Είναι γνωστό ότι η κ. Λαγκάρντ δεν έστειλε την περίφημη λίστα της μόνο σε μας. Αφού κάθισε και ξεκαθάρισε έναν-έναν τους δεκάδες χιλιάδες λογαριασμούς του Φαλτσιάνι, και αφού κράτησε ό,τι ήταν να κρατήσει για την πατρίδα της, απέστειλε τους υπόλοιπους σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και πιθανώς αλλού, τακτοποιημένους σε ισάριθμες καλογραμμένες λίστες. Αυτά γύρω στον Μάιο του 2010.
Το τι απέγινε η δική μας λίστα, είναι πλέον γνωστό, έστω και με καθυστέρηση δυο χρόνων. Το τι θα γίνει περαιτέρω, είναι επίσης γνωστό, δηλαδή τίποτε. Απ’ ότι φάνηκε το ζόρι όλο ήταν να πληροφορηθούμε το περιεχόμενο για να ‘χουμε κάτι το ενδιαφέρον να συζητάμε στις ανιαρές συνάξεις του Σαββατόβραδου, και όχι να απαιτήσουμε τα περαιτέρω.
Στην Ισπανία, η λίστα ανοίχτηκε στην ώρα της. Βρέθηκε να περιλαμβάνει 569 ονόματα, ανάμεσά τους τα μεγαλύτερα ονόματα των επιχειρήσεων και της πολιτικής, με πιο γνωστούς (για μάς τους μη Ισπανούς), τον σημαίνοντα και με μεγάλη πολιτική επιρροή, Emilio Botin, πρόεδρο της Santander Bank, και τον Χοσέ Μαρία Αθνάρ, πρώην Πρωθυπουργό.
Οι φορολογικές αρχές, πράγματι έπιασαν δουλειά και έβγαλαν στη φόρα λογαριασμούς 2 δις ευρώ που ανήκαν στον κ. Botin, στον αδελφό του και στα 11 παιδιά τους. Ποσό, το οποίο δεν είχε ποτέ του δηλωθεί, παραμένοντας θαμμένο για χρόνια στα υπόγεια κάποιας ελβετικής HSBC. Με το θέμα ασχολήθηκαν εκτενώς σε σειρά άρθρων τους οι Times της Νέας Υόρκης, αλλά ουδόλως, οι μεγάλες ισπανικές εφημερίδες, ούτε καν σε μια στήλη, ούτε καν στα ψιλά. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε το λόγο. Τα χρήματα που σκόρπαγε και σκορπάει η Santander σε διαφήμιση σε εφημερίδες και περιοδικά είναι αρκετά για να βουλώνουν στόματα, ειδικά σε καιρούς όπου τα media βρίσκονται σε μια τόσο δυσάρεστη θέση. Πρακτική, που θα ήταν ανόητο να πιστεύαμε ότι σταματάει στα σύνορα της Ισπανίας.
Η υπόθεση Botin έφτασε στα δικαστήρια, αλλά ουδέποτε εκδικάστηκε, και καμιά κατηγορία δεν απαγγέλθηκε. Έκλεισε στο μάνι-μάνι με εξωδικαστικό συμβιβασμό 200 εκ. ευρώ, με την προσωπική παρέμβαση μάλιστα της ίδιας της αναπληρώτριας Πρωθυπουργού της κυβέρνησης Θαπατέρο, κυρίας María Teresa Fernández de la Vega ώστε να σταματήσει οποιαδήποτε άλλη έρευνα.
Η περίπτωση Botin δεν είναι μοναδική. Με τον ίδιο τρόπο είχε απαλλαγεί δικαστικώς και ο πρόεδρος της Telefonica, με τη δικαιολογία ότι είχε παρέλθει αρκετός χρόνος ανάμεσα στην τέλεση του αδικήματος της φοροδιαφυγής και την εκδίκασή του.
