Παντού, τριγύρω μας βλέπουμε γυναίκες να κυκλοφορούν ελεύθερες κι ωραίες, να μοιράζονται το δημόσιο χώρο μαζί με τους άντρες, (χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν «δημόσιες»), να εργάζονται και να πηγαίνουν σχεδόν οπουδήποτε και το κυριότερο να μην φοράνε μπούρκα. Όλα αυτά δεν συνέβησαν, επειδή ξαφνικά ανεστάλησαν οι εξαγωγές της ενδυματολογικής αυτής «καινοτομίας» απ’ το Αφγανιστάν, ούτε επειδή σταμάτησε ο ανεφοδιασμός της ιδεολογικής αγοράς με φρέσκα ιδεολογήματα, ηθικίστικες παραινέσεις και μεγαλόστομες έως φοβικές κουβέντες, που να μιλούν για την αναγκαιότητα παραμονής των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά επειδή η ελευθερία και «ισότητα» των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες κατακτήθηκε με πολύ ιδρώτα, για να μην πούμε και με πολύ αίμα και δάκρυα.
Δεν αμφιβάλλω, ότι σε σχέση με το μακρινό παρελθόν πολλά έχουν επιτευχθεί προς την κατεύθυνση της γυναικείας χειραφέτησης, αλλά υπάρχουν και άλλα τόσα που ακόμη υπολείπονται, αν θέλουμε να μιλάμε επί της ουσίας και όχι για να περνάει η ώρα. Για παράδειγμα, αν δούμε από πιο κοντά το θέμα της ισότητας των δύο φύλων, και μάλιστα στις δύο ουσιαστικές συνιστώσες της, την οικονομική και την πολιτική, παρατηρούμε σημαντικές ανεπάρκειες και αποκλίσεις. Μιας και το παρόν κείμενο γράφεται επ’ αφορμή των επερχόμενων Δημοτικών και Νομαρχιακών εκλογών, θ’ ασχοληθώ κυρίως με το έτερο σκέλος της ισότητας, αυτό της πολιτικής.
Παρά την θεσμοθετημένη τυπική (νομική) ισότητα των γυναικών με τους άνδρες, τα μέχρι τούδε εμπειρικά, αλλά και τα στατιστικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι, ενώ το ποσοστό των γυναικών στο εκλογικό σώμα ξεπερνάει το 50%, υπάρχει σημαντική υπο-αντιπροσώπευσή τους στις αιρετές θέσεις των κέντρων λήψης πολιτικών αποφάσεων. Και για να μην νομίζετε ότι λέγω λόγια του αέρα ας δώσω και μερικά νούμερα, έτσι για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα του προβλήματος. Σύμφωνα λοιπόν, με τ’ αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2004, το ποσοστό των γυναικών στο Κοινοβούλιο ανερχόταν στο 12.7%, ενώ στην Κυβέρνηση που προέκυψε τότε, το ποσοστό ήταν μόλις 4.2%. Στην Ευρωβουλή τα πράγματα είναι κάπως καλλίτερα, μιας και οι ελληνίδες αντιπρόσωποι ανέρχονται στο 29.2% του συνόλου της ελληνικής αντιπροσωπείας. Στην Τοπική και Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση η εικόνα είναι μάλλον για κλάματα: Το ποσοστό γυναικών Δημάρχων και Προέδρων κοινοτήτων το 2002 ήταν 4.3%. Επίσης, επί συνόλου 233 υποψηφίων Νομαρχών και Υπερνομαρχών οι γυναίκες υποψήφιες ήταν 10, ενώ εξελέγη μόνο μία. Τέλος, στα Νομαρχιακά και Δημοτικά Συμβούλια της χώρας αυτή τη στιγμή οι γυναίκες αποτελούν το 18% και 12% επί του συνόλου, αντιστοίχως.
Σίγουρα, η συστηματική και πολύ χαμηλή αντιπροσώπευση των γυναικών στον πολιτικό βίο κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να είναι. Αν αφήσουμε κατά μέρος, σαν αφελή, την εξήγηση ότι οι γυναίκες με καθαρή και αβίαστη βούληση, συνειδητή επιλογή, με αυτοπεποίθηση στο φουλ και ολοκληρωμένη γνώση αποφασίζουν συλλογικά ν’ απέχουν της πολιτικής διότι υπάρχουν άλλα καλλίτερα πράγματα να κάνουν σ’ αυτή τη ζωή, (και εδώ που τα λέμε, δεν έχουν και πολύ άδικο με δεδομένο το χαμηλό επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης), τότε δεν μένει παρά να αναρωτηθούμε για τους λόγους που ευθύνονται για τον αποκλεισμό τους. Αν παρακάμψουμε προς το παρόν, (σαν εξόχως σοβαρή), τη συζήτηση σχετικά με τη βαθιά πατριαρχική δομή της ελληνικής κοινωνίας, δεν έχουμε παρά να δούμε πώς αντιμετωπιζόταν μέχρι πρόσφατα ο γυναικείος πληθυσμός από την ίδια την Πολιτεία. Έτσι, η απόδοση εκλογικού δικαιώματος στις ελληνίδες γίνεται μόλις το 1952, η συνταγματική τους εξίσωση πραγματοποιείται το 1975, ενώ η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου το 1983 (!).
