Μετά από το πολύκροτο άρθρο μου, σχετικά με τη
διαπλοκή γιατρών, πανεπιστημίων και μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών, φαίνεται ότι μια απ’ αυτές τουλάχιστον, έδωσε βάση στα γραπτά μου, φοβήθηκε και αποφάσισε ν’ αλλάξει τακτική. Πρόκειται για τη μεγαλοκυρία GlaxoSmithKline η οποία μόλις τώρα, όπως πληροφορήθηκα, αποφάσισε να μειώσει το κόστος των φαρμάκων και να διαθέσει
μέρος των πατεντών της προς όφελος των φτωχών του κόσμου τούτου, ευελπιστώντας ότι και οι υπόλοιπες αδερφές της θα ακολουθήσουν την φιλάνθρωπο τακτική της.
Συγκεκριμένα, σε μια ομιλία του στο Harvard Medical School, στις 13 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος της εταιρίας Andrew Witty, με δάκρυα στα μάτια ανακοίνωσε ότι από δω και στο εξής, θα αναλαμβάνουν να μεριμνούν όχι μόνο για το καλό των μετόχων, αλλά και για το καλό της κοινωνίας. Τουτέστιν, προτίθενται να μειώσουν κατά
25% (75%, σύμφωνα με άλλη πηγή) τις τιμές όλων των φαρμάκων σε
50 φτωχές χώρες και ν’ απελευθερώσουν
κάποιες πατέντες που σχετίζονται με
παραμελημένες ασθένειες για τις οποίες δεν υπήρξε ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα, λόγω μικρού αγοραστικού κοινού. Στην πραγματικότητα όμως, οι παραμελημένες αυτές ασθένειες αφορούν το 90% του πληθυσμού, ενώ οι εταιρίες διαθέτουν μόνο το 10% του προϋπολογισμού τους γι’ αυτές.
Και ενώ ήμουν έτοιμη να συγκινηθώ και να τους συνδράμω, έπεσε στα χέρια μου
μεταγενέστερο άρθρο το οποίο διερεύνησε κατά τι παραπάνω τις αιτίες της ξαφνικής αυτής μεταστροφής.
Σύμφωνα με το
ισχύον σύστημα πατεντών, μια εταιρία κρατάει το μονοπώλιο των φαρμάκων που παρήγαγε για
20 χρόνια, έτσι ώστε να αποσβέσει τα χρήματα που επένδυσε στην έρευνα και να της μείνει στο τέλος και κάποιο κέρδος. Το 1990 οι μεγαλοεταιρίες που ήταν αναμεμειγμένες στην παρασκευή φαρμάκων για το Aids, αποφάσισαν να τα πωλούν με μικρότερο κέρδος στην Αφρική. Η προσπάθεια αυτή δεν ευτύχησε γιατί εν τω μεταξύ η
Ινδία μπορούσε να τα παράγει
εκτός πατεντών με ακόμα μικρότερο κόστος και να τα διανέμει σε ακόμα μικρότερη τιμή απ’ αυτή των φαρμακοβιομηχανιών.
Ενώ το σύστημα με τις πατέντες είχε σαν αρχικό στόχο την προστασία της εταιρίας, ώστε να ξοδέψει χρόνο και χρήμα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, στην πραγματικότητα, υπήρξε
κατάφορη καταστρατήγησή τους, με την έννοια ότι οι εταιρίες μεταβάλλοντας κατ’ ελάχιστον μια συστατική ουσία ή το έκδοχο ενός φαρμάκου, κατάφερναν να
επιμηκύνουν την προστασία που παρείχαν οι πατέντες για άλλα 20 χρόνια και πάει λέγοντας. Έτσι, αντί να επιδίδονται σε νέες έρευνες, προτιμούν να ξοδεύουν εκατομμύρια σε
δίκες εναντίον αυτών που καταστρατηγούν τις πατέντες, στερώντας έτσι, από φτωχές χώρες τα φάρμακα που χρειάζονται και τα οποία αναγκάζονται να παράγουν σαν
generics, δηλαδή χωρίς να πληρώνουν πνευματικά δικαιώματα.
Η Ινδία, από το 2005 και μετά αναγκάστηκε να «συμμορφωθεί», αλλά το πρόβλημα συνεχίζει να είναι το ίδιο οξύ. Έτσι, τον Μάιο ο
ΠΟΥ εισηγήθηκε και ενέκρινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο το κόστος έρευνας/ανάπτυξης φαρμάκων θα πρέπει να
διαχωριστεί από την τελική τους τιμή. Στην περίπτωση αυτή οι εταιρίες θα χρηματοδοτούνται μέσω βραβείων καινοτομίας ή με κάτι παρόμοιο από τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις ή άλλους δωρητές. Αυτό αποτελεί το ένα σκέλος των κινήτρων.
Το άλλο σκέλος, έρχεται από το αμερικανικό Κονγκρέσσο, το οποίο τον Σεπτέμβριο του 2007 ενέκρινε νόμο με τον οποίον το FDA (αντίστοιχο του δικού μας ΕΟΦ), θα μπορεί να εκδίδει
κουπόνια ταχείας έγκρισης φαρμάκων (
PRV), σε εταιρίες που θα επενδύουν σε παραμελημένες και τροπικές ασθένειες. Τα κουπόνια αυτά, που θα συντομεύουν σε 6 μήνες, από 18 που είναι σήμερα, τη διαδικασία έγκρισης ενός καινούργιου φαρμάκου, θα μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλα προϊόντα της εταιρίας ή να πωληθούν στην ελεύθερη αγορά. Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η
αξία ενός PRV ανέρχεται στα
$300 εκατομμύρια, σχεδόν καλύπτοντας το κόστος ανάπτυξης ενός νέου φαρμάκου. Ο νόμος αυτός είναι ήδη σε ισχύ.
Κάτω από το πρίσμα αυτό, η απόφαση της GlaxoSmithKline ν’ απελευθερώσει τις πατέντες, δεν είναι και πολύ γενναιόδωρη. Με το να έχει ήδη στην κατοχή της πατενταρισμένες χημικές ουσίες και διαδικασίες που θα μπορούν να οδηγήσουν άλλους ενδιαφερόμενους στην παρασκευή των εν λόγω φαρμάκων, με τον νέο νόμο, θ’ αποκτήσει και τα προσόντα να καρπωθεί το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των $300 εκατομμυρίων.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αν η νομοθεσία αυτή θα έχει, και σε ποια έκταση, επίδραση στις φτωχές χώρες, εκείνο όμως που γνωρίζω είναι ότι αν δεν έπεφτα τυχαία στο δεύτερο άρθρο που εξέθετε όλο το παρασκήνιο της απόφασης της GlaxoSmithKline, θα συνέχιζα σαν αφελής να την επαινώ και να δακρύζω για την καλοσύνη της.
Η παραίνεση να
ψιλοκοσκινίζουμε αυτά που διαβάζουμε σαν έγκυρες ειδήσεις, συνεχίζει να ισχύει.