( .....Συνέχεια της Πρώτης Μέρας)
Ποια νομίζει ότι είναι η αναθεματισμένη; Για πολύ έξυπνη περνιέται εδώ μέσα. Νομίζει ότι κι εγώ τρώω κουτόχορτο. Μην βλέπετε που δεν μιλάω. Όλα τα ξέρω, με το νι και με το σίγμα, για το τι γίνεται μέσα σ’ αυτό το κωλοχανείο. Αλλά κρατάω το στόμα μου κλειστό για τον έρμο τον γιο μου που πήγε κι έμπλεξε μαζί της. Άμα μιλήσω, αυτός είναι ικανός να τη σκοτώσει στο ξύλο. Και δεν πάει να τη ξεκάνει! Χαρά θα μου δώσει, τη μόνη χαρά που θα πάρω πριν κλείσω τα μάτια μου. Αλλά αυτά τα στόματα τι θ’ απογίνουν; Το ξέρει η πουτάνα, και εκεί πατάει. Αλλά δεν θα μεγαλώσουν; Θα δει αυτή. Έξω στο δρόμο, σαν το σκυλί θα την πετάξει. Και αν δε το κάνει αυτός, θα το κάνω εγώ. Ο μουρόχαυλος! Μαλθακός σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του είναι. Κάθεται ένα πουτανί σαν τη Φροσάρα, να τον ξεζουμίζει και να τον κερατώνει κι από πάνω.
Σιγά καλέ, που η μεσαία η Ανθούλα, είναι κόρη του κι εγγόνα μου. Καλά δε βλέπεις τί μαυροτσούκαλο είναι; Γυφτάκι σκέτο. Φτυστός ο Παντελής ο μπακάλης, ο άντρας της κυρά Πιπίνας. Άγια γυναίκα αυτή, απ’ εκκλησία σε εκκλησία έτρεχε. Τώρα όμως δυσκόλεψε και δεν μπορεί. Ε! Πήγε κι έγινε σα τη ντουλάπα την τετράφυλλη, απ’ το μάσα μάσα δεν χώραγε πια να περάσει απ’ την πόρτα. Καλό κουμάσι ελόγου του, ο Παντελής. Άρχισε να λοξο-κοιτάει στη γειτονιά τριγύρω. Κι έπεσε η δικιά μας σαν ώριμο φρούτο. Χρόνια τώρα τραβάει η δουλειά. Νομίζουν πως δεν τους βλέπω που κλείνονται στη αποθήκη, τάχατες έρχεται ο Παντελής να κουβαλήσει τα ψώνια που δεν μπορεί η κυρά μας η Φροσάρα γιατί όλο και την πονεί η μέση της. Δεν έχω προσέξει νομίζετε και τη σοκολάτα που πάει και αφήνει στην μικρή, την κόρη του. Και πώς τον αγαπάει αυτό, κι ας μην ξέρει τίποτε. Βρε παιδί μου, το αίμα, το αίμα, τι στο διάολο έχει και τραβάει;
Ο μεγάλος, κάτι έχει υποψιαστεί για τον Παντελή και τη μάνα του. Αν είναι να τη σκοτώσει αυτός, καλύτερα να τη σκοτώσει ο γιος μου. Μην κάνει καμιά κουτουράδα ο μικρός και πάνε και τον κλείσουνε σε καμιά φυλάκα. Αμάν, αμάν αυτή η κατάρα που βρέθηκε στη στράτα μας!
Και τί πάει και κλείνεται η καταραμένη τόσες ώρες στον καμπινέ; Τι σκαρώνει η αναθεματισμένη; Κι έρχεται κιαυτό το άλλο το τσουλί, η Νότα, κάτι της δίνει, τα διπλώνει μετά αυτή στην τσάντα της και ύστερα την κλείνει προσεχτικά. Να δεις που της δίνει ξόρκια, μάγια κάνουνε αυτές του γιόκα μου. Δεν ντρέπεται στην ηλικία της να έχει το μισό κώλο και την μισή κοιλιά έξω; Και να φουμέρνει το ένα μετά το άλλο, η βρώμα. Όλο σκυμμένες στην κουζίνα, λένε, λένε και δεν τα σώνουνε. Κάτι κακό σχεδιάζουνε, οι διαολεμένες. Αχ Παναγία μου, μην και μας βρει καμιά συφορά, μόνο. Φύλαγέ μας απ’ αυτά τα φίδια.
Ξέρω πως θέλει να με ξεφορτωθεί, δεν είμαι χαζή. Αλλά εγώ προσέχω. Δεν τρώω τίποτε απ’ τα χέρια της. Φτιάχνω το δικό μου φαί και το κρατώ κλειδωμένο στην κάμαρή μου. Καμιά φορά κάνω κι από κανένα ψυχικό και ταΐζω κι από κανένα μικρό, που όλη τη μέρα στην ψωμόλυσσα τα έχει. Τι να σου κάνω, σκέβρωσα δεν με βαστούν τα πόδια να στέκομαι στην κουζίνα και να μαγειρεύω για τόσα στόματα. Αλλά και να μπορούσα πάλι δεν θα τόκανα. Να της κάνω τη χάρη, να συργιανίζει αυτή ανενόχλητη; Για όνομα του θεού. Ποτέ.
Ο γιος μου ξενοβολεύεται. Αυτόν δεν τον φοβάμαι. Πάντα βρίσκει από ένα πιάτο φαί κι ένα μουνί να τον περιμένουν. Υπομονή για λίγα ακόμα χρόνια. Να ξεπεταχτεί και το μικρό και μετά θα δει η κυρα-Φροσάρα που θα πάει. Πίσω στη μάνα της, και με τα ρούχα που φοράει μόνο.
