Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Η Επιστροφή του Χαρίτου


Ένα θανατικό, πέρα από πρωτοκλασάτο, δευτεροκλασάτο ή γελοίο, όπως γράψαμε στα προηγούμενα, μπορεί να είναι και αιφνίδιο με μια έννοια όμως εντελώς στενή και ειδική. Όχι το αιφνίδιο εκείνο που ‘ρχεται όπως η κεραμίδα στο κεφάλι, από το πουθενά, επειδή δεν πήραμε υπ’ όψιν μας κάποιες μισοφραγμένες αρτηρίες, κάποιες ανεβασμένες τιμές της κακής χοληστερίνης, το κοντολαχάνιασμα στις σκάλες, ή το μούδιασμα στον αριστερό ώμο, και παρ’ όλα τα σημάδια δεν κάναμε αυτά που όλοι γνωρίζουμε ότι έπρεπε να κάνουμε, αλλά το άλλο, που δεν πρόλαβε να δώσει σημάδια, ή που δεν υπήρχαν καν σημάδια να φανερωθούν, παρά συνέβη ύστερα από μια λαχτάρα, μια μεγάλη στενοχώρια, ένα γεγονός απροσδόκητο και συνάμα δυσκολοχώνευτο, ύστερα από μια παραξενιά, μια ανατροπή, μια αιφνίδια αλλαγή σεναρίου, μια κακοτυπωμένη σελίδα στο, κατά τα άλλα, καλοσχεδιασμένο βιβλίο της ζωής του παθόντος.


Υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι περίεργο, ας πούμε, στους γονείς του Χαρίτου, αν ο ίδιος κάποια στιγμή στα εικοσιδύο του δεν ανακοίνωνε ορθά κοφτά ότι θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για το Σικάγο, να βρει το θειο του, αδερφό της μάνας του, και να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του; Μάλλον όχι. Ο Χαρίτος, με το πτυχίο και τις γνωριμίες του πατέρα του θα έπιανε κάποια αξιοσέβαστη δουλειά, θα εισέπραττε κάποια χρήματα από τα εύκολα ενοίκια της αντιπαροχής, θα αναστήλωνε το πατρικό, θα έλεγε το ‘ναι’, σε κάποια στιγμή χαλάρωσης στο ‘αίσθημα’, που εδώ που τα λέμε, μάλλον θα είχε πάψει από καιρό να λειτουργεί ουσιαστικά σαν τέτοιο, και αν το ‘θελε ο Θεός θα έκανε και κανένα εγγονάκι, έτσι για να μη μένουν άδειες και πικραμένες οι αγκαλιές των γιαγιάδων στα στερνά τους. Αυτή θάταν, έτσι για να συνοψίσουμε, η ζωή του, όπως πολλών άλλων της ίδιας σειράς με δαύτον, που τύχαιναν να γεννηθούν στα ψηλά πατώματα αξιοσέβαστων πολυκατοικιών στις μεσοαστικές περιοχές του κέντρου. Με μικρές λίγο-πολύ, έτσι για ποικιλία, παραλλαγές στον τύπο της δουλειάς, στο εισόδημα, άντε και στον αριθμό των παιδιών.



