Αν θέλουμε να κωδικοποιήσουμε τα αίτια που οδήγησαν στη μεγάλη ύφεση του ’30, σε Ευρώπη και Αμερική, αυτά θα συνοψίζονταν στην υπερπαραγωγή, στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, στον υπερδανεισμό και στη μεγάλη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου, συστατικά τα οποία συναντάμε σε πλήρη ανάπτυξη και στην παρούσα φάση.
Ενδεικτικά, βλέπουμε ότι το 1930, το 99% των κεφαλαίων στην ηπειρωτική Ευρώπη, με επίκεντρο τη Γερμανία, ήταν ήδη εγκατεστημένο στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, ενώ μόνο το 1% παρέμενε στην παραγωγή. Σχετικά με την ανισοκατανομή, αυτή είχε φτάσει σε εκρηκτικά επίπεδα. Για παράδειγμα, μέχρι το 1929, το πλουσιότερο 1% κατείχε το 40% του πλούτου της Αμερικής, κι ενώ η παραγωγικότητα ανάμεσα στο 1919 και 1929 είχε αυξηθεί κατά 43%, τα κέρδη από την αύξηση αυτή κατευθύνονταν σταθερά προς τα υψηλά εισοδήματα, που αυγάτιζαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Παράλληλα, ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής είχε φτάσει στο χαμηλότερο δυνατό σημείο, στο 25%, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το άνοιγμα στα εισοδήματα.
Η παγκόσμια οικονομία ουσιαστικά εξήλθε από τη μεγάλη ύφεση μόνο με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, το 1945, γεγονός που αυτόματα οδηγεί και στο ερώτημα για το αν ο πόλεμος αυτός, ως η κατάληξη των ταραγμένων χρόνων του ’30, ήταν όντως αναπόδραστος. Αν αναλογιστούμε τις συνθήκες που επικρατούσαν στην προπολεμική Γερμανία τότε μένει να δεχτούμε ότι μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε πολιτική και κοινωνική αναταραχή, από την οποία με μια αλληλουχία συμβάντων ενίοτε προκύπτουν και παγκόσμιοι πόλεμοι.
Σήμερα, το σκηνικό μοιράζεται αρκετά χαρακτηριστικά με το ‘30. Η ύφεση με τ’ αποτελέσματά της, που το κυριότερο είναι η υψηλή ανεργία, ταλανίζει σχεδόν όλο τον δυτικό κόσμο, το πολιτικό προσωπικό φαίνεται εντελώς ανίκανο να διαχειριστεί την κρίση, ή μάλλον τη διαχειρίζεται με τρόπο που την επιτείνει, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε τροχιά παρακμής εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, η Ευρώπη διαλύεται και δεν διαλύεται, ενώ οι κοινωνίες είναι ανάστατες, αγριεμένες και στα πρόθυρα εμφυλίου. Εξ αυτού, παρατηρείται όξυνση των ρατσιστικών αισθημάτων και τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο σχεδόν παντού. Το ηθικό είναι χαμηλό, όραμα δεν υπάρχει, η κοινωνική συνοχή έχει πάψει από καιρό να υφίσταται, τα εισοδήματα μαζί και η μεσαία τάξη καταρρέουν, και οι κοινωνίες λίγο ακόμα και δεν θα δίσταζαν να ακολουθήσουν τον πρώτο δημαγωγό που θα υποσχόταν δουλειές.
