Το ξέραμε, δεν ήταν ότι δεν το ξέραμε. Αλλά μετά τα σημερινά αιματηρά γεγονότα στα ανοιχτά της Γάζας, η γνώση αυτή αποκτάει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Είδατε οι σοσιαλιστές; O καθένας εφαρμόζει το σοσιαλισμό στο πόστο του, όπως μπορεί.
Το ξέραμε, δεν ήταν ότι δεν το ξέραμε. Αλλά μετά τα σημερινά αιματηρά γεγονότα στα ανοιχτά της Γάζας, η γνώση αυτή αποκτάει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Είδατε οι σοσιαλιστές; O καθένας εφαρμόζει το σοσιαλισμό στο πόστο του, όπως μπορεί.
Η Οικονομική σκαρφάλωσε στο βάθρο των επιστημών πολύ αργότερα από τις φυσικές, τις επονομαζόμενες και «σκληρές» επιστήμες, υποθέτω όταν το πνεύμα του λογικού θετικισμού που εκπορεύτηκε από τον Κοντ είχε ωριμάσει αρκετά ώστε ν’ αρχίσει να διακρίνει αυστηρούς νόμους και υποτιθέμενες κανονικότητες και μέσα στο πεδίο ερεύνης των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Με το επακόλουθο πάντρεμα της οικονομίας με τα μαθηματικά, γεγονός που έλαβε χώρα σαφώς μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, η οικονομική αναβαθμίστηκε αισθητά, ανέβηκε δηλαδή αρκετά levels στην πίστα των επιστημών, όπως θα λέγαμε κοινά, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε μια σκοτεινή, αυτοαναφορική και αντικοινωνική δραστηριότητα, τα αποτελέσματα της οποίας είναι σήμερα σε όλους ορατά.
Το ότι η Οικονομική, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστήμη με όλη τη σημασία της λέξης, οφείλεται στο εγγενές έλλειμμα αντικειμενικότητας που τη διακρίνει, με την έννοια ότι στο δρόμο πριν απ’ αυτή πηγαίνει πάντα η ιδεολογία και η πολιτική. Η Οικονομική μπορεί να θεωρηθεί επιστήμη μόνο στο βαθμό που παρέχει τα εργαλεία και τις μεθόδους ανάλυσης. Το πώς όμως θα χρησιμοποιηθούν τα συγκεκριμένα εργαλεία, ποιες ποσότητες θα απομονωθούν, ποιες θα συστηματοποιηθούν και ποιες απ’ αυτές θα μετρηθούν, εξαρτάται από το είδος των πολιτικών που καλείται να υποστηρίξει.
Τα νεοκλασικά οικονομικά αποτελούν έναν ανεξάρτητο τρόπο ανάλυσης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, πίσω από τον οποίο όμως υπάρχει μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη για το τι είναι κοινωνία, για το τι είναι κράτος και για το είδος των μεταξύ τους σχέσεων. Παρ’ ότι με αρκετή δόση αυθαιρεσίας και αλαζονείας περιβλήθηκαν με το φωτοστέφανο της ορθοδοξίας και σφετερίστηκαν την έννοια του ορθολογικού, εξορίζοντας οποιαδήποτε άλλη αντίληψη στον καιάδα του παραλόγου, εν τούτοις πριν από τη συγκεκριμένη οικονομική σχολή είχαν αναπτυχθεί τα κεϋνσιανά οικονομικά, ακόμα πιο πριν τα μαρξιστικά οικονομικά, ενώ στο απώτερο παρελθόν η οικονομική δεν υφίστατο καν σαν αυτόνομη οντότητα.
Σ’ όλη τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας (20ος αι.) η κεϋνσιανή σχολή εναλλασσόταν με τη φιλελεύθερη ανάλογα με τις επιδιώξεις της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας η οποία και έντυνε με κύρος πότε τη μια και πότε την άλλη. Αν η προτεραιότητα της πολιτικής ηγεσίας ήταν η εξυπηρέτηση του κόσμου της εργασίας τότε για παράδειγμα εφάρμοζε τις κεϋνσιανές ή τις μαρξιστικές συνταγές, ενώ αν η προτεραιότητά της ήταν ο κόσμος του κεφαλαίου, τότε υιοθετούσε τη (νεο)φιλελεύθερη.
Επίσης, αν θεωρούσε το οικονομικό αποτέλεσμα ως απόρροια των δράσεων ανεξάρτητων ατόμων, τότε άνοιγε το νεοκλασικό συναξάρι, ενώ αν το εκλάμβανε ως συλλογική κοινωνική δραστηριότητα, τότε κατέβαζε από τη βιβλιοθήκη το κεϋνσιανό ή το μαρξιστικό ανάλογο. Άρα στη σχέση οικονομίας/πολιτικής την πρωτοκαθεδρία την κατέχει πάντα η πολιτική, την οποία έρχεται υπάκουα η οικονομία να εξυπηρετήσει. Όταν λοιπόν ο τύποις πρωθυπουργός διακηρύσσει, εν είδη ευαγγελικής αποκάλυψης, ότι τα μέτρα αποτελούν μονόδρομο, προφανώς και το εννοεί, φυσικά μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο πολιτικής που έχει εξ αρχής επιλέξει, και που είναι ο νεοφιλελευθερισμός.
Μετά από 30+ χρόνια επικυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού τόσο στην κοινωνία και το εποικοδόμημα, όσο και στις πανεπιστημιακές σχολές οι οποίες και τον αναπαράγουν, αδυνατώντας να σπάσουν τον φαύλο κύκλο, είναι φυσικό κάθε άλλη άποψη να φαντάζει παράλογη, αφύσικη, ανορθολογική και αναποτελεσματική. Κάτι που σε άλλες εποχές, με μια άλλη πολιτική εξουσία, η ίδια αυτή άποψη θα φαινόταν φυσιολογική και ορθόδοξη.
Η κυβέρνηση επομένως, επιλέγει εντελώς συνειδητά να πλήξει τον εργαζόμενο κόσμο, και να αφήσει ανέγγιχτο το κεφάλαιο, επειδή (και να μού συγχωρήσετε την ερμηνεία), σε ψυχολογικό επίπεδο δεν έχει καμία σχέση με τον πρώτο, παρά μονάχα μέσα από μια ομιχλώδη φαντασίωση, ενώ έχει πολύ μεγάλη σχέση με τον δεύτερο, τον οποίον και φυσιολογικά επιθυμεί να προστατέψει. Από κει και πέρα, η πρωταρχική αυτή επιλογή είναι δυνατόν να υποστηριχτεί με διάφορα ιδεολογήματα, όπως, για παράδειγμα, ότι η φορολογική ασυλία του κεφαλαίου θα δράσει θετικά προς τις επενδύσεις, άρα και προς τις νέες θέσεις εργασίας, γεγονός που από κτίσεως ελληνικού κράτους ουδέποτε συνέβη, λόγω της διεφθαρμένης, κρατικοδίαιτης, αρπαχτικής, ανίκανης και μιζαδόρικης ελληνικής αστικής τάξης. Ή όπως ότι η ολοκληρωτική φοροαπαλλαγή του εφοπλιστικού κεφαλαίου θα αυξήσει τη ροή συναλλάγματος, ή ότι η εξαίρεση της εκκλησίας θα εξασφαλίσει στον καθένα από το χριστεπώνυμο πλήθος κι από μια σουίτα στον παράδεισο...
