Για πολλά χρόνια, τα Σάββατα το ‘χα συνήθειο ν’ ανεβαίνω στο κάστρο, κατά το απομεσήμερο το χειμώνα, κάνα δυο με τρεις ώρες πριν τη δύση, το καλοκαίρι. Τότε που άρχιζε κάπως να σπάει η ζέστη και να δροσερεύει. Κάθε φορά έλεγα ν’ ανέβω κι από ένα καινούργιο δρομάκι, από μια διαφορετική πλευρά του λόφου. Δεν ήταν δα κι αμέτρητα. Ο λόφος, λοφί ήτανε, μια σταλιά πράμα, κι όχι κανένα βουνό. Όπως όμως ήταν φυσικό, οι εναλλακτικές λύσεις εξαντλούνταν σχετικά γρήγορα και έτσι άρχιζα πάλι από κάποιο μέρος, γνώριμό μου ήδη από τα πριν. Κι όμως υπήρχαν φορές που όλο και κάτι ανακάλυπτα που μου ‘χε ξεφύγει. Πότε μια σκάλα, πότε κάποιο στενάκι, πότε κάποιο κρυφό αδιέξοδο. Ο στόχος, όπως πάντα ήταν το κάστρο και το έπαθλο το αγνάντι στο πέλαγος που ανοιγόταν απλόχερα μπροστά, σημαδεύοντας τον ορίζοντα και στα τρία του σημεία.
Πότε από καμιά πολεμίστρα, πότε από καμιά κορφή, πότε από κάνα ψηλό κατάρτι, το μάτι θέλει που και που να λευτερώνεται απ’ τα κοντινά που το κρατούν αιχμάλωτο και το θολώνουν. Λαίμαργο όπως είναι για απλωσιές, καταπίνει τον χώρο, καταβροχθίζει ξέφρενο σαν άλογο που αφήνιασε μίλια και θάλασσες, κοπανιέται σε βουνά, ξοστρακίζεται στις κοιλάδες, ρεμπελεύει στις εσχατιές, φλερτάρει με τα μακρύτερα και χορτασμένο πια κατά το σούρουπο, γυρνάει ήρεμο στην τρύπα του να ξαποστάσει, σαν τα κυνηγάρικα σκυλιά που αφέθηκαν λεύτερα μετά από μια μέρα ολάκερη δεμένα στο λουρί.
Και μαζί παρασέρνει και την ψυχή που λαχταράει η δόλια τα πετάγματα στα άγνωστα, τα στροβιλίσματα και τους ιλίγγους.
Όταν πήγαινε να σουρουπώσει κι αφού με κόπο μάζευα ψυχή και μάτια απ’ τους πέντε ανέμους, έπαιρνα ανάλαφρη και χαλαρή το δρόμο της επιστροφής αφήνοντας το βάρος από μόνο του να με τσουλήσει στις κατηφόρες, φέρνοντάς με καμιά φορά ίσαμε κάτω στις πλάκες πάνω απ’ το νερό.
Όλος ο λόφος, μια γειτονιά. Χαμόσπιτα. Τα πιο πολλά απ’ τις αρχές του αιώνα, το ένα πάνω στ’ άλλο, με αυλές που συγκοινωνούν, με πόρτες που γειτονεύουν, με παιδιά που μπαινοβγαίνουν απ’ το ένα σπίτι στ’ άλλο, με μυρωδιές που ανακατεύονται, με φωνές και τραγούδια διασταυρούμενα και σε σύγχυση, με μπουγάδες μονίμως φουσκωμένες, τενεκέδες φυτεμένους με γεράνια, γάτες στα περβάζια και τα παρτέρια και γριές, -φιγούρες σκεβρωμένες απ’ την αλμύρα και τις έγνοιες -, που κάθονται ακίνητες πίσω από μισοτραβηγμένες κουρτίνες ρίχνοντας θηλιές στις βελόνες και βελόνα τη βελόνα να μετρούν το χρόνο και να σπρώχνουνε τις ώρες.
Το καλοκαίρι που όλη η ζωή μεταφέρεται ξεγύμνωτη στις αυλές, αποφεύγω να κοιτάζω προς τα κει. Κατεβάζω το κεφάλι και προχωρώ. Κάποιες κλεφτές ματιές μόνο. Άλλωστε τόσα βλέμματα στραμμένα πάνω μου με βαραίνουν και με αποτρέπουν. Το χειμώνα όμως που όλοι είναι κλεισμένοι μέσα, απελευθερώνομαι. Περιφέρομαι ανενόχλητη στα σοκάκια, σα σκιά και εξ ίσου ανενόχλητα αφήνω το μάτι να δρασκελίσει λαίμαργα τα φωτισμένα παράθυρα, να παραμερίσει τις κουρτίνες και να θρονιαστεί σε κάποιο από τα ξένα δωμάτια.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με τραβάει στις φωτισμένες κάμαρες. Πιθανόν το ίδιο αταβιστικό αίσθημα που τραβάει και τις πεταλούδες στη φλόγα, η ψευδαίσθηση της σελήνης, τότε που αποτελούσε και τη μόνη πηγή φωτός τη νύχτα.
