Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Υπάρχει συσχέτιση Εκπαίδευσης και Οικονομικής Ανάπτυξης;


Τα βασικά ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την ποιότητα του ελληνικού πανεπιστημίου είναι κατά τη γνώμη μου τα εξής:


α) Με ποια κριτήρια προκύπτει ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο χωλαίνει;

β) Έχουν ιεραρχηθεί τα κριτήρια αυτά ως προς το βαθμό συμβολής τους στη διαμόρφωση της τελικής ετυμηγορίας;

γ) Σε τι στοχεύει η μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Τι θέλει να πετύχει, και το οποίο με τις παρούσες δομές δεν μπορεί να επιτευχθεί;


Η βασική ιδέα που θέλησα να υποστηρίξω σε προηγούμενο κείμενο με τίτλο «Είναι τα πτυχία χωρίς αντίκρισμα;» είναι ότι το σπουδαιότερο κριτήριο που τίθεται από την κυρίαρχη νέο-φιλελεύθερη προσέγγιση είναι αυτό της οικονομικής ανταποδοτικότητας των πτυχίων, και ειδικότερα η ικανοποίηση της αγοράς εργασίας από την ποιότητα των γνώσεων και των επαγγελματικών δεξιοτήτων των αποφοίτων.


Είχαμε δει, τόσο δια στόματος Eurostat όσο και ΙΟΒΕ, ότι η κύρια αιτία της παρατηρούμενης αναντιστοιχίας είναι η οπισθοδρομική παραγωγική δομή της χώρας. Αν για παράδειγμα, τα ελληνικά πανεπιστήμια μπορούσαν, (που ως ένα βαθμό μπορούν), να εκπαιδεύουν βιολόγους στις τελευταίες εξελίξεις της βιοτεχνολογίας και μηχανικούς στις τελευταίες μεθόδους της νανοτεχνολογίας, πόσους από αυτούς θα μπορούσε να απορροφήσει η αγορά; Και να το θέσω αλλιώς, πόσο θα μπορούσε ο στρατός αυτός του άριστα εκπαιδευμένου δυναμικού να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη ανάλογων μονάδων και επιχειρήσεων, άρα και στην οικονομική ανάκαμψη; Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν τέτοιες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει το κατάλληλο προσωπικό να τις στελεχώσει; Μάλλον όχι! Άλλοι είναι, κατά τη γνώμη μου, οι παράγοντες, και αυτοί έχουν να κάνουν με το επιχειρηματικό δυναμικό και προσανατολισμό των επιχειρήσεων, και όχι με το γνωστικό. Κατά συνέπεια, τι είδους σύνδεση επιδιώκει να κάνει το ΥΠΕΠΘ;


Ας δούμε τώρα, σε σχέση με τα προηγούμενα, πόσο μπορεί η καλύτερη εκπαίδευση από μόνη της να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Προς τούτο θα προσφύγω στο μακροσκελές άρθρο «Education: its not for the economy, stupid!», του Phil Mullan, το οποίο και σε γενικές γραμμές θα προσπαθήσω να μεταφέρω.


Το άρθρο, ξεκινάει με μια γενική παρατήρηση ότι την τελευταία δεκαετία στη Βρετανία υπήρχε διάχυτη η άποψη, εν είδη μάλιστα άκριτης πίστης, ότι οι ανεπάρκειες στην παραγωγικότητα και την οικονομική μεγέθυνση οφείλονται εν πολλοίς, όχι στην ανεπάρκεια των παραγωγικών επενδύσεων, αλλά στο έλλειμμα γνώσεων και εργασιακών δεξιοτήτων, και τούτο, παρά το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συσσωρευτεί παρέπεμπαν στο ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην επέκταση της εκπαίδευσης και την άνοδο της παραγωγικότητας ή του πλούτου.


Μερικά Παραδείγματα

Η οικονομική επιβράδυνση από το 1973 και μετά που παρατηρήθηκε παγκοσμίως συνέπεσε με την τάση διοχέτευσης όλο και περισσότερων πόρων για εκπαιδευτικούς σκοπούς.


Μπορεί η Κορέα να επένδυσε στην εκπαίδευση και να έδρεψε οικονομικούς καρπούς αργότερα, αλλά το ίδιο έκανε και η Αίγυπτος. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να κατέβει ακόμα ένα σκαλί στη σκάλα των οικονομικών δεικτών.


Το Hong Kong είδε μεγάλη ανάπτυξη στα μέρη του, χωρίς όμως να έχει επενδύσει στον εκπαιδευτικό τομέα. Η επέκταση του τομέα αυτού επήλθε μόνο αφού είχε ήδη ανέβη το βιοτικό επίπεδο, το οποίο και επέτρεψε στους γονείς ν’ ασχοληθούν περισσότερο επισταμένα με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των βλαστών τους.


