Τους δεσμούς με το αυτοκίνητο, συνήθως τους ξεκόβουμε σιγά-σιγά. Από φόβο, μην και η ξαφνική αποκοπή μάς προκαλέσει αστάθεια, ίσως και κάποιο ισχυρό σοκ. Ξεκινάμε πρώτα από το περίπτερο και τον φούρνο της γειτονιάς. Ασφαλής, κλασσική διαδρομή, ιδανική για αρχαρίους. Αφού δοκιμάσουμε, με επιφύλαξη και με τη μύτη του παπουτσιού την άσφαλτο, και αφού βεβαιωθούμε ότι δεν πρόκειται να μας ρουφήξει προς τα μέσα, τότε αποφασίζουμε να ακουμπήσουμε και ολόκληρο το πέλμα. Ξεθαρρυμένοι πλέον και γεμάτοι αυτοπεποίθηση αποτολμάμε ν’ ακουμπήσουμε και το άλλο πόδι, και βήμα το βήμα ανακαλύπτουμε ότι τα πόδια μας δεν είναι ακόμα νεκρά, κι ότι τα κουτσοκαταφέρνουμε για καμιά εκατοσταριά μέτρα, μαζί με την επιστροφή. Πρώτη έξοδος, ένας θρίαμβος!
Έτσι απλά, μαθαίνουμε να ξαναπερπατάμε, μια τέχνη που την χάσαμε νωρίς απ’ τη ζωή μας. Σαν το παιδί, που αφ’ ότου καταφέρει να σταθεί στα πόδια του ορθό, κυριεύεται από την ακατάσβεστη επιθυμία εξερεύνησης, το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα εμφανίζεται και στον ενήλικα που ξαναβρίσκει τα πόδια του. Ο μπακάλης, μόλις δυο τετράγωνα μακρύτερα απ’ τον φούρνο γίνεται ο επόμενος στόχος, πιθανόν ο χασάπης λίγο παραπέρα να γίνει ο επόμενος, αλλά από κει και μετά, αν ξεπεράσουμε το φράγμα των πρώτων τετραγώνων, το κίνητρο είναι πια το άγνωστο και η πόλη η ίδια. Έτσι, δειλά-δειλά ξανακερδίζουμε την όρθια στάση και ξαναανακαλύπτουμε τους ανθρώπους.
Δεν κατάλαβα ποτέ, πώς γωνιά τη γωνιά, δρόμο το δρόμο, η πόλη τελικά κατάφερνε να με καταπιεί. Πώς γινόταν και βρισκόμουνα χιλιόμετρα μακριά απ’ την αφετηρία μου, πώς όσο κούραση κι αν ένοιωθα, δεν ήθελα με τίποτε να σταματήσω να περπατώ και να χαζεύω. Η Αθήνα μου αρέσει γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Είναι ατέλειωτη, είναι δαιδαλώδης και σε διευκολύνει να χαθείς ή μάλλον σου επιτρέπει ν’ αφεθείς στο χάσιμο, δίχως ιδιαίτερες έγνοιες για το πώς θα επιστρέψεις ή για το αν θα είσαι ασφαλής στα σοκάκια που παρασύρθηκες. Και δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά και όλες οι μητροπόλεις που μου αρέσει να επισκέπτομαι, για έναν και μόνο λόγο. Για να τις περπατήσω.
Τώρα πια, δεν πάω ούτε για τα μουσεία τους, τις πινακοθήκες και τα θεάματα, ούτε καν για τα πάρκα τους, παρά μόνο για τους δρόμους, τις γειτονιές, τα σπίτια τους, όσο κι αν είναι ίδια μεταξύ τους, για τη χαρά που νοιώθω ανακαλύπτοντας τις λεπτομέρειες των κτηρίων, από τα πιο ταπεινά παράθυρα, έως τις πιο περίτεχνες προσόψεις, αλλά και πάλι δεν είναι τα κτήρια αυτά καθ αυτά που με αιχμαλωτίζουν, αλλά τα κτήρια εκείνα που κλείνουν μέσα τους ανθρώπους, που μυρίζουν φαΐ που σιγοψήνεται, ή τζάκι που καπνίζει, που αντηχούν φωνές και γαυγίσματα, που κλείνουν πρόσωπα και σκιές, σπίτια ζωντανά, σπίτια ζυμωμένα με αίμα και σάρκα, σπίτια με ιστορίες καλά φυλαγμένες πίσω τους, ιστορίες που με κεντρίζουν να τις μαντέψω ή ακόμα περισσότερο ιστορίες που θάθελα να μού τις διηγηθούν.
