Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ και ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ


Οι Επιστημονικές Θεωρίες θεμελιώνονται πάνω στο τεκμήριο της επαληθευσιμότητας, δηλαδή στη δυνατότητα επαλήθευσης των προτάσεών τους μέσω εμπειρικών παρατηρήσεων, ή στο κατά Popper κριτήριο της διαψευσιμότητας, όπερ σημαίνει ότι για να κατοχυρωθεί γνωστικά μια θεωρία θα πρέπει να επιτρέπει την ανά πάσα στιγμή διάψευσή της.

Η επιστημονική γνώση εξάγεται κυρίως από την παρατήρηση φαινομένων της πραγματικότητας, τις αιτίες των οποίων και τις μεταξύ τους αιτιώδεις σχέσεις επιχειρούν οι επιστημονικές θεωρίες να αναγάγουν σε ένα ή περισσότερα σύνολα νόμων, την προβλεπτική ικανότητα των οποίων καλείται να εμπεριστατώσει και πάλι η ίδια η φύση. Μία φυσική, λοιπόν, θεωρία η οποία μπορεί να εξηγήσει και να προβλέψει την εξέλιξη ενός φαινομένου θεωρείται έγκυρη. Εφ’όσον υπάρξει έστω και ένα φαινόμενο το οποίο δεν θα εξελιχθεί σύμφωνα με τους προβλεπόμενους νόμους, τότε η εν λόγω φυσική θεωρία είτε βελτιώνεται, είτε εγκαταλείπεται.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι μία φυσική θεωρία εδράζεται σε ένα σύνολο υποθέσεων οι οποίες αποτελούν ένα είδος προκαταρκτικής εξήγησης. Οι υποθέσεις αυτές συνάγονται από την παρατήρηση των φαινομένων, συσχετίζουν δοκιμαστικά τα φαινόμενα με ένα σύνολο αιτιωδών παραγόντων και στη συνέχεια ελέγχονται πειραματικά.

Όμως, όπως θα δείξω στη συνέχεια με διάφορα παραδείγματα η εκλογή
α) των αρχικών υποθέσεων
που θα χρησιμοποιηθούν για να οικοδομηθεί μια φυσική ή κοινωνική θεωρία (και οι οποίες υποθέσεις βρίσκονται εκτός του σώματος της θεωρίας και των στοιχειωδών κανόνων δόμησής της), καθώς επίσης
β) και των συγκεκριμένων φαινομένων που θα θεωρηθούν σαν υποψήφια για εξέταση και ερμηνεία, περιέχουν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της υποκειμενικότητας και ως εκ τούτου οι ερευνητικές κατευθύνσεις και μερικές φορές τα συμπεράσματα φέρουν το πρόσημο της εποχής και του τρέχοντος ιδεολογικού προσανατολισμού της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί ένας ερευνητής για να θεμελιώσει τη θεωρία που προτείνει, εξαρτάται κυρίως από τις προσωπικές του πεποιθήσεις οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι και οι πεποιθήσεις (Ιδεολογία) από τις οποίες εμφορείται το υποσύνολο της κοινωνίας στο οποίο ανήκει τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Οι πραγματικές επαναστάσεις στις επιστήμες συντελέστηκαν όχι μόνον όταν οι αρχικές υποθέσεις που διατυπώθηκαν ήταν εκτός του πνεύματος της εποχής τους, αλλά κυρίως όταν κατόρθωσαν να επιβιώσουν των αντιδράσεων και να πείσουν για την ορθότητά και την προβλεπτική τους ικανότητα.


Για του λόγου το αληθές θα παραθέσω στη συνέχεια τρία τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα από την ιστορία των επιστημονικών θεωριών.

ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.
Εμφορούμενοι οι επιστήμονες του 19ου αιώνα από ιδέες περί ανταγωνιστικότητας και επιθετικότητας σαν αντανάκλαση των αγώνων στο κοινωνικό πεδίο (άγρια εκβιομηχάνιση, εξαθλίωση, υπερεκμετάλλευση, έλλειψη στοιχειώδους εργασιακής μέριμνας, αλλά και εκτεταμένες εξεγέρσεις το 1848 σε όλη την Ευρώπη), είχαν υιοθετήσει αβίαστα τη Δαρβίνεια θεωρία όπου η εξέλιξη είχε σαν προϋπόθεση την εξάλειψη των λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών. Είναι γνωστό, ότι η αντίληψη αυτή απαντάται και στις κοινωνικές θεωρίες του σύγρονου του Δαρβίνου, Άγγλου κοινωνιολόγου Herbert Spencer. Για έναν και περισσότερους αιώνες οι επιστήμονες, βιολόγοι κυρίως, λόγω αφ’ενός των αδιαμφισβήτητων επιτυχιών της Δαρβίνειας θεωρίας και λόγω των αιματηρών Παγκόσμιων Πολέμων αφ’ ετέρου, συνέχιζαν να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους και να φέρνουν στο φως κατά πλειονότητα σχέσεις ανταγωνιστικότητας σαν τις κυρίαρχες σχέσεις που ευθύνονται για την εξέλιξη των ειδών. Η μακροχρόνια, όμως ειρήνη που επικράτησε τα τελευταία χρόνια στη Δύση καθώς επίσης και η ανάμιξη πολλών διαφορετικών λαών και πολιτισμών που απαιτούσε άλλου είδους αντιμετώπιση, είχαν σαν αποτέλεσμα την υιοθέτηση ηπιότερων τύπων κοινωνικότητας, αλλά και τρόπων θέασης της φύσης και της κοινωνίας. Για πολλά χρόνια, οι επιστήμονες θεωρούσαν τη συμβίωση ένα σπάνιο γεγονός μικρής σημασίας για τα οικοσυστήματα και την εξέλιξη των ειδών. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, ένας τεράστιος αριθμός παρατηρήσεων και ορισμένες νέες θεωρίες, έχουν αλλάξει την αντίληψή τους για το ρόλο της συμβίωσης στη διαμόρφωση της ζωής. Φαινόμενα συνεργασιμότητας άρχισαν να ανακαλύπτονται ξαφνικά, και να προωθούνται ιδέες περί μιας συνεργατικής και όχι ανταγωνιστικής εξέλιξης στην κοινωνική συγκρότηση των ειδών. Η γλώσσα, π.χ., ο ρόλος των γυναικών, η χρήση των εργαλείων, η υιοθέτηση προηθικών κανόνων συμπεριφοράς, καθώς επίσης και η ικανότητα επίλυσης των διαφορών άρχισαν να ανατιμώνται και να αποκτούν βαρύνουσα σημασία.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.
Η, για πολλούς αιώνες επίδραση της θεολογικής και μεταφυσικής σκέψης, (όπου ο άνθρωπος λόγω ακριβώς της πίστης ότι δημιουργήθηκε κατ΄ εικόνα και ομοίωση του Θεού δεν μπορούσε παρά να έχει πρωτεύουσα θέση στο σύμπαν και κατά συνέπεια και η Γη), είχε σαν αποτέλεσμα την αναζήτηση των αιτιωδών σχέσεων για την ερμηνεία της φύσης σε ετερόνομα πεδία, δηλαδή σε υπερβατικές οντότητες που ονομάζονταν κατά καιρούς Θεός, Ανώτερο Πνεύμα, ή οτιδήποτε άλλο. Το ότι η Γη έπρεπε να βρίσκεται οπωσδήποτε στο κέντρο του κόσμου και όλα τα ουράνια σώματα να περιστρέφονται τριγύρω της είχε σαν αποτέλεσμα ο Γαλιλαίος να εμφανιστεί αρκετά αργοπορημένα, εκεί γύρω στο 1610, οπότε και απέδειξε με το τηλεσκόπιό του ότι τα τέσσερα φεγγάρια του Δία περιστρέφονταν γύρω απ’αυτόν και όχι γύρω από τη Γη, και ότι οι περίτεχνες Πτολεμαϊκές κατασκευές δεν χρησίμευαν πλέον σε τίποτα. Επισημαίνουμε ότι το χαρακτηριστικό της μεταφυσικής σκέψης είναι ότι αναζητώνται τελικά αίτια και ότι το αποτέλεσμα προηγείται της αιτίας.

Φυσικά, ο Γαλιλαίος δεν ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Πριν απ΄αυτον υπήρχε ο Αρίσταρχος, Πυθαγόρειος μαθηματικός του 3ου π.χ αιώνα, ο οποίος και υποστήριξε μια ηλιοκεντρική κοσμολογία. Παρά ταύτα, η εποχή του δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τη δεχτεί καθώς ήταν βυθισμένη, όχι σε κάποιο θεολογικό πνεύμα, αλλά σε κάτι αντίστοιχο, δηλαδή στην Πυθαγόρεια προκατάληψη των ουρανίων σφαιρών και μαθηματικών αρμονιών.

ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.
H αναζήτηση της αρμονίας στη φύση αρχίζει ήδη από την εποχή του Πυθαγόρα, ίσως και παλιότερα και συνεχίζεται ακλόνητη μέχρι σήμερα, όπως φαίνεται από την πίστη των θεωρητικών φυσικών ότι η τελική θεωρία ενοποίησης των τεσσάρων θεμελιωδών δυνάμεων μπορεί να αναχθεί σε ένα μικρό σύνολο κομψών εξισώσεων και ότι το σύμπαν ξεκίνησε από μια κατάσταση τέλειας συμμετρίας. Αυτό που ελπίζουν να αποδείξουν είναι ότι οι μυριάδες διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται σήμερα δεν είναι πραγματικές αλλά τα κατακερματισμένα θραύσματα μιας αρχικής τέλειας ενότητας. Η πίστη αυτή, στην οποία κάλλιστα μπορεί να αναγνωρίσει κανείς μια λανθάνουσα χριστιανική χροιά, υπερβαίνει τις τρέχουσες αποδείξεις, μιας και, κατ’αρχήν, δεν υπάρχει κανείς λόγος το σύμπαν να μην έχει σχηματιστεί από ένα πλήθος αρχών και δυνάμεων και όχι από μια εξίσωση του τύπου ΔU=0.



Συνοψίζοντας, η αρχή της ανταγωνιστικότητας στη φύση, (πρώτο παράδειγμα), η εμμονή στο γεωκεντρικό μοντέλο (δεύτερο παράδειγμα) και η πίστη σε μια αρχική συμμετρία κατά τη γέννηση του σύμπαντος (τρίτο παράδειγμα) αποτελούν παραδείγματα αρχικών υποθέσεων για τη θεμελίωση αντίστοιχων θεωριών, υποθέσεων όμως που είναι έντονα προσδιορισμένες από κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα ή θρησκευτικές αντιλήψεις. Αν και ο επιστημονικός λόγος διακηρύσσει ότι στοχεύει αποκλειστικά στην ανεύρεση της αλήθειας, εν τούτοις αρκετές φορές παραμένει αγκυλωμένος σε ορισμένες αρχικές υποθέσεις, ακόμα και όταν η κατ’επαναληψιν διαδικασία επαλήθευσής τους δεν είναι ευνοϊκή γι’αυτές. Η αδράνεια εγκατάλειψης τους μετά τη χρεοκοπία τους, ακόμα και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δείχνει σε ποιο βαθμό ακόμα και η Επιστήμη μπορεί να παραμείνει δέσμια κυρίαρχων μοντέλων και κατευθύνσεων σκέψης, ενάντια στις βασικές της στοχεύσεις.

2 σχόλια:

  1. Πολύ καλό !!!
    Στην πραγματικότητα καμμία επιστημονική θεωρία δεν ανατρέπεται βίαια όσο ισχυρά στοιχεία και να υπάρχουν εναντίον της. Απλώς σιγά - σιγά πεθαίνουν οι υποστηρικτές της. Οι νέοι, και όσοι άλλοι δεν σηκώνουν το βάρος της στράτευσης σε ορισμένες θέσεις, υιοθετούν την νέα θεωρία που εμφανίζει σημαντικά πλεονεκτήματα.
    ΝΠ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπράβο Cynical!! Κάθε μέρα και καλύτερο γίνεται το τετράδιο..
    Επί του συγκεκριμένου, το πρόβλημα είναι αν οι ιδεολογίες διαμορφώνουν ή ακολουθούν τις "ανάγκες".. Ο ΝΠ εννοεί ότι υπάρχει μια "πραγματική" κατάσταση που βολέυει κάθε φορά τον ιδεολογικό μανδύα, αλλά κατά τη γνώμη μου μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο.. Οι "ιδεολογίες" είναι τα φίλτρα μέσα από τα οποία αντιλαμβανόμαστε τις "πραγματικότητες".. Βέβαια το πρόβλημα είναι σαν το αβγό και την κότα... Αυτό που μοιάζει σίγουρο είναι ότι πρώτα πεθαίνει η κότα όμως : )
    V4A

    ps. Η αναφορά σου στη Δαρβίνεια ανταγωνιστικότητα μου θύμισε ένα συναφές αρθράκι μου το οποίο δημοσιεύεται εδώ: http://www.filosofia.gr/thematafilosofias.php?subaction=showcomments&id=1135691586&archive=&start_from=&ucat=1&&page_num=3

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλώς ορίσατε!