Πέρα από τις συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις, στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή δεν υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην εκπαίδευση και την παραγωγικότητα, κατέληξε και μια έκθεση της παγκόσμιας τράπεζας με τίτλο «Where has all the education gone?». Σύμφωνα με αυτή, στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ η συμμετοχή και ο χρόνος παραμονής στα θρανία δεν ήταν διαφορετικός απ’ ότι στην Αμερική. Παρά ταύτα, το κατά κεφαλήν εισόδημα στη δεύτερη ήταν εννεαπλάσιο της πρώτης.


Συγκρίνοντας την Αμερική με τη Βρετανία κατά την περίοδο 1995-1999, ενώ η Βρετανία κέρδιζε σε επιτεύγματα στον χώρο της παιδείας, εν τούτοις η παραγωγικότητά της σε σχέση με αυτή της Αμερικής κατά την ίδια περίοδο έπεφτε.


Ως τελευταίο παράδειγμα θα αναφέρω αυτό της Ελβετίας, η οποία παρ’ ότι είναι σχεδόν η πλουσιότερη χώρα, έχει να επιδείξει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες σε ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημίων. Και ο κατάλογος, για όσους ενδιαφέρονται συνεχίζεται μακρύς…


Παρά το γεγονός ότι, συνεχίζει ο Phil Mullan, η επένδυση του αναπτυγμένου κόσμου στην παιδεία μετά το 1960 συνέπεσε με οικονομική άνοδο, εν τούτοις η συσχέτιση αυτή δεν συνιστά απαραίτητα και αιτιότητα. Το πιο πιθανό είναι ότι η οικονομική ευμάρεια συνέβαλε ώστε οι εν λόγω χώρες να αφιερώσουν περισσότερους πόρους σε κοινωνικούς σκοπούς, όπως υγεία και παιδεία. Στην κλασσική οικονομική αργκό, η εκπαίδευση είναι περισσότερο ένα καταναλωτικό αγαθό, παρά ένα επενδυτικό προϊόν.


Προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις πηγές της λανθασμένης αυτής συσχέτισης ανάμεσα στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη, ο συγγραφέας καταφεύγει στις νεόκοπες Θεωρίες Ανάπτυξης ( New Growth Theories), οι οποίες ήρθαν στο προσκήνιο στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και ειδικά αυτές των Paul Romer και Robert Lucas, οι οποίες με τη σειρά τους όφειλαν πολλές από τις αρχές τους στις θεωρίες Ανθρώπινων Πόρων (Human Capital Theories), του Theodor Schultz, (1963), κεντρικό σημείο των οποίων ήταν η διερεύνηση της επίμαχης σχέσης.


Λογικά σφάλματα των θεωριών

Στην πραγματικότητα αυτό που οι εν λόγω θεωρίες επεδίωκαν ήταν να ποσοτικοποιήσουν τους διάφορους παράγοντες οι οποίοι θεωρούσαν ότι εμπλέκονταν στην αύξηση της παραγωγικότητας. Αρχικά περιέλαβαν στο μοντέλο τους φυσικά δεδομένα όπως φυσικό κεφάλαιο και εργασία, τα οποία όμως αθροιζόμενα δεν απέδιδαν την παρατηρούμενη παραγωγικότητα. Έτσι, οι μετέπειτα θεωρίες, στην προσπάθειά τους να βελτιωθούν συμπεριέλαβαν και άλλες ποσότητες όπως «τεχνολογική πρόοδο», παράγοντες της νέας οικονομίας, όπως πληροφορική, και φυσικά το αγαπημένο «παιδί» της Θεωρίας Ανθρωπίνων Πόρων, την εκπαίδευση.


Το λογικό όμως σφάλμα των θεωριών αυτών είναι ότι η Ανάπτυξη δεν είναι ένα αριθμητικό μέγεθος το οποίο μπορεί ν’ αναλυθεί σε συστατικά στοιχεία, αλλά μια διαδικασία η οποία ναι μεν εξαρτάται από την τεχνολογική πρόοδο, και τις εργασιακές δεξιότητες δεν μπορεί όμως να διαχωριστεί από την εργασία και το κεφάλαιο πάγιων επενδύσεων. Το αποτέλεσμα είναι να υποτιμώνται τα δεύτερα, δηλαδή οι επενδύσεις και να υπερτιμώνται τα πρώτα, δηλαδή η εκπαίδευση. Αυξανόμενες επαγγελματικές δεξιότητες γίνονται οικονομικά άχρηστες στην απουσία ανάλογων επενδύσεων για να τις εκμεταλλευτούν.


