«Άντε, έμπα μες τη βάρκα. Θα πεταχτώ μέχρις απέναντι για ψώνια και σε καμιά δυο ώρες θα ‘χω ξεμπερδέψει».
Σάμπως κι είχα κάτι άλλο, καλλίτερο να κάνω. Το όνειρο τού να πετάς ολημερίς βότσαλα στην παραλία και να στοχάζεσαι τους κύκλους της ζωής σου δεν κρατάει και πολύ. Ή μάλλον κρατάει τόσο όσο και μερικών μερών διακοπές. Άμα κάτσει και διαρκέσουν περισσότερο, τ’ όνειρο εκφυλίζεται σε εφιάλτη, διότι η μονοτονία κουράζει πιο πολύ, ακόμα κι απ΄ την πιο φρενήρη εναλλαγή. Άσε που γρήγορα πιάνεται και το χέρι από το πέταγμα, έτσι αμάθητο που είναι στο να διαχειρίζεται την αεργία.
Έδωσα ένα σάλτο και μπήκα. Βολεύτηκα πάνω σε μια κουλούρα από χοντρό σκοινί, και ξεκινήσαμε.
Ο Μανόλης ο αυτοαποκαλούμενος και πειρατής, είχε όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του κουρσάρου, εκτός από κάποιες λεπτομέρειες δηλαδή, όπως το άδειο σακί στη θέση του ματιού και το γάντζο στο χέρι, χαρακτηριστικά που όπως όλοι ξέρουμε δεν κληρονομούνται, αλλά κατακτώνται με το ρεσάλτο και τη μάχη. Και δεν θα ήταν δίκαιο να ρίχναμε όλο το φταίξιμο σ’ αυτόν, που τα ‘χε και τα δυο στη θέση τους, κατηγορώντας τον για έλλειψη θάρρους, ηρωισμού και μαχητικότητας, αλλά θα ‘πρεπε να ρίχναμε το ανάθεμα στον έρμο τον πολιτισμό, που είχε βαλθεί να σβήσει απ’ τα νερά μας τους πειρατές, παίρνοντας και τη μαγεία που τους ακολουθούσε. Και σ’ αυτά τα δύσκολα και απόμακρα νερά που πλέαμε τώρα δα με τη βάρκα, ανάμεσα σε ακατοίκητα νησάκια με κρυφά λιμάνια και λαξεμένες σπηλιές, κανένα άλλο σκηνικό, πέρα απ’ το πειρατικό δεν θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα.
Κοντός, λιανός, μαυριδερός, με μάτια σταχτιά που πρόβαλαν αγριωπά πάνω απ’ το σκούρο δέρμα, τόσο σκούρο, που ακόμα και το μαύρο ρούχο που φορούσε φαινόταν πιο φωτεινό. Μαλλιά μακριά, πίσσα κατράμι και δέρμα σε βαθύ κυματισμό. Καλά να ‘ναι τ’ αλάτι και οι αγέρηδες που για σαράντα χρόνια δεν έκαναν κι άλλη δουλειά από το να το σκάβουν. Σίγουρα μάνα αγαρηνή θα τον είχε γεννήσει, ποιος ξέρει σε ποιον απ’ όλους τους βράχους. Γέννημα, θρέμμα του νησιού με τους εφτά κατοίκους, ο Μανόλης. Ποτέ του δεν ξεμάκρυνε, πιο πέρα απ’ όσο τον πήγαινε το μάτι και το ντεπόζιτο της βάρκας.
«Πολύ ερημιά εδώ πέρα, βρε Μανόλη», του είπα, όταν είχαμε βγει απ΄ το λιμάνι και είχαμε πάρει ρότα για το άλλο το μεγάλο το νησί. «Καλά το καλοκαίρι, κόσμος έρχεται, κόσμος πάει, αλλά πόσο κρατάει αυτό το πάρε δώσε; Δυο τρεις μήνες; Μετά; Τι γίνεται με τους άλλους εννιά;»
«Και ποιος σου είπε ότι είναι ερημιά; Τόσος κόσμος μένει εδώ το χειμώνα, και κει απέναντι, και στο νησί που πάμε τώρα. Άμα έχει μπονάτσα βάζουμε πλώρη για όπου τραβάει η καρδιά μας. Εφτά λεπτά μέχρι το Ασπρονήσι, δεκαπέντε μέχρι το Μαυρονήσι. Κι άμα γυρίσει ο καιρός και δεν μπορούμε να γυρίσουμε το βράδυ, έ! ξεμένουμε. Σάμπως έγινε τίποτα;».
