Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

Πειράματα με Φωτόνια που πάνε και Μπλέκουνε





Σε πρόσφατο κείμενο, απ' αυτήν εδώ την ιστοκόγχη, αναφέρθηκα, λίγο ξώπετσα είναι αλήθεια, στο φυσικό υπόβαθρο μιας πολύ «περίεργης» σχετικά με τον κλασικό τρόπο σκέψης, συνέπειας της Κβαντικής Θεωρίας, η οποία την τελευταία δεκαετία συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας τόσο για τις πολλά υποσχόμενες τεχνολογικές της εφαρμογές, όσο και για την εκμετάλλευση που υπέστη και υφίσταται από τους λογιών λογιών παραφυσικούς, οι οποίοι, πατώντας στη διαφωνία που υπάρχει σχετικά με την ερμηνεία (και όχι λειτουργία) διαφόρων εννοιών της θεωρίας, βρήκαν την ευκαιρία να στήσουν πάνω στο σώμα της μια ολόκληρη βιομηχανία ευφάνταστων εξηγήσεων των ανοησιών που τρέφουν και νοηματοδοτούν τη ζωή τους, αλλά και το πορτοφόλι τους.


Η «περίεργη» αυτή θεωρία είναι το «Κβαντικό Μπλέξιμο», (Quantum Entanglement), η οποία έχει γίνει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, αντικείμενο εκμετάλλευσης ενός New Age κλάδου της Κβαντομηχανικής, της Κβαντικής Μεταφυσικής. Έκτοτε, οποιοδήποτε τηλε-μυστήριο μπορεί με αριστοτεχνικό τρόπο να βρει την εξήγησή του «στο αρραγές» αυτό οικοδόμημα της Ανθρώπινης Σκέψης.

Σήμερα, σκοπεύω να ανασκαλέψω ολίγα από τα πρακτικά «πώς και διατί» της θεωρίας καθώς και τις (δυνητικές) τεχνολογικές εφαρμογές της, οι οποίες συνοψίζονται στα κάτωθι μεγαλεπήβολα projects.

1. Τηλεμεταφορά
2. Κρυπτογραφία
3. Κβαντικός Υπολογιστής.



Πριν πούμε δυο λόγια για την κάθε μια απ’ αυτές, θα προσπαθήσω να διευκρινίσω ορισμένα πράγματα σχετικά με τη «state of the art» των πειραματικών αποτελεσμάτων που παραθέτω, χωρίς επί πλέον να μπορώ να διεκδικήσω την πληρότητα της παρουσίασης. Επειδή δεν γνωρίζω το χώρο αυτόν από τα μέσα, ώστε να μπορώ να κρίνω εξ’ ιδίων και να καταλαβαίνω με ασφάλεια το τί από όλα αυτά που δημοσιεύονται και ανακοινώνονται στις εφημερίδες και τα εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά είναι όντως τόσο σημαντικά όσο παρουσιάζονται, θα είμαι αρκετά επιφυλακτική και το ίδιο θα ζητούσα και από εσάς. Το ότι είναι σημαντικά δεν χωράει αμφιβολία, αυτό όμως που αμφιβάλλω είναι το κατά πόσο κοντά είναι σε κάποια εφαρμογή, από αυτές που προανέφερα. Αν αναλογιστούμε το θόρυβο που ξέσπασε πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια σχετικά με την εμφάνιση Υπεραγωγιμότητας σε θερμοκρασία δωματίου και το επακόλουθο φιάσκο, ο καθένας θα πρέπει να είναι αρκετά επιφυλακτικός στους ισχυρισμούς των απανταχού επιστημονικών ομάδων, διότι το θέματα της Τηλεμεταφοράς και του Κβαντικού Υπολογιστή είναι αρκετά πιασάρικα και ο ανταγωνισμός, (για φήμη και συνεπαγόμενη χρηματοδότηση), ως ανεμένετο, ιδιαίτερα οξύς.



