Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Tαξίδι στο Aberdeen


Στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, υπάρχει μια παραθαλάσσια πόλη κτισμένη ανάμεσα στις εκβολές των ποταμών Dee και Don. Ο Dee, που έχει μήκος 140 Km, περνάει από την περιοχή Royal Deeside, όπου άλλοτε συνήθιζε να κάνει τις διακοπές της η βασιλική οικογένεια και χύνεται στη βόρεια θάλασσα, στα νότια του άλλου ποταμού, του Don, με το ίδιο πάνω κάτω μήκος, κοντά στα 130 Km. Οι δυο αυτοί ποταμοί χαρίσανε το όνομά της στην πόλη Aberdeen, στη βορειανατολική Σκοτία, που σημαίνει κάτι ανάμεσα σε δυο ποτάμια. Παλιά λεγόταν Aberdon, δηλαδή η πόλη στη συμβολή του Don με τη θάλασσα, αλλά αργότερα, για λόγους ίσως δικαιοσύνης, μιας και ο Don δεν ήταν δα και πιο σπουδαίος ποταμός από τον Dee, μετονομάστηκε σε Aberdeen, δηλαδή η πόλη στη συμβολή του Dee αυτή τη φορά.

Το λιμάνι του Aberdeen
Αρκετές πόλεις έτυχε ν’ αλλάξουν την ονομασία τους στη διάρκεια της ζωής τους, με ξεχωριστό παράδειγμα την Αγία Πετρούπολη, που ξεκίνησε από St. Petersburg, από τον ιδρυτή της τον μεγάλο Πέτρο, μετά το γύρισε σε Petrograd, μετά σε Leningrad, και μετά, πρόσφατα δηλαδή, πάλι πίσω σε St. Petersburg. Πάντα υπήρχε μια ιστορική αιτία, ίσως ένα καινούργιο όνομα που έμπαινε δυναμικά στο προσκήνιο και έπρεπε να τιμηθεί ή επειδή συνέτρεχαν λόγοι εθνικής απελευθέρωσης, που όπως ήταν φυσικό υπήρχε η θέληση αποκοπής από παλαιότερες ονομασίες και σύμβολα, ή τέλος οτιδήποτε άλλο. Αλλά, μια ολόκληρη πόλη, σοβαρή κατά τα άλλα, να παραπαίει ανάμεσα σε δυο παιχνιδιάρικα ποτάμια, με κουδουνιστά ονόματα, πρώτη φορά μου λάχαινε.

Τo Aberdeen είναι γνωστό για δυο πράγματα, πρώτον, για τις πάμπολλες πλατφόρμες πετρελαίου στα ανοιχτά των ακτών του, έως μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, που το καθιστούν την ενεργειακή πρωτεύουσα της Αγγλίας, και δεύτερον, για τα κτίρια με τις γρανιτένιες όψεις, που μετά τη βροχή αλλά και στη λιακάδα λαμπυρίζουν και σπινθηροβολούν, δίνοντας φως σε μια πόλη κατά τα άλλα σκούρα και μουντή. Α!, παρ’ ολίγο να ξεχνούσα και τον περίφημο σολομό Σκοτίας, ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν λείπει από τα ράφια του Βασιλόπουλου, κι έτσι δεν χρειάστηκε να τον μεταφέρω από τόσο μακριά. Παρ’ όλο που γνώριζα τα περί πετρελαίου κ.λ.π., δεν το περίμενα ότι το αεροδρόμιο, στο χώρο των αφίξεων μάλιστα, εκεί όπου η κάθε πόλη βάζει τα καλά της προσπαθώντας να ξελογιάσει τον επισκέπτη με τα κάλλη της, θα ήταν γεμάτο από διαφημιστικές πινακίδες τρυπανιών για άντληση, ή άλλων ογκωδών εξειδικευμένων εργαλείων. Και όπως ήταν φυσικό ξαφνιάστηκα.

Το πρώτο πράγμα που πρωτοψάχνω όταν φτάνω σε μια ξένη πόλη είναι οι δρόμοι διαφυγής της, δηλαδή πώς μπορώ να τη χρησιμοποιήσω σαν σκαλί για να πάω παραπέρα και μακρύτερα. Το Aberdeen, παρ’ όλο το μέγεθός του, 210,000 κάτοικοι, πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις, μιας και είχε καθημερινά πολλές απ’ ευθείας πτήσεις για Παρίσι, Άμστερνταμ, Όσλο, Δανία, και φυσικά Λονδίνο. Άσε που το λιμάνι του συνδέεται δυο-τρεις φορές την εβδομάδα με τα νησιά Orkney και τα Shetlands ακόμα βορειότερα. Ωραίος τόπος σκέφτηκα. Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις και κυρίως να φτάσεις σχετικά εύκολα, μετά από πολύωρο ταξίδι φυσικά, στα ονειρεμένα τοπία του Βορρά. Αυτή τη φορά δεν το επιχείρησα, όμως ευελπιστώ κάποια άλλη.



Εν τάχει, το Aberdeen βρίσκεται στο ίδιο περίπου γεωγραφικό πλάτος με τη Ρίγα και το Γκέτεμποργκ, αλλά το κλίμα του είναι σαφώς ηπιότερο, σπάνια η θερμοκρασία πέφτει κάτω από το μηδέν, που σημαίνει ότι επίσης και σπάνια χιονίζει. Όπως όμως σε όλα τα βόρεια κλίματα, ο καιρός αλλάζει και απότομα και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της μέρας.
Πάντως οι ατρόμητοι Αμπερντιανοί εκμεταλλεύονται την ωραία του παραλία και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες τής δίνουν και καταλαβαίνει. Ενώ, οι άλλοι των δυτικών νησιών, στις Εβρίδες, ούτε που τολμούν ακόμα και το δαχτυλάκι τους να βρέξουν, ακόμα και τη θερμότερη μέρα του καλοκαιριού.

παραλια Esplanades

Η πόλη είναι παλιά, με ευρήματα που μαρτυρούν ιστορία έως και 8000 χρόνια πίσω, (δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχει ιστορία), ενώ οι εποχές που τη διαδέχτηκαν της άφησαν κληρονομιά πολλά λαμπρά κτήρια, καθώς και δυο πανεπιστήμια, το Πανεπιστήμιο του Aberdeen και το Robert Gordon, εκ των οποίων το πρώτο ιδρύθηκε το 1495, παρακαλώ, ενώ το δεύτερο το 1992, με την ανωτατοποίηση όλων των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τη Θάτσερ. Όπως περίπου έγινε και με τα δικά μας ΤΕΙ εδώ. Παρά τη θεσμική τους όμως εξομοίωση με τα πανεπιστήμια, πολλά πρώην Polytechnics δεν κατόρθωσαν να βρούνε το δρόμο τους σε καλύτερες θέσεις στα περίφημα League Tables των Βρετανικών πανεπιστημίων. Έτσι και με την Ανατολική Γερμανία. Μπορεί με την επανένωση να βαφτίστηκε μέσα σε μια νύχτα Δυτική, ακόμα όμως δεν κατόρθωσε να γίνει τέτοια και επί της ουσίας, παρά τα τεράστια ποσά που ξοδεύτηκαν και ξοδεύονται.


H πόλη



Πανεπιστήμιο του Aberdeen



Marishall College



Πανεπιστήμιο του Aberdeen

Περπατώντας ένα μεσημεράκι στην κεντρική λεωφόρο της πόλης, και χαζεύοντας τα καταστήματα με τις φανταστικές τιμές σε ρούχα και παπούτσια, κοντοστάθηκα να θαυμάσω μια πολύ επιβλητική, παλιά εκκλησία. Τα τραπεζάκια που είχε στο προαύλιό της δεν με παραξένεψαν γιατί φαντάστηκα ότι θα ήταν προσφορά του ιεράρχη στους εκκλησιαζόμενους πιστούς αλλά και τους περαστικούς. Πλησιάζοντας όμως αντιλήφθηκα και ένα πίνακα με μενού και ποτά. Κάτι άρχισα να ψυλλιάζομαι και μην μπορώντας να κρατήσω άλλο την περιέργειά μου, διέσχισα το κατώφλι της και βρέθηκα μπροστά στο πιο επιβλητικό μπαρ που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Με μια τεράστια ορθογώνια μπάρα στη μέση της, σκούρα ξύλινα έπιπλα, και παντού κεριά, θαρρείς ότι αυτός ήταν και ο μοναδικός φωτισμός του χώρου, μαζί βέβαια με το φως που έμπαινε από τα τεράστια βιτρώ με την κλασική χριστιανική εικονογραφία. Αμέσως σκέφτηκα τον Καναδά, όπου και κει για λόγους έλλειψης πιστών πολλές εκκλησίες στην εξοχή είχαν μετατραπεί σε εστιατόρια και μπαρ. Να λοιπόν, που τα έχουμε πλέον και στη γειτονιά μας. Ο χώρος ήταν ήσυχος και σκέφτηκα, ότι πιθανόν να ήταν μια προϋπόθεση που έπρεπε να εκπληρώσει ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, σαν ελάχιστο δείγμα σεβασμού στο χώρο. Αμ, δε! Λίγο παρακάτω μια άλλη εκκλησία είχε μετατραπεί σε κλαμπ, με εκκωφαντική μουσική και όλα τα συνοδευτικά. Και ποιος ξέρει πόσες άλλες που δεν είχα πάρει χαμπάρι. Σύντομα όμως, οι απορίες μου λύθηκαν. Διάβασα, ότι το Aberdeen είναι μια από τις πιο άπιστες πόλεις της Αγγλίας, σε ποσοστό περίπου 50%. Και ότι λόγω έλλειψης πιστών οι εκκλησίες βγήκαν στο σφυρί. Το βράδυ ονειρεύτηκα τι θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες άλλες εκκλησίες στα καθ’ ημάς. Αλλά γρήγορα συνήλθα. Εδώ είναι Βαλκάνια σκέφτηκα, και ξενέρωσα.


Τα περίφημα Highlands, ο παράδεισος των απανταχού πεζοπόρων με τα εκπληκτικά τοπία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Σκοτίας. Δεν μπόρεσα να πάω αυτή τη φορά, αλλά μια μέρα κατάφερα να πάρω το τρένο και να επισκεφτώ την πρωτεύουσά τους το Inverness, μια πόλη 70,000 περίπου κατοίκων στο βορρά, δυο ώρες μακριά από το Aberdeen. Αληθινό κόσμημα, με εκπληκτική φύση, πάνω στη θάλασσα, στο μυχό ενός στενού κόλπου και με ένα κρυστάλλινο ποτάμι να τη διασχίζει. Τα σπίτια κουκλίστικα, το ένα πιο όμορφο από τα άλλο και τα δημόσια κτήρια περιστόλιστα και επιβλητικά, πράγμα που ξαφνιάζει σε μια τέτοια ακριτική περιοχή, για να μην αναφερθώ και στο επιβλητικό κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου στο μέσον της πόλης. Δεν ξέρω, αλλά σε πολλά σημεία μου θύμισε μια από τις μικρές μεσαιωνικές πόλεις της Γερμανίας. Ίσως το τοπίο, η βλάστηση, το ποτάμι, η ζωή στους πεζόδρομους με τους μικροπωλητές και τους μουσικούς, τα περιποιημένα και κομψά καφέ. Προς στιγμήν, είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι στη Γερμανία. Σε κάποια δε υπαίθρια αγορά έπεσα πάνω σ’ ένα stand που το κρατούσαν Τούρκοι, με πάγκους γεμάτους κανταΐφια, μπακλαβάδες και άλλα καλούδια της Ανατολής. Πού; Στο Inverness!


Λίγο δε παρακάτω, χαζεύοντας ένα γραφείο ταξιδίων είδα ότι θα μπορούσα να κάνω μια βδομάδα διακοπές στο Zante, στο Laganas και στα δωμάτια της κυρα-Τασίας για 239 λίρες, όλα πληρωμένα. Υπολόγισα στα γρήγορα πόσο κόστισε το αεροπορικό εισιτήριο από Ελλάδα-Σκοτία και πίσω, και κόντεψα να πάθω συγκοπή. Αχ αυτή η αγορά, όταν δουλεύει ο ανταγωνισμός!


Επίσης πληροφορήθηκα από ευμεγέθεις ταμπέλες στους δρόμους τι θα πάθαινα αν τολμούσα να βγω με ένα ποτήρι μπύρα στο δρόμο. Πέρα από διαπόμπευση που είναι δωρεάν, θα έπρεπε να πληρώσω πρόστιμο έως και 500 λίρες. Τώρα κατάλαβα πώς πλουτίζουν οι δήμοι στην Αγγλία, και πώς καταφέρνουν και κάνουν όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα για την πόλη τους. Όπως επίσης, και γιατί ξελυσσάνε τα εγγλεζόπουλα στα Μάλια, στο Φαληράκι και την Κέρκυρα.



To ταξίδι ήταν σύντομο, πήγα αρκετά βόρεια, μου άνοιξε η όρεξη για ακόμα πιο ψηλά, εφοδιάστηκα με όλα τα απαραίτητα δρομολόγια και έπεσα πάλι με τα μούτρα στους χάρτες, δεν συνάντησα ακρίτες αλλά κοσμοπολίτες, και μέχρι που να τακτοποιήσω τις εικόνες στο κεφάλι μου θα έχω βάλει πλώρη πάλι για κει. Έτσι, θα ήθελα τουλάχιστον.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Σκέψεις επί Χάρτου



Με τους χάρτες είχα μια ιδιαίτερη σχέση, από μικρή. Ίσως να έφταιγε το γεγονός πως ανέκαθεν κάποιος χάρτης βρισκόταν πάντα κολλημένος με σελοτέιπ στο πίσω μέρος της πόρτας της τουαλέτας, ακριβώς μπροστά απ’ την λεκάνη, στην πιο βολική, κατά τη γνώμη μου θέση που θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί. Οι χάρτες αυτοί, μεγάλοι σε μέγεθος, λίγο πολύ όπως οι σχολικοί, κάλυπταν σχεδόν όλο τον διαθέσιμο χώρο της πόρτας, με την μητέρα μου να τους αλλάζει επί πλέον περιοδικά, ώστε καμιά ήπειρος να μη μείνει παραπονεμένη και ανεξερεύνητη. Και μέσα στην απομόνωση του ιδιαίτερου αυτού χώρου και σε κλίμα απόλυτης χαλάρωσης και ευτυχίας, τα μάτια όλο λαχτάρα, οδηγούσαν την ψυχή σε μέρη μακρινά και ονειρεμένα. Άλλωστε τότε, οτιδήποτε έξω από τη συνοριογραμμή της Ελλάδας φάνταζε όντως μακρινό και ονειρεμένο.

