Αδυνατώ να πιστέψω ότι είμαι ο μόνος άνθρωπος στη γη που υφίσταται κατά τη διάρκεια των εορτών, [ιδίως αυτών που είθισται να ονομάζονται οικογενειακές και που προϋποθέτουν εξ αιτίας μιας πανάρχαιης εθιμοτυπίας πολυπληθείς μαζώξεις συγγενών], την προγραμματισμένη επίσκεψη της καταθλιπτικής κυράς, που πάντα τέτοιες μέρες συνεπής στο ραντεβού της σκάει μύτη ζωσμένη άλλοτε με τον βαρύ κι άλλοτε με τον ελαφρύτερο οπλισμό της.
Αν το πλήθος των συγγενών που συνεορτάζουν ξεπερνάει μια ορισμένη κρίσιμη τιμή, τότε τα βαριά συναισθήματα διαχέονται σε όσο το δυνατόν περισσότερα πρόσωπα, με συνέπεια το ανά μονάδα ατόμου βάρος να είναι και το μικρότερο. Μπορούμε επίσης να αποδώσουμε την ελάττωση αυτή της συναισθηματικής πίεσης και στη διάχυτη βαβούρα, που στερεί από κάποιον την δυνατότητα να μελαγχολήσει αξιοπρεπώς και με την ησυχία του. Άλλωστε, σπάνιες είναι σε ομήγυρη τέτοιου μεγέθους οι παύσεις και οι σιωπές για να μπορέσει η μελαγχολία, (μια καθαρά ιδιωτική απόλαυση), να βρει άνοιγμα και να εισχωρήσει.
Όταν όμως η υποτιθέμενη οικογενειακή συγκέντρωση δεν αριθμεί παρά ολίγες μόνο μονάδες, περιοριζόμενες στα δάχτυλα της μιας χειρός και ενίοτε στα μισά εξ αυτών, τότε όπως ευκόλως εννοείται, το ανά μονάδα ατόμου συναισθηματικό βάρος γίνεται σαφώς μεγαλύτερο με την τάση, προϊούσης της ώρας να εξελίσσεται σε δυσβάσταχτο, έως τρομαχτικό. Στη μεσοβέζικη λοιπόν αυτή κατάσταση λείπει η ευωχία του πολύχρωμου πλήθους που παρέχει στον καθένα την ανεξαρτησία να μπαίνει και να βγαίνει ανενόχλητος και κατά το δοκούν στην ομήγυρη. Από την άλλη μεριά, όταν η μάζωξη είναι μικρή και στενόχωρη σχεδόν πάντα εμφιλοχωρούν οι αντιθέσεις των μελών της που όπως και να το κάνουμε καιροφυλακτούν και παραμονεύουν. Εδώ η επιτήρηση του ενός από τους άλλους είναι πιο έντονη και οι απαιτήσεις, επικρίσεις, παράπονα, δυσαρέσκειες και ματαιώσεις είναι απείρως πιο εύκολο να ξεπηδήσουν και να δυναμιτίσουν μια ασταθή έτσι κι αλλιώς συναισθηματική κατάσταση.
Τουναντίον όταν η οικογένεια, είτε λόγω επιλογής, είτε λόγω μοίρας, περιορίζεται σε ένα και μόνον άτομο, τότε τα προηγούμενα συναισθήματα θλίψης όχι μόνον δεν βαραίνουν, αλλά μπορούν αιφνιδίως να μετατραπούν σε συναισθήματα ανακούφισης και ευφορίας, σε συμφωνία με τη ρήση του, «Όταν είσαι μόνος σου όσο θέλεις πήδα».
Η κατάσταση αυτή της εμφάνισης ισχυρής ασυνέχειας στην εξέλιξη ενός φαινομένου, [που στην προκειμένη περίπτωση είναι η βίωση ενός συναισθήματος μελαγχολίας, σαν συνάρτηση του πλήθους των ατόμων που συνευρίσκονται σε κάποιο εορταστικό τραπέζι], παρατηρείται συχνά στη φύση, όπως για παράδειγμα στη μετάβαση από την υγρή στην στερεά μορφή μιας ουσίας και ονομάζεται «Μετάβαση Φάσεως», ή επί το ελληνικότερον «phase transition», αποτελεί δε, έναν από τους πιο ελκυστικούς κλάδους της Φυσικής, και όπως δείχνουμε εδώ, πιθανόν και της ψυχολογίας.
Το ερώτημα βέβαια που πλανάται αμείλικτο και επιτακτικό είναι το ΓΙΑΤΙ. Γιατί, κατά κανόνα δηλαδή, πάνω από τέτοιες συγκεντρώσεις να πλανάται ένα τόσο βαρύ σύννεφο;
Εκεί λοιπόν, στα μισά ενός λευκού γλυκού και αφρώδους οίνου ζυμωμένου στην ζεστή και ολάνθιστη κοιλάδα του Μόζελ νόμισα χθες ότι βρήκα μιαν απάντηση:
Το ερώτημα βέβαια που πλανάται αμείλικτο και επιτακτικό είναι το ΓΙΑΤΙ. Γιατί, κατά κανόνα δηλαδή, πάνω από τέτοιες συγκεντρώσεις να πλανάται ένα τόσο βαρύ σύννεφο;
Εκεί λοιπόν, στα μισά ενός λευκού γλυκού και αφρώδους οίνου ζυμωμένου στην ζεστή και ολάνθιστη κοιλάδα του Μόζελ νόμισα χθες ότι βρήκα μιαν απάντηση:
Είναι ο φόβος μήπως στο μέτρημα την επομένη χρονιά κάποιοι θα βρεθούν να λείπουν.
