Η εφαρμογή του Ορθού Λόγου, των κανόνων, δηλαδή, της τυπικής λογικής στις κρίσεις μας δεν αποτελούσε πάντοτε αυτονόητο εργαλείο. Ούτε επίσης το περιεχόμενο του Λογικού παρέμεινε αμετάβλητο στους χρόνους που πέρασαν.
Ο Ορθός Λόγος, μπορούμε να πούμε ότι «ανακαλύφτηκε» από τους αρχαίους Έλληνες στον καιρό της δόξας τους, και ότι με τη χρήση αυτού μπόρεσαν να παράγουν έργα θεατρικά, ποιητικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν στα δεκανίκια έξωθεν δυνάμεων, αποκαλύψεων, μυστηρίων, δεισιδαιμονιών και προλήψεων.
Η παρακμή του ελληνισμού συνοδεύεται μοιραία και με την εξορία και παρακμή του ορθολογισμού, εποχή που συμπίπτει με την άνοδο και επικράτηση του χριστιανισμού και που συνιστά τον πρώιμο Μεσαίωνα. Το νέο παράδειγμα που κυριαρχεί είναι αυτό της πίστης, του δόγματος, της σωτηρίας της ψυχής, της εξ’ αποκαλύψεως αλήθειας αντί της κριτικής σκέψης. Η Θεολογία πλέον ταυτίζεται με τη Φιλοσοφία που σε αντίθεση με αυτήν, εδράζεται σε ένα στενό πυρήνα ανορθολογισμών, αποκλεισμένων από κάθε λογική διερεύνηση. Ο Ορθός Λόγος χάνει την πρωτεύουσα θέση του στο Μεσαιωνικό αξιακό σύστημα, εκτοπιζόμενος από την Πίστη, σαν ιεραρχικά ανώτερη δύναμη προσέγγισης της αλήθειας.
Η επαναεισαγωγή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην Ευρώπη από τους Άραβες, με την κατάκτηση και κατοχή της Ιβηρικής, γίνεται κατά τον 8ο αιώνα, ενώ η προσπάθεια συμβιβασμού Πίστης και Λογικής και το πάντρεμα του Αριστοτελικού εμπειρισμού με το θεολογικό λόγο γίνεται αρκετά αργότερα, κατά τον 13ο αιώνα, με τον Θωμά Ακυινάτη. Από κει και πέρα, ο χρόνος αρχίζει να κυλά αντίστροφα πλέον για την πρωτοκαθεδρία της Πίστης.
Ο Ορθός Λόγος ξαναστήνεται, έμπλεος δόξης πλέον, στο βάθρο του κατά την Αναγέννηση και μετέπειτα στο Διαφωτισμό, (16ο-18ο αιώνα), με το να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των ανθρώπων, των μεταξύ τους σχέσεων και των σχέσεών τους με τη φύση. Η περαιτέρω έκρηξη των φυσικών επιστημών και πολύ αργότερα της τεχνολογίας θα του αποδώσει περισσότερα διαπιστευτήρια στα χρόνια που έρχονται.
Η υπέρμετρη όμως πίστη σε κάτι, στην προκειμένη περίπτωση στο Λογικό, δεν μπορεί παρά να γεννήσει αντίρροπες σκέψεις και δυνάμεις. Το ρομαντικό κίνημα κατά το 18ο-19ο αιώνα δεν αποτελεί παρά κίνημα εξύμνησης εννοιών και ιδιοτήτων παραγκωνισμένων από την ορθολογιστική λαίλαπα, όπως τα συναισθήματα, η φαντασία, το όνειρο, το ένστικτο, η διόραση.
Τόσο ο ύστερος 19ος όσο και ο πρώιμος 20ος αιώνας σημαδεύονται από την πάλη του ορθολογικού και του ρομαντικού στοιχείου, απόρροια της οποίας είναι διάφορα επί μέρους κινήματα και στάσεις. Ο σουρεαλισμός, για παράδειγμα, στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν είναι παρά μια ρομαντική αντίδραση στην εξύμνηση της ψυχρής λογικής, σαν του μοναδικού και αξιόπιστου παράγοντα πρόσληψης και εξήγησης του κόσμου, είτε του φυσικού, είτε των κοινωνιών. Από την άλλη μεριά, η ανάδυση και επικράτηση της «τεχνοκρατικής» λογικής, στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα, δεν είναι παρά απόρροια της εκρηκτικής ανάπτυξης της τεχνολογίας και του νέου τρόπου οργάνωσης των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων.
Μέσα από την συνοπτική και αναπόφευκτα σχηματική αυτή ανασκόπηση, βλέπουμε την πορεία της Δύσης μέσα από διαδοχικούς κύκλους ορθολογικών και ανορθολογικών στάσεων, με πότε τη μία και πότε την άλλη στάση να κυριαρχεί.