Αυτό λοιπόν που πρέπει να συνειδητοποιήσει ο καθένας μας είναι ότι τα μέτρα συνιστούν μονόδρομο μόνο στη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, που ουσιαστικά είναι η επιλογή του κεφαλαίου. Η μόνη αναγκαιοτητα είναι η αναγκαιότητα του κεφαλαίου και καμιά άλλη. Τελεία.
Το να ακούς τον Richard ή Ricki Wolff να μιλάει είναι μια ξεχωριστή και μοναδική εμπειρία. Πληθωρική και έντονη προσωπικότητα, δεν είναι μόνο αυτά που λέει, αλλά ο τρόπος που τα λέει, ο τρόπος που τα επεξηγεί, παραθέτοντας τα πιο πνευματώδη και εύστοχα παραδείγματα, διανθίζοντας τον λόγο με ανέκδοτα που παρεμβάλει στη ροή της όποιας οικονομικής ανάλυσης, αυτοσαρκαζόμενος, διηγούμενος επεισόδια από τη δική του βιογραφία, που ποτέ δεν είναι ασύνδετη από τη βιογραφία της ίδιας της Αμερικής, αλλά και σαρκάζοντας το ίδιο του το ακαδημαϊκό σινάφι με τις πλάνες και τις νεοφιλελεύθερες αγκυλώσεις του. Όχι πλέον, όπως μας πληροφόρησε. Τα πράγματα στις οικονομικές σχολές των πανεπιστημίων έχουν πάρει πια μια άλλη στροφή, αποκαθηλώνοντας το Σικάγο και τον κάποιον κ. Φρίντμαν, και αναστηλώνοντας τον κ. Κέυνς. Δεν θα ήταν καλή επιλογή να στείλετε τα παιδιά σας να σπουδάσουν νεο-κλασσικά οικονομικά, θα μείνουν στα σίγουρα άνεργα, ήταν η παραίνεση προς το ακροατήριο, απευθυνόμενος εμμέσως προς τους φοιτητές της ΑΣΟΕΕ, οι οποίοι και αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία.
Μαρξιστής από κούνια που λένε, πολιτικός ακτιβιστής ήδη από τα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ, μαρξιστής, όπως μάς επανέλαβε αρκετές φορές, με pedigree από τα τρία καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής, Harvard, Stanford και Yale, πρώτα μαθηματικός, οικονομολόγος στη συνέχεια κάτω από την επίβλεψη του Tobin (γνωστού από τον φόρο Tobin που εισηγήθηκε επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών), δυνατό χαρμάνι, που όξυνε και έντυσε με κύρος τη σκέψη του, με την οποία εκπόρθησε τα καλύτερα πανεπιστήμια αλλά και τον δημόσιο χώρο της χώρας του και όχι μόνο. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να είσαι μαρξιστής στην Αμερική, και μάλιστα στα χρόνια της αποθέωσης του νεοφιλελευθερισμού, αλλά άμα έρχεσαι από το Harvard, το Stanford και το Yale, όπως μάς τόνισε, πολλές πόρτες μπορούν ν’ ανοίξουν.
Το κύριο πεδίο δράσης του ήταν το πανεπιστήμιο Amherst στη Μασαχουσέτη, ένα μέρος στο πουθενά, όπου κανείς δεν είχε, κατά πως φάνηκε, και μεγάλη όρεξη να πάει, εκτός από τον ίδιο και άλλους τέσσερις από το ίδιο μαρξιστικό σινάφι που απαίτησαν να προσληφθούν και οι πέντε και μάλιστα σε μόνιμη θέση. Ή όλοι ή κανένας, ήταν ο εκβιασμός του Wolff. Μας διηγήθηκε πώς τα κατάφεραν τελικά, με τη διαμεσολάβηση προς τον πρόεδρο του πανεπιστημίου του ίδιου του Γκαλμπρέηθ, ο οποίος και αποδείχτηκε ισχυρότερο χαρτί από τον Πωλ Σάμουελσον, μιας και πίεζε κι αυτός με τη σειρά του προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να μην μετατραπεί η περιοχή σε μαρξιστικό άντρο. Φυσικά έχασε! Θέλοντας ο Wolff να εξηγήσει τη συγκεκριμένη ανάμειξη του Γκαλμπρέηθ, η κουβέντα επεκτάθηκε στον Πωλ Σουήζυ, φίλο του καρδιακό και εμβληματική φυσιογνωμία της αριστεράς στην Αμερική. Και να μερικά ενδιαφέροντα «κουτσομπολιά»....
Ο Σουήζυ προερχόταν από καλή οικογένεια της Αμερικής, από κάποιο παρακλάδι των Ρότσιλντ. Σπούδασε στο Harvard, πού αλλού(;), και ήταν τόσο καλός φοιτητής που ο καθηγητής του, ο πολύς Sumpeter τον προόριζε και για διάδοχο στην έδρα του. (Όπως βλέπεται γίνονται και τέτοια στην Αμερική). Ο Σουήζυ όμως είχε άλλη εξέλιξη. Τα χρόνια που πέρασε στην Ευρώπη, Αγγλία και Γαλλία, τον έφεραν σε επαφή με διάφορες μαρξιστικές αγέλες, κόλλησε τον ιό και όταν επέστρεψε μετά από χρόνια στην Αμερική ήταν τελειωμένος μαρξιστής, με την έδρα φυσικά στο Harvard να έχει πάει περίπατο.
Τότε ήταν που αποφάσισε να ιδρύσει μαζί με τον Huberman το περιοδικό Monthly Review, το οποίο, οποία έκπληξη(!), χρηματοδότησε ...ο ίδιος ο Αϊνστάιν, που εκείνη την εποχή δίδασκε στο Πρίνστον και έπαιρνε καλά λεφτά. Το Monthly Review στέριωσε, θέριεψε και συνεχίζει να εκδίδεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα, σε διάφορες γλώσσες, όπως και στα ελληνικά.
Η χθεσινή του ομιλία στην ΑΣΟΕΕ, επ’ αφορμή της γιγάντιας κρατικής παρέμβασης των ΗΠΑ για τη διάσωση των τραπεζών, της
Αναφερόμενος στο γνωστό γράφημα της χρονικής εξέλιξης της παραγωγικότητας και των μισθών από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα, όπου φαίνεται καθαρά η συστηματική και προοδευτικά αυξανόμενη υστέρηση των μισθών έναντι της παραγωγικότητας από το 1970 και εντεύθεν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονταν στην Αμερική διαδοχικά με τις νεοκλασικές, δεν άλλαξαν στο ελάχιστο την προαναφερθείσα τάση.
