Εν τω μεταξύ πέρασαν χρόνια, μεγαλώσαμε, βγήκαμε στην αγορά, πουλήσαμε και πουληθήκαμε, αλλάξαμε δουλειές και κάποια στιγμή διαπιστώσαμε ότι πράγματι την αλλοτρίωση σαν λέξη, όλο και λιγότερο την συναντούσαμε στον καθημερινό λόγο και στους στόχους και τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, σαν να είχε πια ξεπεραστεί σαν έννοια, όπως συμβαίνει με κάποιες λέξεις που δεν μιλάει πια κανείς γιαυτές, όταν το αντικείμενο ή η συμπεριφορά στα οποία αναφέρονταν έχουν τελειώσει τον ιστορικό τους κύκλο και έχουν σβήσει.
Η αλήθεια όμως είναι ότι η αλλοτρίωση σαν λέξη εξέπνευσε μεν, το περιεχόμενό της όμως παρέμεινε να αιωρείται ανώνυμο και γιαυτόν ακριβώς το λόγο απειλητικό, όπως συμβαίνει με μια αρρώστια που δεν την εντοπίσανε ακόμα, που δεν την περιγράψανε, που δεν της δώσανε όνομα, ώστε ν’ αρχίσουν να ψάχνουν και για τη γιατρειά της.
Όταν η εργασία θεοποιείται, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και σπάνια, κανείς πια δεν τολμάει να μιλήσει για αλλοτρίωση.
Μπορεί να μην μιλάει, την οσμίζεται όμως όπως πλανάται στον αέρα, κι αγριεύει απ’ την οσμή, όπως το κυνηγημένο ζώο που δεν μπορεί να δει, αλλά αισθάνεται ότι κάπου κοντά είναι ο εχθρός που με τα νύχια έξω παραμονεύει στο σκοτάδι.
Συχνά, συναντώ ανθρώπους με κάμποσα χρόνια εργασίας στην πλάτη, μπουχτισμένους, αηδιασμένους και εξαντλημένους, που ασφυκτιούν στον μολυσμένο αέρα της μισθωτής εργασίας και ειδικά της μισθωτής εργασίας στην Επιχείρηση. Και δεν είναι μόνο τα βαριά ωράρια, οι ευθύνες, το κυνήγι των στόχων, το στρίμωγμα, το άγχος, το στρες αυτά που δεν αντέχονται, αλλά η ανοησία και η ματαιότητα του αντικειμένου τους, η αποξένωση από το προϊόν που παράγουν, η έλλειψη ουσιαστικού στόχου, η αχρηστεία που αισθάνονται, η σπατάλη δυνάμεων, στην καλύτερη περίπτωση σε σκοπούς ηλίθιους, αν όχι δυνητικά καταστροφικούς. Και αυτό το βάρος δεν αντέχεται. Και μάλιστα σε καθημερινή βάση. Χρειάζεται μεγάλο κουράγιο να παίρνεις τα πόδια σου κάθε πρωί για να υπηρετήσεις μια ανοησία, να διεκπεραιώσεις ένα πλάνο, που όταν μπορείς να το αναλογιστείς, βγαίνοντας λιγάκι απ’ έξω, με νηφαλιότητα και ευθυκρισία, φαντάζει το λιγότερο κωμικό και άχρηστο.
Πόσο εύκολα και με τι ενθουσιασμό θα επιστρατεύσει κάποιος τις γνώσεις και τις δημιουργικές του δυνάμεις για να σχεδιάσει ή να πουλήσει ένα άλλο προϊόν, στο βαθμό που η αγορά είναι γεμάτη από χιλιάδες άλλα ομοειδή, πολλά εκ των οποίων είναι και εκ προοιμίου άχρηστα; Ποιο το νόημα όλης αυτής της σπατάλης, όλης αυτής της παπαρολογίας και ψευδολογίας, της παραπλάνησης και λογοκοπίας, της χειραγώγησης και κινδυνολογίας, που πρέπει να επιστρατευτούν για να καταστούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων χρήσιμα και απαραίτητα; Πόσο πρέπει να στραγγίξεις τον εαυτό σου για να πείσεις ότι αυτό το trendy πουκάμισο, για παράδειγμα, είναι καλύτερο από τα χιλιάδες άλλα; Και ποιος λογικός άνθρωπος στο τέλος της ημέρας αντλεί ευχαρίστηση, αισθάνεται πλήρης και δικαιωμένος αν κατορθώσει να πουλήσει μερικές δεκάδες ή έστω χιλιάδες απ’ αυτά στην αγορά; Μα, αν συνέβαιναν όλα αυτά δεν θα χρειάζονταν οι χιλιάδες θεραπευτές, ψυχοθεραπευτές, τα θέρετρα ανάκαμψης και οι αναρίθμητες τεχνικές χαλάρωσης, (μασκαρεμένα αντιεμετικά), που επιστρατεύονται σωρηδόν για να επισκευάζουν προσωρινά τις μάζες των εργαζομένων πριν ριχτούν ξανά και ξανά μέχρι τελικής απόσυρσης στο λάκκο με τα φίδια.