Ο λόγος που η «Θεωρία Ανθρωπίνων Πόρων» παραμένει δημοφιλής είναι επειδή φαίνεται να λειτουργεί σε ατομικό επίπεδο, με την έννοια ότι οι περισσότερο μορφωμένοι τυγχάνουν και καλύτερων απολαβών. Αλλά ξανά, η συσχέτιση ανάμεσα σε δυο μεταβλητές, (εκπαίδευση και ατομικό εισόδημα), δεν συνιστά και αιτιότητα, μιας και το εισόδημα μπορεί να οφείλεται σε ατομικά χαρακτηριστικά και σε ιδιαίτερα κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα. Αν και τα χρόνια εκπαίδευσης δεν έχουν άμεση επίδραση στην παραγωγικότητα, εν τούτοις αποτελούν οδηγό προσόντων για τους εργοδότες για καλύτερο κοσκίνισμα των αιτήσεων, και ως ενδείξεις για τις φιλοδοξίες, τη διαθεσιμότητα, τα κίνητρα, την αυτοδυναμία και την ικανότητα για σκληρή δουλειά των αιτούντων. Αυτό εξηγεί εν μέρει και την εμμονή της αγοράς στα πτυχία και σε κάθε είδους επίσημα αποδεικτικά στοιχεία.


Μερικές βιβλιογραφικές αναφορές:

(1) Growth effects of education and social capital in the OECD countries, by Jonathan Temple, Economic Department Working Paper 263, OECD, October 2000; Does human capital matter for growth in OECD countries?, by Andrea Bassanini and Stefano Scarpetta, Economics Department Working Paper 282, OECD, January 2001

(2) Does Education Matter? Myths about Education and Economic Growth, by Alison Wolf, Penguin, 2002
(3) Where has all the education gone?, by Lant Pritchett, World Bank Country Economic Department, Paper 1581, 1996
(4) The Elusive Quest for Growth, William Easterly, MIT, 2002, p. 74

9 σχόλια:

  1. Cynical καλησπέρα. Συμφωνώ σε γενικές γραμμές με τα δύο σου ποστ.

    Θέλω όμως να πω δύο πράγματα ενισχύοντας αυτά που λες αλλά και διευρύνοντάς τα:

    1) Το θέμα της εργασίας που πιάνεις θεωρείται σήμερα περισσότερο θέμα κουλτούρας και όχι τυπικής εκπαίδευσης αυτής καθεαυτής που προσφέρει γνώσεις.

    Να σου δώσω ένα παράδειγμα:

    Οι μεγάλες εταιρείες αν συναντήσουν έναν υποψήφιοι με μάστερ από ελληνικά πανεπιστήμια αλλά και γονείς δημοσίους υπαλλήλους συχνά τείνουν να τον απορρίπτουν γιατί θεωρούν ότι είχε κακές επιρροές επειδή οι γονείς του ήταν δημόσιοι υπάλληλοι....

    Από τον εταιρικό κόσμο αυτές οι επιρροές θεωρούνται κάτι σαν χολέρα.

    Και δεν είναι θέμα αν αυτό είναι κακό ή καλό (προφανώς είναι κακό και λάθος), είναι όμως η πραγματικότητα.

    Και οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ξέρουν αυτές τις πραγματικότητες γιατί έχουν ζήσει σε γυάλα. Οι ίδιοι δεν φταίνε σε τίποτα, απλά ο κόσμος γύρω τους άλλαξε και έγινε πολύ χάλια.

    Οι εταιρείες κατ' επέκταση δεν θέλουν τα πανεπιστήμια να προετοιμάζουν επιστήμονες και πολίτες αλλά υπαλλήλους-στελέχη. Γι' αυτό τα τελευταία 10 χρόνια προτιμάνε συχνά τα άτομα χωρίς πολλές σπουδές και εμπειρίες (λευκό χαρτί) ώστε να τους μεταδώσουν την κουλτούρα που θέλουν.

    Συνεπώς συμφωνώ απόλυτα στο θέμα αυτό.

    2)Οι περιπτώσεις κακοδιοίκησης των ελληνικών ΑΕΙ πιστεύω ότι είναι πολύ περισσότερες ακόμη και από όσο λένε οι δημοσιογράφοι. Κατά τη γνώμη κατά +80% τα ελληνικά ΑΕΙ είναι κλίκες σε όλα τα επίπεδα και για όλα τα θέματα πέρα από κάθε διαδικασία.

    Τις αδικίες που συμβαίνουν νομίζω ότι θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε σε αυτόνομη ηθική βάση και όχι στη βάση κάποιου πιθανού οφέλους.