Ο Ρούσβελτ, με το New Deal είχε χρηματοδοτήσει τεράστια έργα, και είχε προσλάβει γύρω στα 11 εκατομμύρια ανέργους, αλλά η οικονομία συνέχισε να βρίσκεται σε ύφεση από την οποία δεν ξέφυγε παρά με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη μεγάλη αναθέρμανση της βιομηχανίας με την παραγωγή πολεμικού υλικού. Σήμερα ο Obama δεν κάνει τις ίδιες επιλογές, τουναντίον αφήνει την ανεργία να φουντώνει. Η διαφορά σε σχέση με το 1929 είναι η ανυπαρξία ισχυρών συνδικάτων και η έκλειψη του κομμουνιστικού κινδύνου.
Ο Wolff έχει επεξεργαστεί μια δική του θεωρία για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με την οποία μεταθέτει το κέντρο προσοχής από τα μακρο-, στα μικρο-οικονομικά και συγκεκριμένα στην αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους και από τους αντιπροσώπους των τοπικών κοινοτήτων. Όσοι επιθυμούν να εμβαθύνουν μπορούν να ανατρέξουν στη βιβλιογραφία και στην ιστοσελίδα του http://www.rdwolff.com για περισσότερα.
Τον τελευταίο καιρό ακούμε από διάφορες μεριές στο εξωτερικό για το πώς η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, για το πώς ολονών τα μάτια είναι στραμμένα στη χώρα μας, όχι πλέον για κάποιο κακό λόγο, για να μάς λοιδωρήσουν ή να μας απαξιώσουν, αλλά γιατί περιμένουν από μας τον επαναστατικό ξεσηκωμό που θα επιφέρει και την παγκόσμια λύτρωση! Στην αρχή ήμουν λιγάκι δύσπιστη, θεωρώντας όλα αυτά υπερβολές, αλλά ακούγοντάς τα με στόμφο από τον Harvey και τον Callinicos τις προάλλες, και ξανακούγοντάς τα και χθες από τον Wolff, τον οποίον, παρεμπιπτόντως, επιστρέφοντας από Ελλάδα τον περιμένουν για συνέντευξη σχετικά με την κατάσταση στη χώρα μας τόσο το
Με τόσα λοιπόν μάτια στραμμένα επάνω μας και έχοντας εκθρέψει τόσες προσδοκίες θα ήταν κρίμα να τους απογοητεύσουμε!
ΥΓ1. Στις απόψεις του R. Wolff για την κρίση είχα αναφερθεί σε μια προγενέστερη ανάρτηση, συγκεκριμένα στις 31/10/2008 με τίτλο "Ιστορική Αναδρομή της πρόσφατης Κρίσης στην Αμερική".
ΥΓ2. Η ομιλία ολόκληρη έχει βιντεοσκοπηθεί από το blog
http://sxoliastesxwrissynora.wordpress.com/
Mια πρώτη γεύση εδώ:
Και οι υπόλοιπες γεύσεις στου OMADEON
ΥΓ3. Ο Wolff δίνει μια δεύτερη διάλεξη-εμπειρία για την κρίση στην Αμερική, σήμερα Παρασκευή, στο οικονομικό πανεπιστήμιο, Ευριπίδου 14, 6ος όροφος, στις 6:30 μμ.
ΥΓ4. Γειά σου Omadeon!
Απ’ ότι μαθαίνω, το σήριαλ «Λεφτά Υπάρχουν», τα πρώτα επεισόδια του οποίου είχαν προαναγγελθεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο, αυτή την εποχή σπάει ταμεία. Παίζεται πρωί μεσημέρι βράδυ σε όλα τα κανάλια, με εναλλασσόμενους πρωταγωνιστές, από τους κακομοιριασμένους μισθωτούς και συνταξιούχους στα πρώτα επεισόδια, στις φίρμες και στις λαμπερές προσωπικότητες, στα τρέχοντα, έτσι για να μην αισθάνεται κανείς αποκλεισμένος από την εθνική αυτή υπερπαραγωγή.
Τα σήριαλς ως γνωστόν έχουν δυο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον δεν τελειώνουν ποτέ, με το να διαιωνίζουν μια ιστορία στο διηνεκές, και δεύτερον καθηλώνουν και αποκοιμίζουν. Μέσα λοιπόν στο συγκεκριμένο κλίμα, η ταινία με τον τίτλο «Πού θα Πάνε τα Λεφτά» δεν βρίσκει ούτε μια αίθουσα στο κέντρο να παιχτεί, παρά σε κάποιες περιθωριακές, στην περιφέρεια της πόλης και σε δύσκολες, εκτός prime time, προβολές.
Στην απαγορευμένη αυτή ταινία, οι σκηνοθέτες δεν παύουν μεθοδικά να μας υπενθυμίζουν ότι οι εισπράξεις της ταινίας «Λεφτά Υπάρχουν» δεν πρόκειται να διατεθούν στην εγχώρια παραγωγή, αλλά ότι θα εξαχθούν παραχρήμα για την χρηματοδότηση ξένων παραγωγών με ενδεικτικούς τίτλους, «Ο φτωχός τραπεζίτης», «Τα γεράκια των funds», «Πάρε τα λεφτά και τρέχα», «Η μεγάλη ληστεία» κλπ.
Έχω όμως την πεποίθηση ότι, ενώ κανείς δεν θα είχε αντίρρηση να προσφέρει τον οβολόν του για να τονώσει την εθνική κινηματογραφική παραγωγή, δεν θα έκανε το ίδιο αν γνώριζε ότι ο οβολός του, τον οποίον μάλιστα θα έδινε και από το υστέρημά του, θα χρησιμοποιείτο για τη χρηματοδότηση ξένων ταινιών, με κακό μάλιστα σενάριο και υπέρογκο budget, τις οποίες θα έπρεπε να εισάγει κι από πάνω για να μπορεί να τις βλέπει.
Σκεφτείτε για παράδειγμα, πώς θα αντιδρούσε ο ελληνικός λαός στην κατοχή, αν η τότε κατοχική κυβέρνηση θέσπιζε ειδικό φόρο υπέρ γερμανικών ταινιών για να ψυχαγωγούνται τα γερμανικά στρατά στα ανατολικά και δυτικά μέτωπα. Θα τους έπαιρνε στο κυνήγι, όπως και τελικά έγινε. Όσα βέβαια πρόφτασαν, τα πήραν κι έτσι μπόρεσε να κάνει η Ρίφενσταλ κάποια μικρού μόνο μήκους ντοκιμαντέρ, τα υπόλοιπα όμως, για να τα πάρουν αναγκάστηκαν να πληρώσουν οι ίδιοι φόρο, και μάλιστα αίματος.