Αφελής ερώτηση από κάποιον που έχει μάθει να μετράει το «πολλοί» με εκατομμύρια. Το «πολλοί» είναι μια έννοια ανοιχτή που ο καθείς αντιλαμβάνεται με τα δικά του μέτρα, ανάλογα με τη κλίμακα των πραγμάτων μέσα στα οποία έμαθε να ζει. Οι εφτά άνθρωποι στο νησί του Μανόλη, οι 48 στο απέναντι και οι πεντακόσιοι στο παραπέρα ήταν αρκετοί για να δικαιολογούνε στο μυαλό του αυτό το «πολλοί». Σ’ άλλες περιπτώσεις, το ίδιο γίνεται και με το «μακριά», για να μην πούμε και με το «τόσο».
Τα νησιά αυτά, μπορεί να μην είχανε ανθρώπους είχανε όμως άφθονα ψάρια, αμέτρητα κατσίκια και φυσικά ταβέρνες να τα αξιοποιούν στα κάρβουνα ή στο τηγάνι. Και μουχαμπέτι, πολύ μουχαμπέτι, ειδικά το χειμώνα.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα νταβαντούρια γίνονται εδώ το χειμώνα και πόσος κόσμος μαζεύεται. Η ταβέρνα του Τρύπα στο Ασπρονήσι δεν είναι ποτέ άδεια. Και ποιος δεν ξέρει τον Τρύπα. Όχι μόνο στα μέρη μας, αλλά και σ’ όλο το Αιγαίο, και σ’ όλο τον κόσμο ακόμα», συμπλήρωσε με φανερή αυταρέσκεια. Και το αστείο ήταν, ότι δεν είχε άδικο!
Είχα την τύχη να αντικρίσω τον Τρύπα, μόλις την προηγούμενη μέρα. Το εντελώς αντίθετο του Μανόλη. Αν αυτός έμοιαζε με πρωτόγονο κουρσάρο, ο Τρύπας έμοιαζε με καρικατούρα αμερικάνου τουρίστα σε νησιά του Ειρηνικού. Κοσμοπολίτης, κι ας δεν είχε ποτέ του απομακρυνθεί απ’ την περιοχή. Δεν πειράζει όμως. Έρχονταν και τον εύρισκαν οι άλλοι από μακριά. Στο τέλος τέλος, το ίδιο κάνει. Χαβανέζικο πουκάμισο, βερμούδα, ψαθάκι, αεροδυναμικά γυαλιά ηλίου με κάτασπρο σκελετό και για παπούτσι, φυσικά το πέλμα. Δεν μπόρεσα να ζυγιάσω, έτσι στα γρήγορα που τον είδα, τι σόι μαγνητισμό μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος, για να τραβάει τόσο κόσμο στο λημέρι του. Για να κατεβαίνει, ας πούμε καταχείμωνο ο Παπάζογλου απ’ τη Σαλονίκη, έστω και για μια νύχτα στο Ασπρονήσι, ή για να κινούν άλλοι, λιγότερο διάσημοι από άλλα νησιά, εξ ίσου μακριά. Ίσως να μη θέλει και πολλά. Ένα φιλόξενο στέκι, φάρος θαρρείς καταμεσής στο πέλαγος, ένα δυο όργανα, που υπήρχαν, φρέσκο φαΐ από τα απέραντα θαλασσινά περιβόλια του Αιγαίου, που πάντα υπήρχε, μπόλικες ιστορίες που γλιστρούσαν σα χείμαρρος από τα στόματα, και φυσικά χρόνος, που κι αυτός υπήρχε.
«Θα ‘θελα πολύ να ερχόμουν στο Ασπρονήσι το χειμώνα. Μανόλη, άμα σκοπεύετε να κάνετε κανένα μεγάλο νταβαντούρι να μου στείλεις σήμα ν’ ανέβω».
