Με το τέλος της
τελευταίας συνόδου κορυφής, όταν η Μέρκελ επέστρεψε στο Βερολίνο δεν βρήκε την
υποδοχή που περίμενε. Τα πρωτοσέλιδα του τύπου, με τίτλους που έπιαναν ίσαμε το
μισό της σελίδας, κραύγαζαν για πρωτοφανή ήττα και για ανιστόρητες παραχωρήσεις
στο κλαμπ των υπερχρεωμένων άσωτων χωρών του Νότου. Φυσικά, μέσα σ’ αυτά
περιελάμβαναν και την Ισπανία, κυρίως αυτή, η οποία μόνο υπερχρεωμένη δεν
μπορεί να θεωρηθεί, μιας και το δημόσιο χρέος της είναι πολύ μικρότερο της
Γερμανίας, και θα παρέμενε ως τέτοιο αν δεν της επιβάλλονταν νέα, δυσβάσταχτα
μέτρα λιτότητας.
Δεν πέρασαν
μέρες και ο σεβαστός, συντηρητικός οικονομολόγος Ζιν, επικεφαλής του
Ινστιτούτου Ifo, συνεπικουρούμενος και από άλλους 160 οικονομολόγους,
δημοσίευσε ανοιχτή επιστολή προς τη Μέρκελ, στην οποία προειδοποιούσε με έντονο
ύφος τους κινδύνους από τη σχεδιαζόμενη τραπεζική ένωση. «Φορολογούμενοι,
συνταξιούχοι και αποταμιευτές των οικονομικά υγιών χωρών θα πρέπει στο εξής να
αναλαμβάνουν συλλογικά την ευθύνη για ολόκληρο το τραπεζικό χρέος της
Ευρωζώνης, το οποίο μόνο για το Νότο ανέρχεται στο ύψος αρκετών τρις ευρώ…Οι
τράπεζες θα πρέπει να αφεθούν να χρεοκοπήσουν. Αν οι οφειλέτες δεν μπορούν να
πληρώσουν, υπάρχει μόνο μια ομάδα η οποία μπορεί και θα πρέπει να σηκώσει το
βάρος: οι πιστωτές, οι ίδιοι…Ούτε το ευρώ, ούτε η Ευρωπαϊκή ιδέα πρόκειται να
σωθούν. Αντίθετα αυτό θα βοηθήσει την Wall Street και το City του Λονδίνου,
κάποιους επενδυτές στη Γερμανία και έναν αριθμό εγχώριων προβληματικών
τραπεζών, οι οποίες θα μεταθέσουν το βάρος τους στους πολίτες άλλων χωρών, οι
οποίοι και δεν έχουν καμιά συμμετοχή σ’ αυτά». Εδώ που τα λέμε, δεν έχει και
άδικο ο κ. Ζιν, ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Με τις απόψεις
Ζιν, συντάχθηκε, με πιο ήπιο τρόπο και ο κ. Weidmann, ο επικεφαλής της
Bundesbank, εκφράζοντας τις ανησυχίες του για την προϊούσα αμοιβαιοποίηση των
χρεών και τη σταδιακή χαλάρωση των προϋποθέσεων που συνοδεύουν τα πακέτα
διάσωσης.
Πόδι πάτησε και
ο κ. Ζεεχόφερ, του αδελφού χριστιανοκοινωνικού κόμματος της Βαυαρίας, ο οποίος
λίγο-πολύ απείλησε να ρίξει την κυβέρνηση, αποχωρώντας, αν σκόπευε να ψαλιδίσει
τις ουρές των όρων που θα συνόδευαν τα νέα πακέτα στήριξης στην Ισπανία και
οσονούπω, στην Ιταλία.
Πιο διακριτικός
ήταν ο Πρόεδρος Γκάουκ, ο οποίος σε συνέντευξή του στο ZDF ζήτησε από την κ.
Μέρκελ περισσότερη καθαρότητα και πληροφόρηση της κοινής γνώμης για την
πολιτική που ακολουθεί και τις μελλοντικές της συνέπειες.
Λαμβάνοντας,
λοιπόν, υπ’ όψιν τις εντάσεις και αντιδράσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι
εύκολο να κατανοήσουμε τις νέες βαρβαρότητες που ψηφίστηκαν πρόσφατα στα
κοινοβούλια των ανωτέρω χωρών.
Η κ. Μέρκελ στην
προσπάθειά της να πουλήσει στο εσωτερικό τα αποτελέσματα της συνόδου, βρήκε, όμως,
ανέλπιστη βοήθεια από ένα έτερο κλαμπ οικονομολόγων, με επικεφαλής τους εξ ίσου
αξιοσέβαστους κ.κ. Bofinger και Snower, του πανεπιστημίου του Βύρτσμπουργκ και
του Ινστιτούτου της Παγκόσμιας Οικονομίας, του Κιέλου, αντιστοίχως. Οι οποίοι και προσπάθησαν να λειάνουν τον
αντίκτυπο των αποφάσεων, υποστηρίζοντας ότι καμιά τέτοια δέσμευση για κοινή
ανάληψη χρεών δεν έχει ληφθεί από την Καγκελάριο.