Και η εξήγηση που δίνω, [και με την επικουρία του Μόζελ βεβαίως, βεβαίως], είναι ότι όταν η συνομοταξία των συγγενών αριθμεί πολλές μονάδες, το να βρεθεί στο μέτρημα ένας πάνω, ένας κάτω δεν αποτελεί και μεγάλο πρόβλημα, μιας και η μονάδα τελικά θα χαθεί αθόρυβα στο πλήθος. Επίσης, όταν είσαι ένας, επίσης δεν σε πολυνοιάζει αν στην επόμενη φορά είσαι και ο κανένας. Όταν όμως αυτοί που συγκεντρώνονται και που υποτίθεται ότι ενώνονται με δεσμούς συγγένειας είναι λίγοι, τότε κάθε απώλεια μετράει παραπάνω, καθόσον αντιστοιχεί σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των παρευρισκομένων. Simple statistics!
Και η εξήγηση που δίνω, [και με την επικουρία του Μόζελ βεβαίως, βεβαίως], είναι ότι όταν η συνομοταξία των συγγενών αριθμεί πολλές μονάδες, το να βρεθεί στο μέτρημα ένας πάνω, ένας κάτω δεν αποτελεί και μεγάλο πρόβλημα, μιας και η μονάδα τελικά θα χαθεί αθόρυβα στο πλήθος. Επίσης, όταν είσαι ένας, επίσης δεν σε πολυνοιάζει αν στην επόμενη φορά είσαι και ο κανένας. Όταν όμως αυτοί που συγκεντρώνονται και που υποτίθεται ότι ενώνονται με δεσμούς συγγένειας είναι λίγοι, τότε κάθε απώλεια μετράει παραπάνω, καθόσον αντιστοιχεί σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των παρευρισκομένων. Simple statistics!
** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** ** **
Πάνε είκοσι χρόνια τώρα, που κάθε φορά που πήγαινα στο νησί για κάποιες απ’ τις γιορτές, όταν αποχαιρετούσα τους παππούδες έλεγα μέσα μου με σφιγμένη την καρδιά, μήπως και η φορά αυτή που τους κοίταζα να μου κουνάνε το χέρι ήταν και η τελευταία. Τους έβλεπα και τους δυο στημένους στη βεράντα, αμίλητους και αμήχανους, προσπαθώντας με κόπο να φανούν φυσιολογικοί και χαρούμενοι ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη φορά, που ήταν σίγουροι (;) ότι θα ερχόταν. Κάποια όμως απ’ αυτές τις φορές, μοιραία, θα ήταν και η τελευταία. Δεν τη θυμάμαι αυτή τη φορά. Δεν θυμάμαι πως έμοιαζε αυτός ο τελευταίος αποχαιρετισμός, αν υπήρχε κάποιο προαίσθημα, κάποιο σημάδι, κάποια μαύρη γάτα που μου έκοψε το δρόμο. Όχι. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο παππούς έφυγε καθιστός αθόρυβα και σεμνά, πάνω σε μια ανάσα που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο της.
Η γιαγιά μετά από λίγο έπεσε και χτύπησε το πόδι της και μετά από το συμβάν αυτό βρήκε πρόχειρο ένα κρεβάτι δίπλα της, καλοβολεύτηκε και από τότε αρνήθηκε να ξανασηκωθεί, μέχρι που ήρθε κι αυτηνής η ώρα. Στο μεταξύ μας άφησε χρόνους και ο πατέρας και από τότε έκοψα τις επισκέψεις στα νησιά μην αντέχοντας άλλους αποχαιρετισμούς, μην βαστώντας την αγωνία μπας και αυτός ο αποχαιρετισμός με την μάνα που έμεινε πίσω μόνη, θα ήταν και ο τελευταίος. Δεν ήθελα να αποχαιρετώ πλέον και να ανανεώνω ραντεβού που μπορεί είτε να αθετούσα, είτε στην αντίθετη περίπτωση να αποδεικνύονταν άγονα.
Με τον καιρό όλο και λιγοστεύουμε. Αυτοί που προστέθηκαν είναι πιο λίγοι απ’ αυτούς που έφυγαν και ο ισολογισμός των προσώπων ελλειμματικός: Ξεκινήσαμε πόσοι, καταντήσαμε τόσοι. Λίγοι, απελπιστικά λίγοι, ένα μικρό τραπεζάκι φτάνει πια για να μας βολέψει και ούτε ένα μπουκάλι κρασί δεν καταφέρνουμε να αδειάσουμε. Κι ας είναι γλυκό, και από την ολάνθιστη κοιλάδα του Μόζελ!