Όταν ο Γ. χτυπήθηκε απ’ τον καρκίνο, εκεί στα πενήντα του, κι όταν στα πενηνταδύο του το σαράκι πέρασε απ’ τα έντερα στην κοιλιά, κι απ’ εκεί στο συκώτι, όλοι ήταν σίγουροι, άλλος συνειδητά κι’ άλλος ασυνείδητα, ότι είχε ήδη βγάλει εισιτήριο για το επέκεινα. Και φυσικά κανένας απ’ τους τριγύρω του δεν αμφέβαλε, αν υποτεθεί ότι όλοι είμαστε στημένοι σε μια ουρά περιμένοντας να περάσει το τρένο για το παραπέρα, ότι το δικό του τρένο δεν θα έφτανε παρά αργότερα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, σ’ αυτή τη ζωή μπορεί να μην υπάρχουν απόλυτες βεβαιότητες, υπάρχουν όμως πιθανότητες, τις οποίες, αν βάλουμε κάτω με τη λογική, μπορούμε σε ορισμένες περιπτώσεις να τις κάνουμε να μοιάζουν με βεβαιότητες. Αν, οι καθ’ όλα αξιοσέβαστες στατιστικές των γιατρών λένε ότι ο ένας στους πέντε προσβάλλεται από καρκίνο, τότε σε μια παρέα των πέντε όπου ο ένας έχει προσβληθεί, οι υπόλοιποι τέσσερις μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι με την ελπίδα ότι η στατιστική δεν θα τους κάνει κανένα περίεργο χουνέρι.
Το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει και μ’ οποιασδήποτε άλλης αιτίας θανατικό. Λίγο αλήθεια, λίγο ψέματα, λίγο ένας τεχνητός και αδιόρατος εφησυχασμός, ο καθένας ηρεμεί με το να πιστεύει ότι άμα ο χάρος πιάσει το δρεπάνι του, δεν τους παίρνει όλους αμπάριζα με μιaς, αλλά, αφού έχει σημαδέψει ήδη τον έναν, τους άλλους τους υπόλοιπους στη γειτονιά, τούς αφήνει ανέπαφους για κάποιο καιρό. Ως εάν, το ίδιο το θανατικό να δημιουργεί μια ζώνη ανοσίας γύρω του ή αν το δούμε ακόμη πιo μεταφυσικά, ως εάν ο ίδιος ο πεθαμένος να μεταβιβάζει, εν είδη κληρονομιάς, τις ζωικές του δυνάμεις στους τριγύρω, κάνοντάς τους έτσι περισσότερο απρόσβλητους στα δεινά που παραμονεύουν.
Κι’ όμως υπάρχουν περιπτώσεις, όπου τόσο η στατιστική, όσο και η ψυχολογία πάνε κατά διαόλου. Τότε μιλάμε για παιχνίδια της μοίρας, για κακή τύχη, για τραγωδία, για κισμέτ, για θέλημα Θεού, για ξόρκια, για κατάρες, για μυστήρια. Όπως, π.χ. όταν πέφτει ένα αεροπλάνο. Δεν γίνεται, λέμε, τις αμέσως επόμενες μέρες να πέσει και το δικό μας. Δε γίνεται να χαλάσει η στατιστική. Έλα όμως που συμβαίνει, έλα όμως που χαλάει η στατιστική. Στατιστικές διακυμάνσεις τις ονομάζουν οι μαθηματικοί. Σου λένε π.χ. ότι η στατιστική ισχύει είτε ανά πάσα στιγμή για ένα άπειρα μεγάλο δείγμα, είτε για ένα μικρό δείγμα σε άπειρο όμως χρόνο. Για τον πεπερασμένο όμως χρόνο της ζωής μας, ή για το επίπεδο μιας παρέας, η στατιστική μπορεί να βγάλει ό,τι θέλει. Και τότε, όποιον πάρει ο χάρος.
Έτσι γίνηκε και στην παρέα του Γ. Ήταν τέσσερις, συνομήλικοι, συμμαθητές από το Δημοτικό. Μεγάλωσαν μαζί, παίξανε μαζί στις αλάνες και τα χωράφια, κλωτσήσανε την ίδια μπάλα, κλέψανε τα ίδια φρούτα, μαζί κάνανε τις κόντρες με τα μηχανάκια στις στροφές στην Άνω Πόλη. Μετά, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Οι δυo μείνανε στο χωριό, στα κτήματα, οι άλλοι δυo τραβήξανε για κάτω˙ Γιάννενα, Αθήνα, Γαλλία, για σπουδές, για καλλίτερη τύχη. Κάνανε οικογένειες, άλλοι τις κράτησαν, άλλοι τις διαλύσανε, τις ξανάφτιαξαν, τις ξαναδιαλύσανε, συνηθισμένα πράγματα˙ βόλτες δηλαδή στα δαιδαλώδη μονοπάτια της ζωής, γι’ αυτούς που δε χορταίνουν να ψάχνουν, να περπατούν, να ξεμακραίνουν και κάποιες φορές να χάνονται.