Όχι, όχι δεν είναι όμως αυτό. Δεν είναι το φως. Είναι τα πρόσωπα και οι σκηνές που ξετυλίγονται σε κίνηση αργή μπροστά μου, είναι ένα γίγνεσθαι που αποτυπώνεται σε χρόνο πραγματικό. Είναι η ζωή η ίδια πάνω σε μια σκηνή, φωτισμένη όπως στο θέατρο και εγώ θεατής εκεί έξω αποστασιοποιημένη, αποκομμένη από τους ήχους και τα λόγια, τα περιττά και τ’ ανόητα που συσκοτίζουν κι αποσπούν, μόνη, παρατηρώ εκστατική, μα πιο πολύ φαντάζομαι, τα πρόσωπα και τις χειρονομίες κάποιων ανθρώπων που δεν ξέρω, την κίνηση των χεριών και των δακτύλων σε όλο το μήκος της τροχιάς τους, τα γυρίσματα και τις κλίσεις του κεφαλιού, την μετακίνηση του σώματος, τα άσκοπα βήματα, τις γκριμάτσες και τις συσπάσεις του προσώπου καθενός χωριστά, αλλά και την αλληλουχία, το μπέρδεμα ή τον συντονισμό των μεταξύ τους συναλλαγών, κι όλα αυτά δεμένα σε μια θεσπέσια αυτοσχέδια και αρχέγονη χορογραφία της πιο απλής και ανεπιτήδευτης καθημερινότητας που πνιγμένη καθώς είναι μέσα σε μια λιπαρή πραγματικότητα, συνεχώς διαστρεβλώνεται, απαξιώνεται, υποτιμάται και μας διαφεύγει.
Συνήθως τους πετυχαίνω γύρω από κάποιο τραπέζι και μάλιστα στην κουζίνα. Σ’ αυτές τις γειτονιές τα σπίτια ποτέ δεν είναι άδεια. Και το κλειδί μονίμως στην εξώπορτα κι από την έξω μεριά. Τις ώρες αυτές κάποιοι θα πίνουν καφέ, κάποια γειτόνισσα θα μπαινοβγαίνει γυρεύοντας προφάσεις για να σκοτώσει τις ώρες της πλήξης, κάποιο παιδί θα γκρινιάζει και θα απαιτεί, μια γυναίκα θα περιφέρεται και θα μαζεύει, ένας άνδρας θα κάθεται, θα χειρονομεί ή θα βαριέται.
Ένας γοητευτικός βουβός θίασος που πρωταγωνιστεί στο έργο της δικής του ζωής, σε μια παράσταση αυθόρμητη και γοητευτική. Ένας κόσμος όμως, που μέσα από το κάδρο τού φωτισμένου παραθύρου, σα στο θέατρο ή το σινεμά, φαντάζει άλλος, ιδανικός και μακιγιαρισμένος, γιομάτος ψεύτικη θαλπωρή, έγνοια και φροντίδα, γλυκός και στοργικός, στα ψέματα όμως, ένας κόσμος γέννημα της φαντασίας και της επιθυμίας αποκλειστικά, κι όχι αληθινός, ένας κόσμος που επινοήσαμε, ένας κόσμος που νομίσαμε ότι κάποτε τον είχαμε και από τότε τον αναζητάμε.
Κι η συγκίνηση που νοιώθω μπροστά σ’ αυτά το φωτισμένα παράθυρα δεν είναι γι αυτό που φαντάζομαι ότι βλέπω, αλλά γι αυτό που νομίζω ότι έχασα ή ποτέ δεν είχα, κι ούτε θα αξιωθώ ποτέ να έχω, αλλά και που πολύ λίγοι τελικά τo αξιώθηκαν.
Πόσες φορές δεν εχω σκεφτεί με τον ίδιο τρόπο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλες τόσες προσπάθησα να σκεφτώ την ζωή με πρωταγωνιστή όχι εμένα άλλα τον ξένο η την ξένη που ειναι απέναντι.
Ζούμε σε ένα ΘΈΑΤΡΟ που όλοι είμαστε πρωταγωνιστές και κομπάρσοι ταυτόχρονα.