    Είναι θέμα αρχής απέναντι στο ηθικά σωστό και στην υπεράσπιση αδύναμων και φτωχών που τους εκμεταλλεύονται τα καθηγητικά κατεστημένα ή ακόμη δεν έχουν ελπίδες προόδου αν δεν μπουν σε αυτά τα κατεστημένα.

    Η αυθαιρεσία από όποια πλευρά και αν έρχεται θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτα καταδικαστέα.

    Και μην ξεχνάμε ότι το καθηγητικό κατεστημένο είναι μια μορφή εξουσίας και πολύ αυξημένης επιρροής. Αυτή η πραγματικότητα απαιτεί κοινωνικό έλεγχο από τους από κάτω.

    Και τέλος δεν καταλαβαίνω γιατί το καθηγητικό κατεστημένο έχει ταυτιστεί με την αριστερά. Καμία σχέση, ίσως μόνο στα λόγια ορισμένων και ίσως μόνο σε λίγες περιπτώσεις που είναι οι πιο καλές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το ζήτημα είναι όλες αυτές οι μεταβλητές δε λαμβάνουν υπόψη το λεγόμενο ανθρώπινο/κοινωνικό κεφάλαιο. Τα αίτια δηλαδή που οδηγούν σε υψηλή μόρφωση και σχετίζονται μόνο έμμεσα με την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας προέλευσης. Ένα κεφάλαιο όμως που σε συνδυασμό με τη μόρφωση οδηγεί -ως επιτυχημένη επένδυση- στη μεγιστοποίηση του όταν επεκτείνεται αυξητικά σε ολόκληρη κοινωνία.

    Η ίδια η παραγωγή φαίνεται να συνδέεται μόνο έμμεσα με τη μόρφωση. Συνδέεται άμεσα μόνο σε επίπεδο ευρεσιτεχνιών ή νέων τεχνολογιών, αλλά όχι σε επίπεδο εθνικής παραγωγής.

    Θα διαφωνήσω, Greek Rider, για το ρόλο των επιστημόνων-υπαλλήλων. Οι εταιρείες ούτως ή άλλως τους έχουν ως υπαλλήλους. Αυτό που έχουν ανάγκη είναι η αύξηση της αποδοτικότητας με τις λιγότερες δυνατές επενδύσεις. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε στη φάση του μετανεωτερισμού όπου η εφεύρεση ακυρώνεται και πλέον έχει εξελιχθεί σε βελτίωση του προϊόντος. Νέα προϊόντα είναι δύσκολα στην παρούσα φάση της κρίσης να προωθηθούν κι έτσι προτιμούν ένα επιστημονικό δυναμικό που βοηθήσει στη συντήρηση της αγοράς μόνο μέσω της ελαφράς βελτίωσης του αγαθού. Αυτό αποδεικνύεται ποσοτικά με έναν έλεγχο πόσων νέων εφευρέσεων έχουμε την τελευταία 10ετία και πόσες απλά βελτιώσεις υπαρχόντων προίόντων.

    Και τούτο ισχύει επειδή είναι πολύ λίγες οι εταιρείες που επενδύουν στην εφεύρεση νέων ειδών (πχ το web 3 είναι ακόμα σε επίπεδο σχεδίων επί χάρτου, το ηλιακό αυτοκίνητο ούτε καν σε χαρτί μοιάζει χαρτογραφημένο, το γονιδίωμα ακόμα μένει απλά χαρτογραφημένο) παρά τις όποιες εντυπωσιακές ανακαλύψεις κλπ.

    Μετανεωτερισμός στον ΚΑ΄ αιώνα σημαίνει συντήρηση και βελτίωση. Όχι ανακάλυψη και εφεύρεση όπως στα τέλη του Κ΄ αιώνα. Φτάσαμε σε ένα καταναλωτικό κορεσμό (προς το παρόν τουλάχιστον) και οι επσιτήμονες πρέπει να επιτελούν άλλες ανάγκες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ηθικο διδαγμα?

    εφοσον δεν υπαρχει συσχετιση παραγωγικοτητας με την πανεπιστημιακη παιδεια τοτε το κρατος δε χρειαζεται να πληρωνει για παιδεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης
    (1)

    Έχεις ξαναπεί ότι «Η παιδεία δεν είναι οικονομία, ούτε πρέπει να συνδέεται με την οικονομία. Παιδεία είναι η απροϋπόθετη εξερεύνηση του κόσμου της γνώσης…»

    Είχα σχολιάσει ότι το παραπάνω απόσπασμα, πολεμώντας τη καπιταλιστική μονομέρεια της παιδείας, κινδυνεύει να μετατρέψει τη παιδεία σε σακί χωρίς αιτία, περιεχόμενο και σκοπό. Τόνισα μάλιστα ότι η παιδεία όχι μόνο συνδέεται με την οικονομία αλλά η οικονομία είναι προϋπόθεση και κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της παιδείας.