Στις τωρινές λοιπόν συνθήκες, ο λαός θα μπορούσε είτε να σταματήσει να δίνει τον οβολόν του, είτε να αναλάβει ο ίδιος την κινηματογραφική παραγωγή της χώρας, αρχίζοντας μάλιστα με μια εγχώρια εκδοχή του προσφιλούς Robin Hood. Λεφτά Υπάρχουν!
Στο παρόν σημείωμα θα ήθελα να ασχοληθώ με μια αρκετά διαδεδομένη παρεξήγηση σχετικά με το αν εάν έχει ή δεν έχει τελικά καταργηθεί η13η και η 14η σύνταξη. Το μέτρο αυτό, πέραν πάσης αμφιβολίας είναι καθολικό και αφορά όλους τους συνταξιούχους, τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου τομέα, ακόμα και αυτούς που εισπράττουν το ευτελέστατο ποσό των 330 ευρώ, όπως είναι οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ. Και είναι πάρα πολλοί αυτοί που καλούνται να θρέψουν το ασθενικό τους σαρκίον, και να πληρώσουν ρεύμα, νερό, τηλέφωνο και πετρέλαιο με μόνο 11 ευρώ την ημέρα. Άδικον μεν, αναγκαίον δε, όπως δεν χάνουν την ευκαιρία να διαβεβαιώνουν οι ψιττακοί της ζούγκλας των 8, διαμορφώνοντας και όχι ανταποκρινόμενοι στο κοινό αίσθημα.
Παράλληλα, οι ελληνόφωνοι (και αυτό παίζεται) τοποτηρητές της διεθνούς τοκογλυφίας, που γι αυτούς ο συνταξιούχος του ΟΓΑ αποτελεί την προσωποποίηση του σύγχρονου έλληνα κομπιναδόρου και καταχραστή του κοινοτικού χρήματος, σπεύδουν να επιδείξουν τα φιλεύσπλαχνα και ανώτερα φιλοζωικά τους αισθήματα, θεσπίζοντας ένα έκτακτο βοήθημα, τέτοιο που να φαίνεται ότι αντισταθμίζει ολικώς ή μερικώς τις αποκεφαλισθείσες συντάξεις.
Εφαρμόζοντας λοιπόν μια στοιχειώδη λογιστική, οι συνταξιούχοι το ΟΓΑ, όπως και οι υπόλοιπες κατηγορίες χαμηλοσυνταξιούχων αποφαίνονται πασίχαροι ότι μπορούν να συνεχίζουν, στρίβοντας καθησυχασμένοι κι από το άλλο πλευρό, τον ύπνο του δικαίου, χωρίς καν να μπαίνουν στον κόπο ν’ αναρωτηθούν για ποιο λόγο κάποιος που ενώ από τη μια μεριά τους κόβει τις συντάξεις, από την άλλη απλόχερα τούς τις αναπληρώνει. Μια δουλειά που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε τακτοποιηθεί με μια “IF THEN” statement στο λογισμικό που τις υπολογίζει.
Κι όμως, η ως άνω περίεργη και εκ πρώτης όψεως ανορθολογική διευθέτηση αυτού του τόσο ευαίσθητου ζητήματος είναι δύσκολο να εξηγηθεί χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν το κοινό ενοποιητικό υπόβαθρο της ειδεχθούς κυβερνητικής λογικής, που είναι η καθ’ έξιν εξαπάτηση, η κουτοπονηριά, η χειραγώγηση, η δημαγωγία, και η διαστρέβλωση της αλήθειας. Τούτων δοθέντων, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τον απώτερο σκοπό της, που είναι ο αποκεφαλισμός εν ευθέτω χρόνω, και αυτού του ίδιου του βοηθήματος, με τον ίδιο ανάλαφρο και εύκολο τρόπο που γνωρίζει η κυβέρνηση, τύποις επονομαζόμενη και ελληνική και ακόμα πιο τύποις σοσιαλιστική, να εξαερώνει και τα οποιαδήποτε άλλα υποσχεθέντα επιδόματα αλληλεγγύης προς άλλες κατηγορίες αδυνάτων.
Μια σύνταξη είναι δύσκολο να καταργηθεί, θέλει νόμους και παρανόμους, ενώ ένα επίδομα όσο εύκολα έρχεται, τόσο εύκολα μπορεί και να παρέλθει, αποσυρμένο από ένα άκαρδο χέρι.
Μού είναι αδιανόητο να φανταστώ πως μπορεί και υπάρχουν γύρω μας τέτοιοι «άνθρωποι», που τους επιτρέπει η συνείδησή τους να κάθονται και να ξοδεύουν το διεστραμμένο τους μυαλό, στο να εφευρίσκουν τους πιο ύπουλους τρόπους για να εξαπατήσουν και να αφαιμάξουν τα εξαθλιωμένα αυτά γεροντάκια των 330 ευρώ.
Ας μπούμε λοιπόν στη θέση τους, και ας αναρωτηθούμε, αν κι ο καθένας απ’ εμάς θα άντεχε να κάνει το ίδιο....Είμαι σίγουρη ότι και μόνο στην ιδέα, θα μάς σηκώνονταν οι τρίχες ορθές, θα ξερνούσαμε από αηδία, και θα το βάζαμε στα πόδια για να απαλλαγούμε από την ιερόσυλη αυτή σκέψη.
Κι όμως αγαπητοί μου υπάρχουν. Μένει να δούμε ως πότε θα είναι ανάμεσά μας και θα μάς μολύνουν.
Πρώτα πρώτα μάς εμφανίστηκε σαν αντιεξουσιαστής. Κύκλωσε το «άλφα» στη λεζάντα του Πασόκ και νόμισε ότι έγινε δεκαπεντάχρονος εξαρχιώτης. Έτσι, ξεμπερδέψαμε με τα Εξάρχεια, σκέφτηκε με το μικρό του μυαλουδάκι. Και το χειρότερο, νόμισε ότι κι εμείς μαζί μ’ αυτόν, αυτό το ίδιο νομίσαμε.
Μετά όταν προσκάλεσε το ΔΝΤ, και αρχίσανε οι πρώτες πετριές, θυμήθηκε πόσο ωραία ήταν τότε, που τα παιδάκια, στα παραμύθια που του διάβαζε η γιαγιά του, πετάγανε πέτρες στα κεραμίδια στις βρωμόγατες, και έκανε την καρδιά μας να ματώνει, όταν κάθε φορά τον ακούγαμε να λέει με παράπονο, πόσο θα ήθελε κι αυτός αν δεν ήταν ο οικοδεσπότης, να πέταγε μαζί μας πέτρες, και να ξελαφρώνει.