Σε ένα έργο που γράφτηκε από μας και όλοι θέλουμε κάτι από αυτό.
Πολύ όμορφο κείμενο καλή μου...θα το γράψεις το μυθιστόρημα στο τέλος
Και νομίζω ότι θα ειναι πολύ καλό!!!
Καλησπέρα και καλή μας βδομάδα!!!
ΥΓ.Κοίταξε στο κάτω μέρος
του blog μου για...δεν σου λέω πήγαινε δες!!!
@karaflokotsyfa, ώστε το έπαιζες παραλλαγή με το πρώτο συνθετικό (karaflo...)!! Η καράφλα είναι τεχνητή (με την ψιλή) και όχι φυσική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχει μεγάλη πλάκα να βλέπεις κάποιον πως είναι στην πραγματικότητα και πόσο έξω είχες πέσει με τη φυσιογνωμία που είχες φτιάξει στο κεφάλι σου.
Πάντως πώς και αποφάσισες "to go public"??? Θα ήθελα να ακούσω το σκεπτικό σου.
Ενδιαφέρουσα η απόφασή σου και μένα με έχει απασχολήσει αν και νομίζω ότι όποιος κάνει δυο-τρια κλικ μπορεί να βρει τα πάντα για μένα στο internet. Είναι πιο ωραίο να μιλάς σε κάποιον που έχει πρόσωπο και όχι avatar. Ρε γαμώτο δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε!!!
Μπράβο σου!
Αριστα 10 και για το κείμενο αλλά κυρίως για την ματιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τόπος δεν μας είπες που είναι.
@de Profundis ποιές πόλεις έχουν κάστρο, είναι πάνω στη θάλασσα και γύρω από το κάστρο έχει μεγάλη συνοικία με σπίτια; Η ομορφότερη απ' όλες, η Καβάλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μυαλό του μοναχικού είναι πάντα αρκετά καθαρό για να παρατηρεί, αλλά και να δημιουργεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό πιθανόν να μην έχει σχέση με το κείμενο, άλλα θα το ρισκάρω...
@xavier Mε αυτά που ασχολείσαι δεν βλέπβ να τελειώνεις το διδακτορικό σύντομα ,καί μετά θα παραπονιέσαι οτι φταίει η Αριστερά και ο Μποντριγιάρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι θα ξεσπάς πάνω στην κοπέλα αλλά ξέρουμε πια η Αριστερά είναι αυτή που ππρέπει θυσιάζεται πάντα.
το σωσες προς το τελος...πανω που πηγα να σε πω ματακια και κουτσομπολα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστε Καβαλα?
Το σκοτάδι κρύβει καλύτερα και σου δίνει ασφάλεια
ΑπάντησηΔιαγραφήΦαντάζομαι...άρα υπάρχω!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Νelly, προς στιγμήν νόμισες ότι ήταν ένα παραλήρημα αγάπης προς την ανθρωπότητα και φαντάζομαι ότι θα άρχισες να βγάζεις μπιμπίκια. Αλλά στο τέλος σου την έσκασα και ήρθες πάλι στα συγκαλά σου. Έτσι δεν είναι;
ΑπάντησηΔιαγραφή@sun and knight, είχες δεν είχες πάλι στα δικά σου τα 'φερες! Να έχεις καλή μέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή@xavier, πρέπει να μένει κανείς μόνος που και που για να χωνεύει αυτά που εισπράττει καθημερινά. Να τα επεξεργάζεται και να τα ξαναδίνει πίσω μμε άλλη μορφή. Η ανακύκλωση της πραγματικότητας περνάει μέσα από τη μοναχικότητα! (Μα τί λέω;;;) Αλλιώς θα είμαστε σε παραλήρημα και βομβαρδισμένοι
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Xavier τί σου λέει πάλι ο de profundis? Του τα συγχωρώ γιατί κιαυτός ορκισμένος εχθρός του Ντεριντά και της παρέας του είναι. Είναι τώρα στον πόλεμο που άνοιξα να χάνουμε συμμάχους;
ΑπάντησηΔιαγραφή@γειά σου Σπύρο και καλημέρα. Μπα, εγώ τα κάνω όλα στα φανερά. Το σκοτάδι με τρομάζει, θέλω φως....
ΑπάντησηΔιαγραφήde profundis εγώ δε ξεσπάω σε καμία κοπέλα. Όσο για το διδακτορικό, περασμένα ξεχασμένα. Για την "Αριστερά" επίσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήCynical, δύσκολα χάνονται οι σύμμαχοι σε αυτό το θέμα. Δεν είναι θέμα συμφερόντων, αλλά κοινής λογικής...