Ο Κ. έμεινε στο χωριό, αφού πρώτα μπάρκαρε στα καράβια και έφερε τη γη μερικούς γύρους. Για τα μάτια μιας Βραζιλιάνας κάποια στιγμή προτίμησε τη στεριά από τη θάλασσα. Ξώμεινε στη Βραζιλία για κάμποσο καιρό, κάνοντας, ούτε κανείς έμαθε ποτέ τι, και κάποια στιγμή εμφανίστηκε πίσω στο χωριό μαζί με μια σταράτη μιγάδα από την Κούβα. Το κλίμα φαίνεται δεν τη σήκωσε την Κουβανέζα, γιατί γρήγορα-γρήγορα μάζεψε τα ρούχα της και εξαφανίστηκε. Δεν πέρασε καιρός και τη θέση της την πήρε μια Κύπρια, νταβρατισμένη και άξια. Αυτή τα κατάφερε κι έμεινε. Με στεφάνι μάλιστα, με παπά και με κουμπάρο. Ανασκουμπώθηκε, σήκωσε ψηλά τα μανίκια, φόρεσε ποδιά και γαλότσες και στρώθηκε στη δουλειά. Στο σπίτι και στα κτήματα. Αχλαδιές, σανταρόζες, κερασιές και μαρούλια. Στρέμματα τα μαρούλια, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, κι ακόμα παραπέρα. Αράδιασε και μερικά κουτσούβελα και κάμποσα σκυλιά, ενώ ο Κ., όταν δεν γυρόφερνε τα μαρούλια στις λαχαναγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καβάλαγε τα πιο θλιβερά σαράβαλα της περιοχής και ξημεροβραδιαζότανε κάνοντας μουχαμπέτι σε ταβερνεία, σε υπόγες και σε χαμαιτυπεία παρέα με ό,τι πιο αλλοπρόσαλλο αρσενικό ή θηλυκό τύχαινε να κυκλοφορήσει εκείνη την περίοδο. Ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, μεγάλη, γελαστή καρδιά. Όση και το μουστάκι του, που παχύ-παχύ κάλυπτε ίσαμε το μισό του πρόσωπο˙ όση και η κοιλιά του που φάρδαινε και πλάταινε και στρογγύλευε απ’ τα χαχανητά, τους μεζέδες και τα τσίπουρα.
Και έτσι πέρναγαν σερί οι μέρες, κι οι εποχές, και τα χρόνια. Και τα παιδιά μεγάλωναν μαζί με τα σκυλιά και τα μαρούλια. Και το σπιτικό, με την αξιοσύνη της Κύπριας βαστιότανε καλά στα πόδια του. Καλά να ‘ναι βέβαια και τα παραθαλάσσια κτήματα, είκοσι τόσα στρέμματα, που τού ‘ρθαν δώρο εξ ουρανού, από μια θεια λησμονημένη από καιρό.
Ώσπου μια μέρα, εκεί στα πενηνταένα του, ο Κ. εξερράγη με τρόπο πιο θεαματικό κι από ένα αστέρι. Ένα ‘μπαμ’, που ακούστηκε μέχρι και τα διπλανά χωριά, μια χειροβομβίδα που την κράταγε σφιχτά, και της οποίας συνέχιζε να κρατά τα υπολείμματα ακόμα και όταν τα χέρια του στροβιλίζονταν μόνα τους στον αέρα, σαν πουλιά, και ένα πλήθος κόσμου στον συνεταιρισμό του χωριού, που προσπαθούσε να ξεδιαλύνει αν ο Κ. με την αυτοκτονία του σκόπευε να συμπαρασύρει και άλλους εκεί μέσα - ποιους άραγε και γιατί? - αλλά να που την τελευταία στιγμή τον κυρίεψαν οι τύψεις και το μετάνιωσε, ή σκόπευε απλώς να αυτοκτονήσει δημόσια - για χρέη μήπως? - μην αντέχοντας ν’ αντικρίσει τον θάνατο σ’ ένα μοναχικό δωμάτιο. Ή πάλι ελπίζοντας ότι κάποιος την ύστατη στιγμή θα τον απέτρεπε, κι όλα αυτά δεν θα ‘ταν παρά ένα κακό όνειρο, ένα θόλωμα του μυαλού. Αυτά κι εκείνα και τα πολλά ‘γιατί’ τα πήρε τελικά μαζί του. Το ζήτημα όμως είναι, ότι ήταν πενηνταενός και ότι το τρένο για το υπερπέραν ήρθε σε χρόνο άλλον απ’ αυτόν που λογάριαζε η στατιστική. Αυτή ήταν η πρώτη διακύμανση στην παρέα.
