«Δεν έχω ξαναδεί τόσο μαλάκα καπετάνιο», φώναζε και ούρλιαζε αγριεμένος, φασκελώνοντας και με τις δυο του παλάμες προς τη μεριά του καραβιού, βρίζοντας και χειρονομώντας ταυτόχρονα με πληθωρικές κινήσεις, καθώς έστριβε τη βάρκα νευρικά, μια από δω, μια από ‘κει, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στα άλλα τα βαρκάκια που προσπαθούσαν να βολευτούν όπως όπως στο στριμόκωλο λιμάνι, θέλοντας ν’ αποφύγουν τη σύγκρουση με το θεριό που του έφραζε το στόμιο και επέμενε με το στανιό να δέσει.
Θα ‘ταν, δε θα ‘ταν καμιά πενηνταριά, ψηλός, γεροδεμένος με μακριά ψαρά μαλλιά, πουκάμισο ξεκούμπωτο ως τον αφαλό, πιο πολύ τον έκοβες για αλανιάρη μπουζουκόβιο ξενύχτη της στεριάς, παρά με θαλασσοδαρμένο ψαρά που ‘χει φάει τις ερημιές και τα κύματα με το κουτάλι. Το αντίθετο δηλαδή της εικόνας του θυμόσοφου και καρτερικού που περιμένεις να αντικρίσεις σε κάποιον που στη ζωή του δεν έκανε και τίποτα διαφορετικό από το ν’ αναμετριέται συνεχώς με τη σιωπή, τους αγέρηδες και τα καμώματα της θάλασσας.
Γιατί με τους ανθρώπους θα ‘ταν λιγάκι δύσκολο ν’ αναμετρηθεί. Όχι ότι δεν θα μπορούσε, έτσι μάγκας και νταής που ήταν, αλλά να, σπάνιο είδος οι άνθρωποι σε κείνα τα μέρη. Μικρό το νησί βλέπεις. Τι νησί, δηλαδή. Βραχονησίδα. Κάνα χιλιόμετρο η περιφέρεια κι οι μόνιμοι κάτοικοι 7. Πριν από καιρό τους είχα αφήσει 4. Τους δυο πρωτόπλαστους πρωτοπόρους και τα παιδιά τους. Με τα χρόνια φαίνεται τα παιδιά τα κατάφεραν να μεγαλώσουν, αντρώθηκαν, παντρεύτηκαν, θα ‘καναν κι από κανένα εγγόνι κι έπεισαν και τις νύφες να ‘ρθουν να κατοικήσουν, τουλάχιστον τα καλοκαίρια, στον παράδεισο που έφτιαξαν πάνω στον ξερόβραχο οι γονείς τους. Κι αν περιμένεις χαΐρι απ’ τα γειτονικά νησιά, άστα να πάνε. Βέβαια, συγκριτικά με τούτο ‘δω, το διπλανό φάνταζε πολύβουη πολιτεία. Μόνιμοι κάτοικοι 48. Για να μην πούμε και για το παραδιπλανό, που με 500 νοματαίους δεν το ‘κανες κατώτερο από μητροπολιτικό κέντρο, Νέα Υόρκη ας πούμε και βάλε. Αυτοί ήταν όλη κι όλη η συντροφιά, και όχι πάντα, παρά μόνον σαν καλμάριζαν οι αέρηδες, δηλαδή σπάνια.
«Πολύ μαλάκας, πολύ μαλάκας», ακούστηκαν ταυτόχρονα, σαν σε ηχώ και δυο γερόντια, που αποτραβηγμένα κάτω από ένα καλοθρεμμένο αρμυρίκι είχαν όλο το πεδίο ανοιχτό για να βλέπουν και να κρίνουν ακριβοδίκαια. Είχαν βέβαια και τα χρόνια με το μέρος τους που όπως και να το κάνουμε πρόσθεταν βάρος στις κρίσεις τους.