Στο κατόπι, σε κάθε διαδήλωση, τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω απ’ τις κουρτίνες να ξερογλείφεται που δεν μπορούσε πάλι να έρθει κάτω και να διαμαρτυρηθεί για τους κακούς του επισκέπτες, που ήρθαν και τού κάθισαν στο σβέρκο του παιδιού, σαν μια καινούργια αυταρχική μητέρα.
Ότι και να κάναμε, μάς ζήλευε, και μάς φθονούσε. Είχαμε φωνή εμείς, ήθελε να μας την πάρει. Είχαμε πέτρες εμείς, ήθελε κι αυτές να τις κάνει δικές του. Σαν να ήταν κάποιος άλλος αυτός, σαν να μην ήτανε ο ίδιος για τον οποίον προορίζονταν οι πέτρες και οι φωνές.
Αν δεν θέλαμε να πούμε ότι είναι ακόμα ανώριμο παιδί, αν δεν θέλαμε να πούμε ότι είναι διχασμένη προσωπικότητα, τότε κάλλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας μεγάλος Λαϊκιστής, και μάλιστα με περικεφαλαία.
Εδώ και μέρες, από την Κυριακή αν δεν απατώμαι, η Ελευθεροτυπία έχει ανοίξει ένα καινούργιο κεφάλαιο, με το όνομα «Διάλογος για την Αριστερά», όπου παρουσιάζονται οι απόψεις δέκα προς το παρόν πολιτικών και πανεπιστημιακών. Τα μέχρι τώρα δημοσιευμένα κείμενα τα έχουμε αναρτήσει στο youpayyourcrisis, όπου μπορείτε να τα διαβάσετε με την ησυχία σας.
Αν ρίξετε μια γρήγορη ματιά στα ονόματα των συγγραφέων, αντιλαμβάνεστε αμέσως ότι σχεδόν στο σύνολό τους προέρχονται, είτε ως πολιτικοί, είτε ως φίλοι, είτε ως συμπαθούντες, είτε ως «πέρασα απ’ έξω, είδα φως και μπήκα», από τον χώρο του ΣΥΝ και του Σύριζα, γεγονός που δεν μπορώ ν’ αφήσω ασχολίαστο. Πρώτον, γιατί η ταμπέλα της Αριστεράς όπως ετέθη στην εφημερίδα, φαίνεται να καλύπτει μόνο τον συγκεκριμένο χώρο και ν’ αφήνει απ’ έξω τον άλλο, του ΚΚΕ, και του Ανταρσύα, μιας και μέσα στα δέκα δεν εντόπισα κάποιον που εμφανώς να τους εκπροσωπεί, και δεύτερον, γιατί ενώ κατά κανόνα ο ΣΥΝ και Σύριζα υπερεκπροσωπούνται στα γράμματα και τις τέχνες, στα εκλογικά συστηματικά την πατάνε.
Τι ήθελα κι έκανα αυτές τις σκέψεις, οι συνειρμοί που ακολούθησαν ήταν τόσοι πολλοί, που με ξενύχτισαν.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η κατάσταση σήμερα ως έχει είναι επιεικώς σκατά. Οι εργαζόμενοι χτυπιούνται σαν τα χταπόδια, τόσο που έχουν χάσει πια το μπούσουλα για το τι είναι αυτό που τους χτυπάει τη μια στιγμή και τι είναι εκείνο, την αμέσως επομένη. Η οργή, είναι τεράστια, το ίδιο όμως και το αδιέξοδο. Τόσο οι δημοσκοπήσεις, όσο σοβαρά μπορεί να τις πάρει κανείς, όσο και κατ’ ιδίαν, αυτό που ακούς καθημερινά είναι η καθολική απαξίωση, ο χλευασμός, το μίσος, η περιφρόνηση και η δυσπιστία προς το σύνολο των πολιτικών, των κομμάτων και των ιδεολογιών. Τίποτε δεν φαίνεται να παραμένει όρθιο μπροστά στη μήνι του κόσμου που τα σαρώνει, ούτε η δεξιά, ούτε η αριστερά, ούτε το μπρος, ούτε το πίσω. Πραγματικό πολιτικό κενό. Απύθμενο και ερεβώδες.
Τι κάνουμε λοιπόν; Πού θα βρούμε την σχισμή, να την ανοίξουμε για να περάσουμε στην αντιπέρα όχθη με το χλωρό χορτάρι; Το τοπίο όπου και να κοιτάξεις, χέρσο. Και όσο και να καρφώνουμε τα μάτια προς τον ορίζοντα, κανένας Μεσσίας δεν φαίνεται καβάλα στ’ άλογο να ξεπροβάλει. Μα θα σου πούνε, δεν χρειαζόμαστε Μεσσίες. Ένα κίνημα χρειαζόμαστε, λαϊκό και μαζικό. Δεκτόν. Αλλά πού βρίσκεις αυτές τις μέρες κίνημα για να γίνει Μεσσίας στη θέση του Μεσσία; Φτιάχνεται, θα σου πούνε. Ψήνεται, σιγά σιγά στο φούρνο, σαν το κέικ. Μόνο που αργεί, ο φούρνος δεν λέει ν' ανεβάσει θερμοκρασία, και ώσπου να κορώσει, αν ποτέ, οι μισοί θα έχουνε ήδη πεθάνει απ’ τις κακουχίες. Αυτά λοιπόν βλέπει ο κόσμος κι απελπίζεται.
«Δεν γίνεται τίποτε», είναι η φράση που έχει καθίσει σαν έρπης στα χείλη του καθενός. Μπορεί να μην γίνεται τίποτε με τα υπάρχοντα δοκιμασμένα, αλλά απαξιωμένα και αναποτελεσματικά εργαλεία διάσωσης, από την άλλη όμως, ο κόσμος προσβλέπει σε κάποιο καινούργιο σωστικό εργαλείο, με τη μορφή ας πούμε ενός καινούργιου κόμματος. Το αίτημα αυτό έχει ήδη αποτυπωθεί καθαρά και δημοσκοπικά, και επιπλέον στις συνθήκες που βρισκόμαστε η συγκεκριμένη λέμβος σωτηρίας είναι ένα μέσον καθ’ όλα ρεαλιστικό.
Ποιος θα κάνει λοιπόν αυτό το κόμμα; Και τι σόι κόμμα θα είναι; Προς το παρόν προαλείφεται η θυγατέρα, αλλά με το πολιτικό ένστικτο, που από γεννησιμιού μου διαθέτω, δεν βλέπω, πρώτα να τής κάθεται και δεύτερον να τού κάθεται και του κόσμου. Δεν γίνεται αλλιώς. Αυτά τα δυό πρέπει να πηγαίνουνε πάντα μαζί.