«Το υπόσχεσαι;»
«Καλά, και το ρωτάς;»
Υ.Γ. Υποσχέσεις! Υποσχέσεις του καλοκαιριού. Πόσες στ’ αλήθεια κράτησα;
Σάμπως κι είχα κάτι άλλο, καλλίτερο να κάνω. Το όνειρο τού να πετάς ολημερίς βότσαλα στην παραλία και να στοχάζεσαι τους κύκλους της ζωής σου δεν κρατάει και πολύ. Ή μάλλον κρατάει τόσο όσο και μερικών μερών διακοπές. Άμα κάτσει και διαρκέσουν περισσότερο, τ’ όνειρο εκφυλίζεται σε εφιάλτη, διότι η μονοτονία κουράζει πιο πολύ, ακόμα κι απ΄ την πιο φρενήρη εναλλαγή. Άσε που γρήγορα πιάνεται και το χέρι από το πέταγμα, έτσι αμάθητο που είναι στο να διαχειρίζεται την αεργία.
Έδωσα ένα σάλτο και μπήκα. Βολεύτηκα πάνω σε μια κουλούρα από χοντρό σκοινί, και ξεκινήσαμε.
Ο Μανόλης ο αυτοαποκαλούμενος και πειρατής, είχε όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του κουρσάρου, εκτός από κάποιες λεπτομέρειες δηλαδή, όπως το άδειο σακί στη θέση του ματιού και το γάντζο στο χέρι, χαρακτηριστικά που όπως όλοι ξέρουμε δεν κληρονομούνται, αλλά κατακτώνται με το ρεσάλτο και τη μάχη. Και δεν θα ήταν δίκαιο να ρίχναμε όλο το φταίξιμο σ’ αυτόν, που τα ‘χε και τα δυο στη θέση τους, κατηγορώντας τον για έλλειψη θάρρους, ηρωισμού και μαχητικότητας, αλλά θα ‘πρεπε να ρίχναμε το ανάθεμα στον έρμο τον πολιτισμό, που είχε βαλθεί να σβήσει απ’ τα νερά μας τους πειρατές, παίρνοντας και τη μαγεία που τους ακολουθούσε. Και σ’ αυτά τα δύσκολα και απόμακρα νερά που πλέαμε τώρα δα με τη βάρκα, ανάμεσα σε ακατοίκητα νησάκια με κρυφά λιμάνια και λαξεμένες σπηλιές, κανένα άλλο σκηνικό, πέρα απ’ το πειρατικό δεν θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα.
Κοντός, λιανός, μαυριδερός, με μάτια σταχτιά που πρόβαλαν αγριωπά πάνω απ’ το σκούρο δέρμα, τόσο σκούρο, που ακόμα και το μαύρο ρούχο που φορούσε φαινόταν πιο φωτεινό. Μαλλιά μακριά, πίσσα κατράμι και δέρμα σε βαθύ κυματισμό. Καλά να ‘ναι τ’ αλάτι και οι αγέρηδες που για σαράντα χρόνια δεν έκαναν κι άλλη δουλειά από το να το σκάβουν. Σίγουρα μάνα αγαρηνή θα τον είχε γεννήσει, ποιος ξέρει σε ποιον απ’ όλους τους βράχους. Γέννημα, θρέμμα του νησιού με τους εφτά κατοίκους, ο Μανόλης. Ποτέ του δεν ξεμάκρυνε, πιο πέρα απ’ όσο τον πήγαινε το μάτι και το ντεπόζιτο της βάρκας.
«Πολύ ερημιά εδώ πέρα, βρε Μανόλη», του είπα, όταν είχαμε βγει απ΄ το λιμάνι και είχαμε πάρει ρότα για το άλλο το μεγάλο το νησί. «Καλά το καλοκαίρι, κόσμος έρχεται, κόσμος πάει, αλλά πόσο κρατάει αυτό το πάρε δώσε; Δυο τρεις μήνες; Μετά; Τι γίνεται με τους άλλους εννιά;»
«Και ποιος σου είπε ότι είναι ερημιά; Τόσος κόσμος μένει εδώ το χειμώνα, και κει απέναντι, και στο νησί που πάμε τώρα. Άμα έχει μπονάτσα βάζουμε πλώρη για όπου τραβάει η καρδιά μας. Εφτά λεπτά μέχρι το Ασπρονήσι, δεκαπέντε μέχρι το Μαυρονήσι. Κι άμα γυρίσει ο καιρός και δεν μπορούμε να γυρίσουμε το βράδυ, έ! ξεμένουμε. Σάμπως έγινε τίποτα;».