Γυρίζω και ξαναγυρίζω, μπορεί και από τους ίδιους δρόμους, με την ίδια πάντα επιθυμία να τραβήξω τις κουρτίνες, να δρασκελίσω το κατώφλι και να δω ένα προς ένα τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω τους. Τι κι αν οι ζωές τους δεν θα ‘ναι τίποτε το συγκλονιστικό, τίποτε το διαφορετικό απ’ αυτές που είδα να ξετυλίγονται τριγύρω όλα τα χρόνια της ζωής μου. Και τι μ’ αυτό; Μήπως όλα τα χιλιάδες, τα εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία που γράφτηκαν μέχρι τώρα, λένε και τίποτε περισσότερο από τις ιστορίες που ήδη ξέραμε; Κι όμως, ξανά και ξανά τρυπώνουμε λαίμαργοι στις σελίδες τους να παθιαστούμε και να ρουφήξουμε διάφορα κομμάτια ξένης ζωής, πασχίζοντας συνάμα να ανασυνθέσουμε το παζλ και της δικής μας.
Οι πόλεις μυρίζουν ανθρώπους. Πολύ γνώριμη και επίμονη μυρωδιά. Κι απ’ την άλλη τόσο δυνατή, που ναρκώνει. Άμα εθιστείς, δεν την αποχωρίζεσαι κι ακόμα πιο δύσκολα την αλλάζεις.
Οι πόλεις είναι θάλασσες, που άμα αφεθείς, παρασύρεσαι, ταξιδεύεις και γνωρίζεις. Συνωστίζομαι στα πεζοδρόμια, διασταυρώνω το βλέμμα μου με τα εκατοντάδες άλλα βλέμματα, στέκομαι στις διαβάσεις και χαζεύω το πλήθος που έρχεται απ’ απέναντι. Με το θράσος που αντλώ απ’ την ανωνυμία, δεν διστάζω να αντικρίσω τον άλλον κατάματα και να τον περιεργαστώ. Πρόσωπα στρογγυλά, μακρόστενα, οβάλ, χαρούμενα, αδιάφορα, ανέμελα ή φορτωμένα με έγνοιες, νεανικά και καλοφτιαγμένα, αυλακωμένα και γέρικα, όλες οι ποικιλίες, όλος ο μπαξές της φύσης στα μάτια μου.
Έτσι απλά, μαθαίνουμε να ξαναπερπατάμε, μια τέχνη που την χάσαμε νωρίς απ’ τη ζωή μας. Σαν το παιδί, που αφ’ ότου καταφέρει να σταθεί στα πόδια του ορθό, κυριεύεται από την ακατάσβεστη επιθυμία εξερεύνησης, το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα εμφανίζεται και στον ενήλικα που ξαναβρίσκει τα πόδια του. Ο μπακάλης, μόλις δυο τετράγωνα μακρύτερα απ’ τον φούρνο γίνεται ο επόμενος στόχος, πιθανόν ο χασάπης λίγο παραπέρα να γίνει ο επόμενος, αλλά από κει και μετά, αν ξεπεράσουμε το φράγμα των πρώτων τετραγώνων, το κίνητρο είναι πια το άγνωστο και η πόλη η ίδια. Έτσι, δειλά-δειλά ξανακερδίζουμε την όρθια στάση και ξαναανακαλύπτουμε τους ανθρώπους.
Δεν κατάλαβα ποτέ, πώς γωνιά τη γωνιά, δρόμο το δρόμο, η πόλη τελικά κατάφερνε να με καταπιεί. Πώς γινόταν και βρισκόμουνα χιλιόμετρα μακριά απ’ την αφετηρία μου, πώς όσο κούραση κι αν ένοιωθα, δεν ήθελα με τίποτε να σταματήσω να περπατώ και να χαζεύω. Η Αθήνα μου αρέσει γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Είναι ατέλειωτη, είναι δαιδαλώδης και σε διευκολύνει να χαθείς ή μάλλον σου επιτρέπει ν’ αφεθείς στο χάσιμο, δίχως ιδιαίτερες έγνοιες για το πώς θα επιστρέψεις ή για το αν θα είσαι ασφαλής στα σοκάκια που παρασύρθηκες. Και δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά και όλες οι μητροπόλεις που μου αρέσει να επισκέπτομαι, για έναν και μόνο λόγο. Για να τις περπατήσω.