Μέσα από την συνοπτική και αναπόφευκτα σχηματική αυτή ανασκόπηση, βλέπουμε την πορεία της Δύσης μέσα από διαδοχικούς κύκλους ορθολογικών και ανορθολογικών στάσεων, με πότε τη μία και πότε την άλλη στάση να κυριαρχεί.
Θα φανεί ίσως αρκετά παράξενο, αλλά το περιεχόμενο του Ορθού Λόγου δεν παρέμεινε αμετάβλητο στο χρόνο, καθώς αλλιώς αντιλαμβάνονταν το λογικό οι αρχαίοι μας πρόγονοι, αλλιώς οι μεσαιωνικοί συνάνθρωποί μας, αλλιώς ο Καρτέσιος και αλλιώς οι συγκαιρινοί μας. Για παράδειγμα, αν ο Ορθός Λόγος αποτελεί προϋπόθεση Ελευθερίας, στους αρχαίους ημών προγόνους, η ελευθερία εκλαμβανόταν στην αρνητική της εκδοχή, δηλαδή σαν «ελευθερία από» δουλεία, κ.λ.π., ενώ στον νεωτερικό άνθρωπο σαν «ελευθερία για να...», δηλαδή στην θετική της εκδοχή.
Δηλαδή, στην ερώτηση «τί είναι Λογικό;» καθ’ ένας απ’ αυτούς τους ιστορικούς ανθρώπους θα έδινε και διαφορετική απάντηση.
Οι διάφοροι τύποι της λογικής διαφέρουν ως προς τα αξιολογικά, μεθοδολογικά και διανοητικά τους εργαλεία και στο πώς κατανοούν τις σχέσεις ανάμεσα στο νου, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα.
Παρά ταύτα, σε όσους συνεχίζουν ακράδαντα να πιστεύουν σε μια γραμμική και απαρέγκλιτη πορεία της Ιστορίας προς ό,τι φαντασιώνονται ότι συνιστά Πρόοδο ή τελική λύση, με την επικυριαρχία του Ορθολογικού επί των σκοτεινών δυνάμεων, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Ανορθολογικό είναι όχι μόνο προ των πυλών, μα τις έχει ήδη διαβεί με όλη την ορμή και τον κουρνιαχτό μιας Μεσαιωνικής λεγεώνας.
Ήδη τις τελευταίες δεκαετίες, η αναβίωση και η επέλαση ενός εσμού ανορθολογισμών, όπως αστρολογία, ανατολικός μυστικισμός, ενεργειακή ιατρική, ομοιοπαθητική, ψευδοθρησκευτικές ή ημιεπιστημονικές θεραπείες, πνευματισμός, γιόγκα, κ.λ.π., δεν μπορεί να ιδωθεί παρά σαν αντίδραση στο βάρος και τον αντιανθρωπισμό του « Εργαλειακού/Τεχνοκρατικού Λόγου », ο οποίος και φέρεται σαν η κακέκτυπη, διαστρεβλωμένη εκδοχή του Ορθού Λόγου στη σύγχρονη εποχή.
Τί είναι όμως λογικό;
Μπροστά στην αμηχανία που γεννά η ερώτηση, ο μέσος άνθρωπος σήμερα, θ’ απαντήσει ότι λογικό είναι ό,τι χρήσιμο, ό,τι εξυπηρετεί τον ίδιο και την κοινωνία, εφ’ όσον φυσικά αποτελεί μέλος της. Αυτός ο τύπος λογικής όμως, που ασχολείται με τα μέσα και όχι με τους σκοπούς, θεωρώντας τούς τελευταίους λογικούς εφ’ όσον εξυπηρετούν δικές του επιδιώξεις, είναι τελείως ξένος με τον τύπο εκείνο της λογικής που πρεσβεύει ότι ένας στόχος μπορεί να είναι λογικός καθ’ εαυτόν, χωρίς απαραίτητα ν’ αναφέρεται σε κάποιο είδος υποκειμενικού κέρδους, (Δείτε, Max Horkheimer, «Η έκλειψη του Λόγου», εκδ. Κριτική, 1987). Ο τελευταίος αυτός τρόπος σκέψης απαντάται στα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνα και Αριστοτέλη και στον Γερμανικό Ιδεαλισμό και είναι φανερό ότι είναι παντελώς ξένος με τον τρέχοντα τρόπο κατανόησης της λογικότητας μιας πράξης για παράδειγμα.
Τι είναι ο Εργαλειακός Λόγος;
Είναι το είδος εκείνο της ορθολογικότητας που ασκούμε όταν υπολογίζουμε την οικονομικότερη προσαρμογή των μέσων σ’ ένα δεδομένο σκοπό. Η μεγίστη αποδοτικότητα, η καλύτερη αναλογία κόστους/αποτελέσματος είναι το κριτήριο επιτυχίας της. Ακόμη, ο Εργαλειακός Λόγος, βάζει στον πυρήνα του μια ανορθολογική, αλλά πάντα υστερόβουλη, αρχή την οποία κατόπιν θέλει να εξυπηρετήσει με ορθολογικό τρόπο.