Αφιερωμένο "εξαιρετικά" στους απεργούς της ΔΕΗ
Μόλις έσβησαν τα φώτα στην κουζίνα και βεβαιώθηκα ότι πουθενά αλλού στο σπίτι δεν υπήρχε φως, ούτε και τριγύρω στη γειτονιά, ούτε και πιο πέρα στην πολιτεία ίσαμε εκεί που έφτανε το μάτι, στην άκρη του λιμανιού, αναπήδησα σαν σούστα και με την καρδιά να χτυπάει γοργά έτρεξα στo σερβάν για να πάρω τις μπλε κόλλες που η μάνα φυλούσε για τα παράθυρα, τις ώρες της συσκότισης όταν άρχιζαν να βουίζουν οι σειρήνες αναγγέλλοντας μια συνηθισμένη αεροπορική επιδρομή.
Τι κάνεις μωρή Κερασούλα, μου έβαλε τις φωνές. Ξέχασες ότι τέλειωσε πια η κατοχή κι ο πόλεμος; Τι αλάφιασες έτσι σαν το ζουλάπι που είδε τον κυνηγό φαντάρο; Αμάν κόρη μου έλα κούρνιασε πια, ησύχασε επί τέλους. Δεν είναι τίποτε. Κάνα π'λι θάκατσε σε κάνα σύρμα, θάρθε και καμιά ζόρικια θηλυκιά για παρέα, θα παρακουνήθηκαν τα καλώδια, και να, πολύ νομίζεις θέλ’ να γενεί η ζημιά;
Πήγαμε στο σαλόνι, τραβήξαμε τις κουρτίνες, για να δούμε επί τέλους τον ουρανό και κάτσαμε παρέα στις ντιβανοκασέλες γύρω-γύρω από το τραπεζάκι. Ο πατέρας σε μια γωνιά καθότανε αμίλητος, και κάπνιζε. Η καύτρα, μοναδική φωτεινή πηγή στο δωμάτιο, μαγνήτιζε τα βλέμματα ολονών μας έτσι που την κινούσε ράθυμα, μια προς τα πάνω στο στόμα και μια προς τα κάτω στο τασάκι ή να αιωρείται στο κενό. Η μητέρα είχε αφήσει το πλεχτό στην άκρη και σταύρωσε τα χέρια της μην έχοντας τίποτα να κάνει. Τόσα χρόνια τώρα, που αυτά τα χέρια δεν κόπασαν ποτέ να δουλεύουν και να δέρνουν, να δέρνουν παιδιά και μετά εγγόνια. Τα εγγόνια είναι αλήθεια με μικρότερη δύναμη, γιατί είχαν περάσει και τα χρόνια.
Ευλογημένη απραξία. Η γιαγιά κούρνιασε στη γωνία, κάρφωσε τα μάτια στον ουρανό, παρασύρθηκε από τα φως ενός αστεριού που τρεμόπαιζε στον ορίζοντα, και με το βλέμμα καρφωμένο εδώ και ώρα στην ίδια κατεύθυνση αποκοιμήθηκε. Τον παππού τον είχαμε χάσει πριν από καιρό, κάτω από συνθήκες που κανείς δεν ήθελε να μιλάει πια γι’ αυτές. Κυρίως η γιαγιά, που όταν της το θυμίζανε έλεγε πάντα ότι ο παππούς γλίστρησε μια σκοτεινή βραδιά στο μουσκεμένο σοκάκι με τις γυαλισμένες πέτρες και έφαγε το κεφάλι του. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη, την είχα μισακούσει από μισόλογα στο μπακάλικο του κυρ-Ανέστη, ότι τον παππού μου τάχατες τον φάγανε οι πουτάνες, που μια νύχτα, εκείνη τη νύχτα ειδικά, του πέταξαν τα μάτια έξω και τον σχόλασαν μιας δια παντός και εις τον αιώνα των αιώνων αμήν.
Ο Νάσος ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να βολευτεί στην ομήγυρη. Πήγε ήρθε, πήγε ήρθε κάμποσες φορές και μετά κουράστηκε, παλουκώθηκε κιαυτός σε μια γωνιά και βυθίστηκε στον εαυτό του. Τέλος ήρθε κι η ριρίκα η ψιψίνα για να συμπληρώσει την εικόνα της ευτυχισμένης μας οικογένειας.