Τώρα πια, δεν πάω ούτε για τα μουσεία τους, τις πινακοθήκες και τα θεάματα, ούτε καν για τα πάρκα τους, παρά μόνο για τους δρόμους, τις γειτονιές, τα σπίτια τους, όσο κι αν είναι ίδια μεταξύ τους, για τη χαρά που νοιώθω ανακαλύπτοντας τις λεπτομέρειες των κτηρίων, από τα πιο ταπεινά παράθυρα, έως τις πιο περίτεχνες προσόψεις, αλλά και πάλι δεν είναι τα κτήρια αυτά καθ αυτά που με αιχμαλωτίζουν, αλλά τα κτήρια εκείνα που κλείνουν μέσα τους ανθρώπους, που μυρίζουν φαΐ που σιγοψήνεται, ή τζάκι που καπνίζει, που αντηχούν φωνές και γαυγίσματα, που κλείνουν πρόσωπα και σκιές, σπίτια ζωντανά, σπίτια ζυμωμένα με αίμα και σάρκα, σπίτια με ιστορίες καλά φυλαγμένες πίσω τους, ιστορίες που με κεντρίζουν να τις μαντέψω ή ακόμα περισσότερο ιστορίες που θάθελα να μού τις διηγηθούν.
Γυρίζω και ξαναγυρίζω, μπορεί και από τους ίδιους δρόμους, με την ίδια πάντα επιθυμία να τραβήξω τις κουρτίνες, να δρασκελίσω το κατώφλι και να δω ένα προς ένα τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω τους. Τι κι αν οι ζωές τους δεν θα ‘ναι τίποτε το συγκλονιστικό, τίποτε το διαφορετικό απ’ αυτές που είδα να ξετυλίγονται τριγύρω όλα τα χρόνια της ζωής μου. Και τι μ’ αυτό; Μήπως όλα τα χιλιάδες, τα εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία που γράφτηκαν μέχρι τώρα, λένε και τίποτε περισσότερο από τις ιστορίες που ήδη ξέραμε; Κι όμως, ξανά και ξανά τρυπώνουμε λαίμαργοι στις σελίδες τους να παθιαστούμε και να ρουφήξουμε διάφορα κομμάτια ξένης ζωής, πασχίζοντας συνάμα να ανασυνθέσουμε το παζλ και της δικής μας.
Οι πόλεις μυρίζουν ανθρώπους. Πολύ γνώριμη και επίμονη μυρωδιά. Κι απ’ την άλλη τόσο δυνατή, που ναρκώνει. Άμα εθιστείς, δεν την αποχωρίζεσαι κι ακόμα πιο δύσκολα την αλλάζεις.
Οι πόλεις είναι θάλασσες, που άμα αφεθείς, παρασύρεσαι, ταξιδεύεις και γνωρίζεις. Συνωστίζομαι στα πεζοδρόμια, διασταυρώνω το βλέμμα μου με τα εκατοντάδες άλλα βλέμματα, στέκομαι στις διαβάσεις και χαζεύω το πλήθος που έρχεται απ’ απέναντι. Με το θράσος που αντλώ απ’ την ανωνυμία, δεν διστάζω να αντικρίσω τον άλλον κατάματα και να τον περιεργαστώ. Πρόσωπα στρογγυλά, μακρόστενα, οβάλ, χαρούμενα, αδιάφορα, ανέμελα ή φορτωμένα με έγνοιες, νεανικά και καλοφτιαγμένα, αυλακωμένα και γέρικα, όλες οι ποικιλίες, όλος ο μπαξές της φύσης στα μάτια μου.
Προσπαθώ να καταλάβω από πού προέρχεται η συγκίνηση, μα πιο πολύ η πίκρα που νοιώθω κάθε φορά που αντικρίζω το πλήθος. Είναι ένα συναίσθημα ιδιαίτερο και καθόλου το ίδιο με αυτό που έχω όταν συναντώ τον καθένα χωριστά.