    Εξακολουθώ να λέω ότι υπάρχει αιτιακή σχέση εκπαίδευσης και οικονομικής ανάπτυξης αλλά ανάποδη από αυτή που υποστηρίζουν κάποιοι επαΐοντες του καπιταλισμού και ιδίως των πολυεθνικών που κατέστρωσαν τη «Μπολόνια»., τη «Πράγα» κλπ. Η παραγωγή είναι αυτή που απαιτεί ανώτερη γνωστική ικανότητα (της συνολικής και όχι μεμονωμένης) λειτουργίας των συνεχώς αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων. Οι επενδύσεις στη παραγωγή έλκουν τις επενδύσεις στη παιδεία όχι το αντίθετο.

    Ο λόγος που η «Θεωρία Ανθρωπίνων Πόρων» παραμένει δημοφιλής στον καπιταλισμό δεν είναι τόσο αθώος όσο λες. Είναι μάλλον το αντίθετο από αυτό που λες. Αποτελεί εργαλείο συνεχούς υποβάθμισης της αξίας της εργατικής δύναμης (μείωσης μισθών) για αύξηση της εκμετάλλευσης και παράλληλα ιδεολογικής ενοχής των εργαζομένων για κάθε κρίση του συστήματος, για κάθε καθυστέρηση στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό χωρών, περιοχών και επιχειρήσεων και για κάθε κακό της κοινωνίας.

    Αντί να γίνει συζήτηση για το πρώτο κινούν της ανάπτυξης που είναι οι επενδύσεις και οι παραγωγικές σχέσεις που κυριαρχούν, γίνεται συζήτηση για την εκπαιδευτική και επαγγελματική «υστέρηση» των εργαζομένων. Σε αυτό περιλαμβάνω και το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων, δηλαδή ξέρει καλά η Διαμαντοπούλου τι εστί καπιταλιστική μεταρρύθμιση στη παιδεία και τι κριτήρια «ανάπτυξης» και «αξιολόγησης» θέλει.

    Αυτοί οι όροι «ανάπτυξη» και «αξιολόγηση» έχουν σαφή ταξικό περιεχόμενο και αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουν όσοι ξιφομαχούν υπέρ της γενικής θέσης για αξιολόγηση που είναι σωστή θέση και θέλουν να την εφαρμόσουν με την ειδική έννοια της καπιταλιστικής απόδοσης κέρδους στην επιχείρηση. Με αυτή την έννοια φυσικά δεν μπορεί η εκπαίδευση να έχει σχέση με την ανάπτυξη. Αν είχε δεν θα αξιολογούσαν τους επιστήμονες που προσλαμβάνουν άξεστοι και πολλές φορές αγράμματοι επιχειρηματίες με κριτήριο το κέρδος τους αλλά οι επιστήμονες θα αξιολογούσαν τους επιχειρηματίες με κριτήριο την κοινωνική απόδοση και θα επέλεγαν αυτούς που ήταν πιο ικανοί. Το είδατε πουθενά; Βλέπεις δεν καθορίζει η παιδεία την επένδυση αλλά η επένδυση τη «παιδεία»!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης
    (2)

    Τέλος πάντων η πραγματική αιτιακή σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης που είναι αναμφίβολα υπαρκτή και αλληλοκαθοριζόμενη με πρώτο κινούν την οικονομία, στα πλαίσια των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων στρεβλώνεται τόσο ώστε να φαίνεται ότι η εκπαίδευση καθορίζει την οικονομία ενώ στη πράξη οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζουν στην ουσία την εκπαίδευση και το επίπεδό της. Το μόνο που αποκλείεται είναι να μη έχουν αιτιακή σχέση. Η οικονομία ανήκει στη βάση και η παιδεία στο εποικοδόμημα. Όση αντεπιδραστική αλληλεπίδραση και αν έχουν, το εποικοδόμημα δεν καθορίζει τη βάση.

    Έχοντας γράψει πολλά άρθρα για την επαγγελματική κατάρτιση και παρακολουθήσει πολλά διεθνή συνέδρια, αποκόμισα μια κάποια γενικευμένη γνώση για τη σχέση εκπαίδευσης και οικονομίας. Αναφέρω μόνο κάποια αποσπάσματα από άρθρα που γράφτηκαν σε ανύποπτους καιρούς ακόμη και πριν 20 χρόνια για την επαγγελματική κατάρτιση.