Από δω και πέρα, ας με συγχωρήσετε αγαπητοί μου, αλλά θ’ αρχίσω να ξετυλίγω ένα πολιτικό σενάριο διεξόδου από την κρίση, που στη χειρότερη των περιπτώσεων, αν το βρίσκετε παράλογο και εξωφρενικό, θα το αξιοποιήσω σε ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Έχουμε και λέμε. Κοιτώντας δεξιά κι αριστερά και αποκλείοντας ένα προς ένα τα κόμματα, της ΝΔ και του Πασόκ για ευνόητους λόγους, του Καρατζαφέρη, για ακόμα πιο ευνόητους, του ΚΚΕ, λόγω της μικρής ελκυστικής του δύναμης και ευελιξίας, τι μένει στο ράφι παρακαλώ; Ο μικρός, έως μικροσκοπικός χώρος του Σύριζα.
Ως γνωστόν, ο Σύριζα εδώ και πολύ καιρό σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες και πλακώματα, τα οποία τον εμποδίζουν να δει λίγο πιο πέρα από τη μύτη του και λίγο πιο πάνω από τον αφαλό του. Θα τον παρομοίαζα σαν το λιβάδι που αφήνει τα χίλια λουλούδια ν’ ανθίσουν, σαν την προβλήτα του αεροδρομίου που αφήνει τις δεκάδες φυσούνες να κολλήσουν. Κάθε αεροπλάνο δηλαδή μπορεί να έρχεται και να παρκάρει απαλά στην πλατφόρμα του Σύριζα. Αυτό είναι καλό γιατί διευκολύνει την κυκλοφορία των ιδεών, είναι όμως και κακό γιατί μπλοκάρει τις αποφάσεις και τα προγράμματα. Αν και ο Σύριζα είναι ένα ανοιχτό πολυκατάστημα, με ποικίλα ιδεολογικά εμπορεύματα, εν τούτοις δεν μπαίνουν και πολλοί πελάτες στο μαγαζί. Θα έλεγα λοιπόν ότι χρειάζεται ανακαίνιση, τακτοποίηση των εμπορευμάτων, ώστε να μην είναι όπως τώρα πεταμένα φύρδην μύγδην εδώ κι εκεί, καθώς επίσης και πρόσληψη νέου προσωπικού.
Έχω την εντύπωση, και μπαίνω τώρα στο ψητό, πως αν ένα μέρος του ΣΥΝ σηκωνόταν και έφευγε αυτή τη στιγμή από το πολυκατάστημα Σύριζα, και μάζευε όλους όσους από το Πασόκ, και από αλλού αισθάνονται προδομένοι από την παρούσα κυβέρνηση και ψάχνουν για μια νέα κεντροαριστερή στέγη, ένας σχηματισμός του τύπου αυτού θα τούς ερχόταν ταμάμ. Θα μπορούσε να καταστεί πόλος έλξης και για τη μεγάλη μάζα των κομματικά άστεγων και απογοητευμένων και θα μπορούσε να χτυπήσει άμα λάχει, μέχρι και το Προεδρικό Μέγαρο.
Οι εναπομείνασες ορφανές συνιστώσες θα μπορούσαν, λέω τώρα, να συσπειρωθούν γύρω από τον Ανταρσύα και έτσι να φτιαχτεί ένας άλλος δυναμικός πόλος. Για εκπόρθηση της εξουσίας το βλέπω λιγάκι δύσκολο, αλλά ουδείς γνωρίζει τι θα μπορούσε να συμβεί σε τρία, ας πούμε τέρμινα.
Ο κόσμος εδώ και τώρα ζητάει λύση, η κατάσταση είναι επείγουσα, κι εγώ μόνο αυτό το σενάριο έχω να καταθέσω. Αν εσείς έχετε στα σκαριά κάποιο άλλο, ας δηλώσετε υποψηφιότητα στα καλλιστεία πολιτικών σεναρίων που θα διεξαχθούνε σύντομα, ώστε να μπορέσουμε να επιλέξουμε το καλύτερο.
Άντε, στρωθείτε λοιπόν μέχρι το deadline. Τα πράγματα πιέζουν.
Θ’ αναφερθώ σ’ αυτό το γεγονός λιγάκι καθυστερημένα και μάλιστα σε μέρα που το έθνος θρηνεί την υποστολή της βοσκοπούλας, της κόρης της σεμνής της παινεμένης, η οποία ούτε είχε ακούσει, ούτε είχε μάθει, ούτε είχε μυρίσει. Άντε λοιπόν, κι άλλος ένας εκπεσών φοροφυγάς που ξεσκεπάστηκε, όχι φυσικά απ’ την κυβέρνηση, που κι αυτή ούτε είδε, ούτε άκουσε, ούτε μύρισε. Αλίμονο αν κοίταζε εκεί που έπρεπε να κοιτάξει, θα 'χαν τελειώσει τα ψωμιά της προ πολλού.
Στην πελώρια αρένα που ονομάζεται Ελλάδα του μετανεωτερικού Πασόκ, το κυνήγι των δημοσίων υπαλλήλων, το διαδέχτηκε το κυνήγι των συνταξιούχων, το οποίο στη συνέχεια έδωσε τη σκυτάλη στο κυνήγι του φοροφυγά, για να μπει ένα φρένο υποτίθεται στο κυνήγι του συνταξιούχου, του δημοσίου υπαλλήλου κλπ, αν και όλοι πια έχουμε καταλάβει ότι η ληστρική αυτή επιδρομή άλλο δεν έχει σκοπό, παρά να φορτώσει τη λεία της σε τρένα και βαπόρια για να τη φυγαδεύσει, έτσι φρέσκια και ζεστή στο εξωτερικό, στις τράπεζες και τα ξένα θησαυροφυλάκια.
Κι ακόμα είμαστε στην αρχή. Όταν κάποια στιγμή ξεμείνουμε από ρευστό και στραγγίξει από τις φλέβες και η τελευταία ρανίδα χρήματος, θ’ αρχίσουνε να φεύγουνε τ’ οικόπεδα, να ξηλώνονται τα νησιά και οι νησίδες, να ξεθεμελιώνονται τα εργοστάσια και τα μαγαζιά.
Μέσα στο γιούχα λοιπόν τής ως άνω επιδρομής, η κυβέρνηση άρχισε ως γνωστόν να πετσοκόβει πρώτα επιδόματα και μετά μισθούς από όλες τις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες όπως γρήγορα απεδείχθη, δεν ήταν όλες οι τάξεις μιας και φρόντισε πρώτα πρώτα να εξαιρέσει τον αφρό, τα πιστά σκυλιά της δηλαδή, τα αιμοβόρα μπουλντόγκ του Χρυσοχοϊδη, μην τυχόν και ξεμείνουνε από σκυλοτροφή και δεν έχουν δύναμη να δαγκώσουν.