Τι είναι λοιπόν το πλήθος; Ένας κόσμος, ίδιος και απαράλλαχτος όπως κι εγώ, που μοίρα κοινή μάς ένωσε, ώστε να τύχει να βρισκόμαστε συνταξιδιώτες στο ίδιο το καράβι, την ίδια εποχή. Προορισμό; Μην το ρωτάτε. Ο ίδιος για όλους, κι ίσως να είναι αυτός που μάς δένει. Σκέφτομαι ότι σε εβδομήντα, ογδόντα χρόνια από σήμερα κανείς από αυτούς που συναντώ στις διαβάσεις δεν θα βρίσκεται εδώ. Θα έχει αντικατασταθεί από έναν ίδιο κι απαράλλαχτο κόσμο, που και αυτός θα πηγαινοέρχεται άσκοπα, σκοτώνοντας κι αυτός το χρόνο, μέχρις ότου να έρθει κι αυτουνού η ώρα να συναντήσει τη μοίρα του. Κι η δυστυχία είναι ότι κανένας δεν θα προσέξει ότι αυτό το νέο πλήθος που θα έρθει, δεν θα είναι το ίδιο με το παλιό.
Λήθη λοιπόν και ανακύκλωση.
Κι η πόλη, μαιευτήριο μαζί και νεκροταφείο.
Κι η πόλη, μαιευτήριο μαζί και νεκροταφείο.
από το αυτοκίνητο απαλλαχτήκαμε, από το blogging πώς θα απαλλαχτούμε! Δεν με ξεγελάς εμένα, δεν ξεμύτισες από καν από το σπίτι σου, απλώς φόρτωσες την τελευταία έκδοση του Google Earth :Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερπατάμε, τρέχουμε, βλέπουμε, γνωρίζουμε καινούργιους τόπους και ανθρώπους, μυρωδιές και εικόνες. Ξεκινάμε από διαφορετικές αφετηρίες, ο τελικός προορισμός όμως, είναι κοινός για όλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημερα @Τyler,
ΑπάντησηΔιαγραφήMπα, μην το λες αυτο! Εχω και απτά τεκμηρια απο το πολυ ..ξεμυτισμα. Αυτα σε αλλη ανάρτηση.
Το blogging ειναι ανιατος ασθενεια. Να δεις, που οι ψυχιατροι θα καθιερωσουν τη μπλογγιτιδα σαν μια νεα ασθενεια στην κατηγορια των νευρωτικων διαταραχων. Δεν ειμαστε μακρυα.
@swell καλημέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, η αθανασια!
οι πόλεις είναι θάλασσα
ΑπάντησηΔιαγραφήκι οι άνθρωποι ο βυθός της
β.ι.
Πολύ καλό... Η ποίηση μέσα σου... :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήKαλημερα βαγγέλη ιντζιδη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς υποθεσουμε οτι ο βυθος δεν ειναι βουρκος
ξέρετε να γράφετε και ποιήματα λοιπόν !
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Προκόπη,
ΑπάντησηΔιαγραφή"...Η ποιηση μεσα της, ο διάολος στο κορμί της!.."
Πώς σού φαινεται για τιτλος ταινιας;
@Κ.Κ.Μοίρη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιναι αληθεια οτι αυτο το ειδος του λογου το ειχε παραμελήσει τελευταια. Για να μην σας στερησω ομως τη χαρα της αναγνωσης, σκεφτομαι να το κανω συχνοτερα.
Σκέφτομαι απ' την άλλη πως έτσι είναι η ζωή..Το ότι είμαστε θνητοί δεν της στερεί τη γοητεία της, αντιθέτως συχνά την αυξάνει.Κι έπειτα είναι αυτό που λέει ο στίχος: Ολα μένουν ίδια αν δεν τα αγαπάς, όλα μένουν ίδια άμα δεν τα πας..Καλή σου μέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΓειά σου cynical, πολύ ωραίο το κείμενο σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία τα γράφεις cynical! Κι έχεις δίκιο, το να περπατήσεις σε μια πόλη, να χαζέψεις τον κόσμο, να τη νιώσεις, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από τα μουσεία και τις τουριστικές ατραξιόν.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλησπέρα σας ,
ΑπάντησηΔιαγραφήέχω διαπιστώσει πως με το βάδισμα , εκτός του ότι επι τέλους καταλαβαίνω πως τα πόδια μου έχουν κι άλλη χρησιμότητα εκτός από το να πατάνε τα πενταλ του αυτοκινήτου , με βοηθάνε να διευρύνω και τις κοινωνικές μου συναναστροφές .
Προχτές γνώρισα την καινούργια ψιλικατζού παραδίπλα από το σπίτι μου . Φ22 , τέλεια !!!
Καληνύχτα σας και ...
συγχαρητήρια για την Σαββατιατική σας εμφάνιση , την χάρηκα . Μπράβο !!
