Το εξώφυλλο πρόσφατου τεύχους του Economist (12-18 Ιανουαρίου 2013) με τον σκεπτόμενο του Ροντέν να στοχάζεται καθήμενος σε μια σύγχρονη χέστρα, θα μπορούσε να εκληφθεί σαν μια μεταμοντέρνα μετεγγραφή στον 21ο αιώνα του ανάποδου ουρητήρα του Ντυσάμ, εικόνα, που θα παρέπεμπε στην εμφάνιση κάποιου νέου προκλητικού παριζιάνικου ή νεοϋορκέζικου καλλιτεχνικού ρεύματος.
Λάθος, όμως, ανάγνωση. Όπως μαρτυράει η φούσκα πάνω από το κεφάλι του γλυπτού, αυτό που αναρωτιέται ο σκεπτόμενος είναι αν θα υπάρξει ποτέ κάτι τόσο χρήσιμο όσο μια κοινή κοινότατη χέστρα. Μια ενδιαφέρουσα, λοιπόν, εισαγωγή στο θέμα που πραγματεύεται στις μέσα σελίδες και το οποίο δεν είναι άλλο από την φτώχεια της καινοτομίας τις τελευταίες δεκαετίες στο δυτικό κόσμο.
Παρά τη βαβούρα από την πρόσφατη αναζωογόνηση της Silicon Valley, αρκετοί, ακόμα κι ανάμεσα στους ανυπόμονους νέους ενοίκους της, εκφράζουν την άποψη ότι ο ρυθμός των καινοτόμων ανακαλύψεων στην Αμερική εδώ και δεκαετίες ακολουθεί την κατιούσα. Την ίδια άποψη έχει κι ο Peter Thiel, ιδρυτής του PayPal, καθώς κι ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων και μηχανικών. Κάποιοι δε, εκφράζουν την άποψη ότι μια από τις αιτίες της πρόσφατης κρίσης μπορεί να εδράζεται και στην μακρόχρονη τεχνολογική στάση.
Με μια πρώτη ματιά τέτοιες σκέψεις φαντάζουν αιρετικές, μιας και οι περισσότεροι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά για τα μύρια θαύματα που επιφύλαξε στον πρόσφατο πολιτισμό μας η εξέλιξη και η τεχνολογική πρόοδος. Τίποτε πιο μακριά απ’ αυτό. Τίποτε πιο μακριά απ’ την πραγματικότητα των αριθμών και της αδιαμεσολάβητης εμπειρίας. Παρ’ όλες τις επίπεδες οθόνες, τα λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα τηλέφωνα και το σαματά της ευρυζωνικότητας, πάρτε το χαμπάρι: ο κόσμος στέρεψε από ιδέες!
Αν εξετάσει κανείς τη χρονική εξέλιξη των κερδών στον κλάδο της μεταποίησης στην Αμερική, διαπιστώνει ότι από το 1970 και μετά η καμπύλη παραμένει σχεδόν οριζόντια. Σύμφωνα με τον Economist για το φαινόμενο αυτό υπάρχουν τρεις ερμηνείες, οι οποίες στο σύνολό τους δεν είναι άσχετες με το φρενάρισμα της τεχνολογικής εξέλιξης.
Η πρώτη ερμηνεία έχει να κάνει με την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον «εκτατικό» και «εντατικό» τρόπο ανάπτυξης. Ο δυτικός κόσμος, ό,τι είχε να πάρει από τον πρώτο, με την προσθήκη περισσότερης εργασίας, κεφαλαίου και πρώτων υλών, το πήρε. Το επιπλέον, το οποίο παρέχει μόνο η «εντατική» ανάπτυξη, και η οποία πυροδοτείται από το τεχνολογικό πλεονέκτημα, όπως δείχνουν τα στοιχεία, είτε είναι πενιχρό, είτε δεν μπορεί πλέον να αποσπασθεί.
Όλον τον 19ο αιώνα η παραγωγικότητα στη Βρετανία αυξανόταν συστηματικά, κατά 1% το χρόνο. Αντίστοιχα στην Αμερική, μέχρι το μέσον του 20ου, η αύξηση βρισκόταν στο 2.5% ετησίως. Από το 1970 όμως και μετά αρχίζει να φλερτάρει με ρυθμούς κάτω του 2%, ενώ στη δεκαετία του 2000, η πτώση είναι δραματική, κάτω του 1%.
Ο Robert Gordon, οικονομολόγος στο πανεπιστήμιο Northwestern των ΗΠΑ θεωρεί ότι οι δυο προηγούμενοι αιώνες έδωσαν ένα μεγάλο κύμα ανακαλύψεων, το οποίο πλέον έχει σβήσει, κι ότι τώρα επιστρέφουμε σ’ ένα καθεστώς όπου η ανάπτυξη θα πορεύεται, όπως και παλιά, με τρόπο «εκτατικό». Αν το καλοσκεφτείς, συνεχίζει ο Gordon, οι θεμελιακές καινοτομίες, όπως η ικανότητα να χρησιμοποιείς ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα, να μετακινείσαι από το σημείο Α στο Β, να ζεις σε άνετα σπίτια, και να συνομιλείς με όσους χρειάζεσαι, ήταν ελάχιστες. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά έχουν πραγματοποιηθεί. Το να πάει η ανθρωπότητα σε μια άλλη γενιά, εξ ίσου βασικών ανακαλύψεων, χρειάζεται ακόμα πολύς δρόμος, ο οποίος ούτε ορατός είναι, ούτε εύκολος. Το να μετατρέψεις τα terabytes της γνώσης του γονιδιόματος σε κάποιο ιατρικό όφελος είναι πολύ πιο δύσκολο από το να ανακαλύψεις τα αντιβιοτικά.