Το θεριό, ήταν μια θεόρατη υδροφόρα, μια απ’ αυτές που κάθε λίγο και λιγάκι, ιδίως τα καλοκαίρια, φέρνουν βόλτα τους παρατημένους σε νησιά, νησίδια και βραχονησίδια φέρνοντάς τους το πολύτιμο νερό. Παραήταν όμως μεγάλη για το καχεκτικό λιμανάκι και ο καπετάνιος, κατά πως φαίνεται καινούργιος και ατζαμής τα είχε χάσει για τα καλά. Μια από δω, μια από κει, πήγαινε θαρρείς στα τυφλά, είχε μπλέξει δε και τους κάβους αναμεταξύ τους, ο δεξής στο αριστερό δέντρο, ο αριστερός στο δεξί, με αποτέλεσμα έτσι όπως διασταυρώνονταν, κάμποσες βάρκες να έχουν παγιδευτεί ανάμεσά τους. Με το που τον πήρανε χαμπάρι, όσες πρόλαβαν το έβαλαν στα πόδια και κοίταξαν να λουφάξουν σε καμιά απόμερη γωνιά μέχρι να περάσει η μπόρα. Μόνο ο δικός μας αντί να καλμάρει, όλο και φούντωνε και έβριζε και λυσσομανούσε. Ίσως να φταίγανε και τα γερόντια απ’ έξω που τον σιγοντάρανε ρίχνοντας λάδι στη φωτιά για να ‘χουν κάτι να περνάνε την ώρα τους, ίσως να είχε βρει κι αυτός την ευκαιρία να ξεσπάσει ένα θυμό, που ποιος ξέρει πόσο καιρό τον φύλαγε και τι του τον είχε προκαλέσει. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η αναμπουμπούλα κόπασε, η υδροφόρα βολεύτηκε, αφού πρώτα έφερε τα πάνω-κάτω και ο δικός μας αποφάσισε να τα παρατήσει.
Έστριψε τη βάρκα κατά το γιαλό, έκοψε ταχύτητα και πλησίασε σε μια αυτοσχέδια ξύλινη σκάλα. Ένας σκύλος, που ήταν από ώρα εκεί, έχοντας καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου πλήρη εποπτεία των κινήσεων του αφεντικού του, τον περίμενε με φανερή ανυπομονησία. Μόλις πλησίασε η βάρκα αρκετά, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στην αγκαλιά του θαλασσόμαγκα, που το έσφιξε απαλά μην και του γλιστρήσει. Τον έγλυψε με λαχτάρα στη μούρη, δείχνοντας έμπρακτα την επιδοκιμασία του και μ’ ένα δεύτερο σάλτο βρέθηκε στο πάνω μέρος της ξύλινης καμπίνας που σκεπάζει τη μηχανή, όπου στρογγυλοκάθισε γεμάτος περηφάνια για το αφεντικό του, με τεντωμένο το λαιμό και το μάτι περισκόπιο μην τυχόν και χάσει ούτε ένα από τα βλέμματα επιδοκιμασίας, που όπως φανταζόταν κατευθύνονταν από τους άλλους βαρκάρηδες προς το αφεντικό του. Μα την αλήθεια, δεν είχα ξαναδεί ένα τόσο περήφανο και ευτυχισμένο σκύλο, που ούτε μαντρόσκυλος, ούτε λύκος, ούτε χοντρόμαλλος ποιμενικός ήτανε, μα ένα παιχνιδιάρικο και ντελικάτο τσιχουάουα, μια πιθαμή από τη μάνα του, κι άλλη μια από το φούσκωμα και το καμάρι.
Ο ψαράς, με το τσιχουάουα παρέα ξαναέστριψε τη βάρκα, αυτή τη φορά προς το πέλαγος, όπου και χάθηκε ύστερα από λίγο.
Θα ‘ταν, δε θα ‘ταν καμιά πενηνταριά, ψηλός, γεροδεμένος με μακριά ψαρά μαλλιά, πουκάμισο ξεκούμπωτο ως τον αφαλό, πιο πολύ τον έκοβες για αλανιάρη μπουζουκόβιο ξενύχτη της στεριάς, παρά με θαλασσοδαρμένο ψαρά που ‘χει φάει τις ερημιές και τα κύματα με το κουτάλι. Το αντίθετο δηλαδή της εικόνας του θυμόσοφου και καρτερικού που περιμένεις να αντικρίσεις σε κάποιον που στη ζωή του δεν έκανε και τίποτα διαφορετικό από το ν’ αναμετριέται συνεχώς με τη σιωπή, τους αγέρηδες και τα καμώματα της θάλασσας.