Η δεύτερη, ήρθε κάνα χρόνο αργότερα και πέτυχε τον Β. Στα πενηνταδυό του. Αυτός είχε ριζώσει για τα καλά στο χωριό. Ξεκίνησε από το τίποτε. Δεν ξέρω τι έκανε πριν. Όταν όμως τον γνώρισα, εκεί γύρω στα τριανταφεύγα του, είχε ήδη μια γυναίκα, τρία παιδιά και προσπαθούσε να στήσει απ’ το μηδέν κάτι αυτοματοποιημένα θερμοκήπια. Μέρα νύχτα στη δουλειά, τελικά τα θερμοκήπια σταθήκανε στα πόδια τους, τα λουλούδια και οι γλάστρες μεγάλωναν χωρίς πολλά-πολλά τερτίπια, οι νταλίκες πήγαιναν λουλούδια και φέρνανε βολβούς απ’ την Ολλανδία. Έχτισε μεγάλο σπίτι την εποχή που αλβανοί εργάτες πλημμύριζαν το χωριό, βρήκε καινούργια ενδιαφέροντα, έσμιξε με μια Γερμανίδα εναλλακτική που ξώμεινε στα μέρη του, χώρισε τη γυναίκα του, αγόρασε ένα καράβι με πανιά και αρμένιζε τα πελάγη, ορμώντας όταν χρειαζόταν ίσια πάνω στον καιρό και τα κύματα.
Κοντολογίς, είχε σμιλέψει τη ζωή του, σιγά-σιγά με την υπομονή, το κουράγιο και την έμπνευση ενός τεχνίτη, και είχε κατορθώσει, έτσι όπως τον έβλεπα απ’ έξω, να της δώσει μια άλλη, διαφορετική τροχιά, εκεί όπου οι περισσότεροι σκιαγμένοι μπρος το ρίσκο μιας αλλαγής, στυλώνουν τα πόδια και κάνουν πίσω μένοντας στο μονοπάτι το οικείο και το χιλιοπερπατημένο, αναμοχλεύοντας τα ίδια σκατά, κουβαλώντας στην πλάτη την ίδια γνώριμη δυστυχία με την οποία πορεύτηκαν για χρόνια, γιομάτοι θλίψη για την ανημποριά και τη δειλία τους.
Τι λέει όμως η λαϊκή σοφία για την ευτυχία που φτάνει στην κορυφή; Ότι τραβά τον κεραυνό! Έτσι και γίνηκε. Και το περίεργο είναι ότι όλα ξεκίνησαν από ‘κεί πάνω, απ’ το βουνό, απ’ την κορυφή. Ήταν ένα συνηθισμένο τσούλημα στις χιονισμένες πλαγιές με τα σκι και ένα συνηθισμένο σπάσιμο στο πόδι. Γύψος, πατερίτσες, ακινησία για λίγο καιρό, φάρμακα και αντιπηκτικά. Και ξαφνικά, ένας ασυνήθιστος θάνατος. Από εμβολή, στα γρήγορα, μια κι όξω. Τι πήγε στραβά, ούτε που το κατάλαβε κανένας, πόσο μάλλον ο ίδιος. Το ζήτημα όμως είναι ότι και γιαυτόν το τρένο πέρασε πολύ πιο γρήγορα, απ’ ό,τι θα το ‘χε λογαριάσει η στατιστική.
Υπάρχουν λογιών-λογιών θάνατοι, άλλοι βαρύγδουποι και θεαματικοί, για τους οποίους θα άξιζε να αφιερωθεί μια στήλη σε τοπική εφημερίδα, όπως π.χ. σε πεδία μαχών, σε αναρριχήσεις παγωμένων κορφών, σε καταδύσεις σε δύσκολα νερά, μετά από μια σπάνια αρρώστια κ.λ.π., άλλοι κοινότοποι και τετριμμένοι, όπως καρδιακά, καρκίνοι, εγκεφαλικά που περνάν απαρατήρητοι και αδιάφοροι από τις σελίδες των ‘Κοινωνικών’, και τέλος, άλλοι γελοίοι, που συνέβησαν μετά από ένα στιγμιαίο καπρίτσιο της τύχης, μετά από μια σπάνια σύμπτωση, μετά από μια τυχαία παρεμβολή της ουράς κάποιου διαβόλου που προς στιγμήν κατάφερε να ξεφύγει από τη επίβλεψη του Θεού. Όπως π.χ. το πέσιμο μιας γλάστρας που έτυχε να ταλαντεύεται στο σαπισμένο κάγκελο ενός υψηλού ορόφου˙ η πτώση του σώματος στο κράσπεδο με τον αυχένα να το σημαδεύει με το ζωτικότερό του νεύρο ακριβώς στην κόψη του˙ το πέσιμο στο κεφάλι μιας χελώνας απ’ τον ουρανό, την ώρα που ο αετός που την κράταγε σφιχτά με τα νύχια έκανε να φτερνιστεί και να χάσει προς στιγμήν την ισορροπία του˙ όπως το σπάσιμο ενός ποδιού. Και άλλα πολλά που ο καθένας θα ‘χε να διηγηθεί και ν’ απορήσει.