Μην έχοντας άλλο τι να κάνουμε, αφουγκραστήκαμε στην αρχή ο ένας τις ανάσες του άλλου, πρόσεξα ότι ο μπαμπάς ανάσανε περίεργα, έβγαζε έναν αστείο, λίγο βραχνό συριγμό, μετά υπήρχε παύση και ύστερα μια πολύ βαθιά ανάσα για να μαζέψει όσον αέρα δεν είχαν τη δύναμη να μαζέψουν οι προηγούμενες δυο. Στο μισόφως, με ό,τι φως ερχόταν από τις άλλες περιοχές του σύμπαντος, τις φωτεινές, είδα το πρόσωπο της μάνας, γερασμένο. Οι ρυτίδες είχαν χαλάσει το περίγραμμά που τώρα διαγραφόταν ακανόνιστο και με άτσαλες ασυνεχείς γραμμές. Τα χέρια της δε, τώρα που 'ταν ακίνητα, πρόσεξα ότι έτρεμαν και μάλιστα πολύ. Άντε, πάει κιαυτή για σχόλασμα σκέφτηκα. Άντε να βαστήξει για κάνα δυο-τρια ακόμα πουλόβερ.
Η γιαγιά θαρρείς άντεχε περισσότερο. Την είχαμε ξεγραμμένη εδώ και πολύ καιρό, όταν πρωτόπεσε και είχαμε αρχίσει να προετοιμαζόμαστε για τα σχετικά, αλλά μετά σταμάτησε την κατηφόρα έπιασε ισιάδα και έτσι πάει καμιά δέκα χρόνια τώρα.
Η πόλη ήταν ακόμα βυθισμένη στο σκοτάδι και η τηλεόραση άδειο κουφάρι στεκόταν στη γωνιά βουβή και άχρηστη. Θαρρείς με το σκοτάδι σκοτείνιασαν κι οι θόρυβοι. Οι άνθρωποι αφήκαν τους δρόμους, από πίσω ακολούθησαν και οι σκιές και μαζεύτηκαν στις τρύπες τους, όπως εμείς καλή ώρα. Η γιαγιά κάποια στιγμή πετάχτηκε αλαφιασμένη απ’ τον ύπνο, μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικα χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια, κάπως της χάιδεψε την πλάτη η μάνα και η γιαγιά ξαναγύρισε στον κόσμο της. Όχι, όχι, δεν ήρθαν σήμερα τ’ αεροπλάνα. Κοιμήσου. Κανείς δεν σκοτώθηκε απόψε. Ούτε αύριο θα σκοτωθεί. Μην ανησυχείς.
Ο πατέρας ήταν καρφωμένος στο ίδιο σημείο, μόνο κάπνιζε και ανέπνεε βαριά. Η καύτρα σαν σημαδούρα τον πρόδιδε ότι ήταν ακόμα εκεί. Η μάνα γύρισε και τον κοίταξε με ανησυχία. Τελείως άλλο πρόσωπο από αυτό που πρωταντίκρυσα. Αλλοιωμένο, απόκοσμο, λειψό. Κάθε δεκαετία και ένα άλλο στρώμα πάνω στο προηγούμενο. Ως πότε; Κάποια στιγμή ένα από αυτά θα 'ναι και το τελευταίο. Μέσ’ το σκοτάδι έμοιαζε με άγιο. Η μάνα ακούμπησε τα μάτια της επάνω του και δάκρυσε. Μεσ’ το σκοτάδι δεν την πήραμε χαμπάρι.
Οι ώρες περνούσαν με μας βυθισμένους στην θαλπωρή ενός αργοκίνητου χρόνου.
Ακόμα να φύγει το π'λι; Αναρωτήθηκε η μάνα.