Το πρώτο που μάθαινα ήταν οι πρωτεύουσες και τα σύνορα μαζί με το σχήμα των χωρών, μετά οι σημαίες, μετά εστίαζα στις κυριότερες πόλεις, στα ονόματα και τους δρόμους των ποταμών, στο ύψος των βουνών και μετά, αν τύχαινε ο χάρτης να είναι γεωφυσικός, φανταζόμουν τον εαυτό μου ν’ ανεβαίνει στα βουνά, να περνάει σταδιακά τις διάφορες ζώνες που φαίνονταν χρωματισμένες με άλλα χρώματα η κάθε μια τους, μετά να βουτάει στις κοιλάδες, να πλέει κατά μήκος των ποταμών και να διασχίζει τη μια μετά την άλλη τις πόλεις και τις χώρες, καβάλα πότε σε ένα ποτάμι, πότε τσουλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, πότε μέσα από μυστικά περάσματα και τούνελ.

Σιγά σιγά άρχισα να ψάχνω και τις αποστάσεις ανάμεσα στις κυριότερες πόλεις, κυρίως της Ευρώπης, τις οποίες βρίσκαμε τακτοποιημένες σε πίνακες, στις ατζέντες και τα ημερολόγια. Με τον καιρό τις είχα μάθει πια απ’ έξω κι ανακατωτά, ώστε να μπορώ να πλάθω ρεαλιστικότερα ταξίδια. Δηλαδή, σε πόσες μέρες θα μπορούσα να φτάσω στο Λονδίνο για παράδειγμα, κάνοντας την Α διαδρομή; Σε ποιες πόλεις ενδιάμεσα θα βόλευε να μείνω; Ή, αν έμενα στη Βρέμη, θα μπορούσα να πάω στο Άμστερνταμ και να γυρίσω αυθημερόν; Ή πόσες πόλεις βρίσκονται σε ακτίνα, ας πούμε, 500 χιλιομέτρων απ την Φρανκφούρτη; Σε ποια πόλη θα μπορούσα να μένω, ώστε να μπορώ να φτάνω στις περισσότερες κύριες πόλεις της Ευρώπης μέσα σε διάστημα 5, ας πούμε, ωρών με το τρένο; Όπως καταλαβαίνετε, τέτοιου είδους ερωτήσεις έρχονταν σερί η μια μετά την άλλη και τελειωμό δεν είχαν, παρά μόνον όταν τα χτυπήματα στην πόρτα άρχιζαν να γίνονται επίμονα και δυνατά, σήμα πως κάποιος απ’ έξω είχε χάσει πια την υπομονή του.

Εκείνο όμως που πραγματικά με συνέπαιρνε ήταν τα ακραία, ακρότατα σημεία των χωρών και των ηπείρων. Ακολουθούσα το περίγραμμά τους και προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή εκεί, με το πώς θα έμοιαζε το τοπίο, πώς θα συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι. Μερικές φορές, πολύ αργότερα, ευτύχησα να τα επισκεφτώ, για να ανακαλύψω ότι δεν είχαν τίποτε το ιδιαίτερο, δεν υπήρχε τίποτε από τη μαγεία που προϋπόθετε, όπως φανταζόμουν, η ιδιαιτερότητα της θέσης τους στον χάρτη, απλά κουβαλούσαν σε μια συνέχεια τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης πόλης, η οποία έφερνε κι αυτή το στίγμα της αμέσως προηγούμενης, κ.ο.κ.

Παρά ταύτα, στο τέλος έμενε η ικανοποίηση από την πραγμάτωση μιας παιδικής φαντασίωσης, αλλά και η γνώση ότι στον κόσμο όλο δεν υπάρχει ούτε κέντρο, ούτε ασυνέχειες, ούτε τομές, ούτε ακόμα-ακόμα και σε αυτά τα σύνορα τα ίδια, απλά οι άνθρωποι όπου και να βρίσκονται έχουν τον δικό τους ορίζοντα, ο οποίος είναι τόσο πλατύς όσο και ο ορίζοντας όλων των άλλων ανθρώπων, σε όποιο σημείο του χάρτη και να βρίσκονται.

Οι άνθρωποι που μένουν κοντά στα σύνορα μοιάζουν με τους άλλους της από κει πλευράς, γιατί κάποτε αυτά τα σύνορα είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν τραβηγμένα κάπου αλλού. Έχουν κοινές συνήθειες, τρώνε τα ίδια φαγητά, ακούνε τις ίδιες μουσικές, και καμιά φορές μιλάνε και μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν και οι από ‘δω και οι από ‘κει. Διέσχισα πολλές φορές τα σύνορα ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες και ποτέ μου δεν κατάλαβα ότι τα πέρασα. Παρά μόνον, όταν ήμουν αρκετά μακριά από δαύτα.

Ο χάρτης δεν ήταν απλά ένα κομμάτι χαρτί κολλημένο στην πίσω πλευρά μιας πόρτας. Είχε χώμα, είχε χορτάρια και ήταν γη. Ένα κομμάτι γης που έσφυζε απ’ την ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που το πατούσαν, που παλλόταν από τις αναπνοές τους, τις μετακινήσεις τους, τους θορύβους τους. Μια κουκίδα, που γιγαντωνόταν στα μάτια μου και σαν σε οπτασία, έπαιρνε τη μορφή της πόλης που αντιπροσώπευε, με τα κτίριά της, τις γέφυρές της, τους δρόμους της, τα πάρκα της, τα μαγαζιά της, τον καιρό της, το πλήθος της.

Ο χάρτης όμως, πέρα από γη ήταν και ιστορία και στρατηγική. Πόσες φορές αργότερα, δεν αναρωτήθηκα, γιατί η Νορβηγία, για παράδειγμα, είχε αυτή και μόνο το προνόμιο ν’ αγκαλιάζει προκλητικά όλη την σκανδιναβική χερσόνησο από βορρά και να φλερτάρει τετ α τετ με την Ρωσία, στερώντας από τη Σουηδία και Φιλανδία κάθε έξοδο προς τις αρκτικές θάλασσες; Ποιες ιστορικές σκοπιμότητες επέτρεψαν αυτό το προνομιακό καθεστώς;

Και μετά, πώς γινόταν και η Ερυθραία απ’ τη μια, και η Σομαλία απ’ την άλλη, να έχουν κάνει κεφαλοκλείδωμα στην Αιθιοπία κλείνοντας της κι αυτηνής την έξοδο προς τη θάλασσα; Και η Κροατία, πώς τα κατάφερε και έκλεισε τη θέα στη Σερβία; Μήπως, κοιτώντας και μόνο στο χάρτη τη θέση της Βουλγαρίας, δεν μπορεί κάποιος ξένος εύκολα να φανταστεί ότι αυτό και μόνο το κλείσιμό της προς τη θάλασσα απ’ την Ελλάδα, δεν θα ήταν αιτία για πολέμους μεταξύ τους, όπως και πραγματικά συνέβη; Ή, εξερευνώντας ένα γεωφυσικό χάρτη, δεν θα μπορούσε κανείς να προδικάσει την εξέλιξη κάποιων πολέμων, όπως για παράδειγμα της μικρασιατικής εκστρατείας, για να έρθουμε και πάλι στα καθ ημάς, ή να προβλέψει άλλους μελλοντικούς;

Οι μεγάλοι χάρτες του κόσμου της παιδικής μου ηλικίας, έγιναν η αφορμή με τα χρόνια ν’ αντικατασταθούν από μικρότερους, της κάθε μια χώρας πια, που επισκεπτόμουνα ξεχωριστά, και μετά, από ακόμα μικρότερους, της κάθε μιας πόλης ειδικότερα. Και παρά τα χρόνια που πέρασαν και παρά τους χάρτες που τρίφτηκαν στα χέρια μου, η αφετηρία τους, οι μητρικός εκείνος χάρτης απ’ όπου ξεπήδησαν αργότερα όλοι αυτοί οι μικρότεροι που συνωστίζονται στα ράφια μου, παραμένει πάντα ζωντανός στη μνήμη μου.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Το «Αριστερόμετρο»


Τα τελευταία χρόνια, κυρίως σ’ αυτά που ακολούθησαν την πτώση της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετίας, γινόταν πολύς λόγος, και δικαιολογημένα, για τη φυσιογνωμία της Αριστεράς, για το νέο ρόλο που καλείται να παίξει, ακόμα και για την αναγκαιότητα ύπαρξής της, μιας και το αντίπαλο δέος αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, "ανωτέρας ποιότητας" και ανθεκτικότητας. Σιγά, σιγά, με την ταυτόχρονη αποπολιτικοποίηση της νέας γενιάς, της αποκλιμάκωσης των παθών και της εισβολής στο εποικοδόμημα ενός πλέον ατομικιστικού και ηδονοθηρικού τρόπου ζωής, οι πολιτικές διαφορές ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά άρχισαν να αμβλύνονται, να συγχέονται και να θολώνουν.

Παλιότερα, ενώ ο αριστερός ήταν αυτό, εκείνο και τ’ άλλο, που σαφώς διαχωριζόταν από το εκείνο και ετούτο του δεξιού, σήμερα φαίνεται ότι διατρέχουμε περίοδο κρίσης των ορισμών, ώστε να μην μπορούμε να διακρίνουμε με αξιοπιστία, τους μεν από τους δε. Διάκριση που εκ παραδόσεως γινόταν, και οφείλει να συνεχίσει να γίνεται με πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια.

Έτσι νομίζαμε μέχρι πρόσφατα, οι αδαείς και έτσι νομίζανε και οι πατεράδες μας. Είχαμε όμως παραβλέψει τον παράγοντα Επιστήμη και τις λύσεις που αυτή δύναται να προσφέρει στα παντοειδή προβλήματα της ανθρωπότητας, από τα υλικά, μέχρι κι αυτά της καρδιάς. Τι απεφάνθησαν λοιπόν οι επιστήμονες;

Ότι αγαπητοί μου, πρέπει να ξεχάσουμε αυτά που μέχρι τώρα γνωρίζαμε, τις μπερδεψιές, τις πλάνες και τις παρεξηγήσεις, όπου ο ένας, που δήλωνε αριστερός, συμπεριφερόταν σαν δεξιός και ο άλλος που δήλωνε δεξιός, από τις κουβέντες και τις πράξεις του, κάλλιστα θα πέρναγε και για αριστερός. Τα πράγματα είναι απλά, διότι τόσο η αριστεροσύνη όσο και η δεξιοσύνη μπορούν πλέον να ποσοτικοποιηθούν και να μετρηθούν με αντικειμενικές και αξιόπιστες διαδικασίες.

Θυμάστε που παλιά, χάριν παιδιάς μιλούσαμε στα πηγαδάκια για το φανταστικό «αριστερόμετρο» που θέλαμε να εφεύρουμε για να πιστοποιούμε τη γνησιότητα των φρονημάτων των συνομιλητών μας, αντί να σπαζοκεφαλιάζουμε; Ε, λοιπόν, το «αριστερόμετρο» είναι πλέον γεγονός, όχι σαν κάποια φουτουριστική μηχανή με γρανάζια και τροχαλίες, αλλά σαν πιστοποιημένη διαδικασία, πατέρες της οποίας απετέλεσαν εξέχοντες καθηγητές των Πανεπιστημίων της Nebraska, Urbana-Champaign στο Illinois, και Virginia.

Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματά που διαθέτει, είναι ότι δεν αξιώνει από τον χρήστη του καμιά ιδιαίτερη γνώση, ούτε κρίση, ούτε οξύνοια για ν’ αποφανθεί, παρά μονάχα μερικές, έξι για την ακρίβεια φωτογραφίες, εκ των οποίων η μια να απεικονίζει μια μαύρη αράχνη στο πρόσωπο ενός παιδιού, η άλλη ένα αιματοβαμμένο πρόσωπο, η τρίτη μια σκουληκιασμένη ανοιχτή πληγή, η τέταρτη, ένα λαγουδάκι πασχαλιάτικο, η πέμπτη ένα χαρούμενο παιδάκι και ένα μπολ με φρούτα η τελευταία. Το πείραμα, που διεξήχθη στο εξωφρενικό δείγμα 46, εντελώς φανατισμένων ενηλίκων, εκ των οποίων οι μισοί δήλωναν αριστεροί και οι άλλοι μισοί δεξιοί, συνίστατο στο συσχετισμό των αντιδράσεων φόβου ή ευχαρίστησης που έδειχνε ο καθένας του στη θέα των παραπάνω φωτογραφιών, με τα πολιτικά του φρονήματα.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτοί που είχαν τις πιο ήπιες αντιδράσεις στη θέα των φωτογραφιών, ήταν και αυτοί που είχαν και αριστερές πολιτικές αντιλήψεις σε σχέση με τον πόλεμο στο Ιράκ, την κοινωνική πρόνοια κ.α. Ενώ εκείνοι που έδειχναν ν’ αντιδρούν βιαιότερα, τάσσονταν αναφανδόν υπέρ της πολιτικής του Μπους πατρός, του Μπους υιού, του Πενταγώνου και της Σάρας συνάμα.

Συνοψίζοντας, η εμβριθής αυτή μελέτη υποδεικνύει ένα πολύ απλό και αποτελεσματικό τρόπο διαπίστωσης των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, ώστε να μην χρειάζεται πια ούτε να βασανίζονται για να τ’ ομολογήσουν, ούτε και σε ορό αληθείας να υποβληθούν.

Ενώ το βαθύτερο συμπέρασμα είναι, ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός μας λίγο πολύ, είναι θέμα ψυχολογικών προδιαθέσεων και γιατί όχι και DNA. Γιατί δηλαδή, να μην υπάρχουν και αντίστοιχα γονίδια που να μας προσδιορίζουν εκ γενετής;

Γεια σου ρε Αμερική με τις πρωτοπορίες σου και τις αμερικανιές σου!

Υ.Γ. Η πλάκα είναι ότι το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science (τεύχος Σεπτεμβρίου), από τα εγκυρότερα επιστημονικά περιοδικά, με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Η Nύφη Πάει Μετρό




Οι μεγάλες πόλεις έχουν τη χάρη τους. Οι πολύ μεγάλες ακόμη περισσότερες. Μπορεί να στα παίρνουν από τη μιά, με την ανυπόφορη κίνηση, τη ρύπανση, τις αποστάσεις, και, και..., από την άλλη όμως σε χορταίνουν από πράματα και θάματα, εκδηλώσεις, δυνατότητες, ευκαιρίες, εικόνες, παραξενιές, εμπειρίες. Πλούσιο περιβόλι τα σπλάχνα τους, να γευτείς και να κορφολογήσεις ό,τι τραβάει η καρδιά σου.