Cynical, μόλις έβαλα το link αυτης αναρτησης σου, σε ένα μικρό φάκελο που έχω ...για ώρες αναγκης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΏρες που πνιγομαι, ώρες που απελπίζομαι, ώρες που το ηλιοβασίλεμα το βλέπω περισσότερο σαν...ερχομό της νυχτας και λιγότερο σαν ρομαντικό στιγμιοτυπο της μέρας.
Και εκεινες τις ώρες, το έχω καρατσεκάρει...θέλω γλυκές λέξεις, χαδια του νου, παρηγοριές...
Έχω και άλλες δικές σου εκει, έχω απο blogs, απο εφημερίδες, από sites. Και με γαληνευουν...και με παρηγορούν...χωρίς παρενεργειες...
Να εισαι καλά...
ε τώρα κανονικά πρέπει στην αρχική ανάρτηση να επισυνάπτετε το σχόλιο της Κατερίνας και να έπονται όλα τα άλλα .
ΑπάντησηΔιαγραφήΛέω μια γνώμη τώρα !
Γειά σας Cynical
Γειά σας Κατερίνα !!!
Και αν την ώρα που πατώντας επιφυλαχτικά την άσφαλτο ένιωθες να σε ρουφάει προς τα μέσα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν διαπιστώναμε ότι τα πόδια μας είχαν εξασθενήσει, αν τα βλέπαμε σε κάθε βήμα να φθείρονται ανεπανόρθωτα και να νεκρώνουν;
Αν οι περισσότεροι από τους κατοίκους αυτής της πόλης, εκτός από αυτούς που τολμούσαν να ξεμυτίσουν, έμεναν μονίμως κλεισμένοι στα σπίτια τους, σχεδόν παράλυτοι., έχοντας απωλέσει την ικανότητα της όρθιας στάσης…
Όλα αυτά e-cynical, μας τα αφηγήθηκες μεταξύ των γραμμών. Ένας εφιάλτης που τον ονειρεύτηκες για μας και μετά μας σεργιάνισες στα σπίτια και στα κτήρια με τις ανθρώπινες ιστορίες.
Εις το επανιδείν.
Γεια σου Cynical,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό το κείμενο σου. Και εμένα μου αρέσει πολύ να περπατάω και θεωρώ ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να γνωρίσει κάποιος μία πόλη.
Ναι, ζήτω το περπάτημα,
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν κοστίζει τίποτα παραπάνω, από ένα ζευγάρι ..παπούτσια το μήνα. Και το ποδήλατο για μακρινότερες διαδρομές.
Τελευταία έκανα Αθήνα-Πειραιά με πόδια σταθμό-σταθμό του Ηλεκτρικού, βραδάκι, 90 λεπτά. Ζόρι συνάντησα μόνο Μοσχάτο - Φάληρο. Από δρόμους.
Παλιότερα έκανα και Φάληρο - Λιμάνι Πειρ, παραλιακά. Εξαιρετικό!
Κι εγώ πολλές φορές προσπάθησα να καταλάβω, ποιοι άνθρωποι 100 και 200 χρόνια πριν από μένα πατούσαν αυτή τη γη. Δεν τα κατάφερα γιατί προσπαθούσα να δω απλοϊκές φάτσες από παιδιά και μητέρες και άντρες χαρούμενους ή κλαμένους, με τα βάσανα και τις χαρές τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚανένας δεν θυμάται τα πρόσωπα, τα λόγια, τις εκφράσεις τους στο πόνο και τα βάσανα. Έχουν χαθεί για πάντα. Όλοι θυμόμαστε μόνο τα δικά μας, τα τωρινά σαν να είναι η αρχή και ο τέλος του κόσμου. Και οι επόμενοι το ίδιο…
Πάντως νοιώθω ικανοποίηση σήμερα που στο απλό και ανέμελο περπάτημα πολλών ανθρώπων συνέβαλλα ελάχιστα. Όταν γινόταν οι μάχες των πεζοδρόμων στο ιστορικό κέντρο πολλοί μικρομεσαίοι μου ζήτησαν να τεκμηριώσω τους… 100 λόγους γιατί δεν πρέπει να πεζόδρομοι! Ναι υπήρχαν και τέτοιοι και ήταν πολλοί! Κι’ εγώ αρνούμενος να πάω κόντρα με το εσωτερικό θέλω μου, τους είπα απλά: «Όχι! Η δουλειά μας, η ζωή μας , η πόλη μας θα γίνουν όλα καλύτερα».