Ούτε ο Χαρίτος, ούτε οι γονείς του που τον αποχαιρετούσαν συγκινημένοι στο αεροδρόμιο, γνώριζαν ακόμα, (πώς ήταν άλλωστε δυνατόν), ότι το ταξίδι αυτό θα είχε μοιραίες και ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στη ζωή τους. Ούτε, ότι αν είχαν λίγο διαφορετικά μυαλά και λιγότερη στενοκεφαλιά και γινάτι, πιθανόν να ζούσαν ακόμα, έχοντας μάλιστα για παρέα και το εγγονάκι που τόσο πολύ ονειρεύονταν. Αλλά πού να τα ξέρουν όλα αυτά από τα πριν; Καμιά φορά, τα φέρνει έτσι η ζωή που κάποια μικρή στραβοτιμονιά, κάποιο μικρό ξεστράτισμα απ’ το σενάριο, πληρώνεται με δυσανάλογα μεγάλο τίμημα. Κι άλλες πάλι φορές, θαρρείς πως κάποιο αόρατο χέρι επεμβαίνει, ώστε, όσο μεγάλο κι αν είναι το στραβοπάτημα να το σιάζει, άλλοτε γλυκά-γλυκά και άλλοτε την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά μέσα απ’ του χάρου τα δόντια, ώστε τίποτα στο τέλος να μη μένει απ’ το συμβάν, παρά μόνο μια στιγμιαία ταραχή κι ένα φούσκωμα στο στήθος απ’ τη θύμηση αυτού που τελικά αποφεύχθηκε.



Ο Χαρίτος έκανε τελικά αυτό για το οποίο πήγε στην Αμερική. Και άλλα ακόμα, πιο σημαντικά. Γνώρισε μια ντόπια πεταχτή, την παντρεύτηκε, έκανε και δυο παιδιά μαζί της, κι όταν ήρθε η ώρα να γυρίσει στην πατρίδα, γιατί τα εμβάσματα πήραν ν’αραιώνουν, θυμήθηκε ότι για όλα αυτά τίποτε δεν είχε πει στους γονείς του, παρά μόνο λόγια αόριστα, οι οποίοι αντί για έναν, τους έμελλε ν’ αντίκριζαν ανάμεσα στα συμπράγκαλα και τις παραφουσκωμένες βαλίτσες, τρία νέα πρόσωπα, παρατεταγμένα αμήχανα στη σειρά.



Οι υποδοχές σε συνοριακές γραμμές, αγαπημένων προσώπων που λείπουν από καιρό, έχουν την ίδια οδύνη με τους αποχαιρετισμούς. Με μια διαφορά. Οι αποχαιρετισμοί έχουν κάτι το τετελεσμένο πάνω τους, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν το αγαπημένο πρόσωπο βρεθεί εκτός θέας, είτε στην κοιλιά ενός αεροπλάνου είτε στην κοιλιά ενός πλοίου, και έχει αποχωρήσει, αυτοί που μένουν πίσω γυρίζουν ελαφρύτεροι στα σπίτια τους, με αίσθημα ανακούφισης, μιας και αυτό που φοβόντουσαν από τόσο καιρό, ο χωρισμός δηλαδή, συνέβη τελικά πιο εύκολα, δίχως τον ίλιγγο που περίμεναν να νοιώσουν˙ κι αν προς στιγμήν φάνηκε να τους τυλίγει το γνώριμο μούδιασμα της απόγνωσης, κατάφεραν τελικά να το διώξουν με μια αδιόρατη κίνηση του νου και της καρδιάς, έμφυτη θαρρείς στον άνθρωπο από τότε που πλάστηκε να προσπερνάει τις μεγάλες λύπες εστιάζοντας πάραυτα προς τη ζωή και τις χαρές που δεν μπορεί παρά να φέρνει το μέλλον σαν αντιστάθμισμα, και σ’ αυτούς που φεύγουν μακριά, και σ’ αυτούς που μένουν πίσω και τους περιμένουν.



Οι υποδοχές, από την άλλη μεριά είναι κατά κανόνα κατώτερες των προσδοκιών αυτών που στήνονται σε λιμάνια και αεροδρόμια για να υποδεχτούν. Η έξαψη μήπως και δεν νοιώσουν τη σωστή ένταση χαράς που προβλέπει η περίσταση, η ανησυχία μήπως το πρόσωπο που έρχεται μετά από τόσο καιρό δεν θα είναι πια τόσο οικείο, όσο τη μέρα που έφυγε, ο φόβος μήπως η απόσταση που πρέπει να ξανακερδηθεί αποδειχτεί μεγαλύτερη απ’ τις συναισθηματικές δυνατότητες αυτών που συναντιούνται, κάνουν τις υποδοχές να συνοδεύονται από περισσότερο βάρος απ’ ό,τι οι αποχωρισμοί. Ο αποχωρισμός έχει μέσα του σπέρματα ανακούφισης και ελπίδας. Η υποδοχή αντίθετα φέρνει βάρος και σκεπτικισμό. Τα περιτυλίγματα μόνο είναι ανάποδα. Οι συμβάσεις ότι ο αποχωρισμός ισοδυναμεί με λύπη, και η υποδοχή με χαρά, δεν στέκουν και πολύ αν τις ανασκαλέψεις λίγο πιο βαθιά.