Γιατί με τους ανθρώπους θα ‘ταν λιγάκι δύσκολο ν’ αναμετρηθεί. Όχι ότι δεν θα μπορούσε, έτσι μάγκας και νταής που ήταν, αλλά να, σπάνιο είδος οι άνθρωποι σε κείνα τα μέρη. Μικρό το νησί βλέπεις. Τι νησί, δηλαδή. Βραχονησίδα. Κάνα χιλιόμετρο η περιφέρεια κι οι μόνιμοι κάτοικοι 7. Πριν από καιρό τους είχα αφήσει 4. Τους δυο πρωτόπλαστους πρωτοπόρους και τα παιδιά τους. Με τα χρόνια φαίνεται τα παιδιά τα κατάφεραν να μεγαλώσουν, αντρώθηκαν, παντρεύτηκαν, θα ‘καναν κι από κανένα εγγόνι κι έπεισαν και τις νύφες να ‘ρθουν να κατοικήσουν, τουλάχιστον τα καλοκαίρια, στον παράδεισο που έφτιαξαν πάνω στον ξερόβραχο οι γονείς τους. Κι αν περιμένεις χαΐρι απ’ τα γειτονικά νησιά, άστα να πάνε. Βέβαια, συγκριτικά με τούτο ‘δω, το διπλανό φάνταζε πολύβουη πολιτεία. Μόνιμοι κάτοικοι 48. Για να μην πούμε και για το παραδιπλανό, που με 500 νοματαίους δεν το ‘κανες κατώτερο από μητροπολιτικό κέντρο, Νέα Υόρκη ας πούμε και βάλε. Αυτοί ήταν όλη κι όλη η συντροφιά, και όχι πάντα, παρά μόνον σαν καλμάριζαν οι αέρηδες, δηλαδή σπάνια.
«Πολύ μαλάκας, πολύ μαλάκας», ακούστηκαν ταυτόχρονα, σαν σε ηχώ και δυο γερόντια, που αποτραβηγμένα κάτω από ένα καλοθρεμμένο αρμυρίκι είχαν όλο το πεδίο ανοιχτό για να βλέπουν και να κρίνουν ακριβοδίκαια. Είχαν βέβαια και τα χρόνια με το μέρος τους που όπως και να το κάνουμε πρόσθεταν βάρος στις κρίσεις τους.
Το θεριό, ήταν μια θεόρατη υδροφόρα, μια απ’ αυτές που κάθε λίγο και λιγάκι, ιδίως τα καλοκαίρια, φέρνουν βόλτα τους παρατημένους σε νησιά, νησίδια και βραχονησίδια φέρνοντάς τους το πολύτιμο νερό. Παραήταν όμως μεγάλη για το καχεκτικό λιμανάκι και ο καπετάνιος, κατά πως φαίνεται καινούργιος και ατζαμής τα είχε χάσει για τα καλά. Μια από δω, μια από κει, πήγαινε θαρρείς στα τυφλά, είχε μπλέξει δε και τους κάβους αναμεταξύ τους, ο δεξής στο αριστερό δέντρο, ο αριστερός στο δεξί, με αποτέλεσμα έτσι όπως διασταυρώνονταν, κάμποσες βάρκες να έχουν παγιδευτεί ανάμεσά τους. Με το που τον πήρανε χαμπάρι, όσες πρόλαβαν το έβαλαν στα πόδια και κοίταξαν να λουφάξουν σε καμιά απόμερη γωνιά μέχρι να περάσει η μπόρα. Μόνο ο δικός μας αντί να καλμάρει, όλο και φούντωνε και έβριζε και λυσσομανούσε. Ίσως να φταίγανε και τα γερόντια απ’ έξω που τον σιγοντάρανε ρίχνοντας λάδι στη φωτιά για να ‘χουν κάτι να περνάνε την ώρα τους, ίσως να είχε βρει κι αυτός την ευκαιρία να ξεσπάσει ένα θυμό, που ποιος ξέρει πόσο καιρό τον φύλαγε και τι του τον είχε προκαλέσει. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η αναμπουμπούλα κόπασε, η υδροφόρα βολεύτηκε, αφού πρώτα έφερε τα πάνω-κάτω και ο δικός μας αποφάσισε να τα παρατήσει.