    «Είναι διαπιστωμένο από κάθε πλευρά ότι το πρώτο και μεγαλύτερο κεφάλαιο κάθε οικονομίας είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Η εκπαίδευση του, η κατάρτιση και η αναβάθμιση του είναι πάντα ο πρώτος όρος κάθε ανάπτυξης». Πραγματικά το κυριότερο κεφάλαιο κάθε κοινωνίας είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Μόνο που το εκπαιδευτικό επίπεδό του καθορίζεται, δεν καθορίζει. Έχει σημασία ποια οικονομία την στηρίζει, κάτω από ποιες παραγωγικές σχέσεις αξιοποιείται και με τι μέσα παραγωγής. Η γνώση (παιδεία) από μόνη θα ήταν γράμμα κενό.

    «Η διαρκής συσσώρευση νέων και πολύπλοκων μέσων παραγωγής προβάλλει διαρκώς την ανάγκη συσσώρευσης νέων και σύγχρονων γνώσεων από το ανθρώπινο δυναμικό που τα χειρίζεται. Η ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας απαιτεί σε κάθε νέα επένδυση κεφαλαίου να αντιστοιχεί μια ανάλογη επένδυση στο επίπεδο των ανθρώπινων γνώσεων των ικανοτήτων. Σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική φάση της κοινωνικής παραγωγής η συνένωση των ανθρώπινων ικανοτήτων για εργασία με τα μέσα της παραγωγής είναι τόσο πιο αποτελεσματική όσο πιο πολύ αντιστοιχούν το ένα στο άλλο, φυσικά, σε συνάρτηση με τις παραγωγικές σχέσεις που μπορούν να ανεβάσουν ή να υποβαθμίσουν αυτή τη συνένωση. Ουσιαστικά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ανάπτυξη της παραγωγής συναρτάται άμεσα από την ανάπτυξη των ικανοτήτων της πιο βασικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας, δηλ. του εργατικού δυναμικού».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Η σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης
    (3)

    «Σε όλους βέβαια είναι γνωστό ότι οι τεχνικές αλλαγές στα μέσα της παραγωγής προηγούνται της αντίστοιχης γνώσης στο ανθρώπινο δυναμικό. Ανάμεσα στην νέα τεχνολογία και τη νέα γνώση του εργατικού δυναμικού εκείνο που συνεχώς προηγείται είναι οι αλλαγές στην τεχνολογία. Έτσι εκ των πραγμάτων τα συστήματα κατάρτισης έπονται των τεχνολογικών αλλαγών και κάθε κράτος, κάθε επιχείρηση κρίνεται από την ταχύτητα προσαρμογής και την πλατύτητα της διάδοσης των νέων γνώσεων».
    **
    «Η παραγωγή επιστημονικών επιτευγμάτων και γνώσεων που εισέρχονται στη παραγωγή έχει επιταχυνθεί θεαματικά για πάρα πολλούς λόγους με την επιστημονικοτεχνική επανάσταση. Όπως σε κάθε τέτοια περίοδο οι γνώσεις και δεξιότητες της εργατικής δύναμης ακολουθούν πάντα και δεν προπορεύονται των νέων τεχνολογιών στη παραγωγή. Η σύγχρονη Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, αυτή την αντίθεση καλείται να λύσει για λογαριασμό βέβαια όχι των εργαζομένων αλλά της «παραγωγής» δηλαδή των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.

    Το σύστημα των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων είναι πάντα ένας περιοριστικός παράγοντας των προσανατολισμών και των δυνατοτήτων της ΕΕΚ να λύνει τις προαναφερόμενες αντιθέσεις. Στη τρέχουσα πραγματικότητα λαμβάνουμε ως δεδομένες τις υπάρχουσες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και οικοδομούμε λύσεις στο πλαίσιο αυτό χωρίς να αναιρούμε τη γνώση για τους περιορισμούς ή την ανάγκη αλλαγής τους. Αυτοί οι περιορισμοί θα εμφανίζονται πάντα σε κρίσιμα σημεία σαν άγνωστος «Χ» για όσους αγνοούν τη αρνητική δύναμη και τα περιορισμένα όρια των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και την αδυναμία τους να λύσουν στη βάση τέτοια προβλήματα.