Με το βάρος λοιπόν της αναμονής, με αδιευκρίνιστα συναισθήματα και την καρδιά να χτυπά ακανόνιστα απ’ την αγωνία, οι γονείς του Χαρίτου είχαν μαζευτεί από νωρίς στο αεροδρόμιο για να υποδεχτούν το γιο και τη φαμίλια του, ώρες πριν, μην αντέχοντας να μείνουν ούτε εκεί, αλλά ούτε και στο σπίτι. Οι δυο τους μόνο, γιατί και αδέρφια δεν υπήρχαν, και οι άλλοι συγγενείς είτε είχαν πεθάνει, είτε είχαν ξεκόψει από καιρό.



Λίγες μέρες μόνο πριν, ο Χαρίτος τους είχε πει για την αμερικάνα που θα έφερνε και για τα δυο τους τα παιδιά, το ένα μωρό, το άλλο μόλις που περπάταγε. Πέραν τούτου τίποτα. Και η φαντασία των γέρων από τότε είχε πάρει να οργιάζει. Και τι δε γένναγε! Μια την φαντάζονταν λυγερή με μέση δαχτυλίδι, γαλανομάτα και αψηλή σαν τις καλοταϊσμένες αμερικανοπούλες που δείχνουν στα περιοδικά, να γλιστράει ανεπαίσθητα απ’ την κουζίνα στο σαλόνι, κι απ’ το σαλόνι στην τραπεζαρία, πάντα με κάποιο απ’ τα μωρά στα χέρια της, άλλη πάλι φορά τη φαντάζονταν νταρντάνα, σκληρή κι αγέλαστη, μα γρήγορα την έδιωχναν τούτη την εικόνα από τα μάτια τους, γιατί του Χαρίτου δεν θα του ταίριαζε κάτι τέτοιο, (ήταν πιότερο κι από σίγουροι), αλλά αυτό που θ’ αντίκριζαν σε λίγο στο αεροδρόμιο ούτε που τους είχε περάσει καθόλου απ’ το μυαλό.



Με τις εικόνες αυτές και άλλες πιο σκυθρωπές και πιο αλλόκοτες, έως και εξωπραγματικές, να εναλλάσσονται με όλο και πιο ιλιγγιώδη ρυθμό μπροστά στα μάτια τους και που όσο περνούσε η ώρα να μπερδεύονται αναμεταξύ τους όλο και πιο ανεξέλεγκτα, σαν σε ταινίες που πλέχτηκαν τα καρούλια τους, ή σαν σε κολλάζ από διαβολικές φιγούρες που ξεπήδησαν από ζωγραφιές του Bosch και του Blake, πέρασε η ώρα. Το αεροπλάνο κατέβηκε, οι βαλίτσες μαζεύτηκαν μία-μία και τότε ο Χαρίτος, ή κάποιος που τού ‘μοιαζε, εμφανίστηκε κάπου στο βάθος της αίθουσας, στις αφίξεις.