Κι εδώ ερχόμαστε πάλι στο θέμα της φοροδιαφυγής των «μεγάλων» και των καθ’ έξιν ανέγγιχτων. Προκαλεί θαυμασμό ο ζήλος με τον οποίο τα εγχώρια μιντιακά συγκροτήματα επιστρατεύουν στοιχεία, με τη βοήθεια πάντα και της πρόθυμης επιστημονικής κοινότητας, (βλ. πρόσφατη έκθεση ομάδας ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου), για να συγκαλύψουν την φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και φοροαπαλλαγή του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των εφοπλιστών, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους μονάχα στη φοροδιαφυγή των «μικρών», ελευθέρων επαγγελματιών και μικρο-επιχειρηματιών. Όχι ότι δεν είναι σημαντική, αλλά δεν είναι η μοναδική, και εφ’ όσον δεν διερευνάται το μέγεθος της «μεγάλης» φοροδιαφυγής έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η «μικρή» μπορεί να μην είναι και η πλέον σημαντική.
Όλως παραδόξως, αυτό πιστεύουν οι Times της Νέας Υόρκης και το Reuters για τη σχεδόν έως απολύτως μηδενική φορολόγηση πολυεθνικών όπως Amazon, Starbucks, Facebook, Google, Ε-bay, κ.α.. Το ίδιο πιστεύουν και οι φορολογικές αρχές της Ισπανίας για τις ανάλογες ισπανικές. Σύμφωνα με τις τελευταίες, το 74% της φοροδιαφυγής αποδίδεται στις τράπεζες και τους επιχειρηματικούς κολοσσούς, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 44 περίπου δις, τη στιγμή που το έλλειμμα της Ισπανίας δεν απέχει και πολύ από το νούμερο αυτό, στα 66 δις. Ενώ τα ποσά είναι λίγο πολύ γνωστά καμιά κυβέρνηση δεν τολμά να τους αγγίξει. Στην πραγματικότητα, το ενδιαφέρον των Ισπανών εφοριακών επικεντρώνεται στη φοροδιαφυγή των ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία όμως αντιπροσωπεύει μόνο το 8% της συνολικής εκτιμώμενης φοροκλοπής.
Σε μια δε σπάνια στιγμή ειλικρίνειας, ο πρώην πρωθυπουργός Αθνάρ παραδέχτηκε ότι «οι πλούσιοι δεν πληρώνουν φόρους στην Ισπανία». Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι η ανοχή προς την φοροδιαφυγή των πλουσίων δικαιολογείται με τα ίδια επιχειρήματα τα οποία διακινούνται και από τα εγχώρια media: ότι δηλαδή οι συνέπειες της φοροδιαφυγής των «μεγάλων» είναι αμελητέες για το λόγο ότι είναι λίγοι. Πράγμα που θα ήταν σωστό αν δεν υπήρχε υπερβολική συγκέντρωση πλούτου, κι αν δεν υπήρχαν εκατοντάδες τρύπες, φτιαγμένες θαρρείς για να διευκολύνονται.
Ο κ. Ραχόι, θέλοντας ίσως να κατευνάσει τα πνεύματα των ξεσηκωμένων Ισπανών, τον Μάιο του 2011 θέσπισε κίνητρα, όπως φορολόγηση κατά 10% των «μαύρων» offshore καταθέσεων, εκτιμώμενες στα 25 δις ευρώ, στοχεύοντας έτσι, στον επαναπατρισμό τους. Παρά τη συγκεκριμένη κίνηση «καλής θέλησης», αυτοί που παρουσιάστηκαν ήταν μόνο 115, κι ενώ η κυβέρνηση ήλπιζε να εισπράξει γύρω στα 2.5 δις, τελικά στα ταμεία μπήκε ούτε το 1% των προσδοκώμενων.
«Τι άλλο να κάνω;», φέρεται να είπε ο Ραχόι. Προσπάθησα, δεν είναι ότι δεν προσπάθησα. Αλλά, άμα δεν θέλουν; Σωστά!
Είναι σαν να περιμένουμε οτι ο μπατλερ Θα απαιτήσει την κοινή χρήση του wc με το αφεντικό του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί που χέζει ο δεύτερος η δουλειά του πρώτου είναι να καθαρίσει.