Πάντως δεν θα ησύχαζα, αν πρώτα δεν έδινα λίγες περισσότερες διευκρινήσεις σε ορισμένα από τα παρακάτω ερωτήματα, με σκοπό να αποκτήσουμε μια αίσθηση της πραγματικότητας και του πόσο κοντά πηγαίνουν η θεωρία και οι εφαρμογές της. Διότι είναι συχνό το φαινόμενο οι επιδιώξεις μιας θεωρίας να δημιουργούν την εντύπωση ότι έχουν ήδη γίνει και πραγματικότητα.

Ε1: Πώς μπορούν να δημιουργηθούν πεπλεγμένα σωματίδια, (entangled particles);
Α1:
Όσον αφορά τα φωτόνια, σήμερα παράγονται στο εργαστήριο με μεγάλη ευκολία, βάσει ενός πολύ γνωστού μηχανισμού ο οποίος ονομάζεται parametric down conversion. Γενικά, υπάρχουν ορισμένα κρυσταλλικά υλικά με έντονες μη-γραμμικές ιδιότητες, έτσι ώστε οποιοδήποτε φωτόνιο στέλνεται σ’ αυτά να δημιουργεί στην έξοδο δύο διαφορετικής ενέργειας, συσχετισμένα ή πεπλεγμένα, ως προς τη γωνία πόλωσής τους, φωτόνια.
Ένας τρόπος να παραχθούν συσχετισμένα άτομα, διαδικασία που ακόμα είναι στα σπάργανα, είναι να ακινητοποιηθούν σε οπτικές παγίδες με τη βοήθεια lasers.
Μια άλλη πιο γενική και πολλά υποσχόμενη μέθοδος, με την βοήθεια διαχωριστή δέσμης έχει προταθεί από τον Sougato Bose του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, (Phys. Rev. Lett. 88, 050401, 2002).

Ε2: Τί είδους σωματίδια έχουν ως τα τώρα καταφέρει οι πειραματικοί να συσχετίσουν;
Α2:
Μέχρι σήμερα ο πιο εύκολος τρόπος να φτιάξει κανείς συσχετισμένα ζεύγη είναι με φωτόνια. Η ομάδα του πανεπιστημίου της Βιέννης, υπό τον Anton Zeilinger παλεύει, ανάμεσα στα άλλα, να δημιουργήσει τέτοιες συσχετίσεις και ανάμεσα σε μεγαλύτερα αντικείμενα, όπως ανάμεσα σε φωτόνια και μικροσκοπικούς καθρέπτες.
Οι συσχετίσεις είναι αρκετά ευκολότερο να γίνονται ανάμεσα σε ομοειδή σωματίδια, όπως ηλεκτρόνια με ηλεκτρόνια, ή φωτόνια με φωτόνια ή άτομα με άτομα, ενώ είναι ακόμα δύσκολο ανάμεσα σε μη ομοειδή. Αρκετή πρόοδος πάντως προς αυτή την κατεύθυνση έχει σημειωθεί από ομάδες των Πανεπιστημίων της Κοπεγχάγης, της Βιέννης και του Georgia Institute of Technology στην Αμερική, όπου οι πρώτοι κατάφεραν για πρώτη φορά να συσχετίσουν άτομα Καισίου με φωτόνια, (Eugene Polzik, Nature 443, p.557, 2006) για μια απόσταση μισού περίπου μέτρου. Στην Georgia το ίδιο πείραμα επαναλήφθηκε με άτομα Ρουβιδίου, (Alex Kuzmitch, Science, October 22, 2004 issue), ενώ ομάδα στο πανεπιστήμιο του Σικάγο (Sayantani Ghosh et al., Nature 425, p.48, 2004) ανακοίνωσε ότι διέγνωσε κβαντικό συσχετισμό ανάμεσα σε holmium άτομα διαλυμένα σε μαγνητικά άλατα.