Αφελής ερώτηση από κάποιον που έχει μάθει να μετράει το «πολλοί» με εκατομμύρια. Το «πολλοί» είναι μια έννοια ανοιχτή που ο καθείς αντιλαμβάνεται με τα δικά του μέτρα, ανάλογα με τη κλίμακα των πραγμάτων μέσα στα οποία έμαθε να ζει. Οι εφτά άνθρωποι στο νησί του Μανόλη, οι 48 στο απέναντι και οι πεντακόσιοι στο παραπέρα ήταν αρκετοί για να δικαιολογούνε στο μυαλό του αυτό το «πολλοί». Σ’ άλλες περιπτώσεις, το ίδιο γίνεται και με το «μακριά», για να μην πούμε και με το «τόσο».
Τα νησιά αυτά, μπορεί να μην είχανε ανθρώπους είχανε όμως άφθονα ψάρια, αμέτρητα κατσίκια και φυσικά ταβέρνες να τα αξιοποιούν στα κάρβουνα ή στο τηγάνι. Και μουχαμπέτι, πολύ μουχαμπέτι, ειδικά το χειμώνα.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα νταβαντούρια γίνονται εδώ το χειμώνα και πόσος κόσμος μαζεύεται. Η ταβέρνα του Τρύπα στο Ασπρονήσι δεν είναι ποτέ άδεια. Και ποιος δεν ξέρει τον Τρύπα. Όχι μόνο στα μέρη μας, αλλά και σ’ όλο το Αιγαίο, και σ’ όλο τον κόσμο ακόμα», συμπλήρωσε με φανερή αυταρέσκεια. Και το αστείο ήταν, ότι δεν είχε άδικο!
Είχα την τύχη να αντικρίσω τον Τρύπα, μόλις την προηγούμενη μέρα. Το εντελώς αντίθετο του Μανόλη. Αν αυτός έμοιαζε με πρωτόγονο κουρσάρο, ο Τρύπας έμοιαζε με καρικατούρα αμερικάνου τουρίστα σε νησιά του Ειρηνικού. Κοσμοπολίτης, κι ας δεν είχε ποτέ του απομακρυνθεί απ’ την περιοχή. Δεν πειράζει όμως. Έρχονταν και τον εύρισκαν οι άλλοι από μακριά. Στο τέλος τέλος, το ίδιο κάνει. Χαβανέζικο πουκάμισο, βερμούδα, ψαθάκι, αεροδυναμικά γυαλιά ηλίου με κάτασπρο σκελετό και για παπούτσι, φυσικά το πέλμα. Δεν μπόρεσα να ζυγιάσω, έτσι στα γρήγορα που τον είδα, τι σόι μαγνητισμό μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος, για να τραβάει τόσο κόσμο στο λημέρι του. Για να κατεβαίνει, ας πούμε καταχείμωνο ο Παπάζογλου απ’ τη Σαλονίκη, έστω και για μια νύχτα στο Ασπρονήσι, ή για να κινούν άλλοι, λιγότερο διάσημοι από άλλα νησιά, εξ ίσου μακριά. Ίσως να μη θέλει και πολλά. Ένα φιλόξενο στέκι, φάρος θαρρείς καταμεσής στο πέλαγος, ένα δυο όργανα, που υπήρχαν, φρέσκο φαΐ από τα απέραντα θαλασσινά περιβόλια του Αιγαίου, που πάντα υπήρχε, μπόλικες ιστορίες που γλιστρούσαν σα χείμαρρος από τα στόματα, και φυσικά χρόνος, που κι αυτός υπήρχε.