Κάθε γειτονιά κι άλλο τοπίο, κι οι δρόμοι της γιομάτοι ανθρώπους και ιστορίες. Από μακριά, είναι πλήθος χρωματιστό και αδιάφορο, άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, ποτάμι ρευστό, αργόσυρτο και κολλώδες, κι αν σταθείς ακόμα μακρύτερα, στατικό· όσοι πάνε προς τη μια μεριά, άλλοι τόσοι πηγαίνουν και προς την άλλη. Κι όμως γοητευτικό, παρακίνησε πολλούς να ριχτούν μέσα του, να παρασυρθούν και να κολυμπήσουν.

Από μέσα από το πλήθος όμως, οι άνθρωποι έρχονται σιγά-σιγά και αποκτούν πρόσωπο και χαρακτηριστικά. Γίνονται άτομα, άγνωστα, που ορισμένα από αυτά, έχοντας κάτι το ιδιαίτερο αλλά προς στιγμή αδιευκρίνιστο, σε προκαλούν να διασταυρώσεις το βλέμμα σου, να τ’ ακουμπήσεις λίγο παραπάνω πάνω τους και να τα παρατηρήσεις. Το πλήθος σου εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων. Μπορείς να εστιάσεις στον οποιονδήποτε, να τον επεξεργαστείς, ν’ αφεθείς να μαντέψεις την ιστορία του και ν’ αρχίσεις να πλάθεις τις δικές σου ιστορίες. Αλλά κι όταν κάποια στιγμή αλλάζει θέση και τον χάνεις, κάποιος άλλος στο οπτικό σου πεδίο έρχεται να τραβήξει το νήμα παραπέρα και να προσθέσει καινούργια επεισόδια στην ιστορία που ξεκίνησε ο προηγούμενος.

Κάθε βόλτα στην πόλη κι ένα μυθιστόρημα. Κάθε γωνιά και μια σκηνή, αρκεί νάχεις διάθεση και μάτια να ξεχωρίζεις. Ένα μεγάλο παζάρι με χιλιάδες μικρές κωμωδίες και δράματα, παραξενιές και εκπλήξεις. Το προνόμιο αυτό, στο δίνουν μόνο οι μεγάλες πόλεις. Απλή στατιστική. Τόσοι άνθρωποι διασταυρώνονται κάθε στιγμή, κάποτε θα τύχει κάποιο συναπάντημα να δώσει το απρόβλεπτο, το μοναδικό και το σπάνιο, που θα κάνει την ψυχή σου να ξεχειλίσει από συναισθήματα. Είναι το δώρο της σ’ αυτούς που την αποδέχονται και την διεκδικούν.


Παρασκευή απόγευμα, ανεβαίνοντας βιαστικά τις κυλιόμενες σκάλες του μετρό μπλέχτηκαν τα πόδια μου στο μακρύ φουστάνι της μπροστινής μου. Έκπληκτη σήκωσα τα μάτια και αντίκρισα μια νύφη, ένα κοριτσόπουλο, ήταν δεν ήταν είκοσι, με το άσπρο της το νυφικό, το λευκό της πέπλο και τ’ αναρίθμητα μαργαριτάρια, σταγόνες πλεγμένες στα μαλλιά της. Δίπλα της στεκόταν ο γαμπρός, παλικαράκι, με το μαύρο του κουστούμι, όπως ορίζει η περίσταση, να την κρατάει αγκαζέ, ανέβαιναν κι οι δυο βιαστικοί κοιτώντας μπροστά, δίνοντας την εντύπωση πως δεν είχαν αίσθηση του πλήθους που τους περιτριγύριζε. Κοίταξα γύρω μου και μου φάνηκε πως δεν ήταν μόνοι τους, Ότι τους συνόδευαν κάποιοι μεγαλύτεροι, κάποια μαμά, κάποιος πατέρας ίσως. Δεν διέκρινα όμως κανέναν να είναι ιδιαίτερα καλοντυμένος, όπως θα άρμοζε. Παραξενεύτηκα.

Όταν ανεβήκαμε πάνω, εγώ έστριψα δεξιά και βγήκα στη μια πλευρά της λεωφόρου, αυτοί αριστερά, απ’ την άλλη, κι έτσι τους έχασα. Η περιέργεια όμως με έτρωγε, και κοντοστάθηκα στο πεζοδρόμιο κοιτώντας επίμονα απέναντι, μπας και τους εντοπίσω. Πέρασαν κάποια λεπτά, κι αφού διαλύθηκε κάπως το πλήθος, τους διέκρινα να περπατούν, πάντα αγκαζέ. Δεν χωρούσε αμφιβολία, δεν τους ακολουθούσε κανένας. Ήταν μόνα τους. Τα δυο τους.


Τ’ ακολούθησα απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο, βαδίζοντας στο ρυθμό τους. Όταν σταμάτησαν, σταμάτησα και ‘γω, μη θέλοντας να τα χάσω από τα μάτια μου. Δεν ξέρω, αλλά περίμενα κάποιος να βρισκόταν τουλάχιστον εκεί να τα προϋπαντήσει, με τις αγκάλες ανοιχτές, με κάποιο στολισμένο αυτοκίνητο. Τα παιδιά μετά από κάποια απόσταση σταμάτησαν. Να, είπα μέσα μου. Τώρα θα έρθει αυτός ο κάποιος να τα περιμαζέψει.


Δίπλα μου, αντιλήφθηκα ένα ζευγαράκι, δυο νέα παιδιά, που σαν και μένα είχαν σταθεί κι αυτά και χάζευαν τη νύφη. Φαίνονταν συγκινημένοι, όπως και ‘γω, κι έτσι πήρα το θάρρος να τα πειράξω.

Να το πάρεις το κορίτσι, είπα στον νεαρό. Τί περιμένεις.

Αυτό του λέω και ‘γω, απάντησε το κορίτσι. Και τα μάτια της σπινθηροβόλησαν με μιας .

Πόσο είστε; τους ρωτάω. Τα πιάσατε τα είκοσι;

Εγώ είμαι είκοσι, απάντησε η μικρή.

Κι εγώ εικοσιτέσσερα, ακολούθησε το αγόρι.

Κατάλληλη ηλικία για παντρειά, παιδιά, ώστε άμα χωρίσετε να είστε ακόμα νέοι για να μπορείτε να ξαναφτιάξετε τη ζωή σας! Ως τότε και τα παιδιά σας θα έχουν μεγαλώσει, μια χαρά θα είστε!

Καλό ακούγεται, απάντησε η κοπέλα και το μέτωπό της φωτίστηκε ακόμα πιο πολύ.

Ο νεαρός διστακτικός, τα μασούσε, αλλά η μικρή είχε πάρει φόρα.

Κοίταξε, του λέω του μικρού, αν το αποφασίσετε, εγώ θα σας παντρέψω. Αλλά, θα πάμε στην εκκλησία, στο Δημαρχείο, ή όπου αλλού θέλετε με το μετρό.

Και έδωσα το τηλέφωνό μου στην κοπέλα, που το άρπαξε στο πι και φι και το καταχώνιασε στην τσέπη της.

Εν τω μεταξύ η νύφη και ο γαμπρός στέκονταν ακόμα εκεί στο απέναντι πεζοδρόμιο ακίνητοι και μόνοι. Κάποια στιγμή πέρασε το λεωφορείο της γραμμής και μας τους έκρυψε. Όταν ξεκίνησε και απομακρύνθηκε τα παιδιά δεν ήταν πια εκεί.

Καλό ταξίδι να έχετε, τους ευχήθηκα από τα βάθη της καρδιάς μου.

Μην χάσεις το τηλέφωνο, φώναξα της κοπέλας, καθώς απομακρυνόμουν.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

For My Own Security Only



Οποιοσδήποτε κατέχει μια εξουσία προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του είτε με την πειθώ, εφ’ όσον υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να φέρει αποτέλεσμα, είτε με τον εκβιασμό, π.χ. απειλή απόλυσης από τον εργοδότη, είτε με διαφόρου τύπους τιμωρίες, αν πρόκειται για γονείς, είτε με την επίκληση του Νόμου και των συνεπειών του, εφ’ όσον η παραβίαση της θέλησης αυτής εμπίπτει στην δικαιοδοσία του.

Το κράτος, σε ορισμένες του εκδηλώσεις μπορεί να πάρει το προσωπείο ενός εξουσιαστικού πατέρα θεωρώντας ότι οι εντολές που εκδίδει είναι για το καλό μας. Οι μεγάλες εταιρίες, έχοντας μια ανάλογη εξουσιαστική και ιεραρχική δομή, αποκτούν συχνά πατερναλιστικό χαρακτήρα, φαινόμενο ιδιαίτερα έντονο στην Ιαπωνία, επεμβαίνοντας στις ζωές και τις προσωπικές επιλογές των υπαλλήλων τους, αλλά και των πελατών τouς , πάντα κάτω από το πρόσχημα του προσωπικού τους συμφέροντος, το οποίο επιδιώκουν να ταυτίσουν με το συμφέρον της εταιρίας όπου εργάζονται.

Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργούν και τα ιδιαίτερα σύμβολα κάθε εταιρίας, από το απλό logo και τα banners, έως τις ιδιαίτερες εκφράσεις της, (βαρύγδουπες κοινοτοπίες, έως ασυναρτησίες), που προορισμό έχουν να κινητοποιούν και να προκαλούν την ταύτιση με την επιχείρηση-οικογένεια. Τα οφέλη που προκύπτουν είναι παρά πάνω από φανερά: δύσκολα, για παράδειγμα, εναντιώνεσαι στην οικογένεια, όπως επίσης, δύσκολα απελευθερώνεσαι από τις τύψεις, αν αυτό κάποια στιγμή συμβεί.

Βέβαια οι συλλογικότητες που η εταιρία ευελπιστεί να δημιουργήσει, τόσο ανάμεσα στους υπαλλήλους της, όσο και ανάμεσα στους πελάτες της, είναι ψευδείς και εύθραυστες, διότι καθείς μπορεί εύκολα να μεταπηδήσει στη συλλογικότητα μιας κάποιας άλλης εταιρίας, δηλαδή από την οικογένεια του Dixan να βρεθεί στην οικογένεια του Ariel, ή από την οικογένεια του Marlboro, στην οικογένεια του Silk Cut. Σκεφτείτε να έρθει εποχή που το έθνος του Marlboro (αυτή η φαντασιακή κοινότητα που συσπειρώνεται γύρω από την κουλτούρα και το life style που η συγκεκριμένη μάρκα υπαινίσσεται) να έρχεται και να υποκαθιστά το έθνος της Αμερικής, για παράδειγμα. Καλό science fiction, μα την αλήθεια. Αν και λόγω παγκοσμιοποίησης, συμβαίνει εν μέρει .

Ένας από τους καινούργιους τρόπους που οι εταιρίες υιοθετούν, για να μας δείξουν ότι μας φροντίζουν και μας νοιάζονται, είναι και η καταγραφή των τηλεφωνημάτων που κάνουμε εμείς οι πελάτες προς αυτές. Στην ερώτηση γιατί να πρέπει να καταγράφονται οι συνομιλίες μας, η απάντηση έρχεται σαν αυτόματο: «για τη δική σας ασφάλεια». Και όταν επιμένοντας ξαναρωτάμε, από τι άραγε να κινδυνεύουμε, η απάντηση έρχεται και πάλι κυκλική και διαφωτιστική: «για να σας προστατεύσουμε!».

Δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που να πιστεύει αυτές τις ανοησίες, και αν όντως η εταιρία απαρτίζεται από ανθρώπους που είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι μπορούμε να τις πιστεύουμε. Αν και βρίσκω φυσιολογικό οι υπεύθυνοι των εταιριών που σοφίζονται τέτοιες πρακτικές να έχουν δείκτη ευφυΐας κάτω του μετρίου, εν τούτοις βάση της γκεμπελικής τακτικής, του λέγε-λέγε κάτι θα μείνει, οι ιθύνοντες πιθανόν και να μην πέφτουν πολύ έξω.


Έτσι, αυτή τη στιγμή σαν μέσος κοινός πολίτης έχω να αντιμετωπίσω τα εξής:

  • Οι τηλεφωνικές μου συνομιλίες με την οποιαδήποτε εταιρία, μεγέθους λίγο παραπάνω από αυτό μιας οικογενειακής, καταγράφονται.

  • Οι συναλλαγές που κάνω στα ATMs βιντεοσκοπούνται για τους ίδιους πάντα λόγους.


  • Οι επισκέψεις μου σε οποιοδήποτε κατάστημα, ακόμα και στα περίπτερα πλέον, βιντεοσκοπούνται επίσης.

  • Ο περίπατός μου στο δρόμο βιντεοσκοπείται, για λόγους εθνικής ασφαλείας αυτή τη φορά.

  • Για να χρησιμοποιήσω το internet ξενοδοχείου, μεγάλης αλυσίδας, εξαναγκάζομαι να καταθέσω όλα τα προσωπικά μου στοιχεία, πάλι για λόγους ασφαλείας, εδώ δεν κατάλαβα ακριβώς πώς.

  • Το e-mail μου παρακολουθείται από το echelon

  • Το σπίτι μου, από κάποιο δορυφόρο.


Μα ποια είμαι τέλος πάντων, που ένας ολόκληρος κόσμος έξω από εμένα, ζει και εργάζεται για τη δική μου ασφάλεια και μόνο!