E3: Πόσο μακριά έχουν μεταφερθεί χωρίς να χάσουν τον συσχετισμό τους;
Α3: Καθένα φωτόνιο από το ζεύγος των πεπλεγμένων φωτονίων μεταφέρεται κυρίως μέσα σε οπτικές ίνες. Η μεγαλύτερη απόσταση που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα ήταν στα 150 Κm, προτού το φωτόνιο απορροφηθεί από την ίνα. (New Scientist, 28 June, 2003). Σύμφωνα με την ίδια δημοσίευση, όμως, η ίδια πρωτοπόρος ομάδα του πανεπιστημίου της Βιέννης κατόρθωσε να μεταφέρει πεπλεγμένα φωτόνια από τη μία όχθη του Δούναβη στην άλλη, σε απόσταση δηλαδή 600 μέτρων, χωρίς τη χρήση οπτικών ινών, εργαζόμενοι κάτω από δυνατούς ανέμους και θερμοκρασίες κάτω του μηδενός.

Τις τρεις σπουδαίες εφαρμογές της κβαντικής συσχέτισης σκοπεύω να τις αναπτύξω σε ξεχωριστά ισάριθμα κείμενα, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, δηλαδή του χρόνου!.

ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ ΠΟΛΛΑ

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Κβαντικό Μπλέξιμο και Ξεμπλέξιμο

(Quantum Entanglement and Decoherence)


Εδώ και λίγες μέρες, και συγκεκριμένα στο βαρυσήμαντο άρθρο μου «Κβάντωση της Μπούρδας», σας είχα προειδοποιήσει να φυλάγετε τις κυματοσυναρτήσεις σας, σαν κόρη οφθαλμού και ακόμα παραπάνω, μη τυχόν και μπερδευτούν με τις κυματοσυναρτήσεις αλλονών, διότι τότε είναι σίγουρο ότι θα έχετε μπλεξίματα. Πέρα από το ότι θα τσαλακωθούν, κινδυνεύετε να δεθείτε με τον άλλον δια παντός, σ’ ένα αξεδιάλυτο σιαμαίο ζεύγος, από το έτερον ήμισυ του οποίου δεν θα είναι δυνατόν ν’ απαλλαγείτε ακόμα και αν δραπετεύατε στην άκρη του σύμπαντος.

Για όσους πιστεύουν ότι, όπου πάνε και όπου σταθούνε, κουβαλάνε, σαν φουρό, και την κυματοσυνάρτησή τους, το πράγμα είναι μάλλον σοβαρό και καλά θα κάνουν να ανησυχούν. Μια βόλτα σ’ ένα ψυχίατρο ίσως μπορέσει να τους καθησυχάσει.

Για όσους πάλι πιστεύουν ότι η κυματοσυνάρτηση είναι κάτι που ουδόλως τους αφορά, διότι παραείναι ογκώδεις σε σχέση με τα άτομα, τα ηλεκτρόνια και τα φωτόνια, τότε ας μείνουν να διαβάσουν και τα υπόλοιπα που αφορούν στο φαινόμενο του «Κβαντικού Μπλεξίματος» ή «Quantum Entanglement», όπως λέγεται στα ελληνικά.

Νομίζω ότι το θέμα παρααπασχόλησε τον κόσμο του paranormal μάλλον αδικαιολόγητα, και από άγνοια κυρίως, καθ’ ότι θεώρησαν με τον τρόπο αυτό ότι η Κβαντική Μηχανική, που τόσο καιρό μας τα πρήζει, εξυπονοούσε μετάδοση της πληροφορίας με ταχύτητες μεγαλύτερες της ταχύτητας του φωτός, ερχόμενη έτσι σε πλήρη διάσταση με την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, (ΕΘΣ), του Αϊνστάιν η οποία ως γνωστόν έχει αποδείξει ότι στη φύση δεν υπάρχει ταχύτητα μεγαλύτερη αυτής. Και ως προς αυτό το τελευταίο δεν χωράει καμιά αντίρρηση, διότι η ΕΘΣ είναι μια απολύτως καρα-τσεκαρισμένη θεωρία, η οποία κατά καιρούς αμφισβητείται μόνον από κάποιους γραφικούς συνταξιούχους.