Μας κουνιέται κιόλας ότι μας κρατάει στο χέρι με το ταξί. Κούνια που την κούναγε. Και αυτός ο βλάκας ο γιος μου τσιμπάει. Ξεχνάει φαίνεται ότι το οικόπεδο της μάνας της ήταν κλειστό. Το είχε υποθηκεύσει για να πληρώσει τα χρέη του αγαπητικού της, του αγύρτη, που μόλις τσέπωσε το παραδάκι έγινε μπουχός. Και ποιος έβαλε τα λεφτά για να φύγει η υποθήκη; Ο ανεπρόκοπος ο γιος μου, που νόμισε ότι άλλη σαν την αφεντομουτσουνάρα της δεν θα ξανάβρισκε στην Τρούμπα. Λευτερώθηκε το οικόπεδο, μετά από χρόνια πουλήθηκε, αλλά ξεχνάει η αχάριστη, σε ποιον τα χρωστάει. Άκου δικό της το ταξί! Έχω χαρτιά, εγώ! Τίποτε δεν θα πάρει, η αναθεματισμένη.
Α!. Την ακούω που έρχεται. Κάτσε να πάω στη γωνιά μου και να πάρω τη θέση μου. Δεν θέλω να καταλάβει τίποτε. Σιγά μην περιμένω τόσα χρόνια να μεγαλώσουν τα μικρά. Ας είναι καλά το λοστάρι που έχω φυλαγμένο εδώ στην καρέκλα μου. Με την πρώτη ευκαιρία, τσακ!, πίσω στο σβέρκο, σαν το κουνέλι θα πάει. Και ας πάνε όλα στο διάολο. Πιο διάολο από τώρα αποκλείεται να γίνουν.
Υ.Γ. Ο πινακας έχει τίτλο " A Grotesque Old Woman" και αποδίδεται στoν Quinten MASSYS , 1465 - 1530.
@Cynical: Τελικά, οι χωρίς ανάρτηση μέρες, είναι και οι πιο αποκαλυπτικές. Μιας άγιας οικογένειας, βγαλμένης από σενάριο του Φώσκολου με πρωταγωνιστή τον Ξανθόπουλο. Εύγε σου! Θα το εκτιμήσω αν συνεχίσεις χωρίς αναρτήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή@swell εσένα Φώσκολο σου βγαίνει; Κι εγώ που νόμισα ότι αναβιώνω τον Ταχτσή στη θηλυκή του εκδοχή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεχάσατε τον Τσιφόρο. Εμένα μου φαίνεται σαν μια μεταμοντέρνα (ωχ έκανα εχθρούς) .Τσιφόρου με Ταχτση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘηλυκή εκδοχή Ταχτση ?ενδιαφέρον αλλά την αρσενική ψάχνουμε.
@de Profundis, ωραία λοιπόν. Τσιφόρος, αλλά στο πιο αιμοβόρικο, στο πιο punk. Μήπως θυμάσαι ποιος έγραψε για κακιασμένες χολερικές γιαγιάδες; Δεν μπορεί κάποιος θα το έπιασε το θέμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια χολερικές γιαγιάδες έγραψε ο Κνουτ Χάμσουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠω πω, η ίδια είσαι που γράφει και τα δοκίμια;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέζα ο περαστικός!!! χαχαχαχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά ειναι τα δοκίμια περαστικέ μου
άλλα μεις που είμαστε μόνιμοι εδώ θέλουμε και την σαπουνόπερα ρε παιδί μου
Να κάνουμε κι να διαλειμματάκι τέλος πάντων!!!
Εγω στο είπα!!
Βιτριόλι CYNICAL...άλλα
ειναι πονηρή η κολόγρια
Το νου σου!!!
τσίου!!!
@ευχαριστώ swell. Είναι και στα παραμύθια. οι σατανικές γιαγιάδες.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Περαστικέ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠού βλέπετε ανάρτηση; Όπως το είπε χθες και ο Xavier.Σήμερα διανύουμε τη δεύτερη μέρα της απουσίας/ματαίωσης/ανυπαρξίας της ανάρτησης. Δεν υπάρχει τίποτε αναρτημένο. Όλα είναι στη φαντασία σας. Εγώ σιωπώ.
@karaflokotsyfa, εσας σκέφτομαι. Μετά τις πολλαπλές κβαντώσεις, τους Μποντριγιάρ και τους μεταμοντέρνους, είπα να πάρουμε λίγο αέρα βρε παιδί μου. Αλλά μη χαίρεστε και πολύ, στη γωνία περιμένει ο Βιτγκενσταίν. Να μην του τα σύρουμε κιαυτουνού κομάτι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΆντε χαρείτε όσο είναι καιρός. Μετά τα κεφάλια μέσα πάλι.
είναι αντι-ανάρτηση ίσως :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι σαπουνοπερα αγαπητοι μου?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε με νοιαζει καθολου που θα με πειτε ψωνιο με το σχολιο που θα κανω,πρωτον γιατι ειμαι ψωνιο και δευτερον γιατι λεω ο,τι γουσταρω(με την καλη εννοια)
εμενα αυτο μου θυμιζει σκηνη απο ταινια του ιταλικου νεορεαλισμου.
Η δικιά μου γιαγιά ήταν πολύ καλή.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Νελλη. Μπράβο παιδί μου, κανείς δεν το κατάλαβε. Προς Μάμα-Ρόμα μου βγαίνει η Φροσάρα. Να δεις τώρα που ο γιός γίνεται φτυστός ο Ακατόνε!
ΑπάντησηΔιαγραφή