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Η Κρυφή Πλευρά του Χασμουρητού



Το χασμουρητό το γνωρίζουμε όλοι μας. Πόσες φορές δεν συνοδεύσαμε το ράθυμο τέντωμα των χεριών προς τα πίσω με ένα μεγάλο και χορταστικό χασμουρητό, σαν το τελευταίο αποχαιρετιστήριο ενός καλού ύπνου, κυρίως κάποια κυριακάτικα πρωινο-μεσημεριανά και σαν το καλωσόρισμα μιας πολλά υποσχόμενης καινούργιας μέρας;

Πόσες φορές δεν σύραμε την παλάμη στο στόμα για να καλύψουμε ένα παρατεταμένο χασμουρητό, στη διάρκεια μιας βαρετής ή ακαταλαβίστικης διάλεξης;

Πόσες φορές δεν ξεραθήκαμε στο χασμουρητό, απλά και μόνον βλέποντας τους άλλους να χασμουριούνται; Και πόσες φορές η μάνα μας δεν πήρε αλάτι και νερό να μας ξεματιάξει, όταν ένας χείμαρρος από αναίτια χασμουρητά κόντευε να μας εξουθενώσει; Και πόσες φορές δεν επιβεβαίωνε με τον τρόπο αυτό την μαγική της τέχνη, όταν κατάφερνε τ’ αλάτι να γίνει γέφυρα για το χασμουρητό να περάσει απ’ το δικό μας στόμα στο δικό της;

Κι όμως γι αυτή την τόσο κοινή κοινότατη σωματική εκδήλωση λίγα πράγματα είναι γνωστά με σιγουριά. Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια αδιαμφισβήτητη εξήγηση για την αναγκαιότητα και τον τρόπο πρόκλησης του χασμουρητού, τις αιτίες και την κολλητική του δράση. Και μη νομίζετε ότι οι επαΐοντες κάθισαν με σταυρωμένα χέρια, απλώς χάσκοντας. Το ξέσκισαν το θέμα από κάθε πλευρά, την φαρμακολογική, την ψυχολογική, την ανατομική, την κοινωνιολογική, την παθολογική και την ηθολογική χωρίς όμως να βρουν κάποια σύγκλιση ανάμεσά τους και να μας δώσουν κάποιο τελεσίδικο συμπέρασμα.

Και κει που το πράγμα είχε τελματώσει, με τον κόσμο όλο παρ’ όλα αυτά να συνεχίζει ακάθεκτος να χασμουριέται, εμφανίστηκε ο κ. Wolter Seuntjens, ξεχωριστός φοιτητής του πανεπιστημίου Vrije του Amsterdam, ο οποίος με την διδακτορική του διατριβή, που υποστήριξε επιτυχώς στις 27 Οκτωβρίου του σωτήριου έτους 2004, έδωσε πανηγυρικώς την πλέον πειστική απάντηση περί της ουσίας του χασμουρητού.

Ξεκινώντας από μια συστηματική εγκυκλοπαιδική διερεύνηση όλης της μέχρι τότε διαθέσιμης γνώσης, από διαφορετικά πεδία όπως της γλωσσολογίας (ετυμολογία, σημειωτική), της κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, ιατρικής και τέχνης (λογοτεχνία, ζωγραφική, κινηματογράφος) και βρίσκοντας τον κοινό τόπο όλων αυτών κατέληξε στο συμπέρασμα, πολλαπλώς τεκμηριωμένο, όπως αντιλαμβάνεστε, ότι το χασμουρητό αποτελεί εκδήλωση της ερωτικής και σεξουαλικής διάθεσης του υποκειμένου που χασμουριέται. Ορθώς εννοήσατε!

Το ανατρεπτικό αυτό συμπέρασμα φυσικά τεκμηριώνεται από πληθώρα παρατηρήσεων, τόσων που ολόκληρη η πάλαι ποτέ βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας θα αδυνατούσε να στεγάσει. Μέχρι και κείμενα από την αρχαία ινδική λογοτεχνία ξεσκάλισε ο μπαγάσας για να πείσει τους εξεταστές του ότι το χασμουρητό εκλαμβανόταν ανέκαθεν σαν εκδήλωση φλερτ και ερωτικής διάθεσης. Όπως άλλωστε, και στον δικό μας δυτικό μεσαίωνα, όπου κακώς μέχρι τώρα θεωρούσαμε το χασμουρητό, που έπεφτε βροχή στις αυλές, σαν σημάδι βαρεμάρας και ακηδίας της αριστοκρατίας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ζωηρή εκδήλωση πάθους και λαγνείας. Εδώ, όπως το συνηθίζω, θα κάνω μια μικρή παρέκβαση για να τονίσω τις παγίδες που ο ιστορικός μπορεί να πέσει, όταν θελήσει να ερμηνεύσει το παρελθόν με βάση τα χαρακτηριστικά και την εθιμοτυπία της κοινωνίας στην οποία ζει. Δυστυχώς οι παρερμηνείες είναι πολλές, και για το λόγο αυτό η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται. Ένα ακούσιο υποπροϊόν της διατριβής του κ. Wolter Seuntjens, επομένως, θα μπορούσε να είναι η αναθεώρηση των ασχολιών της αριστοκρατίας κατά τον μεσαίωνα και η αποκατάσταση του ονόματός της.

Συνεχίζοντας τη βιβλιογραφική του αναζήτηση ο εν λόγω επιστήμονας ανακάλυψε εργασίες που αποδείκνυαν το συσχετισμό ανάμεσα στη συχνότητα χασμουρητού και το επίπεδο τεστοστερόνης, καθώς επίσης και μελέτες που περιέγραφαν το χασμουρητό από την σκοπιά ενός ελάσσονος οργασμού. Τι γιατρούς ανακάτωσε, τι κτηνιάτρους, τι φαρμακολόγους, ακόμα και ποιητές σαν τον Yeats και λογοτέχνες, για να φτάσει στο ένα και μοναδικό συμπέρασμα περί της ερωτικής και σεξουαλικής πλευράς του χασμουρητού.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι από δω και πέρα σκεφτόμαστε πριν χασμουρηθούμε σε κοινή θέα. Άραγε, λέτε να ήξερε η φύση μας, η πουριτανική, κάτι παραπάνω από μας, όταν μάς μάθαινε από αρχαιοτάτων χρόνων να φέρνουμε το χέρι μας αυθόρμητα στο στόμα για να καλύψουμε τα, όχι τόσο αθώα, όπως νομίζαμε, χασμουρητά μας;

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Η Επιστήμη ως Τέχνη;



Δεν ξέρω τι είναι αυτό στην ανθρώπινη φύση, που από αρχαιοτάτων χρόνων την τραβάει είτε προς τα πολύ μεγάλα, είτε προς τα πολύ μικρά. Δηλαδή, είτε προς τα αστέρια και τις εσχατιές του σύμπαντος, είτε προς τα μικρότερα κομματάκια από τα οποία είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Και σαν από σύμπτωση θαρρείς, αυτοί που μελετάνε τα μεγάλα είναι οι ίδιοι ακριβώς που μελετάνε και τα μικρά. Και με τα ίδια εργαλεία.



Για δείτε στο CERN για παράδειγμα. Η εύρεση του Higgs του πολυπαινεμένου, του μικροσκοπικού αυτού σωματιδίου, προβλέπεται να λύσει πολλά απ’ τα αινίγματα για τη γένεση και τη φύση του σύμπαντος. Η γνώση μας προς αυτές τις κατευθύνσεις έχει προχωρήσει τόσο, ώστε σε κάποια σημεία η φυσική να τολμά να μπαίνει και στα χωράφια της φιλοσοφίας και της θεολογίας.


Στο βαθμό που υπάρχουν θεωρίες που αναμετρόνται με τον κόσμο, προσδοκώντας να δώσουν εξηγήσεις για την προέλευση και την αρχική του αιτία, η θεολογία, σαν αξιόπιστος εξηγητικός μηχανισμός της φύσης μπαίνει μάνι-μάνι στο καλάθι των αχρήστων. Θα θέλαμε όμως να διευκρινίσουμε ότι σαν αποτύπωμα της πορείας στο χρόνο και της περιπέτειας της ανθρώπινης σκέψης έχει ανυπέρβλητη αξία και θα ήταν πολύ επιπόλαιο εκ μέρους μας να την παραγράψουμε. Ακόμα, η νευροφυσιολογία και οι επιστήμες του εγκεφάλου έχουν σήμερα τόσο πολύ αναπτυχθεί, ώστε να διυλίζουν σε μικροκυτταρικό πλέον επίπεδο προνομιακές έννοιες της φιλοσοφίας, όπως Συνείδηση και Ηθική. Και πάει λέγοντας....

Ενώ οι γνώσεις μας, λοιπόν, σε αυτές τις ακραίες κλίμακες της ύλης έχουν κατά πολύ προχωρήσει, η κατανόηση καθημερινών διαδικασιών στο μικροπεριβάλλον μας φαίνεται να υστερεί, ίσως γιατί αυτά τα απλά καθημερινά είναι και τα πιο πολύπλοκα. Ή, ακόμα, δεν καταδεχόμαστε να τα κοιτάξουμε, επειδή η γνώση και η κατανόησή τους δεν θεωρείται ότι θα προσέθεταν κάτι στην ευημερία της κοινωνίας. Έτσι αρκετές από τις μελέτες που βραβεύτηκαν με τα Ig βραβεία Nobel, που παρουσιάσαμε στην προηγούμενη ανάρτηση, προκαλούν το μειδίαμα, παρά το γεγονός ότι η φυσική, τα μαθηματικά και οι συλλογισμοί πίσω από αυτές είναι πάρα πολύ πολύπλοκοι.




Γιατί συμβαίνει όμως αυτό; Γιατί, ενώ είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε και να κρίνουμε το έργο τέχνης για την τέρψη που προκαλεί, το αισθητικό αποτέλεσμα που επιφέρει, και τις καινούργιες διαστάσεις του κόσμου που επισημαίνει και αναδεικνύει, αυτόνομο και αυτοαναφερόμενο, χωρίς την προσδοκία κάποιου κοινωνικού μηνύματος έξω από αυτό, η στάση μας απέναντι στο αποτέλεσμα μιας ερευνητικής εργασίας να καθορίζεται, αποκλειστικά και μόνο, με ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά κριτήρια; Γιατί να μην δεχτούμε και το άλλο πρόσωπο του επιστήμονα, αυτό του καλλιτέχνη, ο οποίος με τα δικά του, ξεχωριστά, υλικά αναδεικνύει τη βαθύτερη ουσία ενός αντικειμένου ή τη σχέση του με τα άλλα και με μας τους ίδιους; Το ίδιο πράγμα μήπως δεν κάνει και η τέχνη;


Το μειδίαμα που προκαλούν οι ως άνω εργασίες δεν προέρχεται τόσο από την έκπληξη ενός αναπάντεχου συσχετισμού (π.χ. πονοκέφαλος και τρυποκάρυδος), όσο από τη διερεύνηση και απόδειξη, με κριτήρια αμιγώς επιστημονικά, της δυνατότητας ύπαρξης ενός τέτοιου συνδυασμού, τον οποίον δεν είχαμε καν φανταστεί ότι υπήρχε, και επί πλέον, ότι ήταν δυνατόν να ποσοτικοποιήσουμε.



Το μειδίαμα προέρχεται από την έκπληξη μπροστά στην ανακάλυψη της παιγνιώδους πλευράς της επιστήμης αλλά και της φύσης, που όταν αφεθεί στα κατάλληλα χέρια μπορεί να δείξει χίλια μύρια πρόσωπα τόσο απρόσμενα όσο και θαυμαστά.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Η Χαρούμενη Επιστήμη



Κατά τα μέσα Οκτώβρη, όταν με τις βροχές, ο κουρνιαχτός του καλοκαιριού έχει για τα καλά κατακάτσει και όταν τα πάθη και οι προσδοκίες, που κατά κανόνα φουντώνουν στις ζέστες, έχουν πια αποκτήσει την κανονική τους θερμοκρασία, τότε ακριβώς αρχίζουν στις πόλεις τα φεστιβάλ, τα πανηγύρια και οι βραβεύσεις, εγκαινιάζοντας το ρυθμό με τον οποίο θα κινηθούμε μέχρι το τέλος των βροχών και του χιονιού, (άμα κάτσει).

Μέσα Οκτώβρη ανακοινώνονται και τα πολυαναμενόμενα Νόμπελ Φυσικής, Χημείας, Λογοτεχνίας, Ιατρικής, κ.λ.π. τα οποία θα τροφοδοτήσουν λογής-λογής κουτσομπολιά στους αντίστοιχους ιδιαίτερους κύκλους και θα καταστήσουν πολύ πλουσιότερους τους νεο-βραβευθέντες.

Αρχές Οκτωβρίου όμως, στο επιβλητικό θέατρο Sanders του Harvard και όχι στη Στοκχόλμη, λαμβάνει χώρα μια άλλη, εξ ίσου λαμπερή τελετή, κατά την οποία απονέμονται τα άλλου είδους Νόμπελ, από πραγματικούς μάλιστα νομπελίστες, τα επονομαζόμενα Ig-Nobels, πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα προαναφερθέντα, τα οποία τιμούν αξιόλογους επιστήμονες για ευφάνταστες, πρωτότυπες και με ιδιαίτερο χιούμορ εργασίες, καθ’ όλα άψογες επιστημονικά, που σύμφωνα με τα λεγόμενα των διοργανωτών μάς κάνουν «να γελάμε και να σκεφτόμαστε»,.

Τα βραβεία αυτά σκοπεύουν να τιμήσουν, με συμβολικό χρηματικό αντάλλαγμα, το ασυνήθιστο και το ευφάνταστο και να κεντρίσουν έτσι το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τις επιστήμες, την ιατρική και την τεχνολογία. Είναι δέκα τον αριθμό και απονέμονται από το 1991. Σκοπός τους είναι να τιμήσουν το μεγάλο μπέρδεμα της ανθρωπότητας, και τα κριτήρια επιλογής είναι απλά. Τα βραβεία είναι για επιτεύξεις που δεν μπορούν και δεν υπάρχει λόγος να αναπαραχθούν και δεν στοχεύουν να τιμήσουν την αριστεία όπως συμβαίνει με τα ολυμπιακά μετάλλια (λέμε τώρα) και τα ορθά βραβεία Nobel.

Για να πάρουμε μια ιδέα των εργασιών που βραβεύονται, μερικές από τις οποίες είναι δημοσιευμένες στα πιο έγκυρα περιοδικά του πλανήτη, όπως το Physical Review Letters, το Science και το Nature, θα παραθέσω μερικά παραδείγματα από προηγούμενες χρονιές.

Έχουμε και λέμε:


το 2007:
Το βραβείο Ιατρικής πήγε στην εργασία «Κατάποση Σπαθιών και Παρενέργειες» που είχε ήδη δημοσιευτεί στο ιατρικό περιοδικό British Medical Journal.

Το βραβείο Φυσικής πήγε στην εργασία «Πώς τα σεντόνια ζαρώνουν με την εφαρμογή τάσεων», εργασία δημοσιευμένη στο περιοδικό Nature.