Λύθηκαν τα γόνατα των γέρων, όταν σ’ ένα στιγμιαίο ανοιγοκλείσιμο της πόρτας τον εντόπισαν. Δεν ήταν και πολύ σίγουροι όμως. Μπορεί νάταν και μπορεί να μην ήταν αυτός. Έμοιαζε και δεν έμοιαζε. Μετά τον ξανάχασαν. Βάστηξαν γερά ο ένας τον άλλον για να μη σωριαστούν απ’ τη συγκίνηση και την αγωνία. Η γριά έμπηξε με δύναμη τα δάχτυλά της στο μπράτσο του άντρα της και γαντζώθηκε ακόμα πιο σφιχτά πάνω του. Αβοήθητοι μπροστά στο άγνωστο που θα βρίσκονταν αντιμέτωποι σε λίγο, έψαχναν να βρουν στον άλλον ένα στήριγμα. Κι άλλες φορές είχε λείψει ο Χαρίτος. Αλλά ποτέ για τόσο πολύ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαιναν να τον προϋπαντήσουν στο αεροδρόμιο. Και ποτέ πριν δεν ένοιωθαν τόσο παράξενα, όσο τούτη τη φορά. Ήταν θες τα νέα του που δεν μάθαιναν τον τελευταίο καιρό, παρά μόνο τα λιγοστά, ήταν θες η μυστηριώδης αμερικάνα και τα παιδιά της, που αν και ήρθαν απ’ το πουθενά θάπρεπε να τους αισθάνονταν σαν νάτανε δικοί τους, όλα αυτά τους βάραιναν τη ψυχή και έκαναν τα πόδια τους να τα σέρνουν σαν βαρίδια.



Όταν επιτέλους ο Χαρίτος πέρασε την πόρτα και στάθηκε γύρω στο μισό μέτρο μπροστά τους, κι όταν μετά απ’ τ’ αγκαλιάσματα και τα δάκρυα, τ’ αμήχανα χαμόγελα, τα κοντανασάσματα και τα ρουφήγματα της μύτης, έστρεψαν το βλέμμα και στους τριγύρω, τότε πρόσεξαν μια γυναίκα στρογγυλή με πεταχτά χείλη, πλατσουκωτή μύτη, και σοκολατένιο δέρμα, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά κι μ’ ένα άλλο να το κρατά από το χέρι, που στέκονταν λίγο πιο πίσω απ’ αυτόν. Ποιος ξέρει γιατί, αλλά την πέρασαν για τη νταντά των παιδιών. Τους παραξένεψε, αλλά το προσπέρασαν στα γρήγορα μέσα στην όλη ταραχή των στιγμών. Το βλέμμα τους πήγε ακόμα πιο πίσω, έκαμε μια-δυο στροφές, κι αφού δεν βρήκε τίποτε που να μοιάζει με τη γυναίκα του Χαρίτου, μ’ όποια της εικόνα κι αν την είχαν φανταστεί, το ξανακόντυναν και το απίθωσαν μπροστά τους στη γυναίκα με το σοκολατένιο δέρμα. Τότε μόνο συνειδητοποίησαν ότι και τα μωρά της έμοιαζαν. Μόνο το ένα ξέφευγε λίγο και έφερνε προς τον Χαρίτο. Το άλλο ήταν κακομούτσουνο και πιο μαυριδερό, όπως και η μάνα του. Σκέτο μαυροτσούκαλο. Μυξιασμένο και χλωμό απ’ την ταλαιπωρία γυρόφερνε στα πόδια της όλο γκρίνια.