Πώς όμως μέσα σ’ αυτό το «Κβαντικό Μπλέξιμο» τρύπωσε και το Υπερφυσικό, κάνοντας αρκετούς να τρίβουν τα χέρια τους από χαρά που επί τέλους θα μπορούσαν να χωθούν στις εννοιολογικές τρύπες της Κβαντομηχανικής και να αντλήσουν «επιχειρήματα» για την επιστημονική βάση της τηλεπάθειας, ή της θεραπείας από απόσταση με την πίστη και μόνον;

Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και ας προσπαθήσουμε να δούμε από κοντά το φαινόμενο, όχι της τηλεπάθειας ή τηλεθεραπείας, αλλά το άλλο, για να μην παρεξηγούμαστε.




ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΘΕΩΡΙΑΣ

Στον κβαντικό κόσμο, που είναι ο κόσμος σε ατομικό και μόνον επίπεδο, κάθε μοναχικό σωματίδιο, ένα ηλεκτρόνιο, ποζιτρόνιο, πρωτόνιο, άτομο, μόριο κ.λ.π., περιγράφεται από μια και μοναδική κυματοσυνάρτηση, η οποία και προσδιορίζει την ενεργειακή του κατάσταση, την στροφορμή του, το spin του, την συμμετρία του, κ.λ.π., με τη βοήθεια μιας αρμαθιάς αριθμών, των επονομαζόμενων (πολύ πρωτότυπο!) και κβαντικών. Αυτοί, εν είδη bar-code, προσδιορίζουν και την ταυτότητα του σωματιδίου. Η κυματοσυνάρτηση προκύπτει από την επίλυση της εξίσωσης του Schroendinger η οποία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το κβαντικό ανάλογο της κλασικής κυματικής εξίσωσης, με τη διαφορά ότι η πρώτη είναι πρώτης τάξεως ως προς το χρόνο, ενώ η δεύτερη, δεύτερης. Αυτό δεν μας νοιάζει για ό,τι θα πούμε στην συνέχεια αλλά το αναφέρω για λόγους τάξης.

Πιστεύω ότι πολλές από τις παρερμηνείες της Κβαντικής Θεωρίας προέρχονται από τον ρόλο που αποδίδεται στην κυματοσυνάρτηση. Εφ’ όσον το σωματίδιο περιγράφεται από την κυματοσυνάρτηση και η κυματοσυνάρτηση σαν κύμα επεκτείνεται παντού στον χώρο, γιατί και το σωματίδιο να μην μπορεί να βρεθεί παντού; Δικαιολογημένη απορία.

Για να ξεκαθαρίσουμε όμως τα πράγματα μια και καλή, η κυματοσυνάρτηση είναι ΜΙΓΑΔΙΚΗ ποσότητα και ως εκ τούτου δεν έχει ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με την φυσική ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Οποιαδήποτε ερμηνεία και αν της δοθεί, θα είναι αυθαίρετη. Οι ποσότητες που μετράμε στη φύση είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ, εκτός και αν με γελούν οι αισθήσεις μου. Αυτό που έχει, όμως, φυσική σημασία είναι το τετράγωνο της απολύτου τιμής της, το οποίο είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΜΕΓΕΘΟΣ και παριστάνει την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί το σωμάτιο σε κάποια θέση, σε κάποια χρονική στιγμή. Όλες οι άλλες συνδέσεις της κυματοσυνάρτησης με την πραγματικότητα είναι εκ του πονηρού.