Το βραβείο Γλωσσολογίας, σε εργασία που μελετούσε γιατί τα ποντίκια μερικές φορές δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους ανθρώπους που ομιλούν Γιαπωνέζικα ανάποδα από αυτούς που μιλούν Ολλανδικά ανάποδα.

Το βραβείο Ειρήνης, σε εργασία από το Air Force Wright Laboratory, στο Dayton της Αμερικής για της έρευνα και ανάπτυξη χημικού όπλου το οποίο θα διέγειρε τη σεξουαλική επιθυμία ανάμεσα σε εχθρικά στρατεύματα.


Ενδεικτικά, το 2006,
Το βραβείο Ορνιθολογίας πήγε στην εργασία για τις αιτίες που ο τρυποκάρυδος δεν υποφέρει από πονοκεφάλους.

Το βραβείο Ειρήνης, πήγε στη ανακάλυψη ηλεκτρομαγνητικής συσκευής που απωθεί εφήβους, καθώς και ringtones που μπορούν να ακουστούν από τους εφήβους αλλά όχι από τους καθηγητές τους.

Το βραβείο Μαθηματικών πήγε στον υπολογισμό του αριθμού των φωτογραφιών που μπορεί να πάρει κάποιος, έτσι ώστε κανένας στην ομάδα να μην έχει τα μάτια του κλειστά.

Το βραβείο Φυσικής στην εργασία που διερευνά τις αιτίες που ένα λυγισμένο άψητο μακαρόνι σπάει σε περισσότερα από δυο κομμάτια. Η εργασία αυτή επίσης δημοσιεύτηκε στο περιώνυμο Physical Review Letters,


Το 2005,
Το βραβείο Οικονομικών πήγε στην ανακάλυψη ενός ξυπνητηριού το οποίο όταν χτυπάει τρέχει και κρύβεται, και άντε να το πιάσεις.

Το βραβείο Χημείας στην ερευνητική εργασία για το αν ο άνθρωπος κολυμπάει γρηγορότερα στο νερό ή στο σιρόπι.


Το 2004,
Το βραβείο Ιατρικής πήγε στην εργασία «Η επίδραση της μουσικής Κάντρυ στις τάσεις αυτοκτονίας»

Το βραβείο Φυσικής για την διερεύνηση και επεξήγηση της δυναμικής συμπεριφοράς του hula-hooping.


Το 2002
Το βραβείο Φυσικής για την ζωντανή επίδειξη του Νόμου Εκθετικής Απόσβεσης που διέπει την εξαφάνιση του αφρού της μπύρας.

Το βραβείο Λογοτεχνίας στην εργασία: «Η επίδραση των προηγούμενων σημειώσεων με μαρκαδόρο σε ένα βιβλίο, στο διάβασμα».

Το βραβείο Ειρήνης στον ηλεκτρονικό αυτόματο μεταφραστή της γλώσσας του σκύλου στον άνθρωπο.


Και η ζωή συνεχίζεται. Ποιος είπε ότι οι επιστήμονες δεν είναι τρελοί;


Υ.Γ. Για όσους ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν παραπέρα, η ως άνω πρωτοβουλία ανήκει στο περιοδικό Annals of Improbable Research, το οποίο εκδίδεται ανά διμηνία.

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Εραστής Περνάει απ’ το Στομάχι


Στο άκουσμα και μόνο της λέξης «Μαύρη Χήρα» πολλοί είναι εκείνοι που το βάζουν στα πόδια, όχι τόσο λόγω της αποκρουστικής της εμφάνισης, όσο λόγω των επαχθών συνειρμών που εγείρει, συνειρμών που παραπέμπουν στον κανιβαλισμό και μάλιστα στο σεξουαλικό κανιβαλισμό.

Η ευγενής αυτή πρακτική, κατά την οποία αδηφάγα θηλυκά, είτε από ευγνωμοσύνη, είτε εξ αιτίας απώλειας του ελέγχου από περίσσεια ηδονής, συνοδεύoυv την σεξουαλική πράξη με το βαθμιαίο ξεκοκάλισμα του αρσενικού, απαντάται ευτυχώς σε ένα πολύ μικρό κομμάτι του φυσικού βασιλείου, περιορισμένου κατ’ αρχήν σε κάποια είδη αραχνοειδών, εντόμων και αμφιπόδων. Αποτελεί όμως κοινό τόπο ανάμεσα σε κάποια περίεργα έντομα, που στην Ελλάδα είναι γνωστά με το όνομα Αλογάκια της Παναγίας, για τα οποία οι μέχρι τώρα ενδελεχείς έρευνες δεν έχουν αποκαλύψει τους λόγους που τα καθιστούν προστατευόμενο είδος της μεγάλης αυτής θεότητας.

Το εξαιρετικό αυτό φαινόμενο, που στο άκουσμά του και μόνον, τα απανταχού επί της γης αρσενικά λούζονται στον ιδρώτα, φέρνει στην επιφάνεια πολλά καυτά ερωτήματα, που προς το παρόν τα κίνητρα και οι ερμηνείες τους αφήνουν διχασμένους κριτικούς και κοινό, όπως είθισται να λέγεται.

Όπως ευκόλως εννοείται, το κύριο ερώτημα αφορά στο κατά πόσον η πρακτική αυτή μπορεί να ερμηνευτεί με κριτήρια
φυσικής επιλογής,
ή εάν απλώς αποτελεί μια κραυγαλέα εξαίρεση και παθολογία της θεωρίας της Εξέλιξης,
ή εάν τέλος-τέλος αποτελεί μια ακραία εκδήλωση της πάλης των φύλων για κυριαρχία.
Προς το παρόν όλες οι παραπάνω εκδοχές είναι ανοιχτές, καθώς ο διάλογος και τα πειράματα δεν λένε να τελειώσουν και να αποφανθούν. Είναι για παράδειγμα, φυσική επιλογή που εμείς τέλος πάντων δεν τρωγόμαστε, ή αποτελούμε ένα λάθος, μια μουτζούρα της φύσης;

Σύμφωνα με τις λιγοστές γνώσεις που έχω επί του θέματος, η κανιβαλική αυτή πράξη δεν θεωρώ ότι συνιστά ό,τι πιο καλό και έξυπνο έχει να επιδείξει η φύση, γιατί αν φτουρούσε, θα είχε γενικευτεί και στα υπόλοιπα ζωικά είδη, τα οποία δεν θα ήθελαν να χάσουν αυτή την ιδιαίτερη γαστρονομική εμπειρία.

Παρά ταύτα, αυτοί οι οποίοι έχουν την έμπνευση να θεωρούν ότι η όλη δουλειά θα μπορούσε να ερμηνευτεί με την θεωρία της Εξέλιξης βρίσκουν αρκετά πλεονεκτήματα στο φάγωμα των αρσενικών, καθ’ ότι παρέχουν στα θηλυκά μιας πρώτης τάξεως πρωτεϊνούχα τροφή, με την οποία ενδέχεται ν’ αυξήσουν την ποσότητα και την ποιότητα των απογόνων τους. Έτσι μάλλον εξηγείται γιατί τα δικά μας παιδιά είναι κομμάτι ζαβά, επειδή δεν τους δώσαμε να φάνε τον μπαμπά τους όταν έπρεπε.

Επίσης στο βαθμό που η εκποίηση συμβαίνει κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος της σεξουαλικής πράξης, το αρσενικό έχει αρκετές πιθανότητες να περάσει το DNA του στην επόμενη γενιά. Και στην περίπτωση που συναινεί στο φάγωμά του, τότε έχουμε μια εξαιρετική περίπτωση συνειδητής πατρικής θυσίας, του στιλ, «φαγώθηκα για τα παιδιά μου!». Αυτό να το βλέπουν μερικοί μερικοί που τολμούν να διακηρύττουν ξεδιάντροπα ότι θυσιάζονται κιόλας.

Η προηγούμενη όμως υπόθεση, που εξηγεί τον σεξουαλικό κανιβαλισμό βάσει της Φυσικής Επιλογής (καλύτερα μωρά, θρεμμένα με τη σάρκα του μπαμπά), παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, που ανατρέπουν το σκηνικό. Τα παρακάτω γεγονότα παραπέμπουν σε άλλη κατεύθυνση:

1. Οι μπαμπάδες πεθαίνουν άδοξα χωρίς να μπορέσουν να ξαναχαρίσουν το σπέρμα τους σε άλλες λυσσάρες μαμάδες,
2. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι μπαμπάδες δεν είναι και τόσο κουτορνίθια, δεν είναι τόσο δα πρόθυμοι να φαγωθούν, το γνωρίζουν μάλιστα και παίρνουν τις κατάλληλες προφυλάξεις, και
3. Πολλές φορές συμβαίνει τα αρσενικά να τρώγονται προτού προλάβουν καν να χαρούν τις σαρκικές ηδονές που υπόσχεται το θηλυκό.

Όλα αυτά δείχνουν ότι οι εναπομένουσες αιτίες πέραν της Φυσικής Επιλογής είναι είτε μια τυχαία παραβίαση του κανόνα, είτε αποτελούν μια συνηθισμένη πάλη των φύλων και όποιος αντέξει!

Πριν όμως στείλουμε την φυσική επιλογή στη χωματερή της επιστήμης, θα θέλαμε να διατυπώσουμε και μια δική μας άποψη, η οποία θα μπορούσε εν μέρει να την δικαιολογήσει. Η ενστικτώδης κανιβαλική αντίδραση των συγκεκριμένων θηλυκών έρχεται να ενισχύσει και εν μέρει ν’ αποδείξει την βαθύτερη ουσία του ρόλου που επεφυλάσει για τα αρσενικά η φύσις, σαν αναλώσιμων δηλαδή παρα-προϊόντων τής δημιουργίας, τα οποία αφού εκπληρώσουν την φυσική τους αποστολή σαν σπερμοδότες και κατά συνέπεια αφού χάσουν και την όποια τους χρησιμότητα, αντί να διασπείρονται σε καμιά χωματερή, ανακυκλώνονται στα εύθραυστα στομάχια των ικανοποιημένων και οικολογικά ευαίσθητων θηλυκών.

Το ότι δεν απαντάται πουθενά το αντίθετο, δηλαδή τα αρσενικά να καταβροχθίζουν τα θηλυκά, έρχεται να επιβεβαιώσει τα προηγούμενα. Καταστροφή των θηλυκών θα συνεπαγόταν και καταστροφή του ίδιου τους τού είδους, πράγμα που και η τελευταία αράχνη και το τελευταίο αλογάκι της Παναγίας γνωρίζει από πρώτο χέρι.

Το πονηρό λοιπόν θηλυκό ξεπαστρεύει το αρσενικό, αφού προηγουμένως έχει εξασφαλίσει την αναπαραγωγή και τη συνέχεια του είδους, για να μπορέσει επί πλέον να νέμεται και μεγαλύτερο μερίδιο φυσικών πόρων που σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν αναγκασμένο να το μοιράζεται με το αναλώσιμο πλέον, και ως εκ τούτου καθόλου χρήσιμο αρσενικό.

Έτσι, το ότι το αρσενικό δεν θα μπορέσει να ξαναχαρίσει το σπέρμα του, δεν αποτελεί λανθασμένη επιλογή της φύσης, εφ’ όσον συνεχίζουν να υπάρχουν τα θηλυκά που γεννοβολούν. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το θηλυκό τρωει το αρσενικό πριν της πράξης, οι οποίες και μας βάζουν σε σκέψεις....

Σχετικά με το (2), έχει δειχτεί σε κάποια πειράματα, στο «Male Praying Mantids Prefer not to be Victims of Sexual Cannibalism”, Science Daily (July 27, 2006), ότι τα αλογάκια της Παναγίας εφευρίσκουν ένα κάρο στρατηγικές ώστε και τα κάλλη του θηλυκού να απολαύσουν και να μην καταλήξουν σαν επιδόρπιο στο στομάχι του. Επομένως, το συμπέρασμα των ερευνητών αυτών είναι ότι ο σεξουαλικός κανιβαλισμός, που κάθε άλλο παρά απότοκος της Φυσικής Επιλογής είναι, αποτελεί καθαρή ένδειξη της πάλης των φύλων.
Τα αποτελέσματα αυτά δικαιώνουν επίσης και την συμπεριφορά εκείνη, όπου το αρσενικό τρώγεται και πριν επέλθει η σεξουαλική πράξη, πιθανόν διότι είχε την ατυχία να πέσει σε κάποιο, πολύ πεινασμένο με την καλή έννοια του όρου, θηλυκό.

Προς επίρρωση των προηγουμένων έρχεται και μια πολύ φρέσκια παρατήρηση στο «Female Spiders Eat Small Males When They Mate» , ScienceDaily (Sep. 11, 2008), κατά την οποία, τα όποια κακόβουλα αραχνοειδή, κατά τη διάρκεια ή πριν από τη σεξουαλική επαφή, αδιάφορο, αρέσκονται στο να τρώνε όχι όποια-όποια αρσενικά, αλλά αυτά που είναι κατά πολύ μικρότερά τους σε μέγεθος. Ο λόγος είναι απλός: Τα βρίσκουν μικρά, βολικά και πρόχειρα και τα ξεπαστρεύουν ευκόλως!

Γιατί όμως κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής; Εδώ, δεν ξέρω πως να απαντήσω, παρά να πω ότι το συμφεροντολόγο θηλυκό θα σκέφτεται περίπου ως εξής: «αφού το έχω που το έχω του χεριού μου δεν το εκμεταλλεύομαι και σεξουαλικά να μην πάει και χαμένο;».

Τώρα βέβαια, μπορεί και η φυσική επιλογή να λειτουργεί συνεργατικά, μιας και η εξάλειψη των μικρών αραχνών ευνοεί την επιβίωση των πλέον νταβραντισμένων οι οποίες θα συνεισφέρουν τοιουτοτρόπως στην σωματική βελτίωση του είδους.