Μια δεύτερη εξήγηση της τεχνολογικής στάσης, είναι ότι παρά τον αυξανόμενο αριθμό των πατεντών, των ερευνητών και των χρημάτων που ξοδεύονται στην έρευνα και την ανάπτυξη, στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα είναι κι εδώ πενιχρά. Για παράδειγμα ένα ερευνητής της δεκαετίας του 1950 στην Αμερική συνέβαλλε 7 φορές περισσότερο στην οικονομία απ’ ότι ένας ομόλογός του, τη δεκαετία του 2000. Αν αφήσουμε απ’ έξω το γεγονός ότι οι περισσότερες πατέντες στερούνται πραγματικής αξίας, μιας και το μόνο που εξυπηρετούν είναι ο εμπλουτισμός των βιογραφικών για μια θέση στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, και ότι επιπλέον, οι ερευνητικές εργασίες είναι το ίδιο αυτοαναφορικές όπως και οι πατέντες, τότε μένει ένας άλλος παράγοντας (κατά Economist): το βάρος της γνώσης. Καθώς με τα χρόνια έχουμε φυσιολογικά μεγαλύτερη συσσώρευση γνώσης, ένας νέος επιστήμονας χρειάζεται όλο και περισσότερο χρόνο για να γίνει κύριος του γνωστικού του πεδίου, και να γεννήσει νέες ιδέες. Αν και υπάρχει κάποια βάση, η άποψή μου είναι ότι η εξήγηση αυτή δεν έχει βάρος. Για την αδυναμία ειδικά της έρευνας να παράξει αποτελέσματα ανάλογα με τους πόρους που διατίθενται για το σκοπό αυτό, θ’ ασχοληθούμε σε επόμενο κείμενο.
Η τρίτη εξήγηση βασίζεται σ’ αυτό που ο καθένας προσλαμβάνει εμπειρικά. Ενώ το πέρασμα από τον πάγο και τη σκάφη στις αρχές του αιώνα, στο ψυγείο και το πλυντήριο γύρω στο ‘70 ήταν ένα μεγάλο βήμα, από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει κάτι θεμελιακά διαφορετικό. Ό,τι υπήρχε σε ένα σπιτικό τότε, υπάρχει και σήμερα, 40 χρόνια μετά. Το ίδιο συμβαίνει και με το προσδόκιμο ζωής. Στις αρχές του 20ου αιώνα στην Αμερική ήταν 49 χρόνια, για να αυξηθεί το 1980 στα 74. Από τότε μέχρι σήμερα η αύξηση είναι μόνο κατά 4.7 χρόνια, παρά τα δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν εν τω μεταξύ για τη θεραπεία κοινών ασθενειών, όπως ο καρκίνος και τα καρδιακά νοσήματα.
Αλλά σκεπτικισμός επικρατεί και ως προς την πολυθρυλούμενη επίδραση της πληροφορικής, των υπολογιστών και του ιντερνετ στην αύξηση της παραγωγικότητας. Αν οι υπολογιστές μετρούσαν, τότε το αποτέλεσμά τους θα καθρεφτιζόταν και στους διάφορους δείκτες. Αλλά, δεν καθρεφτίζεται. Παρ’ όλο το Googling και Skypeing, η παραγωγικότητα δεν λέει να σηκώσει κεφάλι.
«Τι κατορθώσαμε;», αναλογίζεται ο Peter Thiel. «Θελήσαμε ιπτάμενα αυτοκίνητα, κι αντί γιαυτό πήραμε 140 χαρακτήρες!».
Αναμφίβολα, ο καπιταλισμός έχει από καιρό περιέλθει σε δεινή θέση, απόδειξη της οποίας είναι και η πρόσφατη οικονομική κρίση. Έχοντας εξαντλήσει τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα των προηγούμενων αιώνων, από το ’70 και μετά για να μπορέσει να πάρει παράταση στράφηκε στον κούφιο τομέα των χρηματοπιστωτικών. Ο χρόνος ζωής όμως της πλαστής αυτής αναγέννησης αποδείχτηκε μικρός. Και δικαιολογημένα. Είναι φανερή, ακόμα και στον πλέον αδαή, η αγωνία του να εύρει μια νέα διέξοδο, ένα νέο πεδίο για να βάλει και πάλι μπροστά τις μηχανές της ανάπτυξης, της εκμετάλλευσης και του κέρδους. Γιαυτό και ο παρατηρούμενος παροξυσμός, η επιτακτική επίκληση της καινοτομίας απ’ όλες τις μεριές.
«Μουλάρι, όμως ο Αστραχάν». Όσο και να την επικαλούνται, όσο και να την ψάχνουν, όσο και να προσπαθούν να την εκμαιεύσουν, αυτή δεν φαίνεται να τους κάνει το χατίρι. Ψήγματά της μόνο εμφανίζονται εδώ και κει, άπνοα όμως, κι εφήμερα, με ημερομηνία λήξης στο πρώτο φως της επόμενης ημέρας. Κι όσο αυτή δεν έρχεται, κι όσο ο καπιταλισμός δεν βρίσκει διέξοδο, τόσο θα λυσσομανά και θα τρώει τις σάρκες του και τις δικές μας, βεβαίως, βεβαίως.