Πέρα όμως, από
τις τριβές μεταξύ των οικονομολόγων, που προσπαθούν να τραβήξουν την κοινή
γνώμη, πότε προς τη μια, και πότε προς την άλλη μεριά, το σοβαρότερο πρόβλημα
που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η Μέρκελ στο εσωτερικό της είναι η επικείμενη
απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σχετικά με την νομιμότητα του
Μόνιμου Μηχανισμού Στήριξης (ESM) και του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας,
τα οποία ψηφίστηκαν πρόσφατα στη βουλή τόσο από τον κυβερνητικό συνασπισμό, όσο
και από τους πρόθυμους σε όλα Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους.
Στο Συνταγματικό
Δικαστήριο κατέφυγαν με προσφυγή τους, το αριστερό κόμμα Die-Linke, η ομάδα «Περισσότερη
Δημοκρατία», η οποία συγκέντρωσε προς τούτο 23,000 υπογραφές, καθώς και
μεμονωμένοι πολίτες τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά του πολιτικού
φάσματος, ζητώντας προσωρινή αναστολή της εφαρμογής, με το αιτιολογικό της
παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας και της υποβάθμισης των αρμοδιοτήτων του
κοινοβουλίου να μπορεί να αποφασίζει επί του προϋπολογισμού.
Σίγουρα, το
Δικαστήριο έχει να πάρει μια από τις δυσκολότερες αποφάσεις του. Την
προηγούμενη φορά, που συνεδρίασε, τον περσινό Σεπτέμβριο, ύστερα πάλι από
προσφυγή, γνωμοδότησε ότι καμιά απόφαση για νέα διάσωση δεν μπορεί να λαμβάνεται
χωρίς να περνάει πρώτα από το κοινοβούλιο, ενώ εξεδήλωσε ανοιχτά τη δυσφορία
του για το γεγονός ότι το τέντωμα του Συντάγματος έχει φτάσει πια στα όριά του.
Μια θετική απόφαση, θα ενείχε κινδύνους για τη Γερμανία, μια αρνητική, ίσως για
ολόκληρη την Ευρωζώνη. Παρά τις πιέσεις για γρήγορη γνωμοδότηση, ειδικά από τον
Σόιμπλε, το Δικαστήριο, δεν αναμένεται να αποφανθεί πριν από το προσεχές
φθινόπωρο. Και ως τότε, η Μέρκελ και η κυβέρνησή της θα κάθονται σε αναμμένα
κάρβουνα.
Παρά ταύτα, η
Καγκελάρος στο εσωτερικό έχει δυο δυνατούς συμμάχους: τα media και την κοινή
γνώμη, ειδικά της βάσης της. Όλες οι εφημερίδες, ακόμα και αυτές που
κατατάσσονται στις σοβαρές, έχουν πάρει, άλλες λίγο, άλλες πολύ, κάτι από το
ιδίωμα της Bild, όταν αναφέρονται στο Νότο. Η προπαγάνδα πάει κι έρχεται, παρά
τις ελάχιστες φωνές που προσπαθούν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και να τοποθετήσουν
και τη Γερμανία στο κάδρο ανάμεσα στους υπαίτιους της κρίσης του Ευρώ. «Όλος ο
κόσμος θέλει τα λεφτά μας», κράζει ακόμα και η σοβαρή Die Zeit, κάνοντας
σιγόντο στην Bild. Με την καλλιέργεια και επικράτηση, λοιπόν, κλίματος
«εμείς-εναντίον των άλλων-που θέλουν τα λεφτά μας» είναι δύσκολο για την
αντιπολίτευση να προτάξει ένα διαφορετικό λόγο, ακόμα κι αν το ήθελε. Έτσι,
αυτή τη στιγμή, ελλείψει αντιπολίτευσης, δεν είναι περίεργο που η Μέρκελ
αλωνίζει.
Σχετικά τώρα με
τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του
αμερικανικού ερευνητικού ινστιτούτου Pew, η δημοτικότητα της Μέρκελ εμφανίζεται
υψηλότερη από ποτέ. 8 στους 10 γερμανούς επικροτούν τη στάση και δέσμευσή της
στη διαχείριση της κρίσης, ποσοστό που σχεδόν συμπίπτει, (2 στους 3), με μια
άλλη δημοσκόπηση του δικτύου δημόσιας τηλεόρασης ARD .
Αντίθετα,
εμφανίζονται διχασμένοι ως προς τη συνέχιση παροχής βοήθειας. 49% τάσσονται
υπέρ, και 40% κατά. Δημοσκόπηση του περιοδικού Der Spiegel, δείχνει ότι
αντίθεση στα bail outs προβάλει το 52% και 54% των ψηφοφόρων του κυβερνητικού
συνασπισμού και των σοσιαδημοκρατών αντιστοίχως, το 68% του Die Linke και το
30% των Πρασίνων.