Η πολύ χαμηλή αντιπροσώπευση των γυναικών, λοιπόν, δεν αποτελεί παρά κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, θέτει δε πολλά ερωτηματικά για την ίδια τη νομιμοποίηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εφ’ όσον το μεγαλύτερο κομμάτι του συνόλου των πολιτών κατέχει τυπικά μόνον την ιδιότητα του πολίτη και όχι ουσιαστικά. Καλά, ως προς το εκλέγειν, αλλά ως προς το εκλέγεσθαι;
Ποιες είναι λοιπόν οι εναλλακτικές δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της η Πολιτεία για να άρει την ιστορική αυτή αδικία; Συνοπτικά, δύο. Η μια, είναι να μην κάνει απολύτως τίποτα, παρά ν’ αφήσει το νεοφιλελεύθερο χέρι της «αγοράς» να κάνει τη δουλειά του. Να περιμένουμε δηλαδή, προϊόντος του χρόνου και του Αλλάχ θέλοντος, την εξομάλυνση των οικονομικών και δι’ αυτών, των κοινωνικών ανισοτήτων των γυναικών,. Η άλλη, είναι να πάρει κάποια πολιτικά ή νομικά μέτρα θετικών δράσεων, που να στοχεύουν στο σπρώξιμο, τρόπον τινά, των γυναικών στην πολιτική αρένα. Τα μέτρα αυτά χωρίζονται σε «μαλακά» και σε «σκληρά». Τα πρώτα στοχεύουν σε άλλους χώρους της κοινωνικής ζωής, όπως στην ανασκευή της στερεότυπης εικόνας των φύλων μέσα από τα σχολικά βιβλία ή τα Μ.Μ.Ε, στη δημιουργία παιδικών σταθμών, ημερήσιων σχολείων κ.λ.π., ενώ τα δεύτερα παρεμβαίνουν άμεσα στη διαδικασία κατανομής της εξουσίας.
Ένα τέτοιο «σκληρό» μέτρο, που υιοθετήθηκε πρόσφατα στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στην Ελλάδα και αφορά προς το παρόν μόνο τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, είναι ο περίφημος Νόμος περί ποσοστώσεων του 2001, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φύλο θα πρέπει να αντιπροσωπεύεται στο ψηφοδέλτιο κάθε συνδυασμού με ποσοστό τουλάχιστον ίσον με το 1/3 του συνολικού αριθμού των υποψηφίων συμβούλων.
Το σκεπτικό πίσω από την σύνταξη του νόμου αυτού είναι ότι αφ’ ενός μεν το Δίκαιο, αυτόνομα από την Πολιτική νομιμοποιείται να παρεμβαίνει στη φυσική ροή των κοινωνικοπολιτικών τεκταινομένων όταν παρατηρούνται κραυγαλέες υστερήσεις, αφ’ ετέρου δε, ότι οι κανόνες δικαίου που προβλέπουν το ίδιο για όλους και εφαρμόζονται σε όλους με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να θεωρούνται δίκαιοι, καθ’ ότι παραβλέπουν τις υφιστάμενες κοινωνικές διαφορές και τις ιδιαιτερότητες κάθε ομάδας, πόσο μάλλον όταν η ομάδα αυτή πλειοψηφεί.
Ο νόμος περί ποσοστώσεων έρχεται τη στιγμή, που σε παγκόσμιο επίπεδο διάφορες κοινωνικές και εθνοτικές ομάδες/μειονότητες επιζητούν πλέον αναγνώριση της διαφοράς τους, θεσμική κατοχύρωση αυτής της διαφοράς και πολιτική χειραφέτηση. (Και οι φανατικοί μουσουλμάνοι, για παράδειγμα, που ζωσμένοι με εκρηκτικά ανατινάζονται σαν το Κούγκι, το ίδιο πράγμα αναζητούν, μόνο που δεν ξέρουν πώς ακριβώς να το αναζητήσουν, και τελικά το κάνουν λίγο άγαρμπα). Η διαφορά όμως είναι ότι οι γυναίκες, σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες δεν αποτελούν μειονότητα, αλλά πλειονότητα, οπότε τυχόν περιθωριοποίησή τους, θα σήμαινε και στρέβλωση της λειτουργίας της δημοκρατίας, πράγμα που άλλωστε όλοι ομολογούν ότι συμβαίνει.