Οι γέροι κοιτάχτηκαν στα μάτια και με μια σύσπαση των χειλιών ο ένας και ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών ο άλλος, συμφώνησαν ότι και οι δυο είχαν καταλάβει το ίδιο πράγμα. Η γριά προσπάθησε να το παίξει λίγο στο μυαλό της το γεγονός, να εξοικειωθεί μαζί του, ν’ αρχίζει να το χωνεύει, όπως ένα πικρό σιρόπι που το στριφογυρίζουμε βόλτες πολλές μέσα στο στόμα μέχρι να του φύγει η πικράδα ˙ όπως ένας πόνος που τον κάνουμε κομπολόι μέχρι να ξεθυμάνει και να φύγει. Έσκυψε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Γυναίκα ήταν κι αυτή άλλωστε, όπως και μάνα. Έριξε μια ματιά στον Χαρίτο, μετά στην αμερικάνα, και μετά πάλι πίσω στον γιο της, σαν να τους τύλιγε το βλέμμα της με μια αδιόρατη κλωστή και να τους επικύρωνε έτσι σαν ζευγάρι. Δεν ήθελε και πολύ η γριά να την αποδεχτεί. Έτσι είναι οι γυναίκες, πιο ήπιες, πιο συμβιβαστικές, πιο μεγαλόκαρδες, πιο διπλωμάτισσες και πιο τεχνήτρες στο να συμβιβάζονται με το απροσδόκητο, στο να εξομαλύνουν τα πάθη και να διαχειρίζονται τα συναισθήματα και τα παιχνίδια της καρδιάς. Κάνουν την πίκρα μέλι, τα δάκρυα χαρά. Χρυσαλοιφή την έλεγε ο άντρας της συχνά πυκνά. Και δεν είχε άδικο. Της γριάς δεν της άρεσε να την αποκαλεί έτσι, αλλά κατά βάθος ήξερε ότι το εννοούσε με αγάπη και τρυφερότητα. Αυτή που ξαναμπαίνει στα ζευγάρια μετά από τόσα χρόνια κοινής ζωής, και λίγο πριν από τη λύση της.



Ο γέρος δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Άκαμπτος σαν ξύλο απέφυγε να την κοιτάξει παραπάνω, να πει κάτι πέρα απ’ τα τυπικά. Σαν να ‘φταιγε αυτή κι όχι κανένας άλλος. Ποιος ξέρει τι πόλεμος είχε ξεσπάσει στο μυαλό του, σίγουρα πόλεμος άδικος. Άλλα όνειρα είχε για τον Χαρίτο, τον μοναχογιό του, κι αλλιώς του τα’ φερε η ζωή. Πως να τα βάλλεις όμως με τη μοίρα; Πιο εύκολα τα βάζεις με μια γυναίκα κι έτσι πιο εύκολα νομίζεις ότι ξεμπερδεύεις.



Πάντως, τον πόλεμο αυτόν ο γέρος με τη δυσκαμψία και το ξερό του το κεφάλι, τον έχασε. Μια για πάντα. Έκανε μια στροφή να φύγει, αλλά δεν πρόλαβε. Σκόνταψε πάνω στο χάρο που είχε βγει πρωϊνιάτικα για να θερίσει. Τα μάτια γούρλωσαν απ’ το ξαφνικό συναπάντημα, το λαρύγγι πήρε όλο και να στενεύει, οι ανάσες σπρώχνονταν πια για να βγουν, η γλώσσα πετάχτηκε όξω γυρεύοντας ν’ αρπάξει λίγο αέρα που όλο και στέρευε. Μετά σωριάστηκε, χωρίς κανείς να προλάβει να του λύσει ούτε τη γραβάτα. Έτσι άδοξα κι αναίτια τέλειωσε μια ζωή εβδομήντα και βάλε χρόνων, μια ζωή που άρχισε μ’ ένα βογκητό, είδε το φως μ’ ένα κλάμα και τέλειωσε μ’ ένα σπάραγμα. Όπως λίγο πολύ του καθένα μας.



Η γριά, ενώ φάνηκε διατεθειμένη στην αρχή να συμβιβαστεί με την ιδέα μιας νέγρας και άσκημης νύφης, το ξαφνικό θανατικό τής γύρισε τ’ άντερα και τα μυαλά. Τη συγκατοίκηση μ’ αυτό το ξένο χρώμα και τη κουδουνιστή λαλιά, δεν την πολυσήκωσε. Μαράζωσε, μαζεύτηκε, μίκρυνε και στους έξι μήνες πάνω, τα μάζεψε κι έφυγε κι αυτή για τον άλλο κόσμο.