Έστριψε τη βάρκα κατά το γιαλό, έκοψε ταχύτητα και πλησίασε σε μια αυτοσχέδια ξύλινη σκάλα. Ένας σκύλος, που ήταν από ώρα εκεί, έχοντας καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου πλήρη εποπτεία των κινήσεων του αφεντικού του, τον περίμενε με φανερή ανυπομονησία. Μόλις πλησίασε η βάρκα αρκετά, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στην αγκαλιά του θαλασσόμαγκα, που το έσφιξε απαλά μην και του γλιστρήσει. Τον έγλυψε με λαχτάρα στη μούρη, δείχνοντας έμπρακτα την επιδοκιμασία του και μ’ ένα δεύτερο σάλτο βρέθηκε στο πάνω μέρος της ξύλινης καμπίνας που σκεπάζει τη μηχανή, όπου στρογγυλοκάθισε γεμάτος περηφάνια για το αφεντικό του, με τεντωμένο το λαιμό και το μάτι περισκόπιο μην τυχόν και χάσει ούτε ένα από τα βλέμματα επιδοκιμασίας, που όπως φανταζόταν κατευθύνονταν από τους άλλους βαρκάρηδες προς το αφεντικό του. Μα την αλήθεια, δεν είχα ξαναδεί ένα τόσο περήφανο και ευτυχισμένο σκύλο, που ούτε μαντρόσκυλος, ούτε λύκος, ούτε χοντρόμαλλος ποιμενικός ήτανε, μα ένα παιχνιδιάρικο και ντελικάτο τσιχουάουα, μια πιθαμή από τη μάνα του, κι άλλη μια από το φούσκωμα και το καμάρι.
Ο ψαράς, με το τσιχουάουα παρέα ξαναέστριψε τη βάρκα, αυτή τη φορά προς το πέλαγος, όπου και χάθηκε ύστερα από λίγο.
Γιατί μας το χάλασες στο τέλος με το σκύλο-πιθαμή; Χάθηκε να ήταν μια Πέρσα, κάτι; Και σε ποιό νησάκι αρμενίζουμε παρακαλώ;
ΑπάντησηΔιαγραφή@Swell, αριστοτελικά το τέλος είναι αυτό που πρέπει. Έχω δει τορναδόρο δυό μέτρα να ταϊζει στο στομα φιλετάκια το άρρωστο σκυλί του, αντιστοίχου μεγέθους.
ΑπάντησηΔιαγραφήCYNICAL, αν θες να δεις το νησάκι με ξενοδοχείο κι ομπρέλες στην παραλία τότε μπορείς να αποκαλύψεις το ονομά του. Όσοι θέλουν πραγματικα να το βρουν, θα τα καταφέρουν.
Υπέροχη διήγηση!
Ελπίζω αυτή η ιστορία να ανήκει στο παρόν και όχι σε μια ανάμνηση παιδικών χρόνων!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιότι πλέον οι «μαλάκες» δεν είναι μόνο καπετάνιοι που στρίβουν το τιμόνι και φεύγουν όταν προσεγγίζουν ένα μικρό παράδεισο. Αντίθετα αποβιβάζουν όλη την ψευτομαγκιά τους μαζί με τα τάπερ τους παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμα τους.
Ήταν ένα πολύ όμορφο κείμενο.
Το κρίμα είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου, εικόνες σαν και αυτήν τις βρίσκεις αποτυπωμένες μόνο στο καταφύγιο των λέξεων και όχι να ξετυλίγονται μπροστά σου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣουελ, H ιστορια ειχε τσιχουαουα. Αν ηταν η Περσα, δεν θα ειχε τοσο σασπενς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε λιγη γνωση γεωγραφιας, το βρισκεις το νησακι!
Γεια σου Τσαλαπετεινε,
ΑπάντησηΔιαγραφήσιγα να μην το αποκαλυψω, αν και το εχουν βρει ηδη παρα πολλοι απο ολα τα μηκη και τα πλατη της γης.
Με λιγη προσπαθεια βρισκεται η ταυτοτητα του!
Προτελευταιε,
ΑπάντησηΔιαγραφήη ιστορια ειναι φρεσκοτατη, μυριζει θαλασσα. Οσο για τον εν λογω καπετανιο, τον ξαναπετυχα και αλλου. Αυτη τη φορα εκανε καλο κουμαντο!
Ιστοριες με ταπερ, στα προσεχώς!!
Γεια σου Sophia,
ΑπάντησηΔιαγραφήη ιστορια ειπαμε ειναι τωρινη. Εδω εχουμε μονο φρεσκο πραγμα! Υπαρχει ακομα τετοιο υλικο. Το αιγαιο ειναι μεγαλο!
Oh, so very true... To κακό είναι ότι σιγά σιγά μικραίνει, αλλού αργά, αλλού πιο γρήγορα. Εγώ πάντα προτιμώ τα μέρη που o χρόνος ξεχνάει να κυλίσει γρήγορα...