Παράλληλα, έχουμε τις αραβικές εξεγέρσεις, που αλλάζουν το χάρτη και τις ισορροπίες σε Μ. Ανατολή και Β. Αφρική, την «περίπου» εισβολή στη Λιβύη, ενώ στις άλλες μεριές του πλανήτη, νέες δυνάμεις, όπως Κίνα, Ρωσία, Τουρκία, και τα υπόλοιπα μέλη των BRICS ανεβαίνουν με αυτοπεποίθηση στη σκηνή του κόσμου, με την προσδοκία ότι κάποια απ’ αυτές, ουσιαστικά δηλαδή η Κίνα, θα παίξουν σύντομα πρωταγωνιστικό ρόλο στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Σ’ ένα σενάριο λοιπόν, όπου η κρίση στη Δύση θα συνέχιζε να πλαταίνει και να βαθαίνει, και οι κοινωνίες να αποψιλώνονται, πόσο ρεαλιστικό θα ήταν το τέλος του να υπογραφόταν από έναν γενικευμένο πόλεμο; Ποιες αιτίες θα μπορούσαν να βρεθούν; Ποιες θα ήταν τότε οι δυνάμεις που θα αντιπαρατίθεντο; Κι αν υποτεθεί ότι οι δυνάμεις αυτές θα ήταν οι ΗΠΑ και Κίνα, πώς θα διαμορφώνονταν τα αντίπαλα στρατόπεδα, κι από ποιες δυνάμεις θα πλαισιώνονταν;
Οι ΗΠΑ, όπως γράψαμε και αλλού, συνεχίζουν να χάνουν σε οικονομική ισχύ, αν και συνεχίζουν να διατηρούν τη στρατιωτική. Αλλά, η Κίνα φαίνεται ν’ απειλεί και σ’ αυτόν τον τομέα, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την πρόσφατη απόφασή της ν’ αυξήσει κατά 12.7%, τον προϋπολογισμό για στρατιωτικές δαπάνες, στα 65 δις ευρώ, και να εγκρίνει ευρύ πρόγραμμα αναμόρφωσης των ενόπλων δυνάμεων. Παρά το γεγονός ότι προς το παρόν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ είναι σε επίπεδο εμπορικό και νομισμάτων, εν τούτοις, έχοντας κατά νου ότι μια σοβαρότερη εμπλοκή θα μπορούσε να τις οδηγήσει και σε στρατιωτική αντιπαράθεση, έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν στρατηγικής σημασίας κινήσεις για καλυτέρευση θέσεων, μια από τις οποίες είναι και η προσπάθεια ελέγχου των ενεργειακών πεδίων και των πρώτων υλών σε Ασία και Αφρική. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στη Λιβύη, θα μπορούσε να ειδωθεί και κάτω από αυτό το πρίσμα, να ανακόψουν δηλαδή, μέσω και της απόπειρας εγκατάστασης στρατιωτικών βάσεων της AFRICOM σε αφρικανικό έδαφος, την αυξανόμενη διείσδυση της Κίνας τόσο στα πετρέλαια της Λιβύης όπου απασχολεί γύρω στους 30,000 εργαζόμενους, όσο και στις αφρικανικές αγορές. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Κίνας και Αφρικής, για παράδειγμα, ενώ το 2001 ανέρχονταν στα 10 δις δολάρια, το 2008 είχαν φτάσει στο δεκαπλάσιο.
Η Ρωσία από την άλλη μεριά, με την ενίσχυση του ρόλου του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, στο οποίο συμμετέχουν η Κίνα και άλλες τέσσερις πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Ασίας, επιχειρεί να αποτελέσει αντίβαρο στην αμερικανική επιρροή στην Κεντρική Ασία, αλλά και παγκοσμίως, ιδίως στο βαθμό που θα διευρυνόταν με τις συμμετοχές Ινδίας και Ιράν.
Είναι λοιπόν φανερό ότι τα νέα συμμαχικά στρατόπεδα αρχίζουν ήδη να παίρνουν σάρκα και οστά. Από τη μια μεριά είναι το παρακμάζον αγγλοσαξονικό, το οποίο θα προσπαθήσει να διατηρήσει με νύχια και με δόντια την πρωτοκαθεδρία και τον έλεγχο, και από την άλλη, το μεγάλο μέτωπο Κίνας-Ρωσίας, είτε σαν BRICS είτε σαν Σύμφωνο Σαγκάης.
Κι η Ευρώπη; Όπως δείχνουν τα πράγματα ο συνεκτικός ιστός δεν φαίνεται και πολύ ισχυρός. Αλλά ούτε και υπάρχει ιδιαίτερη διάθεση να ισχυροποιηθεί, παρά μόνο στα λόγια. Πολλοί θα ήθελαν να είχαν ξεφορτωθεί την περιφέρεια και ειδικά το Νότο, και με αυτή την προοπτική η Γερμανία, που δεν θα επιθυμούσε να χάσει ένα ικανό κομμάτι των ευρωπαϊκών αγορών της, έχει αρχίσει ήδη να κοιτάει έντονα προς ανατολάς, προωθώντας διμερείς εμπορικές σχέσεις με την Κίνα. Με τη Ρωσία, έτσι κι αλλιώς διατηρεί μακροχρόνιες εμπορικές σχέσεις, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, οπότε σε ενδεχόμενη μελλοντική σύρραξη, θα ήταν αρκετά πιθανό να βρισκόταν στο αντίπαλο, του αγγλοσαξονικού, στρατόπεδο.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω, δεν αποτελούν παρά σενάρια, ενός μέλλοντος μακρινού και όχι του παρόντος, με τη χρησιμότητά τους να εξαντλείται στην υπόμνηση ότι με την κρίση να σοβεί και με τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς να αλλάζουν δραματικά, τίποτε κατ’ αρχάς δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, ακόμα και ένας πόλεμος.