Δεν ξέρω ποιες άλλες κατηγορίες εξαιρέθηκαν, αλλά ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευγενής τάξη των τελωνειακών, οι οποίοι με κάποιες μια δυο μέρες απεργία, κι όχι κάνοντας κανένα πατιρντί της προκοπής, κατάφεραν όχι μόνο να διατηρήσουν τα μισθολογικά του προνόμια, αλλά και να τα μετακυλήσουν σε όλο το κοινωνικό σύνολο, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Δηλαδή δεν θα πληρώνουμε πλέον, υπέρ ΕΡΤ, δήμου και λοιπά, αλλά και υπέρ των τελωνειακών ημών των αγίων.
Ακολουθώντας λοιπόν το δόγμα των τραπεζών και των επιχειρήσεων, στις οποίες έχει αναγνωριστεί το προνόμιο να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη και να κοινωνικοποιούν τις ζημιές, η αθλία αυτή κυβέρνηση κοινωνικοποιεί επιλεκτικά το μισθό-επίδομα μιας συγκεκριμένης επαγγελματικής κατηγορίας, μεταθέτοντας σε μας τα λύτρα που σύρθηκε να πληρώσει εξ αιτίας ενός απεργιακού εκβιασμού.
Άλλη μια κατά σειρά κατάπτυστη ενέργεια αθλίων ανθρώπων, οι οποίοι δεν διστάζουν να πετάξουν στο δρόμο πένητες συνταξιούχους, (ποιος είπε ότι θα πεθάνουν; Τόλμησε να ξεστομίσει ο ανίερος και θρασύτατος Λοβέρδος), να αγνοήσουν γιατρούς και δασκάλους που επίσης απεργούν, για να μιζάρουν και μάλιστα με ξένα κόλλυβα, μια και μόνη επαγγελματική ομάδα.
Σιχαμένοι...
Σ’ αυτή τη χώρα ελάχιστοι άνθρωποι, πλην εμού και των φοροφυγάδων, φαίνεται να ενοχλήθηκαν από την κατ’ ευφημισμόν δημοσίευση των ονομάτων των παραβατών. Γράφω κατ’ ευφημισμόν, μιας και στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για δημοσίευση, αλλά για κανονική διαπόμπευση.
Στη χώρα μας, που εξ ίσου κατ’ ευφημισμόν έχει δημοκρατία, τις κάθε είδους παραβατικές πράξεις επιλαμβάνεται η δικαιοσύνη η οποία δεν μάς έχει συνηθίσει στο να αναρτά πίνακες με τα ονόματα των εκάστοτε συλληφθέντων στις λαϊκές αγορές, στους στύλους της ΔΕΗ και στους ηλεκτρονικούς πίνακες των δρόμων και των σπιτιών. Υπάρχει μάλιστα μνεία ώστε, ούτε τα ονόματα να ανακοινώνονται, ούτε τα πρόσωπα των εγκληματιών να εκτίθενται σε δημόσια θέα, παρά μόνον μετά τη δίκη και την ετυμηγορία. Εξαίρεση αποτελούν οι επονομαζόμενοι τρομοκράτες και οι παιδόφιλοι, αν ακόμα κι εδώ έχω τις αντιρρήσεις μου, με την έννοια ότι με τον τρόπο αυτό καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο και αποτελεί, αν δεν απατώμαι, τη βάση του νομικού συστήματος της Δύσης.
Η κυβέρνηση, η οποία πριν από λίγους μήνες παρουσιαζόταν, φυσικά με το αζημίωτο, υπερευαίσθητη σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσωπικών δεδομένων, δεν διστάζει να τα καταπατήσει στο όνομα ενός ποταπού, λαϊκιστικών καταβολών, επικοινωνιακού θεάματος, με την έννοια ότι η δημοσιοποίηση των ονομάτων, εκ των πραγμάτων, ουδεμία σχέση έχει με την προστασία του κοινωνικού συνόλου, όπως θα συνέβαινε, αν για παράδειγμα οι διασυρόμενοι συλλαμβάνονταν να ασκούν την ιατρική τους τέχνη με τρόπο εγκληματικό.
Αντιθέτως, η δημοσιοποίηση το μόνο που καταφέρνει είναι να φέρει στην επιφάνεια και να εκτονώσει κατώτερα συναισθήματα αντεκδίκησης και μνησικακίας και όχι φυσικά να ικανοποιήσει το περί δικαίου αίσθημα, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να ικανοποιηθεί με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων ενός ενδελεχούς ελέγχου των φορολογικών στοιχείων όλων των επαγγελματικών ομάδων, με συνέπεια, συνέχεια και σοβαρότητα, του στυλ, «...τόσοι έλεγχοι έγιναν, τόσες παραβάσεις διαπιστώθηκαν, τόσα πρόστιμα επιβλήθηκαν, τόσα τελικά εισπράχτηκαν...». Στην πραγματικότητα, ο εν λόγω χειρισμός εγείρει υποψίες ότι το ποταπό αυτό θέαμα στήθηκε μόνο και μόνο για να καλύψει την απουσία βούλησης και ικανότητας της κυβέρνησης να πατάξει τη φοροδιαφυγή. Οι Δημοκρατίες δεν διαπομπεύουν τους πολίτες τους, απλά διαθέτουν νόμους με τους οποίους, όπου χρειάζεται επιβάλλονται κυρώσεις και τιμωρίες.
Τι να πεις; Αγωνιώντας φαίνεται, η κυβέρνηση για τη μη ανταπόκριση του λαού στις προτροπές της για κατάδοση έναντι αμοιβής, των φοροφυγάδων, αποφάσισε να βουτηχτεί ακόμα παραπάνω στη λάσπη. Και επειδή είμαι απολύτως βέβαιη ότι ούτε κι έτσι πρόκειται να πετύχει τίποτε, ας σκεφτεί τουλάχιστον κάτι περισσότερο θεαματικό: ας πούμε το κούρεμα των φοροφυγάδων με την ψιλή, και αν κι αυτό δεν πιάσει, το στιγματισμό της παλάμης τους με ανεξίτηλη στάμπα, το σχήμα της οποίας θα μπορούσε να αποφασιστεί δημοκρατικά σε δημόσια διαβούλευση.
Σιχαμένοι...
Όσο θα καλοκαιριάζει, τόσο και θα πυκνώνουν τα αδέσποτα e-mails, άλλα με τις πιο εξωτικές, άλλα με τις 10 καλύτερες παραλίες του κόσμου, άλλα με τις 10 καλύτερες παραλίες της Ελλάδας και πάει λέγοντας. Καλό υποτίθεται παραμύθιασμα ανάμεσα στις άχαρες ώρες της δουλειάς. Και λέω υποτίθεται, γιατί πώς να σου κάνει πια εντύπωση ένα πολυφορεμένο ρούχο, όσο καλό και να ‘τανε στα νιάτα του. Μια ιλουστρασιόν φωτογραφία φαινομενικά άμεμπτης παραλίας, παρμένη από την πλέον κατάλληλη γωνία, δεν εντυπωσιάζει πλέον περισσότερο απ’ ότι η καλοστημένη φωτογραφία μιας καλοβαλμένης οικογένειας των αμερικάνικων προαστίων, με τη λυγερόκορμη λαμπερή μαμά, τον δυναμικό πατέρα με τα κάτασπρα δόντια και το θεληματικό πηγούνι και τα δυο μπάσταρδα, αγόρι το ένα, κορίτσι το άλλο με κορδέλα στα μαλλιά, κατά προτίμηση.
