
ευθύνεται για την κρίση κόστους της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης», παρ’ όλο που
εμπεριστατωμένες αναλύσεις δείχνουν ότι η διόγκωση του κόστους οφείλεται στη
Διοίκηση (με τους υπέρογκους μισθούς) και όχι στο διδακτικό προσωπικό το οποίο
στην πλειονότητά του φυτοζωεί. ("The Elite Culture, That's to Blame for The College Cost Crisis")
Εκπαίδευση: μετατροπή από Δημόσιο Αγαθό σε Επένδυση
Η μεταστροφή αυτή έχει
επιτελεστεί σταδιακά σε βάθος αρκετών δεκαετιών από το ’80 και μετά, αφ’ ότου
είχαμε και θεμελιώδη μεταστροφή του κυρίαρχου παραγωγικού υποδείγματος. Από τον
Κενσιανισμό και την υιοθέτηση του κράτους πρόνοιας, στη νεοφιλελεύθερη
οικονομία της αγοράς και στο αντίστοιχο εποικοδόμημα, το οποίο σφράγισε όλες
τις δυνατές σχέσεις εντός κοινωνίας, και όχι μόνο τις οικονομικές.
Το άτομο παύει πλέον να θεωρείται
πολίτης και κοινωνικό ον, και σταδιακά περνάει από την ιδιότητα του
πελάτη-καταναλωτή σε αυτή του Επενδυτή. Ο υποψήφιος φοιτητής δεν σπουδάζει για
να συμβάλλει στην πρόοδο και την εξύψωση της κοινωνίας, αλλά για να μπορέσει να
ενσωματωθεί αποκλειστικά στην αγορά εργασίας, βελτιώνοντας απλά τη δική του
ατομική οικονομική κατάσταση. Έτσι συμπεριφέρεται σαν τον επενδυτή, ο οποίος
επενδύει ένα σημαντικό ποσό, που κυμαίνεται από 25 χιλιάδες δολάρια έως τα
100,000, με την προοπτική να το αποσβέσει σύντομα. Οι ανθρωπιστικές σπουδές,
σύμφωνα με αυτή τη λογική, θεωρούνται υψηλού ρίσκου επενδύσεις, και δεν προσελκύουν
αρκετούς πρόθυμους να αναλάβουν ένα κόστος αμφίβολης οικονομικής
ανταποδοτικότητας.
Πόσο διαφορετικά είναι όμως τα πράγματα και στις
«φυσικές επιστήμες»;
Εξίσου θύμα είναι και η βασική
έρευνα. Η χρηματοδότηση από το 1958 μέχρι το 2008 στις ΗΠΑ έχει ελάχιστα
αυξηθεί, και πάντως δεν υπερβαίνει το 0.5% του ΑΕΠ. Ενώ η εφαρμοσμένη βρίσκεται
κοντά στο 2% του ΑΕΠ.
Ενδεικτική της περιφρόνησης προς
ο,τιδήποτε δεν παράγει άμεσα προϊόν που να μπει άμεσα στην αγορά είναι η
δραματική συρρίκνωση των φημισμένων εργαστηρίων Bell στο New Jersey, τα οποία
στήθηκαν το 1925 και έδωσαν βασικές ανακαλύψεις, όπως το laser, το τρανζίστορ,
το computer, καθώς και 7 βραβεία Nobel.
Δεν περιμένει κανείς, φυσικά οι
ανθρωπιστικές σπουδές να χρηματοδοτούνται στον ίδιο βαθμό με τις τεχνικές ή
ιατρικές επιστήμες. Αλλά είναι ενδεικτικό ότι εδώ και 30 χρόνια η χρηματοδότηση
για έρευνα έχει παραμείνει στάσιμη. Πολλά τμήματα συγχωνεύτηκαν ή έκλεισαν για
το λόγο ότι θεωρούνταν άχρηστα. Εφ’ εξής για να μπορέσουν να επιβιώσουν όσα απέμειναν
και να λάβουν χρηματοδότηση θα πρέπει να υποβάλλουν προτάσεις, όπου θα
αναδεικνύεται πρωτίστως η χρησιμότητά τους, και το ύψος των εσόδων από την
πώληση «πολιτιστικών προϊόντων». Έτσι, ακριβώς.
Ενδεικτικά στις ΗΠΑ για το 2007,
οι ιατρικές σχολές χρηματοδοτήθηκαν από την κυβέρνηση με 30 δις δολ., τα
τμήματα φυσικών επιστημών με 5 δις, ενώ τα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών με 138
εκ. Από αυτά δε μόλις τα 16 εκ. πήγαν αμιγώς στην έρευνα, ενώ τα υπόλοιπα διοχετεύτηκαν σε
εξω-πανεπιστημιακά ινστιτούτα και συμβούλια.
Πώς μπορούν να «διασωθούν» οι
ανθρωπιστικές σπουδές;
Αλλάζοντας νοοτροπία. Αλλά και
πείθοντας ότι ταυτόχρονα εξασφαλίζουν και θέσεις εργασίας, ακόμα και στη
Goldman Sachs, στο Google, στο Facebook. Αρκεί η οικονομία να είναι τέτοια που
να παράγει θέσεις εργασίας. Αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.