Με τι μοιάζει η κυματοσυνάρτηση αν σε κάποια στιγμή το σωματίδιο αποκτήσει παρέα και το ένα γίνουν δύο; Στην προκειμένη περίπτωση το αποτέλεσμα εξαρτάται από το αν μπορείς να τα ξεχωρίσεις ή όχι. Αν ναι, τότε η ολική κυματοσυνάρτηση του συστήματος, (Φολ), θα είναι ίση με το γινόμενο των κυματοσυναρτήσεων, (φ1 και φ2), που έχουν τα σωματίδια όταν είναι μόνα τους. Λογικό μου φαίνεται. Σχηματικά τότε,

Φολ ~ φ1(1)*φ2(2)

Όπου φ1(1) σημαίνει ότι το σωμάτιο 1 κατέχει την κυματοσυνάρτηση φ1 και φ2(2), ότι το σωμάτιο 2 κατέχει την κυματοσυνάρτηση φ2.

Αν τώρα, που είναι και το πιο συνηθισμένο, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιο σωματίδιο είναι ποιό, (τα έχει αυτά η κβαντική), η ολική κυματοσυνάρτηση του συστήματος (που, όπως είπαμε είναι κάτι σαν την αστυνομική του ταυτότητα), θα ισούται με ένα ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΓΙΝΟΜΕΝΩΝ του τύπου

Φολ ~ φ1(1)*φ2(2)+/-φ1(2)*φ2(1)

Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι τα σωματίδια αποτελούν ένα «πεπλεγμένο ζεύγος» (entangled pair) και η κατάστασή τους μια entangled state. Αυτό που έχει νόημα είναι η συνολική κατάσταση του συστήματος, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε κατ’ ανάγκη τι καπνό φουμάρει το καθένα απ’ αυτά. Ήταν ανέκαθεν γνωστό σ’ αυτούς που ασχολούνται με ατομική φασματοσκοπία, ότι η κατάσταση ενός ατόμου με δυο και περισσότερα ηλεκτρόνια ορίζεται από ένα σύνολο κβαντικών αριθμών οι οποίοι δείχνουν τη συνισταμένη γωνιακή στροφορμή και spin όλων των ηλεκτρονίων του ατόμου, καθώς και την συνολική τους στροφορμή. Τα ηλεκτρόνια στην προκειμένη περίπτωση είναι συσχετισμένα, και ποσώς μας ενδιαφέρει, αλλά ούτε και γνωρίζουμε τι κάνει το καθένα από αυτά.



Ας υποθέσουμε τώρα, ότι σε κάποιο πείραμα δημιουργείται ένα ζεύγος ηλεκτρονίων με συνολικό spin ίσο με το μηδέν, τα οποία ακολουθούν διαφορετικές διαδρομές και τα οποία για λόγους διατήρησης θα πρέπει να έχουν ίσες και αντίθετες προβολές του spin, σε κάποιον άξονα, τον ίδιο όμως και για τα δυο. Αν το ένα είναι spin-up, το άλλο, αναγκαστικά, θα είναι spin-down. Αν ορίσουμε την κατάσταση φ1 να αντιστοιχεί στο spin-up και την κατάσταση φ2 στο spin-down, και επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιο από τα δυο ηλεκτρόνια είναι spin-up και ποιο spin-down, τότε εύκολα προκύπτει η παραπάνω σχέση για την ολική κυματοσυνάρτη και το σύστημα των δύο αυτών ηλεκτρονίων αποτελεί ένα πεπλεγμένο ζεύγος. Η άμεση συνέπεια είναι ότι αν μετρήσουμε την προβολή του spin στο ένα, την ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ θα "γνωρίζουμε" και την τιμή της προβολής του spin στο άλλο ηλεκτρόνιο χωρίς να χρειαστεί να κάνουμε καμιά άλλη μέτρηση.