«Θα ‘θελα πολύ να ερχόμουν στο Ασπρονήσι το χειμώνα. Μανόλη, άμα σκοπεύετε να κάνετε κανένα μεγάλο νταβαντούρι να μου στείλεις σήμα ν’ ανέβω».
«Το υπόσχεσαι;»
«Καλά, και το ρωτάς;»
Υ.Γ. Υποσχέσεις! Υποσχέσεις του καλοκαιριού. Πόσες στ’ αλήθεια κράτησα;
Απ' τα άρθρα και στη λογοτεχνία βλέπω. Αμ παπάς, παπάς αμ ζευγάς ζευγάς στο Μαυρονήσι. Νάσαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναρωτιέμαι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ' τα εκατομμύρια που μας περιτριγυρίζουν στην πόλη, μήπως τελικά σχετιζόμαστε με λιγότερους απ' τους 48 + 7 +... που συναναστρέφεται ο Μανόλης;
Πιστεύω κράδαντα πως η πόλη είναι απλά μια ιδέα...
Τελος οι διακοπές cirut;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι λέει ο λαός; Μάθε τέχνη κι άστηνε, κι αν βρεθεις στο Μαυρονήσι πιάστηνε...
Αντε να μαζευομαστε να γραψουμε και τιποτε σοβαρο.
Καλημέρα Darthiir,
ΑπάντησηΔιαγραφήTο καλο με τις πολεις ειναι οτι περιεχουν δυνατοτητες, ασχετο αν δεν αξιοποιούνται απο τους περισσοτερους. Οι δυνατοτητες της πολης ειναι συγκεκριμένης φυσης. Και οι συγκεκριμενοι ερημοτοποι περιεχουν δυνατότητες, μονο που δεν ειναι ορατες απο τους ανθρωπους της πολης. Μπορεις να εισαι μονος και να πληττεις και στις πολεις και στις ερημιες. Το προβλημα ειναι εσωτερικο τελικά.
Ολα ειναι μια ιδεα...Στις πολεις οι περισσοτεροι συσχετιζομαστε με πολυ λιγοτερους μαλλον απο τους 48 +7 του...πειρατη Μανολη. Οσο για τους...Βορειους σε πληροφορω οτι και τα καλοκαιρια και τους χειμωνες ξερουν πολυ καλα τι θα πει μοναξια....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμένα μου φαίνονται λίγοι οι 48 ακόμα και αν προσθέσεις τους 7 του διπλανού νησιού. Μέχρι και ο Λεωνίδας είχε 300.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγοι...Λονδίνο και πάλι Λονδίνο!
48 άνθρωποι είναι πολλοί αν μένουν π.χ. όλοι σε μια πολυκατοικία. Αν μένουν αντίθετα σε ένα μικρό νησάκι μεγέθους τουλάχιστον το 1/3 της Αντίπαρου είναι ότι πρέπει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα μην σου πω ότι και πάλι πολλοί είναι αν σκεφτεί κανείς ότι θα μπορούσαν π.χ. να καλλιεργούν άνετα τη γη και κάποιες χρονιές να έχουν την πολυτέλεια να αφήνουν τα χωράφια να ξεκουράζονται κτλ, κτλ.
Θα μπορούσαν βέβαια κάποιοι να ασχολούνται και με τον τουρισμό ενώ κάποιοι άλλοι με το ψάρεμα.
Ωραία ήρεμη ζωή παρόλες τις δυσκολίες της.
Φανταστείτε βέβαια σε ένα τέτοιο νησάκι να υπήρχαν 1-2 άτομα που θα τους άνηκαν όλα και οι υπόλοιποι να ήταν υπάλληλοί τους.
Με τρώει μια απορία. Είναι και αυτά τα νησιά για πούλημα; Και αν πουληθούν θα πουληθούν μαζί με το Μανώλη, τον Τρύπα, τους 48… Έχουν αυτοί κάποια αξία για τους μεσίτες και τους αγοραστές ή θα πάνε στη θάλασσα παρέα με τα ψάρια;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά έκανες αι έγραψες γιατί του χρόνου κανείς δεν ξέρει τι γίνεται. Εδώ τη χώρα θα πουλήσουν….