    Η πίεση που ασκεί η μαζική εισαγωγή νέων τεχνολογιών και γνώσεων στη παραγωγή γίνεται δια μέσου της απαξίωσης των επενδύσεων. Αν τα νέα μέσα δεν συναντηθούν αποδοτικά με την εργατική δύναμη (άριστη απόδοση) τότε η επένδυση θα απαξιωθεί γρήγορα και ο κεφαλαιούχος θα βγει εκτός ανταγωνισμού. Αυτό τον κάνει να πιέζει ασφυκτικά για παραγωγή εργατικού δυναμικού απολύτως έτοιμο να αξιοποιήσει το κεφάλαιό του και έτσι απαιτεί ακόμη και τη περικοπή γενικών (ακαδημαϊκών και επιστημονικών) γνώσεων από τους εργαζομένους χάρη των δικών του τεχνικών επαγγελματικών γνώσεων (νέες κατευθύνσεις ΟΟΣΑ, ΟΥΝΕΣΚΟ, ΕΕ κλπ).

    Τα παραπάνω σημαίνουν ότι και οι εργασιακές γνώσεις απαξιώνονται ταχύτατα και έτσι ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε δια βίου μάθηση. Η μικρή ζωή των νέων επενδύσεων προσδιορίζει μικρή ζωή και για κάθε νέα γνώση του εργαζόμενου».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Η σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης
    (4)

    Για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση για τη σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης, μιλάμε για μια διαλεκτική σχέση αντεπίδρασης και αλληλεπίδρασης και όχι για μια γραμμική (ευθεία) αιτιακή (ντετερμινιστική) σχέση. Εκπαίδευση και οικονομία έχουν τη σχετική αυτοτέλεια μεταξύ τους. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί την αιτιακή σχέση όπως ο αθλητισμός και η υγεία είναι δυο αυτοτελή επίπεδα αλλά καθόλου μη αιτιακά έστω και αν δεν επιβεβαιώνονται πάντα γραμμικά. Το ίδιο και στην οικονομία δεν επιβεβαιώνεται η σχέση γραμμικά αλλά διαλεκτικά.

    Διαλεκτικά στον μαρξισμό σημαίνει ότι ο (συλλογικός) άνθρωπος με περισσότερες και καλύτερες γνώσεις (παιδεία με την ευρεία έννοια) επιτυγχάνει καλύτερο επίπεδο οικονομίας και παραγωγής. Αυτό το βλέπουμε σε συγκρίσεις ανά αιώνα τα τελευταία 1.000 χρόνια, ανά 500 χρόνια προηγούμενα και ανά 5-10.000 χρόνια πιο παλιά.

    Φυσικά οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που μπορούν καλυτέρα ή χειρότερα να αξιοποιήσουν ένα επίπεδο παιδείας που μπορεί να παράσχει η ίδια οικονομική δυνατότητα μιας κοινωνίας. Τον ατμό, τον ηλεκτρισμό, το πετρέλαιο κλπ δεν τον αξιοποίησαν οι αρχαίοι όχι λόγο μικρής γνώσης αλλά λόγω παραγωγικώς σχέσεων δουλείας που έκαναν πιο φθηνό τον δούλο από το εργαλείο.

    Όταν ο καπιταλισμός διαπίστωσε ότι ο «ελεύθερος» εργάτης είναι πιο ακριβός από τη μηχανή, έβαλε (ζήτησε με οικονομικούς όρους από) την επιστήμη να λύσει με χιλιάδες νέες εφευρέσεις τη χρήση του ατμού, της μηχανής, του τροχού, του ηλεκτρισμού, του πετρελαίου κλπ. Παράλληλα «ζήτησε» από την παιδεία ανθρώπους ικανούς (γενίκευση της εκπαίδευσης) να λειτουργούν τα νέα μέσα γιατί η πρακτική διδασκαλία δεν επαρκούσε για τη μετάδοση των νέων πολύπλοκων και επιστημονικών γνώσεων. Δεν είναι άσχετη η γενίκευση της οργανωμένης σε σχολεία παιδείας απο την οικονομική ανάπτυξη.

    Πιο πριν, στη φεουδαρχία, η άρχουσα τάξη με παραγωγικές σχέσεις που βασίζονταν στη γη αρνούνταν να χρηματοδοτήσει τη γενική παιδεία γιατί όχι μόνο δεν την είχε ανάγκη αλλά τη θεωρούσε επικίνδυνη. Γι αυτό ανέθεσε τη παιδεία στα ιερατεία των θρησκειών.
    Στην αυριανή κοινωνία που θα καταργηθούν οι διασπασμένες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και θα επικρατήσει η σχεδιοποιημένη οικονομία, η οικονομία για να λειτουργήσει τις ανώτερες παραγωγικές σχέσεις δηλαδή τη σχεδιασμένη διεύθυνση της παράγωγης (το εργατικό δυναμικό γίνεται οργανικό μέρος του σχεδιασμού στη σύλληψη και την υλοποίηση) θα απαιτήσει πολύ πιο ολοκληρωμένους από λ\πλευράς παιδείας πολίτες – παραγωγούς.