Υπάρχει βέβαια και μια τελευταία κατηγορία επιστημόνων η οποία λέγει, «δεν σταματάτε πια τις μπούρδες, να πάμε για φαί;»

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Η Διάχυση προς τα κάτω (trickling down) της Κλοπής




Είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια η αριστοκρατία ήταν η κύρια παραγωγός πολιτιστικών προϊόντων τα οποία κατόπιν διαχέονταν προς τις κατώτερες τάξεις. Κύριος αποδέκτης ήταν η ανερχόμενη αστική τάξη η οποία και προσπαθούσε να τα μιμηθεί. Κατόπιν τη σκυτάλη την πήρε η εδραιωμένη πια αστική τάξη, η οποία και διαμόρφωσε τους δικούς της πολιτισμικούς κανόνες, ήθος και συμπεριφορά, τα οποία με τη σειρά τους προσπάθησαν να τα μιμηθούν οι από κάτω και πάει λέγοντας.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι οτιδήποτε κυκλοφορεί στα πάνω στρώματα, γρήγορα βρίσκει μιμητές και στα κατώτερα, για το λόγο ότι έτσι νομίζουν οι από κάτω ότι θα καλύψουν τη διαφορά που τους χωρίζει από τους πάνω. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη θα αναφερθώ στο πάντα επίκαιρο θέμα της κλοπής. Όχι του παντού και πάντα υπάρχοντος θεωρητικού ζητήματος της κλοπής και της ιδιοποίησης της υπεραξίας της εργασίας, αλλά του πολύ απτού και συγκεκριμένου, αυτού, δηλαδή, τού να σε κλέβουν ξεδιάντροπα και ανερυθρίαστα μπροστά στα μάτια σου, στην πλειονότητα πια των μικρο-συναλλαγών που διεκπεραιώνω καθημερινά.

Θέλετε παραδείγματα; Νάτα!


Παράδειγμα πρώτο:
Στον πάγκο γνωστής αλυσίδας καθαριστηρίων ακουμπώ ένα πρωί φούστα, σακάκι και μπουφάν, με το κάθε κομμάτι ν’ αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του είδους του. Επειδή είμαι εκ γενετής καχύποπτη και επειδή διαθέτω γρήγορο μαθηματικό μυαλό που μπορεί να κάνει με επιτυχία και στο άψε-σβήσε προσθέσεις (έως εδώ σταματούν οι ικανότητες) υπολογίζω, βάσει του αναρτημένου πίνακα, το συνολικό ποσό που οφείλω, δηλαδή 15,50 ευρώ.
Πόσο κάνουν; ρωτάω την κοπέλα, έτσι από ευγένεια και για να πω κάτι, γιατί συν τοις άλλοις είμαι και ομιλητική.

Α!, 16,50 ευρώ, μου απαντάει όλο αυτοπεποίθηση.

Γιατί καλό μου παιδί;, τής ανταπαντώ. Μια, το λάδι, δυο το ξίδι, τρεις το λαδόξυδο. Από πού φύτρωσε αυτό το μοναχικό ευρώπουλο;, λέω χαμογελώντας, προσπαθώντας να μη χάσω την καλή μου, όπως πάντα, διάθεση.

Α!, ξανααπαντάει το παιδί, με περισσή αυτοπεποίθηση. Το σακάκι το πιάνουμε για μπουφάν!

Και γιατί για μπουφάν; Γιατί δεν το πιάνουμε για πουκάμισο; Τι μας εμποδίζει;

Γιατί έτσι, ήρθε αυτομάτως η απάντηση.

Αφού παίξαμε για λίγο την κολοκυθιά και αφού δεν υπήρχε κανένας λόγος, λόγω του ευδιακρίτου των ειδών, να καλέσουμε σε σύσκεψη κάποιους εξωτερικούς παρατηρητές για να εκτιμήσουν αν το σακάκι ήταν όντως σακάκι ή μπουφάν, η κοπέλα αποδέχτηκε τελικά το προφανές και έτσι το μοναχικό ευρώπουλο ξαναγύρισε στην ασφάλεια της τσέπης μου.

Παράδειγμα δεύτερο:
Στην τράπεζα αυτή τη φορά. Καλά θα μου πείτε, στην τράπεζα πήγες, τι περίμενες; Δεν μάς λες και τίποτε καινούργιο. Παρ’ όλα αυτά, εγώ θα σφετεριστώ το χρόνο σας και θα καταθέσω το παραδειγματάκι μου.

Ζητάω, λοιπόν, να στείλω χρήματα σε άλλο λογαριασμό και περιμένω ο ταμίας να κάνει τη στραβή και να μου ζητήσει την προμήθεια, των 1,20 ευρώ. Σημειωτέον, ότι πρόκειται περί φτηνής τράπεζας. Άλλες χρεώνουν 1,50 ευρώ, γιατί στέλνουν τα χρήματα με courier, ενώ η δική μου φαίνεται τα στέλνει με ΕΛΤΑ και καραβέλες. Φυσικά, όλο το προηγούμενο διάστημα βοούν τα δελτία ειδήσεων για το παράνομον του πράγματος, αλλά φαίνεται ότι η συγκεκριμένη τράπεζα νομίζει ότι ο κόσμος ακούει μόνο το δελτίο του STAR και επομένως δεν χαμπαρίζει.
Επαναλαμβάνω, πάλι το γνωστό τροπάρι.

Γιατί, καλέ μου άνθρωπε; τον ερωτώ. Δεν γνωρίζετε ότι καρα-παρανομείτε;

Μα, δεν μας έχει έρθει καμιά εγκύκλιος μου απαντά, με χαμηλωμένο το βλέμμα, προφανώς γιατί ψεύδεται και κατά συνέπεια το όποιο απομεινάρι τσίπας έχει επάνω του, τόν εμποδίζει να με αντικρίσει κατάματα.

Μα του λέω, έχω εδώ μαζί μου, (και του βγάζω μια χαρταπιάνγκα), την απόφαση του εφετείου, τον αριθμό της απόφασης σε επικυρωμένο μάλιστα αντίγραφο του πρωτότυπου, την σύνθεση του δικαστηρίου που αποφάσισε και όλα τα σχετικά έγγραφα που τεκμηριώνουν την απόφαση και που επιβεβαιώνουντο απαράδεκτον της απαίτησής σας.
Θέλω να πάω στον προϊστάμενό σας, του λέω και σκοπεύω να σας καταγγείλω. Πού είναι ο διευθυντής;

Πάει να ξεστομίσει το «εκεί, στο γραφείο στο βάθος», αλλά ταυτόχρονα το μετανιώνει, και παίρνοντας το ύφος το θλιμμένο, μου λέει.

Καλά, δεν πειράζει, θα τα βάλω από την τσέπη μου.

Έτσι γλίτωσα άλλο ένα 1,20 ευρώ, που μαζί με το ευρώ του καθαριστηρίου μας κάνουν σύνολο 2,20 ευρώ. Ως εδώ καλά.


Παράδειγμα τρίτο:
Στο σουπερμάρκετ αυτή τη φορά. Ο υπάλληλος του μανάβικου μού ζυγίζει με ευγένεια τις ντομάτες. Το μάτι, καρφωμένο στο καντράν της ζυγαριάς, εκεί όπου αναγράφεται η τιμή ανά κιλό. Την έχω ξαναπάθει και γιαυτό στήνω καρτέρι. Ξέρω, ότι μια στις δυο φορές θα την κάνουν τη ματσαραγγιά. Σήμερα ήμουν τυχερή. Την έκαναν!

Τί γράφει εκεί πάνω, μην και με γελούν τα μάτια μου; του λέω με απορία. Είναι όντως 2,20 το κιλό;. Για να ξαναπάω πίσω στο τελάρο να δω την τιμή.

Πάω, βλέπω, ξαναγυρίζω.

Το τελάρο λέει άλλα, λέω στο παιδί. Γράφει 1,80 το κιλό. Για δες το και μόνος σου.

Το παιδί πάει, βλέπει, γυρίζει.

Τι συμβαίνει μάτια μου, του ξαναλέω, γιατί έχει και ωραία μάτια το παιδί.

Θα ρωτήσω τον floor manager, μου εξηγεί.

Πάει, βλέπει τον floor manager και γυρίζει.

Έγινε ένα μικρό λαθάκι, μου λέει. Δεν πρόλαβαν να περάσουν τις καινούργιες τιμές, και αυτός μόνο είναι ο λόγος. Ξέρετε τώρα πως είναι με τα χρηματιστήρια σήμερα. Ανεβοκατεβαίνουν τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνουμε ν’ αλλάζουμε τις τιμές.

Κοίταξε καλό μου, του λέω, πες στον floor manager, πως αν ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο θα σας στείλω τον ΣΔΟΕ και την αντιτρομοκρατική μαζί. Ναίσκε; Και, κάτι επί πλέον, ο πληθωρισμός σταμάτησε να τρέχει με 19263% από τον καιρό της κατοχής.

Δεν χρειάζεται να μακρηγορήσω με περισσότερα παραδείγματα. Όλοι σας θα έχετε διαπιστώσει στην πράξη την ιδιότυπη πρόσθεση που απαντάται στις απανταχού λαϊκές αγορές, και στους λογαριασμούς των εστιατορίων, και των υδραυλικών και των πάσης φύσεως τεχνικών. Και θα έχετε αγανακτήσει. Μόνο που το φαινόμενο δεν είναι μεμονωμένο, αλλά γενικευμένο. Συμβαίνει πλέον παντού και επειδή κάθε φορά που με κλέβουν με τον τρόπο αυτό, αισθάνομαι κάπως σαν βιασμένη, αίσθημα καθόλου ευχάριστο, το έχω ρίξει στην εκμάθηση διαφόρων πολεμικών τεχνών για να μπορώ να αμύνομαι. Επίσης, στην πρόσθεση δεν με πιάνει κανείς πλέον.
Είναι όμως αυτό λύση;

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

«Μαϊμού»: Ο Εξολοθρευτής της Αξίας


Διάβαζα κάπου, χθες, ότι στην αγορά τα προϊόντα «μαϊμού» τείνουν να γίνουν πιο πολλά από τα πρωτότυπα και ότι τα οπτικά, για παράδειγμα, που πωλούνται εκτός καταστημάτων αγγίζουν το 70% της αντίστοιχης αγοράς.


Γενικώς, τα προϊόντα ένδυσης και υπόδησης, (θα περιοριστώ μόνο σ’ αυτά), θα μπορούσαν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες, στα Επώνυμα και τις Μαϊμούδες. Η κατηγορία «Επώνυμα» χρησιμοποιείται κυρίως κατ’ ευφημισμόν για να δηλώσει ως επί το πλείστον προϊόντα πολυτελείας, αψεγάδιαστης αισθητικής και εκτέλεσης, όπως και υψηλής ποιότητας. Επειδή όμως το οποιοδήποτε προϊόν που βαίνει στην αγορά έχει και το ονοματάκι του, υπάρχει συνεπώς και μια τρίτη κατηγορία προϊόντων, που είναι τα επώνυμα δευτέρας κατηγορίας, δηλαδή επώνυμα που δεν είναι «Επώνυμα». Αυτά τα τελευταία βρίσκουν το δρόμο τους στα ράφια λαϊκών μαγαζιών και απασχολούν κυρίως γιαγιάδες και κυράδες χαμηλών εισοδημάτων, τις οποίες αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να ντυθούν πρακτικά, καλά και φτηνά χωρίς πολλές-πολλές φιοριτούρες και υπερβολές.

Σχετικά με τα «Επώνυμα», παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια ισχυρή πάλη μεταξύ «Επωνύμων» και επωνύμων, με τα πρώτα να διαγκωνίζουν από τα ράφια όλο και πιο πολύ τα σκέτα επώνυμα, με το να επιστρατεύουν καλύτερες στρατηγικές marketing, αποτελεσματικότερες τεχνικές προώθησης και ιδιαίτερα απαστράπτουσες συσκευασίες. Στα χρόνια μου ξέραμε μόνο το Lacoste, άντε και κανά δυο άλλες μάρκες, ενώ σήμερα μια βόλτα στα μαγαζιά δεν θα χρειαστεί και πολύ να σας πείσει ότι τα «Επώνυμα» έχουν τόσο αυγατίσει, ώστε κάθε κατάστημα να επιδεικνύει μια πλειάδα εξ αυτών, διαφορετικών μάλιστα από τα «Επώνυμα» που μοστράρει το διπλανό του, και πάει λέγοντας.

Συνεχίζοντας ακάθεκτα τις κατηγοριοποιήσεις, θα έλεγα ότι τα «Επώνυμα» προϊόντα θα μπορούσαν να διαιρεθούν περαιτέρω σε «Επώνυμα-προσιτά» και σε «Επώνυμα-απρόσιτα». Τόσο τα μεν, όσο και τα δε κατασκευάζονται ως επί το πλείστον σε τρικοκοσμικές χώρες, κάτω από συνθήκες που η λέξη απαράδεκτες θα ήταν λίγη για να τις χαρακτηρίσει, και με ελάχιστο κατά συνέπεια κόστος.


Τα ερωτήματα λοιπόν που συνήθως εγείρονται είναι τα εξής τρία:
1. τί ανεβάζει το κόστος των «Επωνύμων-απρόσιτων»

2. γιατί συνεχίζει να υπάρχει κόσμος που τα αγοράζει, και επί πλέον

3. γιατί η ανάγκη αυτή να είναι τόσο ισχυρή, ώστε να δημιουργείται μια ολόκληρη παράπλευρη βιομηχανία κατασκευής «μαϊμούδων», που να λειτουργεί στο περιθώριο;

Με το πρώτο ερώτημα δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ καθόλου. Είναι γνωστό γιατί ανεβαίνουν τα κόστη. Μεσάζοντες, υπερβολικό κέρδος, υπερβολικά ενοίκια, υπέρογκα διαφημιστικά έξοδα, σακούλες, σακουλάκια, γυαλιστικά κ.λ.π., αλλά και ένα σημαντικό επί πλέον κόστος, που προστίθεται αυθαίρετα στο προϊόν και το οποίο αντιστοιχεί στο μέγεθος της ματαιοδοξίας του δυνητικού αγοραστή που θέλει να ικανοποιήσει. Σαν παράδειγμα θα αναφερθώ και πάλι στις τσάντες Louis Vuitton, των οποίων η υπερβολική τιμή πώλησης (1000-15000 ευρώ) επ’ ουδενί λόγο αντιστοιχεί στο πλαστικό από το οποίο είναι κατασκευασμένες. Η τιμή τους, λοιπόν, δεν έχει καμιά αντιστοιχία με το κόστος κατασκευής τους και την χρήση τους, αλλά με την αξία ωφελείας τους σαν σύμβολο κοινωνικού status και θέσης, το οποίο για να μπορέσει να καθιερωθεί σαν τέτοιο θα χρειαζόταν αρκετή επένδυση και κατά συνέπεια απόσβεση. Εξ’ ου και η υψηλή τιμή.