10 σχόλια:

  1. Γι' αυτό πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι για τα χειρότερα. Κι επειδή το πιστεύω αυτό, επέζησα όταν μου προέκυψε αυτό ΤΟ ΣΟΚΟΛΑΤΕΝΙΟ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @swell, φαντάζομαι φεύγοντας θα σου άφησε κάποια ψιλά για να περάσεις τις πρώτες μέρες..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ξερω εναν Χαριτο,μονο που αυτος δε γεννηθηκε στα ψηλα πατωματα αξιοσεβαστων πολυκατοικιων του μεσοαστικου κεντρου και το Σικαγο μονο ζωγραφιστο το χει δει...

    "...αυτοί που μένουν πίσω γυρίζουν ελαφρύτεροι στα σπίτια τους, με αίσθημα ανακούφισης, μιας και αυτό που φοβόντουσαν από τόσο καιρό, ο χωρισμός δηλαδή, συνέβη τελικά πιο εύκολα, δίχως τον ίλιγγο που περίμεναν να νοιώσουν..." παρα πολυ ευστοχο!˙

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Απολύτως Cynical, βδομάδες ολόκληρες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Expect the unexpected, Ελληνιστί όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος .

    Φοβερή περιγραφή ,και φοβερές εικόνες . Ειδικά η εικόνα της στιγμής του Θανάτου του Πατέρα του Χαρίτου ,δικαιολογεί πλήρως το όνομα σου και ανοίγει νέες λεωφόρους στην λογοτεχνία (ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΑΙ)

    Μπράβο σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @de Profundis. Τι να πω; Ένα ταπεινό ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. @nelly καλημέρα. Καλέ, το Χαρίτος είναι το καλλιτεχνικό του όνομα. Στην πραγματικότητα λέγεται Μπάμπης, αλλά με τέτοιο όνομα θα έδιωχνε τους αναγνώστες έτσι χρησιμοποίησα κάποιο πιο εύηχο.

    Σ' ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. @swell, οικονομικό το μικρό. Κρίμα που το άφησες να φύγει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Καλημέρα και από εμένα!

    Καλή η ιστορία (σαν ιστορία δηλαδή), αλλά έχω ζήσει αρκετές παρόμοιες, αλλά ανάποδα. Σε μπέρδεψα;;

    Αρκετές γιατί... όπως ξέρεις κατοικώ στο εξωτερικό, έχω φίλους διαφορων εθνοτήτων και έχω συναντήσει αρκετούς γονείς που ξαφνιάζονται όταν βλέπουν το γιο τους με μία Βραζιλιάνα, Κινεζούλα κτλ ή την κόρη τους με κάποιον Νιγηριανό!

    Παρόμοιες.. γιατί κανείς από του φίλους μου δεν γύρισε παντρεμένος χωρίς οι γονείς να έχουν δει τη νύφη!

    Από την ανάποδη...γιατί κανείς δεν μας έμεινε στον τόπο. Ισα ισα αρκετοί το διασκεδάσανε και το διασκεδάζουν ακόμα! Κάποιοι πολύ γνωστοί μου με ρώτησαν αν η Βαρζιλιάνα έχει...ωραία μαμα! ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. @καλημέρα NdN. Βέβαια για τη βραζιλιάνα ουδέν μεμπτόν. Ιδίως αν η μάνα ήταν και μικροπαντρεμένη...

    Αλλά αν επρόκειτο για νύφη από την Άνω Βόλτα, κάποιοι τουλάχιστον θα στραβομουτσούνιαζαν.
    Πάντως, η ιστορία είναι εντελώς φανταστική. Αν και τα περιμένω όλα, (και με χαρα) από τον γιο μου. Ενδόμυχα θα προτιμούσα πάντως να συμπεθέριαζα με ασιάτες παρά με βραζιλιάνους. Οι πρώτοι φαντάζομαι να είναι πιο φιλόξενοι από τους δεύτερους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλώς ορίσατε!