Κάποιοι δεν ζουν για να απολαύσουν σήμερα τους πεζόδρομους. Κανείς στο πλήθος δεν τους ξέρει, όπως αύριο δεν θα ξέρουν εμάς. Όμως όλοι λίγο-πολύ θα ζούμε στις επόμενες γενιές όπως αυτοί που έφυγαν ζουν μέσα μας. Έτσι γενικά, χωρίς συγκεκριμένα ονόματα και πρόσωπα. Χωρίς τους πόνους και τις χαρές τους.
Η ζωή συνεχίζει τον αέναο κύκλο της. Αλλοίμονο που δεν μπορούμε να δούμε την αρχή και το τέλος της, χωρίς το τέλος μας…
@Carpe Diem καλημερα σου,
ΑπάντησηΔιαγραφήκι εγω τον εχω σκεφτει αυτο το στιχο πολλες φορες.Ειναι η αγαπη για κατι που το μεταμορφωνει και το κανει μοναδικο και πολυτιμο.
@Rider, σ'ευχαριστω. Να εισαι καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα @k2.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ πόλη η ιδια ειναι μια ατελειωτη έκθεση. Το περιεχομενο των μουσειων, μπορεις να το απολαυσεις οπουδηποτε. Την πολη ομως, μονο στους δικους της δρόμους.
Ωστε Φ22, έ Κάκο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκεψου τι θα συναντησεις αμα περπατησεις και στο επόμενο τετράγωνο! Πολεις τρεμετε! Ερχεται ο Κάκος!
Να εισαι και συ καλα @Κατερινα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟταν βλέπω καμια φορα απο μακριά τον κοσμο ετσι να πηγαινοερχεται στους δρομους ο νους μου παει κατευθειαν στις πονεμενες ιστοριες που θα εχει ο καθενας στο κεφαλι του, κι οχι τις χαρές, που κιαυτες υπαρχουν.
Σκατογερασα φαινεται και συγκινουμαι πιο ευκολα τελευταια.
Καλημέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαιρετική η γραφή σου, πολύ όμορφο το κείμενο σου! Με ταξίδεψες και πάλι σε πόλεις που έχω περπατήσει και μυρίσει στο παρελθόν...
Εφιάλτης @Πόλυ μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕφιάλτης θα ήταν. Απ' αυτο που θα μπορούσε να τους κλείσει μέσα στα σπίτια τους. Μπορει η απολυτη απαθεια, ίσως και ο φόβος.
Οπως εφιαλτης θα ηταν κι αν αυτοι που ηταν τοσο καιρο κλεισμενοι στα σπιτια τους ξαφνικά αποφασιζαν να ξεχυθουν στους δρομους απο απελπισια..
καλη ανταμωση!
καλημερα @ΝdN,
ΑπάντησηΔιαγραφήθα ελεγα οχι μονο το περπάτημα, αλλα και το ανακάτωμα με τον κοσμο της.
Καλημερα @cirut,
ΑπάντησηΔιαγραφήποσες φορες ξεκιναω να κανω μια συγκεκριμενη διαδρομη, και μετα ξεστρατιζω συνεχως, οταν κατι στο δρομο τραβαει το ματι μου. κανονικο random walk!
@Fri, καλωςόρισες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστω και χαιρομαι που και συ μπορεις να βρεις ωραιες μυρωδιες στις πολεις, περα απο τα καυσαέρια
Ολα μας γυρω αλλαζουνε και ολα τα ιδια μένουν, αγαπητέ @Στέργιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδω δεν μιλαω μονο για πεζοδρομους. Μιλαω για ολους τους δρομους της πολης. Απο τις λεωφορους της, μεχρι τα στενά της. Στις μεν αφηνιαζουν, στα δε οι ιδιοι ανθρωποι γινονται διαφορετικοι. Μου αρεσουν και οι δυο αυτες εικονες. Το πληθος εχει διαφορετικες συμπεροφορες, ασχετο αν απαρτιζεται απο τους ιδιους ανθρωπους. Εχει αλλο χρωμα στις πορειες, αλλο χρωμα στα malls, αλλο χρωμα στις παραλιες. Με σαγηνευει σε οποιαδηποτε απο τις εκφανσεις του...
προσοχή μην γλυστρίσετε και πέσετε.
ΑπάντησηΔιαγραφήde Profundis, τα θελεις και τα λες ή σου ξεφευγουν;
ΑπάντησηΔιαγραφή