ΑπάντησηΔιαγραφή;-)
διευρύνουμε βλέπω το φάσμα των ενασχολήσεων κ.κυνική!μπράβο,ωραίο το πόνημα
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να σοβαρευόμαστε λίγο. Μπορεί να είναι καλοκαίρι, αλλά όχι και να το ρίξουμε στις ιστοριούλες. Τίποτα με αμμόλοφους, καπιταλιστικές θεωρίες, ατομικισμούς κτλ δεν σου βρίσκεται; Τόσες χιλιάδες άρθρα δημοσιεύοντaι κάθε μέρα...σαν να τεμπελιάσαμε cynical αυτές τις μέρες. Δεν θέλω να επαναληφθεί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ξεκούραση και πες μας και το όνομα της βραχονησίδας...για να μην βρεθώ ούτε κατά τύχη. Εχω να δω μόνο 7 άτομα σε ένα μέρος από την τελευταία φορά που ξύπνησα στο τέρμα ενός night bus.
Πολυ ρεαλιστικη η διηγηση σου,
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλα, αυτα τα σκυλια...τσεπης, δεν τα παω, αγαπητη cynical! :)
Περιμενουμε και τις ιστοριες με ..
ταπερ!...Αθανατη μαμα Ελλας! :P
….. και τι πείραζε αν έβαζες και λίγο μύθο;;; ας πούμε το σκυλάκι να ήταν αριστοκρατικο-καπιταλιστικό που ξέπεσε σε βαρκάρη αλλά δεν ξέχασε τη υπερηφάνεια της άρχουσας τάξης!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι οι διακοπές θέλουν το μύθο τους…
Καλές διακοπές με ιστορίες της παρέας
Καλά, νόμιζα ότι οι τελευταίοι εκτοπισμένοι σέ νησιά, είχαν απολυθεί τό 1974...
ΑπάντησηΔιαγραφήΛευτεριά στήν cynical !!
Εξαιρετική διήγηση.Μ'άρεσε και μένα πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ
Καλο. Αν και καθόλου...cynical!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρετώσε Πεντανόστιμη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈλλειψη βιβλιογραφιας, λογοτεχνίας κατεργάζεται!
Γεια σου NdN,
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαρταται απο που κοιτας τη βραχονησιδα. Αν την κοιτας απο τη θαλασσα εχει οντως 7. Αν κοιτας απο τη βραχονησιδα προς τη θαλασσα, οπως εγω, βλεπεις εκατονταδες,... στα σκαφη που ειναι αραγμενα στο λιμανι. Μερικα δε μεγατονων!
Ακομα δεν τελειωσα το πονημα μου περι του εγωκεντρικου τουριστα, οποτε ειπα να ξεπεταξω καμια ιστορια, στο ενδιαμεσο για να μην με θεωρησετε τεμπελα.
Γεια σου Elva,
ΑπάντησηΔιαγραφήεγω απλως καταγραφω. Αφου του αρεσε του ψαρα, εγω παω πάσο!
Η ταπεριαδα, θα παιξει οταν βρεθω στο καταλληλο νησι.
Μη μου βάζεις ιδεες Στεργιο! Ας πουμε οτι το σκυλακι ειδε το γιωτ διπλα του και αποφασισε να αυτομολησει. Αλλα, στο τελος τον κερδισε ο ψαρας με την καλη καρδια και την τρυπια βαρκα. Και γυρισε πισω μετανιωμενο. Και ειχαμε χαπι εντ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒριπολιδη, καλυτερα εκτοπισμενος σε νησι, παρα σε στερια, οπως μερικοι μερικοι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Ιππολύτη,
ΑπάντησηΔιαγραφήτον ψαρα να ευχαριστησετε που τελικα μας εδωσε την ιστορια.
Καλο απογευμα.
Γεια σου Νικο,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ! μην εχεις παραπονο. Το μενου ειχε κυνικη αναρτηση την προηγουμενη βδομαδα. Μην μου βαρυστομαχιασεις κιολας!
Ενα διήμερο απουσίασα και το γύρισες στο λογοτεχνικο!Πώς και σου ξέφυγαν οι Περσείδες;
ΑπάντησηΔιαγραφήVaD,
ΑπάντησηΔιαγραφήδηλαδη με προκαλεις να το γυρισω στο αστρονομικο;