«...Πού να βρίσκεις τώρα τόσες γυναίκες να στελεχώσεις τα ψηφοδέλτια, άσε και που οι εισαγωγές είναι ψιλοπαράνομες», «...οι γυναίκες, που έτσι κι αλλιώς έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα στα ψηφοδέλτια, παίρνουν τις θέσεις των ανδρών που για χρόνια ανακατεύονται με την πολιτική και κατά συνέπεια ξέρουν καλλίτερα τα κατατόπια, (δηλ. κατά που πέφτουν οι κουτάλες)», ή, «...τι είναι οι γυναίκες; Ευαίσθητο, προστατευόμενο είδος που χρήζει ειδικής μεταχείρισης;». Όλα τα παραπάνω αποτελούν μερικές από τις συνήθεις αντιρρήσεις/γκρίνιες/κακοήθειες για την εφαρμογή των ποσοστώσεων. Παρ’ όλα αυτά, τόσο οι ποσοστώσεις, όσο και οι προνοιακές ρυθμίσεις βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών. Είναι όμως τα μέτρα αυτά αρκετά, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να συνυπάρξουν σαν ισότιμοι πολίτες, πέρα από φύλα, διαχωρισμούς και ιεραρχίες; Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δούμε τα πράγματα κι από άλλη οπτική γωνία.
Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα που επιστρατεύεται σχετικά με την αναγκαιότητα της συμμετοχής των γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι ότι οι γυναίκες, με όλα όσα θεωρούνται ότι αποτελούν συστατικές «ιδιαιτερότητες του φύλου» τους, όπως φαντασία, ευαισθησία, αποτελεσματικότητα, διαίσθηση, γυναικείο τρόπο σκέψης και άλλες τέτοιες μπούρδες, αναμένονται να δώσουν μια νέα «πνοή στο δήμο», «μια γυναικεία πινελιά» κ.λ.π. Ο υποκριτικός υπερτονισμός δηλαδή, της γυναίκας σαν κάποιου ξεχωριστού όντος, με κάποιες ξεχωριστές αξίες, αλλά και ιδιότητες, (αφού σε μερικούς δήμους μάλιστα, οι γυναίκες υποψήφιες υπόσχονται να τους κάνουν ν’ ανθίσουν κιόλας), δεν βοηθάει και πολύ προς την μεριά της ισότητας. Ως γνωστόν ο δημόσιος χώρος είναι ανδροκρατούμενος και ως τέτοιος εμφορείται από «ανδρικές» και όχι από «γυναικείες αξίες», οι οποίες είναι εν πολλοίς, «για τις γυναίκες», κοντολογίς ανυπόληπτες. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά που αποδίδονται στις γυναίκες δεν αποτελούν παρά κοινωνικά κατασκευασμένες κατηγορίες, που ευθύνονται για την υποδεέστερη θέση που κατείχαν και κατέχουν, και για τον κοινωνικό τους αποκλεισμό και ανημπόρια. (Κάποια άλλη στιγμή προτίθεμαι να παρουσιάσω στατιστικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν και την οικονομική ανισότητα των γυναικών, καθώς και τη θέση τους στην αγορά εργασίας).
Ο νόμος περί ποσοστώσεων συνεπώς, αυτό που κάνει είναι να καταφάσκει τη διαφορά των φύλων, ενώ το ιδανικό ζητούμενο θα ήταν η εξάλειψη των διαφορών και ιεραρχήσεων λόγω φύλου, με τον ίδιο τρόπο που στη σημερινή εποχή τα σγουρά, για παράδειγμα, μαλλιά δεν αποτελούν χαρακτηριστικό με ιδιαίτερη κοινωνική βαρύτητα, όπως και ικανότητα ιεράρχησης ομάδων με βάση το χαρακτηριστικό αυτό. Μέσα από την προβληματική αυτή, οι ποσοστώσεις θα μπορούσαν να ιδωθούν σαν ένα μεταβατικό μόνο βήμα για την μεταμόρφωση της σημερινής ανδρικού φύλου δημοκρατίας, σε δημοκρατία χωρίς συγκεκριμένο φυλετικό πρόσημο, σε δημοκρατία αδιάφορη ως προς το φύλο, σε δημοκρατία που θα πραγματώνει την ισότητα όχι ανάμεσα στα φύλα, αλλά ανάμεσα στα υποκείμενα ανεξαρτήτως φύλου.
Ο προβληματισμός παραμένει έντονος, οι λύσεις δεν είναι ακόμα προφανείς και η πολιτική θεωρία για την πραγμάτωση του τελικού ζητούμενου είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλώς ορίσατε!