Είναι όμως η αλλοτρίωση της εργασίας θέμα ψυχολογικό και προσωπικό του καθενός;
Όχι φυσικά, είναι αποτέλεσμα της Οικονομίας, της συγκεκριμένης όμως οικονομίας. Και της Ανάπτυξη, της συγκεκριμένης όμως ανάπτυξης.
Ποιος αντέχει να ζει καθημερινά μέσα σ’ αυτή την ψευτιά, σε ένα τόσο ψυχοφθόρο περιβάλλον; Τι μεγάλη στ’ αλήθεια διαστροφή! Και πόσο πιέστηκαν για να τη συνηθίσουν!
Οι περισσότεροι πια γνωρίζουν ότι το ΑΕΠ δεν λέει και πολλά πράγματα για την ευημερία μιας χώρας, Είναι ένας ανόητος δείκτης ο οποίος, όπως και τα παιδιά της πρώτης, γνωρίζει μόνο πρόσθεση. Τα καλά μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι με τα κακά, στο βαθμό που μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή, η οποία θα θέσει όμως σε κίνηση την οικονομία της Υγείας για παράδειγμα, να λαμβάνει θετικό πρόσημο ως προς την ανάπτυξη και η χρονιά αυτή να θεωρείται μια πολύ τυχερή εν γένει χρονιά. Και η Οικονομία στηρίζεται πολύ στο ΑΕΠ και σε άλλους εξ ίσου ηλίθιους δείκτες, το οποίο δεν θα ήταν και τόσο κακό, αν δεν ήταν άνθρωποι αυτοί οι οποίοι θα έπρεπε να τους ικανοποιούν, αν δεν ήταν άνθρωποι αυτοί που θα έπρεπε να τρέχουν σαν ντοπαρισμένοι από τη μια μεγέθυνση στην επόμενη.
Μεγέθυνση, Ανάπτυξη, λέξεις φετίχ, που κανείς δεν διανοείται να αμφισβητήσει και ν’ αναρωτηθεί για το περιεχόμενο και τα όριά τους. Φαντάζομαι ότι στις σημερινές συνθήκες, αυτός που θα τολμήσει να διατυπώσει τη θέση ότι «μπορούμε να ζήσουμε και με μικρότερη ανάπτυξη και με μικρότερο εισόδημα, αρκεί να αυξήσουμε τον ελεύθερο χρόνο και να μειώσουμε την εργασιακή πίεση» θα θεωρηθεί τόσο βέβηλος και ανατρεπτικός, όσο ο κομουνιστής στην Αμερική τον καιρό του Μακάρθυ. Το ίδιο και αυτός που θα θελήσει να πει ότι μπορούμε να ζήσουμε και με λιγότερα προϊόντα και με μικρότερη κατανάλωση, αρκεί να κρατήσουμε ζωντανό τον πλανήτη, την ανθρωπιά μας και τους ανθρώπους που αγαπάμε. Κι όμως σαν ένα μικρό, ελάχιστο παράδειγμα θ’ αναφερθώ στη Γαλλία και στην συναίνεση των Γάλλων να μειώσουν τις ώρες εργασίας με κόστος ένα μικρότερο εισόδημα.
Δεν μπορεί. Αυτή η μορφή οικονομίας και αυτή η οργάνωση της κοινωνίας δεν αποτελούν και τη μοναδική επιλογή. Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να εθελοτυφλούμε και να σερνόμαστε πίσω από ένα σύστημα το οποίο δεδηλωμένα για να επιζήσει πρέπει να στηρίζεται στην όλο και μεγαλύτερη, στην όλο και με ταχύτερους ρυθμούς κατανάλωση και αφαίμαξη φυσικών και ανθρώπινων πόρων αντίστοιχα. Μα, είναι ηλίου φαεινότερο ότι αν τα φάμε όλα, στο τέλος δεν θα μένει παρά να φάμε και το κεφάλι μας.
Μα είμαστε σοβαροί τέλος πάντων;