Έφυγαν, έφυγαν ξεφώνισε ο Νάσος, όταν μια λάμψη στο βάθος του απέσπασε την προσοχή. Και μετά μια άλλη δεξιότερα και μια άλλη ζερβότερα, κι ύστερα σαν πυγολαμπίδες άρχισαν να ξεπετάγονται ένα, ένα τα φώτα σε κάθε μεριά όπου κι αν γύριζες το κεφάλι. Σε ένα δυο δευτερόλεπτα ένα φωτεινό κύμα πέρασε από πάνω μας και μας ταρακούνησε. Το δωμάτιο σκόρπισε με μιας και ο καθένας γύρισε στις δουλειές του και στον δικό του χρόνο.
Καλημέρα σου, αν τον παππού τον φάγανε καταπώς έλεγαν στο μπακάλικο, τότε ο θάνατός του, εκτός από ζηλευτός, ήταν και είναι κι ένδοξος. Γιατί λίγοι κι εκλεκτοί ευτύχησαν να φύγουν πλέοντας στα πελάγη που βρίσκονται εκεί που ενώνονται τα πόδια της γυναίκας. Όπως ο Θ. Βαρδινογιάννης στα πελάγη της κας Μπάρμπα...
ΑπάντησηΔιαγραφή@Καλημέρα. Τώρα κι εσύ swell, απ' όλα τα ωραία και τρυφερά της οικογένειας που περιέγραψα, πώς γίνεται να παρέμεινες ασυγκίνητος, να πελαγοδρόμισες και να προσάραξες σε μια τόση δα και ανάξια λόγου λεπτομέρεια της ζωής του παππού;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπέτυχα φαίνεται σαν συγγραφέας. Αλλού στόχευα η άπειρη. Αλί!!
σε καθε ιστορια σου ξεχωριζω παντα μια λεξη που εχει να κανει με το παρελθον.Στις προηγουμενες ιστοριες, δεν στις ειχα πει.Εδω,η "ντιβανοκασελα" ειναι ολα τα λεφτα...
ΑπάντησηΔιαγραφή@nelly, καλημέρα. Προσπαθώ να σώσω ό,τι σώζεται!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως το "ντιβανοκασέλα" το έχω ξαναβάλει, στο "Μυθιστόρημα του Μοναχικού Ανθρώπου", στο τέλος, στον Επίλογο.
Σ΄ευχαριστώ για την επισήμανση!
Δεν είναι περίεργο που τις καλύτερες η χειρότερες σκέψεις μας τις κάνουμε όταν σβήνουν τα φώτα όχι όμως στο σκοτάδι αλλά όπως λές με το φώς που έχοντας ταξιδέψει χιλιάδες η και εκκατομύρια χρόνια μας λουζει από τις εσχατιές του σύμπαντος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό cynical αρχίζεις να γίνεσαι lyrical πρόσεξέ το εμάς πάντως δεν μας πειράζει καθόλου.
@swell Συμφωνώ ,αρκεί να μας βρεί ο ένδοξος αυτός θάνατος στα βαθειά μας γεράματα.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΩ βια και νοθεια στην ψηφοφορια για την ψησταρια και κατευθυνομενα συμφεροντα που θελουν τη μετατροπη της Ακροπολεως σε ταβερνα "στη λαδοκολλα".
ΑπάντησηΔιαγραφή(εγω δεν ψηφισα παντως,συγγνωμη)
@de Profundiw, βρίσκω πολύ ευφυή την λεκτική περιγραφή της μετατόπισης του ύφους από cynical σε lyrical. Κοίταξε, προσπαθώ να δω ποιο είδος ύφους "πουλάει" περισσότερο. Οι αριθμοί δείχνουν προς το "lyrical". Οπότε προσεχώς ετοιμαστείτε για ..κλάμμα!
ΑπάντησηΔιαγραφή@de profundis, μόνο με πολύ μεγάλο θαύμα συναντάει κανείς τέτοιον ένδοξο θάνατο στα βαθιά του γεράματα, και τούτο λόγω ανυπέρβλητων αντικειμενικών δυσκολιών. Δυστυχώς ο θάνατος αυτός σε πετυχαίνει στο ηλικιακό μεταίχμιο!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Nelly, θέλω αποδεικτικά στοιχεία για την πολύ σοβαρή καταγγελία που κάνεις. Αμαυρώνεις την αξιοπιστία αυτού του blog και τα επιχειρηματικά σχέδια της ιδιοκτήτριάς του.
ΑπάντησηΔιαγραφή