Καλημέρα @Elva,
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτο που μου ειχε κανει εντυπωση ειναι οτι οι επισκεπτες των νησιων αυτων και τον χειμωνα ειναι πολλοι. Και οτι υπάρχουν κοσμοι που εχουν τη δικη τους ζωη, την οποια εμεις στις μεγαλουπολεις αδυνατουμε να αντιληφθούμε. Και η δικη τους η ζωη εχει ποικιλια και πλουτο.
Η μοναξια των βορειων που αναφερεις ειναι εσωτερικη ή εξωτερική; Μάλλον το πρωτο θα εννοεις.
γεια σου NdN,
ΑπάντησηΔιαγραφήοπως το αντιλαμβανομαι, ολα ειναι θεμα σε τι κλιμακα ειναι προγραμματισμενο να δουλευει το μυαλο μας. Και για να θυμηθούμε τους power laws, απ' ότι φαινεται ολες οι κλιμακες ειναι ίδιες. Καποιοι που ειναι προγραμματισμενοι σε μεγαλες κλιμακες μπορει να νοιωθουν τα ιδια πραγματα με οσους ειναι προγραμματισμενοι να ζουν σε μικρες κλιμακες πληθυσμων.
Καλημέρα Rider,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιστευω αυτα που εγραφα μολις πριν στον NdN. Καθε μικροκοινωνια μπορει να ειναι πληρης και αυταρκης, οπως και μια μικροκοινωνια ενσωματωμενη σε μια μεγαλυτερη κοινωνια. Αν σκεφτουμε οτι αυτες οι μικροκοινωνιες των πολεων δεν πολυεπικοινωνουν μεταξυ τους.
Οι 48 της πολυκατοικιας δεν μπορουν να εχουν την πληροτητα που εχουν τα ιδια ατομα σε μεγαλυτερο χωρο λογω ελλειψης πόρων να αναπτυχθουν και να συντηρηθουν.
Για να ερθουμε στα συγκεκριμενα νησακια δεν τους λειπουν ουτε οι δουλειες, ουτε τα χρηματα, ουτε και οι επισκεπτες ουτε και τα γλεντια.
Διατηρω παντως την επιφυλαξη να μην ευσταθουν και πολυ αυτα που φανταζομαι γιατι δεν εχω την αναλογη εμπειρια εκ των εσω.
Στεργιο, απ' οτι τουε εκοψα, κανενας απο τους προαναφερθεντες δεν ειναι για πουλημα. Πολύ ατιθασοι ανθρωποι. Ας τολμησουν!
ΑπάντησηΔιαγραφήKαλημερα @cynical
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν αμφισβητω καθολου οτι υπάρχουν κοσμοι που εχουν τη δικη τους ζωη. Οσο για εμας, στις 'μεγαλουπολεις',
δεν νομιζω να εχουμε ολοι καταλαβει
οτι 'ολα ειναι σχετικα'. Η ζωη για εμενα εχει περισσοτερη ποικιλια και πλουτο,εκτος των μεγαλουπολεων.
Η μοναξια των βορειων, που με ρωτας, ειναι και εσωτερικη και εξωτερική...Στην Ελλαδα πολλα παρομοια προβληματα καλυπτονται απο την συχνοτερη επαφη με την οικογενεια/συγγενεις, κατι που, ομως, δεν ισχυει σε τοσο μεγαλο βαθμο σε μερικες χωρες του εξωτερικου...
Αστα Elva,
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν πρεπει επισης να ξεχναμε οτι η στενη επαφη με την οικογενεια δημιουργει και αυτη προβλήματα...
Όντως, κάθε μικροκοινωνία μπορεί να είναι αυτάρκης σε πολύ υψηλό βαθμό, αρκεί να "αναπτυχθεί" με αυτό τον τρόπο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν έχει ανάπτυξη τύπου πολυκατοικίας, βιώσιμη δεν τη λες πάντως...
Γεια σου Darthiir,
ΑπάντησηΔιαγραφήπιστευω οτι τα μελη μιας μικροκοινωνιας αναγκαστικα θα εχουν σχεσεις μεταξυ τους. Δεν γινεται αλλιως. Και θα εχουν και δικτυα αλληλοβοηθειας, διοτι πρεπει να επιβιωσουν.