Κυριακή πρωί, γύρω στις 9 και κάτι βγήκα απ’ την Αττική οδό στο ύψος των Λιοσίων, έστριψα δεξιά και πήρα τη λεωφόρο Φυλής προς τα πάνω. Οι δρόμοι ήταν ακόμη ήσυχοι. Το ράδιο στο αυτοκίνητο πήδαγε από σταθμό σε σταθμό, είχε φέρει το γύρο των FΜ πολλές φορές χωρίς ν’ αποφασίσει να κάτσει κάπου. Ούτε που το πρόσεχα.
Κάποια στιγμή έπιασε τ’ αυτί μου το «Ότσι τσόρνια», παλιό λαϊκό ρώσικο τραγούδι, θυμήθηκα τον πατέρα μου που το τραγουδούσε, καλή του ώρα, κάποια πρωινά τις Κυριακές. Πάνε χρόνια τώρα. Κλείδωσα το ράδιο στον σταθμό της Αθήνας. Συνέχισε με την καλίνκα και μετά με άλλο τραγούδι του Βόλγα, όλες εκτελέσεις από ρώσους λυρικούς τραγουδιστές και θεϊκές χορωδίες. Μελαγχόλησα λιγάκι κι άναψα τσιγάρο. Η μέρα έξω φαινόταν πως όταν μέστωνε θα γινότανε λαμπρή. Έκοψα κάπως ταχύτητα και άφησα το μυαλό μου να πετάξει στον Βόλφραμ. Εμιγκρές από το Ανατολικό Βερολίνο. Οι γονείς του, την είχαν κάνει για το Δυτικό, πριν το τείχος, γύρω στο ’60. Ο Βόλφραμ, με την ασφάλεια που του παρείχε η Δύση παθιαζόταν με οτιδήποτε Ρωσικό. Συχνά, μάζευε κόσμο στο σπίτι του για κουβέντα και κρασί, και σχεδόν πάντα η βραδιά έκλεινε μεγαλόπρεπα με τη μπάντα του ρώσικου στρατού να ανεβάζει τα πνεύματα. Καλή του ώρα κι αυτουνού.
Συνέχισα και δυνάμωσα την ένταση. Άρχισα ν’ ανηφορίζω προς τη Φυλή. Ισιάδα ο δρόμος κι απ’ έξω ακόμα ησυχία.
Ξαφνικά, ένοιωσα τα μεγάφωνα του αυτοκινήτου να τρίζουν από το ρίγος μιας μουσικής θαρρείς βγαλμένης από εκατοντάδες ορχήστρες, χιλιάδες όργανα και ακόμα περισσότερες φωνές. Έβαλα το ράδιο στο τέρμα και παραδόθηκα στη δύναμη και τη σαγήνη του εθνικού ύμνου της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετίας. Έξω τα πάντα συνέχιζαν να είναι ακόμα ήσυχα, μόνο μπροστά μου, απ’ την αντίθετη κατεύθυνση και σε κάποια απόσταση αντελήφθηκα κάτι μεγάλο να κινείται προς τα ‘μένα, βαρύ, συμπαγές και μουντό, στραφταλίζοντας που και που στον ήλιο που εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει για τα καλά. Εστίασα καλύτερα τα μάτια μου.
Όχι, δεν ήταν σμήνος με ελικόπτερα που πλησίαζαν απ’ την ακτή στην «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα, όχι, δεν ήταν οι πλάβες με τις χιλιάδες κόκκινες σημαίες που γλίστραγαν αθόρυβα στα νερά της λίμνης, στον «Θίασο»(?) του Αγγελόπουλου, όχι δεν ήταν ο ρωσικός στρατός που παρήλαυνε νικηφόρος στο Βερολίνο. Όχι. Ήταν μια στρατιά, ένα κομβόι καλύτερα, από δέκα περίπου στραπατσαρισμένα ντάτσουν, με δέκα αγουροξυπνημένους γύφτους στο τιμόνι, στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο, που γεμάτα γλάστρες και τενεκέδες με λουλούδια κατηφόριζαν όλα μαζί να πιάσουν τα πόστα στις γειτονιές της Αθήνας και τις λαϊκές του Πειραιά.
Συνηθισμένη μέρα.
Μελαγχόλησα κι άλλο, γύρισα το κεφάλι μου και άλλαξα σταθμό. Πονούσα να βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου την καρικατούρα ενός κόσμου τον οποίον πίστεψαν κάποτε τόσοι πολλοί και για τον οποίον πόσοι άλλοι πέθαναν.
Ο νεκρός λένε είναι ιερός.
Καλή σου μέρα CYNICAL!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία του κάθε έθνους (ευτυχώς η δυστυχώς)γράφεται με την ζωή, αλλά και στη ζωή των ανθρώπων.Άλλοτε σε χρυσές σελίδες και άλλοτε σε μαύρα κιτάπια
Σε φιλώ
Καλή μέρα και σε σένα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Σοβιετία έθρεψε το φαντασιακό και το συγκινησιακό (καλά τα λέω;) εκατομμυρίων ανθρώπων σ' όλο τον κόσμο. Καλώς ή κακώς την πίστεψαν. Οι περισσότεροι σήμερα θριαμβολογούν που δεν υπάρχουν πια ιδεολογίες. Δεν λέω καλό κιαυτό. Αλλά, πιστεύω ότι αν δεν υπάρχουν συλλογικά οράματα που να δένουν τους ανθρώπους σε κοινούς σκοπούς το άτομο ατροφεί και διαλύεται.
Και μετά, φίλε μου, τρέχει σε σας, (αν εννόησα ορθώς), για επισκευή.
Φιλιά