Οι πιο πολλοί κι οι ματαιόδοξοι φαντασιώνονται ένα φευγιό της πρώτης κατηγορίας, σαν αντιστάθμισμα ίσως μιας κοινής και ανούσιας ζωής που ποτέ δεν τόλμησαν να παραδεχτούν ότι έζησαν. Των ανθρώπων τους αρέσει να πιστεύουν ότι θα τους θυμούνται από το πως πέθαναν κι όχι από το κατά πως έζησαν. Έτσι, δεν αρέσκονται στην προοπτική ενός δευτεροκλασάτου θανάτου, μιας και θα υπενθυμίζει στους εναπομείναντες και κατιόντες την ποιότητα του βίου που διήγαν. Έλα όμως που ο χάρος είναι βαθύτατα δημοκρατικός. Δεν κάνει τέτοιους συσχετισμούς μεταξύ τρόπου ζωής και τρόπου θανάτου. Από δάγκωμα μαϊμούς μπορεί να πάει τόσο ο βασιλιάς της Ελλάδος, όσο και ο ιθαγενής του Αμαζονίου. Μοιράζει τα θανατικά στην τύχη, τραβώντας από μια συμμετρική, κωδωνοειδή καμπύλη, όπου οι θάνατοι της πρώτης και της τρίτης κατηγορίας καταλαμβάνουν τις παρυφές της κατανομής, σαν λιγότερο πιθανές εκδοχές, ενώ οι θάνατοι της δεύτερης κατηγορίες καταλαμβάνουν το κεντρικό της τμήμα, σαν και οι περισσότερο πιθανές περιπτώσεις. Κοντολογίς, το πως θα πεθάνεις, λαχείο είναι κι αυτό. Λαχείο, που μπορεί να κληρωθεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς προτεραιότητες και χωρίς σειρά.
Οι διακυμάνσεις της στατιστικής στην παρέα των τεσσάρων σταμάτησαν στις δυο. Ένας σίγουρος θάνατος από χέρι, δύο στατιστικές διακυμάνσεις από απρόβλεπτους θανάτους, και ένας παρ’ ολίγον θάνατος από κακιά αρρώστια που όμως τελεσίδικα ξεπεράστηκε στα νιάτα του για τον τέταρτο, σε μια παρέα τεσσάρων όντως πάει πολύ. Πάρα πολύ. Είναι πως να το πούμε, σαν να φέρνει κάποιος εξάρες στη σειρά με τις ώρες˙ είναι σαν να πεθαίνει κάποιος από ασφυξία επειδή έτυχε να μαζευτεί όλος ο αέρας στην άλλη μεριά του δωματίου απ’ όπου βρισκόταν.
Κι ενώ όλα αυτά τα προηγούμενα μας φαίνονται παράλογα κι απίθανα, οι καταστάσεις μηδαμινής πιθανότητας δεν είναι κάπου αλλού, αλλά εδώ και παραμονεύουν. Μήπως και το σύμπαν, κι ο κόσμος όλος, δεν φτιάχτηκαν παρά από μια τυχαία διακύμανση της ενέργειας του κενού, που κάποτε έτυχε να μαζευτεί σε ένα και μόνο σημείο και που στη συνέχεια έδωσε το έναυσμα για τη ‘Μεγάλη Έκρηξη’; Πώς λοιπόν να εξορίσουμε το απίθανο απ’ τη ζωή μας, όταν κι αυτή η ίδια προϊόν του πιο απίθανου γεγονότος είναι; Κι όσοι ακόμη ψάχνουν για σχέδιο και σκοπό, τάξη κι αρμονία, προβλεψιμότητα και κανονικότητα στη ζωή, μάλλον ματαιοπονούν. Τόσο η τάξη όσο και η κανονικότητα δεν είναι παρά μεταμφιέσεις που επινόησαν οι άνθρωποι για να αισθάνονται λιγότερο άβολα μπροστά στο απρόβλεπτο και απίθανο, που όπως και να το κάνουμε μας κλείνει πονηρά το μάτι πίσω απ’ τις κουρτίνες όπου θελήσαμε να το κρύψουμε.