Νησιώτικη χώρα είμαστε, χορτάσαμε πια κι από καλές παραλίες, κι από καλές πόζες. Αλλά και όσοι ακόμα θα ήθελαν να ονειρεύονται τουριστικούς οδηγούς, από φέτος κομμένα. Οι μόνες παραλίες που μας πρέπουν είναι αυτές της εγκατάλειψης: οι παρηκμασμένες λουτροπόλεις που σιώπησαν, τα ξενοδοχεία των πάλαι ποτέ θαλερών θερέτρων που ξέφτισαν, με τις αυλές που χορτάριασαν και γέμισαν μπάζα και παλιοσίδερα. Οι παιδικές χαρές που σκούριασαν, οι παραθαλάσσιες ντουζιέρες που στέρεψαν και σάπισαν, οι κουρτίνες που κρέμασαν και γίνηκαν κουρέλια, οι καμπίνες με τους σπασμένους καθρέφτες που γκρέμισαν, οι ανάπηρες σκόρπιες καρέκλες που τις έφαγαν τα κύματα και η αλμύρα, οι πέτρες που πρασίνισαν, η άμμος που έγινε χώμα, και τα νερά που έθρεψαν φύκια και σκουπίδια. Μόνο κάτι σκυλιά παρέμειναν να βρίσκουν καταφύγιο στα άδεια ρημαγμένα δωμάτια και στις αναποδογυρισμένες βάρκες.
Η θάλασσα ήταν ανέκαθεν ο δρόμος της διαφυγής και της ελευθερίας. Είτε φωτιά ερχόταν από πίσω, είτε μαχαίρι, είτε φτώχια, ο κόσμος τα παρατούσε όλα σύξυλα και τράβαγε για το νερό. Με ό,τι μέσο έβρισκε μπροστά του ανοιγόταν στο πέλαγος βάζοντας πλώρη για τη σωτηρία. Και όσοι δεν τα κατάφερναν και έμεναν πίσω, έμπηγαν τις καρέκλες στην άμμο και γύριζαν την πλάτη στα ερείπια, προσπαθώντας να βρουν παρηγοριά στο αγνάντι και στο σύρσιμο των κυμάτων. Μα κυρίως στο καράβι, που ενώ αχνοφαινόταν στον ορίζοντα, κάτι μπορεί να τύχαινε που θα τού άλλαζε τη ρότα προς τα μέρη τους για να τους πάρει.
Θυμάμαι που ρώταγα τους γονείς μου πώς ήταν οι παραλίες στον πόλεμο. Αν πήγαιναν για μπάνιο, αν τους επέτρεπαν οι γερμανοί να κολυμπούν, αν φοβόντουσαν τις νάρκες, αν έπαιζαν το ίδιο ξέγνοιαστα με πριν στην αμμουδιά, αν έκαναν ηλιοθεραπεία. Μετά τους ρώταγα πώς ήταν οι θάλασσες στο Λίβανο με τον εμφύλιο. Αν ήταν το ίδιο γαλαζοπράσινες όπως και πριν, αν συνέχιζαν να υπάρχουν ομπρέλες στις παραλίες, αν έτρωγαν παγωτά, αν τα παιδιά στην παραλία φώναζαν και τσίριζαν από χαρά, αν αφήνονταν για λίγο χαλαροί στα χάδια του νερού, αν, αν, αν…
Η Σερβία, το Κόσσοβο, η Βοσνία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν δεν έχουν θάλασσες, και έτσι δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσω. Η Γάζα όμως έχει θάλασσα, γαλαζοπράσινη κι αυτή όπως και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Έχει διάφανα νερά, είχε, όχι πια, και μια παραλία μέχρις εκεί που παίρνει το μάτι, 40 χιλιόμετρα, όλο άμμο ψιλή, δίχως όμως βάρκες, δίχως λιμάνια, κανείς δεν επιτρέπεται να μπει, κανείς δεν επιτρέπεται να βγει από κει μέσα.
Πώς ήτανε η Γάζα πριν τον πόλεμο; Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί. Κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να μου διηγηθεί για κάποια μεγάλα ξενοδοχεία που ήταν χτισμένα πάνω στο χείλος του νερού, για κάποιες ορχήστρες που έπαιζαν τα βράδια στις ανοιχτές ταράτσες, όπως γινότανε παλιά στα ξενοδοχεία του Λιβάνου, κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί κάποια προκυμαία με ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια αραδιασμένα κατά μήκος της. Κανείς δεν μπορεί να τα θυμηθεί, γιατί απλά δεν υπήρξαν ποτέ.
Κάνουνε σήμερα μπάνιο στη Γάζα; Έχει ζωή η παραλία τα καλοκαίρια; Πάνε τα παιδιά να μαζέψουνε κοχύλια; Κάθονται οι γυναίκες να κουτσομπολέψουνε στο κύμα; Τρώνε τα παιδιά παγωτά; Έχει ομπρέλες; Έχει κιόσκια; Έχει καφενεία; Παίζουνε μπάλα τα αγόρια στην άμμο;
Ό,τι και να της κάνεις της ρημάδας της ζωής, όσο και να τηνε στριμώξεις, θα πάει απ’ εδώ, θα πάει απ’ εκεί, θα βρει αυτή την έξοδο και θα τραβήξει το δρόμο της. Σαν το κλαράκι που βγαίνει μέσα απ’ το βράχο, σαν τα ζωάκια που βγαίνουν σιγά σιγά απ’ τα λαγούμια τους, όταν παίρνει και δροσίζει, ένας ολόκληρος κόσμος, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες αφήνουν τα δικά τους λαγούμια και παίρνουν και κατηφορίζουν προς το νερό, να ξανασάνουν, να αγναντέψουν, να εξαγνιστούν. Βρε, και στο νερό βουτάνε, και μπάλα παίζουνε στο κύμα, και καφέδες πίνουνε και παγωτά τρώνε και πρόχειρες καλύβες για καφενεία φτιάχνουνε, και ψάρια πιάνουν και τα ψήνουν και παιδικές χαρές στήνουν οι ξένες αποστολές για τα παιδιά.
Και όλα είναι όμορφα και ειρηνικά και ανθρώπινα, μόνο φτάνει να κοιτάς στο πέλαγος και να έχεις την πλάτη πάντα γυρισμένη προς τη στεριά.
Υ.Γ. Αφιερωμένο στους surfers της Γάζας.