Το δεύτερο και τρίο ερώτημα άπτονται του πεδίου έρευνας των κοινωνιολόγων, οι οποίοι κατά καιρούς έχουν δώσει πολύ καλές απαντήσεις, όπως επιθυμία συμμετοχής στην ευμάρεια και σε ένα συγκεκριμένο lifestyle έστω και συμβολικά, μίμηση των εύπορων τάξεων, ικανοποίηση ματαιοδοξίας, υιοθέτηση ενός φανταστικού προσωπείου το οποίο υποτίθεται ότι αποκτάται με το συγκεκριμένο προϊόν, κ.λ.π.


Οι δικές μου απορίες όμως σχετίζονται με την «καρδιά» του προβλήματος, δηλαδή με την οντολογία των «μαϊμούδων», θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα της αγοράς τους, εφ’ όσον είναι ηλίου φαεινότερο, ότι πολύ δύσκολα μπορούν οι κάτοχοί τους να πείσουν τους άλλους για αυτό που θέλουν να παρουσιάσουν ότι είναι, και ότι, επί πλέον οι εύποροι, που συνεχίζουν να αγοράζουν τα αυθεντικά και αρχέτυπα των «μαϊμούδων» προϊόντα, αφ’ ενός δεν έχουν καμιά ανάγκη από τέτοιου είδους status symbols, αφ’ ετέρου απορώ, πώς ξοδεύουν τόσα χρήματα για κάτι το οποίο μπορεί εύκολα να εκληφθεί σαν ανήκον στις ευτελείς τάξεις των «μαϊμούδων» και πάραυτα να ακυρωθεί ως αξία.


Δηλαδή, πόσο μπορεί να πείσει η κοπελίτσα με το τσιτάκι ότι η lifestyle τσάντα που κρατάει είναι αυθεντική; Αλλά και στο βαθμό που από απύθμενο βίτσιο και βλακεία είναι όντως αυθεντική, πώς μπορεί να πείσει τους άλλους ότι δεν είναι γενικώς γελοία γι αυτό που θέλει να παρουσιάσει και το οποίο ακυρώνεται από ένα σωρό άλλες της λεπτομέρειες;


Γιατί όμως το κάνει, γιατί τόσοι και τόσοι το κάνουν, και γιατί κάθε προϊόν που θέλει να περάσει σαν status symbol γεννά ταυτόχρονα και τον «μαϊμουδιάρη» εταίρο του;

Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μια θεωρία Υπερσυμμετρίας της αγοράς, όπου κάθε αυθεντικό σωματίδιο (της αξίας) συνυπάρχει με τον υπερσυμμετρικό του εταίρο (της αντι-αξίας); Και όπου η αξία ερχόμενη σε επαφή με την «μαϊμού», που εν προκειμένω εκπροσωπεί την αντι-αξία, να προκαλεί την αυτόματη καταστροφή της; Θαυμαστά όντως φαινόμενα!


Μήπως η «Μαϊμού» βγάζει τελικά τη γλώσσα στο αυθεντικό, μήπως η ίδια της η παρουσία αυτόματα το γελοιοποιεί και το ξευτελίζει, μήπως αποκαλύπτει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την βαθύτερη ουσία του εμπορεύματος; Ότι δηλαδή το εμπόρευμα δεν λειτουργεί σαν αξία χρήσης, αλλά σαν σημείο διάκρισης και θέσης στην κοινωνική ιεραρχία; Και ότι η «μαϊμού» αυτήν ακριβώς την τελευταία διάκριση επιδιώκει να σφετεριστεί;

Ναι, όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Αυτό όμως που μου κάνει εντύπωση είναι γιατί η αγορά των «μαϊμού» προϊόντων είναι τόσο διαδεδομένη; Είναι εξ αιτίας της αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών; Δεν βρίσκω τόσο πειστική αυτή την εξήγηση, διότι αν το προϊόν συνέχιζε να κατέχει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό ιεραρχιών και διακρίσεων, οι εν λόγω μηχανισμοί θα λειτουργούσαν αποτελεσματικά για να το προστατεύσουν.


Τα πράγματα μάλλον είναι κάπως διαφορετικά. Με την μαζική παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων, τα αντικείμενα, ακόμα και οι εξτραβαγκάντζες τύπου Lois Vuitton, σηματοδοτούν όλο και λιγότερο την κοινωνική θέση. «Βλέπουμε πια η κοινωνική ιεραρχία να εγγράφεται σε πιο λεπτεπίλεπτα κριτήρια όπως ο τύπος εργασίας και ευθύνης, το επίπεδο εκπαίδευσης και κουλτούρας, ο ελεύθερος χρόνος και η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων», αναφέρει ο Μπωντριγιάρ στην «Καταναλωτική Κοινωνία». Αλλά και φυσικά αγαθά, όπως καθαρός αέρας, πράσινο, μέγεθος και τόπος κατοικίας, ενώ πρώτα ήταν δωρεάν, τώρα γίνονται προσιτά μόνο στους προνομιούχους.

Επομένως η «μαϊμού» συνεχίζει μεν να γελοιοποιεί το «Επώνυμο», ταυτόχρονα όμως γελοιοποιείται και η ίδια, γιατί επικεντρώνεται σε κάτι το οποίο έπαψε από καιρό να έχει την αξία που συνήθιζε να έχει και γιατί παραμένει αναχρονιστική και συνεπώς ακίνδυνη.


Και αυτοί που τις αγοράζουν προδίδονται διπλά από την αθέτηση της υπόσχεσης κοινωνικής ανόδου, πρώτον διότι προφανώς δεν είναι δυνατόν η οποιαδήποτε άνοδος ν’ αποκτηθεί με μια απλή εμπορική πράξη, και δεύτερον γιατί οι αξίες που σηματοδοτούν την κοινωνική άνοδο έχουν δραπετεύσει σε μια καινούργια ιεραρχία αντικειμένων και αγαθών, που όπως περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο πόρρω απέχουν από τις τσάντες Vuitton και τα μαντίλια Hermes.


Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Η Αργία ως Προϋπόθεση του Φιλοσοφείν


Η αργία, δίχως άλλο, αποτελεί προϋπόθεση του πολιτισμού. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται καμιά βαθυστόχαστη ανάλυση, παρά μόνο κάποια στοιχειώδης γνώση της Ιστορίας. Είναι γνωστό ότι, οι τέχνες και οι επιστήμες βρίσκονταν ανέκαθεν στη απόλυτη δικαιοδοσία των ανωτέρων στρωμάτων και, για πολλούς αιώνες, της αριστοκρατίας. Τα εν λόγω, δε, στρώματα, δεν έχουν μείνει στην Ιστορία για τον μόχθο στα χωράφια ή στα εργοστάσια και την φιλεργία τους.

Η σχόλη, όμως, για τους λίγους κατέστη δυνατή μόνον εξ αιτίας της δουλειάς των πολλών. Η οικονομική συμβολή της δουλείας στο Αθηναϊκό θαύμα είναι επίσης γνωστή, για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τα καθ’ ημάς. Το «φιλοσοφείν», επομένως, από το να θεωρείται απόρροια της αργίας εν γένει, καλόν θα ήτο να αντιμετωπισθεί ως ζήτημα ταξικόν. Διότι, για να φιλοσοφεί κανείς θα πρέπει με κάποιο τρόπο είτε να έχει λύσει τα πρόβλημα της επιβίωσης, (π.χ. με κληρονομιά ή εισοδήματα), είτε αυτό το ίδιο το «φιλοσοφείν» να του παρέχει τα μέσα επιβίωσης, (π.χ. μια πανεπιστημιακή θέση, ή συγγραφή best-sellers).


Και για του λόγου του αληθές, παραθέτω τους τρόπους με τους οποίους κέρδιζαν τα προς το ζην κάποιοι από τους πιο γνωστούς φιλοσόφους. Για να μην νομίσετε ότι κλέβω, ότι, δηλαδή, διαλέγω αυτούς οι οποίοι εκ προοιμίου θα επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματά μου, λαμβάνω υπ’ όψιν μου όλους τους φιλοσόφους (16 τον αριθμό) οι οποίοι καταγράφονται στο βιβλίο «Η Πύλη των Φιλοσόφων» του Robert Zimmer, εκδ. Κονιδάρη.


Έχουμε, λοιπόν, και λέμε.


Αυγουστίνος. Ξεκίνησε σαν ακαδημαϊκός καριέρας για να γίνει Επίσκοπος.


Μακιαβέλι. Διπλωμάτης, Αξιοποίησε τις γνωριμίες του πατέρα του με σημαίνοντα πρόσωπα της ανώτερης τάξης.


Μονταίν. Γάλλος αριστοκράτης, περιπλανιέται αρκετά χρόνια, ευκαιριακές θέσεις στη Διοίκηση, δήμαρχος χωρίς να το επιδιώξει, σύμβουλος, κ.λ.π.


Ντεκάρτ. Μαθηματικός, νομικός, αξιωματικός, κ.α. Κυρίως ευγενής και οικονομικά αυτάρκης, ας είναι καλά ο πατέρας του. Αδυνατεί να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Οι Ιησουΐτες μοναχοί τον ξυπνούν ρίχνοντάς του κουβάδες με κρύο νερό. Εδώ βρίσκονται και οι ρίζες του καρτεσιανού δυϊσμού σώματος-νου.


Πασκάλ. Μαθηματικός. Ο πατέρας του ήταν υψηλότατο στέλεχος της φορολογικής διοίκησης με υψηλές διασυνδέσεις. Αριστοκράτης, κοσμοπολίτης, σαλονάτος. Αργότερα ασκητής στο μοναστήρι Πορτ Ρουαγιάλ. Τα βίτσια είναι ίδιον της αριστοκρατίας.


Λοκ. Δάσκαλος στην Οξφόρδη. Υψηλόβαθμες θέσεις στη διοίκηση. Διευθυντής υπουργείων, υπεύθυνος ίδρυσης αποικιών κ.λ.π.


Καντ. Πανεπιστημιακός. Ο μόνος μέχρι τότε που δουλεύει για να ζήσει. Ψωμίζεται από τα φροντιστήρια που κάνει σε μαθητές.


Σοπενάουερ. Ζει από το μερίδιο της οικογενειακής περιουσίας που του ανήκει. Το τζογάρει και το πολλαπλασιάζει. Ανεπάγγελτος.


Κίργκεγκορ. Ζει μποέμικη ζωή στη Κοπεγχάγη.


Μαρξ. Δημοσιογραφεί. Δέχεται χορηγίες από φίλους. Σα δεν ντρέπεται...


Χέγκελ. Καθηγητής Πανεπιστημίου.


Νίτσε. Ομοίως. (Όποτε του το επιτρέπει η υγεία του...)


Βιτγκενστάιν. Ευκαιριακός βοηθός του Ράσελ. Κατά βάση ανεπάγγελτος, αλλά όχι πένης. Τουναντίον.


Χάιντεγκερ. Καθηγητής Πανεπιστημίου.


Πόπερ. Καθηγητής Πανεπιστημίου.


Ρόουλς. Καθηγητής Πανεπιστημίου.


Όσο, δε, πατάμε στον 20ο αιώνα οι φιλόσοφοι-καθηγητές δίνουν και παίρνουν. Και η φιλοσοφία θέλει το πανεπιστήμιό της, όπως παλιά ήθελε την αριστοκρατία της. Εκ των ανωτέρω, ευκόλως συνάγεται ότι ουδείς των φιλοσόφων έπιασε στα χέρια του αξίνα, αλέτρι ή ποτέ του χτύπησε κάρτα στην ναυπηγοεπισκευαστική.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

To CERN or NOT to CERN?


Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο μεγάλος επιταχυντής του CERN στη Γενεύη θα πάρει επιτέλους μπρος, θα μουγκρίσουν οι μηχανές και τα πρώτα πρωτόνια θα ορμήσουν για να εξερευνήσουν το πελώριο υπόγειο δαχτυλίδι διαμέτρου 8.5 Km περίπου, όπου αναμένεται να στριφογυρίζουν εφ’ εξής και για περίπου άλλα δέκα χρόνια. Πολλές καρδιές θα χτυπήσουν και πολλά δάκρυα θα τρέξουν από συγκίνηση και αγωνία στο εναρκτήριο λάκτισμα αυτού του πολυθρύλητου πειράματος, τέσσερα για την ακρίβεια, στο καθένα από τα οποία θα συμμετάσχουν από 500 έως 2000 επιστήμονες προερχόμενοι από 35 διαφορετικές χώρες. 6000 κατά μέσο όρο.

Η διαφορετικότητα του πειράματος αυτού, σε σχέση με προηγούμενα σε μικρότερους επιταχυντές, είτε εδώ στο CERN, είτε στην Αμερική, είναι ότι στην περίπτωση αυτή οι ταχύτητες των πρωτονίων που θα συγκρουσθούν, θα είναι οι μεγαλύτερες δυνατές επί της γης, θα καταφέρουν δηλαδή να πλησιάσουν την ταχύτητα του φωτός σε ποσοστό 99.9998% και ότι οι συνθήκες που θα δημιουργηθούν θα είναι παρόμοιες με αυτές που εικάζεται ότι επικράτησαν στο ένα τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου μετά την μεγάλη έκρηξη, το Big-Bang.

Κανένα πείραμα μέχρι τώρα δεν κατάφερε να πλησιάσει τόσο κοντά στην απαρχή του κόσμου και δικαιολογημένες λοιπόν οι προσδοκίες για μια νέα ώθηση στην κατανόησή του.

Πολλοί θεωρητικοί και πολλές μεγάλες θεωρίες περιμένουν να δικαιωθούν ή να σβήσουν από τον χάρτη, όπως η θεωρία των Χορδών, (για την κβάντωση της βαρύτητας), η Υπερσυμμετρία, (που θέλει να συνδέσει τα σωματιδια με τις δυναμεις σε ένα ενιαίο πλαισιο), ή το Καθιερωμένο Μοντέλο (Standard Model), πολλά Nobel είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα δοθούν στον τομέα αυτό, και πολλά καινούργια σωματίδια, (βάσει των προβλέψεων) θ’ ανακαλυφθούν, όπως το περίφημο σωματίδιο Higgs, που είναι υπεύθυνο για την εμφάνιση της μάζας από την ενέργεια που εκλύθηκε κατά την μεγάλη έκρηξη και για τον κατακερματισμό των δυνάμεων από μια σουπερδύναμη που ήταν αρχικά, σε τέσσερις που βλέπουμε σήμερα, καθώς και άλλα άγνωστα προς το παρόν σωματίδια, που ίσως ρίξουν κάποιο φως στο μυστήριο της Σκοτεινής Ύλης (Dark Matter) και της Χαμένης Ενέργειας.