    Έτσι γενικά με ζικ - ζακ οι παραγωγικές σχέσεις καθόρισαν διαλεκτικά την οικονομική εξέλιξη αλλά όχι γραμμικά.

    Αν ρωτήσει κανείς αφελώς σε τι ωφελούν την οικονομία οι λεγόμενες ανθρωπιστικές γνώσεις, ή η μαθητεία στη φιλοσοφία, στη τέχνη, στον Σαίξπηρ και στους αρχαίους θα επανερχόμουν στη σύγκριση του ολοκληρωμένου και του μονομερώς εκπαιδευμένου Ανθρώπου. Δεν χρειάζεται ανάλυση ποια κοινωνία και ποια οικονομία θα είναι καλύτερη (με ίδιες παραγωγικές σχέσεις) σε μακροπρόθεσμη βάση. Η σχέση αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας που παρουσιάζουν οι καπιταλιστές σε μικροεπίπεδο για να αποδείξουν τη γραμμική σχέση εκπαίδευσης - παραγωγής και ότι οι νέοι χρειάζονται μόνο επαγγελματική – οικονομική εκπαίδευση, είναι κοντόφθαλμη και μου θυμίζει τη διαμάχη αν η δημοκρατία είναι πιο αποτελεσματική από την δικτατορία η οποία δεν χρειάζεται καμία χρονοβόρα διαδικασία για να αποφασίζει. Μακροπρόθεσμα ποτέ καμιά δικτατορία δεν δικαιώθηκε σε αυτή τη σύγκριση. Είναι φυσικό γιατί η δημοκρατία είναι αποτέλεσμα του συλλογικού (ολοκληρωμένου) πολίτη και η δικτατορία του μονομερούς και απομονωμένου κυβερνήτη. Αν θέσετε στις θέσεις τους αντίστοιχα τον πολίτη - εργαζόμενο με τις ευρείες γνώσεις από τη μια και τον μονομερώς καταρτισμένο από την άλλη θα φανεί η διαφορά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μα αν δεν έφταιγε η αγορά για τα «πτυχία χωρίς αντίκρισμα», οι φοιτητές δεν θα έλεγαν καθημερινά: Τί μας τα διδάσκετε αυτά; Αφού δεν θα μας χρειαστούν πουθενά! Αντιθέτως θα έλεγαν: Δώστε μας περισσότερη γνώση, μας χρειάζεται.
    Είναι δεδομένο πως σε ένα αγορακεντρικό σύστημα, όλες οι αιτίες του κακού ξεκινάνε από το κέντρο του, δηλαδή την αγορά, ασχέτως αν αυτή, τεχνηέντως, μεταφέρει ευθύνες αλλού, όπως συμβαίνει φυσικά με το κέντρο κάθε συστήματος!
    Σε θεωρητικό επίπεδο βέβαια, όντως η εκπαίδευση θα μπορούσε να επιφέρει ανάπτυξη, αλλά αυτό θα σήμαινε ότι ο εκπαιδευμένος θα χρησιμοποιούσε τις γνώσεις τους προς όφελος του συνόλου και της ανάπτυξης, και όχι προς ίδιον όφελος, δηλαδή θα ήθελε έναν άνθρωπο γαλουχημένο σε ένα άλλο σύστημα όπου δεν θα ήταν αγορακεντρικό και κερδοκεντρικό!
    Φυσικά και αυτό δεν είναι ουτοπία, αλλά έχει να κάνει με την παιδεία (και όχι την εκπαίδευση), η οποία δίδεται πριν από την εκπαίδευση και προφανώς δεν θα είναι διαφορετική από τα θρησκευτικά πιστεύω της παρούσας κοινωνίας!
    Η μετάβαση στην κοινωνία της γνώσης λοιπόν που πρεσβεύεται σήμερα είναι στην πράξη πολύ δύσκολη υπόθεση…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Όταν συνδέουμε την παιδεία με την οικονομία ουσιαστικά δεν μιλάμε για παιδεία αλλά για επαγγελματική εξειδίκευση.
    Ο καπιταλισμός ανάλογα τις ανάγκες του μπορεί να χρειάζεται αυτή την εξειδίκευση ή όχι.
    Η έννοια της παιδείας δεν έχει σχέση με την εργασία αλλά με την βελτίωση του ανθρώπου.
    Η δημιουργία μιας διαλεκτικής σκέψεις βοηθά τον άνθρωπο να λύσει ορθολογικά τα προβλήματα που θα συναντήσει στη ζωή του. Να ζήσει τελικά καλύτερα, λιγότερο αλλοτριωμένος από πρότυπα, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, περισσότερο ελεύθερος, ευτυχισμένος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλώς ορίσατε!