Η θεωρητική φυσική υψηλών ενεργειών, τα τελευταία χρόνια, είχε να επιδείξει αρκετά σημάδια κόπωσης και είχε δεχτεί πολλές μομφές, γιατί σ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αρκετών δεκαετιών δεν είχε δώσει κάποια απτά αποτελέσματα, παρά την προσπάθεια και τα χρήματα που επενδύθηκαν. Οι ερευνητές ενεπλάκησαν σε όλο και πιο αφηρημένους κόσμους, απομακρυνόμενοι από την εμπειρία και την πραγματικότητα, χτίζοντας όλο και πιο εσωστρεφείς και πολύπλοκες μαθηματικές κατασκευές. Επομένως, ένα τέτοιο πείραμα που θα ξεκαθάριζε την ήρα από το στάρι ήταν εν πολλοίς επιβεβλημένο.
Για τη χάρη της Επιστήμης και μόνον, για τη χάρη της Γνώσης και μόνον.

Είναι αλήθεια ότι όλη αυτή η περιπέτεια φαντάζει απίστευτη και μυθική. Και χαλάλι τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν, τα οποία για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αντιστοιχούν στο 5% του σημερινού ΑΕΠ της Ελλάδας. Μεγάλο στ’ αλήθεια ποσό. Και στο σημείο αυτό ακριβώς, γεννιούνται αρκετά διλήμματα για την αναγκαιότητα αυτής της επένδυσης.

Η Αμερική, η οποία σχεδίαζε να κατασκευάσει έναν αντιστοίχου μεγέθους Υπεραγώγιμο Υπερεπιταχυντή, (Superconducting Super Collider), κάπου στο Τέξας, σταμάτησε τη χρηματοδότηση του προγράμματος γύρω στο 1993, σαν ασύμφορη και μη-ρεαλιστική.

Αυτές οι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις, της Ευρώπης απ’ τη μια, που προχώρησε, και της Αμερικής από την άλλη, που οπισθοχώρησε, δεν μπορεί παρά να μου γεννούν κάποιες σκέψεις.

Μια πρώτη προσέγγιση προσπαθεί να βγάλει κάποια συμπεράσματα σχετικά με την νοοτροπία της Ευρώπης, σε σχέση με αυτήν της άλλης μεριάς του Ατλαντικού, πράγμα άλλωστε γνωστό. Ένα πείραμα, τόσο ακριβό, που θα στόχευε στη καθαρή γνώση και μόνον δεν θα ήταν εύκολο να χωνευτεί από τους απέναντι. Η Ευρώπη, αντιθέτως, έδειξε ότι ένα κομμάτι του ουμανιστικού της παρελθόντος μπορεί να είναι ακόμα παρόν. Στην περίπτωση αυτή ΘΑ χαιρέτιζα την Ευρωπαϊκή επιμονή.

Σε μια δεύτερη προσέγγιση όμως, η Ευρώπη με την πρωτοβουλία της αυτή θα μπορούσε να φανεί αρκετά επιπόλαιη και σπάταλη, με την έννοια ότι ένα τέτοιο μεγάλο ποσό θα ήταν δυνατόν να διατεθεί στην έρευνα κάποιων από τα μεγάλα καυτά προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο και τα οποία θα τα βρίσκουμε μπροστά μας ανεξάρτητα από το εάν θα βρεθεί ή όχι το σωματίδιο Higgs. Τέτοια προβλήματα είναι ο καρκίνος, το ενεργειακό, η υπερθέρμανση, η βιοτεχνολογία στην υπηρεσία θεραπείας ασθενειών και άλλα, τα οποία κυριολεκτικά διψάνε για χρηματοδότηση. Στην περίπτωση που η χρηματοδότηση του CERN στερεί πόρους από αυτούς τους τομείς ΔΕΝ θα χαιρέτιζα την Ευρωπαϊκή κίνηση.

Φαντάζομαι ότι η παραπάνω αδρή σχηματοποίηση που παρέθεσα δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Διότι 10 δις. δολάρια δεν είναι ένα μικρό ποσό και οι πόροι της ΕΕ, απ’ την άλλη, δεν είναι αστείρευτοι. Έτσι, σ’ όλα τα χρόνια που θα διαρκέσει το πείραμα, παρ’ όλη τη φήμη και το γόητρο που θα κερδίσει η ήπειρός μας, κάποιοι ζωτικοί τομείς θα δεινοπαθήσουν. Και νομίζω ότι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η Αμερική δεν θέλησε να δεσμεύσει τόσα πολλά χρήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Όλα τα προηγούμενα αποτελούν ατεκμηρίωτες σκέψεις δικές μου από μια πρώτη ανάγνωση, διότι δεν έχω γνώση του ταμείου που χρηματοδοτεί το CERN και την επικάλυψη που έχει με τα ταμεία που χρηματοδοτούν πιο άμεσους και ζωτικούς σκοπούς. Αλλά ακόμα και έτσι, αντί η ΕΕ να συςστρατεύσει τόσες χώρες στο CERN, θα μπορούσε να τις συσστρατεύσει αλλού. Και δεν νομίζω να μην υπήρχαν εναλλακτικές προτάσεις.

Όσο δεν έχω πλήρη γνώση του θέματος, το συγκεκριμένο δίλημμα θα συνεχίζει να με ταλαιπωρεί.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Συναντήσεις στα Περιθώρια των Βιβλίων


Τυχεροί αυτοί που κληρονομούν βιβλία. Ακόμα πιο τυχεροί, αυτοί που τα κληρονομούν από τους παππούδες τους, που έφτασαν στα χέρια τους σα τη σκυτάλη από γενιά σε γενιά. Μεγάλες και παλιές βιβλιοθήκες, συνήθως μαρτυρούν και καλή γενιά, και σπάνια έρχονται μόνες τους. Φέρνουν μαζί τους και σπίτια και ακίνητα και προπαντός ένα καλό όνομα. Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία που αφορά μόνο λίγους. Απελπιστικά λίγους.


Οι προηγούμενες γενιές, στην πλειονότητά τους δεν είχαν ούτε την ευχέρεια, ούτε την παιδεία να μαζεύουνε βιβλία. Δεν είχαν καν το χρόνο να τα διαβάζουν, άσε και που οι περισσότεροι ήταν ακόμα αγράμματοι. Δύσκολο να κληρονομήσεις βιβλία από πατέρα, και από παππού ακόμα δυσκολότερο. Τα βιβλιοπωλεία άρχισαν να ξεχωρίζουν απ’ τα χαρτοπωλεία και να γεμίζουν με βιβλία, μόνο μετά τη μεταπολίτευση. Πιο πριν κανένας καζαμίας τα Χριστούγεννα, και τίποτε φυλλάδες για κατηχητικά, που στην καλύτερη περίπτωση καταλήγανε, αν όχι στους καμπινέδες και τα ψαράδικα, σίγουρα στις γκαζιέρες και τις φουφούδες σαν προσάναμμα.

Οι αριστεροί συγκριτικά με τους δεξιούς, αν και πιο πένητες καθ’ ότι αποκλεισμένοι, ήταν πιο μελετηροί και βιβλιόφιλοι. Διάκριση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, όπως δείχνουν οι στατιστικές του ΕΚΕΒΙ. Δεν γίνεται επανάσταση χωρίς συνείδηση και συνείδηση, χωρίς το σμίλευμα που της προξενεί η επαφή με την επαναστατική γραμματεία, δύσκολα αποκτιέται. Άσε και που οι αριστεροί είχαν και όλο το χρόνο να μελετήσουν, καθώς και τους δασκάλους, για όσους δεν ήξεραν, να τους μάθουν ανάγνωση και διαλεκτική, τα δύσκολα βράδια στα ανεμοδαρμένα ξερονήσια του Αιγαίου.


Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα κάποια λίγα βιβλία, κατά πως φαίνεται της κατοπινής φιλελεύθερης περιόδου του. Απ’ όσο θυμάμαι, Ρουσσώ, Μπαλζάκ, πολλές ιστορίες, ελληνικές και ξένες, πολύ Ντοστογιέφσκι, ελάχιστο Τολστόι, Καζαντζάκη, Λουντέμη και πάλι Λουντέμη, πολύ Γαλλική Επανάσταση και οπωσδήποτε όλους τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας του Hλίου. Και λεξικά. Ελληνικά και ξένα.


Δεν έχω πολλά να θυμηθώ απ’ αυτόν, και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια που έφυγε απ’ τη ζωή στα ξαφνικά, προσπαθώ να τον ανασυστήσω στη μνήμη μου μέσα από τα βιβλία του. Πρώτα από αυτά που διάβαζε και δεύτερο από τις κάποιες σημειώσεις που κράταγε στο περιθώριο. Ανεξίτηλες και φρέσκες σαν να ‘ταν μόλις χθες το μολύβι που χάραζε το χαρτί, και που τότε δεν γνώριζε ότι χάραζε και κάτι απ’ την ψυχή του.


Σιγά-σιγά μάζεψα και τα δικά μου βιβλία. Με τα χρόνια ήρθαν κι έγιναν αρκετά, ώστε να μπορώ στο μέλλον να κληροδοτήσω στα παιδιά μου μια βιβλιοθήκη. Με τη διαφορά όμως, μόνον αυτή, χωρίς τα συνοδευτικά ακίνητα και σπίτια. Κι αν δεν τη θέλουν, δε βαριέσαι, θα τη χαρίσω στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου για τα παιδιά εκείνα που οι γονείς τους δεν πρόλαβαν να χτίσουν μια δικιά τους. Ένα βιβλίο ποτέ δεν πρέπει, να πάει χαμένο! Λες κι έχουν κάτι μαγικό οι λέξεις, που ακόμα και το πιο ξερό κι άγονο χωράφι, με κάποιο τρόπο θα το κάνουν να καρπίσει.


Χθες, δεν ξέρω τι μού ‘ρθε και πήρα να σκαλίζω μια γωνιά της βιβλιοθήκης που είχα χρόνια να την πιάσω. Ξεφύλλισα μερικά βιβλία ψάχνοντας κάτι, και ξεφυσώντας τη σκόνη θαρρείς ξεφύσησα και τα χρόνια. Τράβηξα ένα στην τύχη και άρχισα να το διαβάζω ανυποψίαστη, μέχρι που στο γύρισμα μιας σελίδας έπεσα ξαφνικά σ’ ένα χωράφι από υπογραμμίσεις, τις δικές μου υπογραμμίσεις, που είχαν γίνει, ένας θεός ξέρει, πόσα χρόνια πριν και κάτω από ποια ακατανόητη έξαψη. Κι εκείνη τη στιγμή αναστατώθηκα.

Τι να ‘ταν αυτό, ποια να ‘ταν αυτή η καινούργια αλήθεια που είχε φανερωθεί στα μάτια μου τότε, για να οδηγήσει το χέρι μου, το νεανικό, να χαράξει αυτά τα βαθιά και έντονα κατάμαυρα αυλάκια; Και τι να ‘ταν αυτό που με αναστάτωνε τώρα; Η συνειδητοποίηση του χρόνου που πέρασε; Η αναπάντεχη συνάντηση με μένα την ίδια, που δεν ήξερα καν αν ήταν η ίδια ή κάποια άλλη που είχα ξεχάσει; Η αμηχανία, ίσως και ο φόβος από τη συνάντηση αυτή, όπως με κάποιο πρόσωπο δικό μας που οι δρόμοι κάποτε μάς φέρανε μακριά και μετά από χρόνια κάποιοι άλλοι τυχαία μάς ξανασμίξανε; Ή η στιγμιαία, ταυτόχρονη συνάντηση του παρελθόντος με το παρόν πάνω στην υπογραμμισμένη σελίδα όπου για τόσα χρόνια είχε στρογγυλοκαθίσει ανενόχλητο;

Και ποια ήταν αυτή που υπογράμμιζε τότε και τι σχέση έχει με αυτή που τις διαβάζει τώρα; Αν έσερνε το μολύβι της σήμερα θα υπογράμμιζε τις ίδιες ακριβώς γραμμές ή θα τις χλεύαζε σαν πρωτόγονες κι ανόητες και θα τις προσπερνούσε με έπαρση; Θα ένοιωθε τάχατες ντροπή γι αυτό το ανώριμο και αλαζονικό πλάσμα που ήταν τότε, όταν μάλιστα κάθε άλλο παρά τέτοιο νόμιζε ότι ήταν; Ή θα ένοιωθε ανακούφιση αν ανακάλυπτε ότι δεν ήταν ανόητη τότε, και ότι και σήμερα τα ίδια ακριβώς θα τη συγκινούσαν και τα ίδια ακριβώς θα υπογράμμιζε; Θα ήταν όμως ανακούφιση; Ή αντίθετα, θα ήταν δείκτης μιας αναίσχυντης πνευματικής στασιμότητας που μετά τόσα χρόνια, επιμένει να την κρατά αγκυλωμένη στις ίδιες και ίδιες ακριβώς ιδεοληψίες και εμμονές; Δύσκολο να πεις ποιος βγαίνει κερδισμένος από μια τέτοια σύγκριση.

Έτσι, το ξαναδιάβασμα ενός βιβλίου που πρωτοδιαβάστηκε πριν από πολλά χρόνια δεν είναι μια απλή υπόθεση, ειδικά αν πρόκειται για βιβλίο δουλεμένο, με σημειώσεις στα περιθώρια και προτάσεις που υπογραμμίστηκαν. Έχει ψυχικό κόστος και κρύβει αρκετές εκπλήξεις, κάποιες φορές μάλιστα και οδυνηρές. Αν οι υπογραμμίσεις σε διαφορετικές εποχές γίνονταν με διαφορετικό χρώμα, το βιβλίο δεν θα ήταν παρά ένας ανάγλυφος χάρτης των διαφόρων σταδίων της πνευματικής εξέλιξης του αναγνώστη. Καθώς αυτός ωριμάζει, αλλάζουν και τα νοήματα που θεωρεί σημαντικά, ώστε σε ένα τελικό στάδιο όπου όλα γίνονται καθαρά και διάφανα, να μην χρειάζεται να σύρει πια καμιά παραπάνω γραμμή στην τυπωμένη σελίδα.
Και να μη χρειάζεται να μπαίνει σε ψυχοφθόρες ενδοσκοπήσεις και συγκρίσεις.

Και μ’ αυτά και με ‘κείνα πέρασε η ώρα, ένοιωσα βαριά και κουρασμένη και έσυρα στο κρεβάτι μου.