Το ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι "πώς είναι δυνατόν το δεύτερο ηλεκτρόνιο να ξέρει τι θα κάνει την ίδια ακριβώς στιγμή που γίνεται η μέτρηση στο πρώτο;" Αν τα δυο ηλεκτρόνια βρίσκονται σε δυο αντιδιαμετρικές (λέμε τώρα) θέσεις στο σύμπαν, πότε πρόλαβαν να επικοινωνήσουν, αν δεχτούμε ότι ανώτερη ταχύτητα στον κόσμο είναι αυτή του φωτός; Αυτό βρίσκεται στη βάση του λεγόμενου EPR (Einstein-Podοlsky-Rosen) παράδοξου που κόντεψε να τρελάνει τον Einstein, με συνέπεια να απορρίψει την Κβαντική θεωρία σαν πολύ παράξενη. Είπε και κείνο το περίφημο «spooky action at a distance» όπου spooky σημαίνει φάντασμα και το πράγμα ήρθε και έδεσε!

Τί τάθελε ο χριστιανός; Στην αναμπουμπούλα, πλακώσανε και οι μεταφυσικοί για να επωφεληθούν, (χάνονται τέτοιες ευκαιρίες;) και να ψωνίσουν εξηγήσεις, με πρώτη και καλύτερη για την τηλεπάθεια. Μια πολύ ενδιαφέρουσα «εξήγηση» που την ψάρεψα κάπου στο διαδίκτυο, σας την μεταφέρω πάραυτα, ελπίζοντας ότι θα σας διασκεδάσει.



......«Για το φαινόμενο της τηλεπάθειας υπάρχουν σε λειτουργία αρκετοί οικουμενικοί Νόμοι, όπως αυτοί του “Mentalism” και “Correspondence”. Γνωρίζουμε ήδη από τον Νόμο του Mentalism ότι το σύμπαν είναι πνευματικό από τη φύση του, δηλαδή μια τεράστια διάνοια και συνείδηση, με τον καθένα να αποτελεί αδιάσπαστο μέρος του όλου. Με έναν άπειρο αριθμό απευθείας γραμμών επικοινωνίας, επί πλέον. Θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι η μεταφορά σκέψης είναι μια πνευματική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα ανάμεσα στις διάνοιες δυο ή περισσότερων ανθρώπων πάνω στο «Πνευματικό Επίπεδο». Από εκεί μια σκέψη μεταφέρεται στο «Αστρικό Σώμα» διαμέσου της «Πνευματικής Μήτρας» και τελικά στον ανθρώπινο εγκέφαλο δια μέσου της «Αστρικής Μήτρας». Αυτές οι επικοινωνίες είναι μόνον ενέργεια που πάλλεται, μεταφέρεται και προσλαμβάνεται από ανθρώπους οι οποίοι τυχαίνει να είναι συντονισμένοι στις ενεργειακές αυτές δονήσεις....».
Όπερ, έδει, δείξαι, που λέγαμε και στο σχολείο.

Μετά απ’ αυτό το διάλειμμα ας δούμε από πιο κοντά τί συμβαίνει.

Στην πραγματικότητα συμβαίνουν δύο πράγματα. Πρώτον, στην περίπτωση των δυο ηλεκτρονίων, καμιά πληροφορία δεν μεταφέρεται και δεύτερον, το φαινόμενο «Quantum Entaglement» απαντάται μόνο σε υποατομικά σωματίδια εξ αιτίας ενός άλλου φαινομένου, το οποίον ονομάζεται «Decoherence», (αποσυσχέτιση). Επομένως ξεχάστε οποιοδήποτε άλλο «σώμα» με διαστάσεις έχετε στο μυαλό σας.


Τί σημαίνει ότι καμιά πληροφορία δεν μεταφέρεται; Έστω ότι ένας παρατηρητής, (Alice), αποφασίζει να κάνει την μέτρηση στο ένα από τα δυο πεπλεγμένα ηλεκτρόνια, αλλά δεν γνωρίζει εξ αρχής σε ποια κατάσταση θα κάτσει το σύστημα, ούτε φυσικά το αποτέλεσμα, αν δηλαδή το ηλεκτρόνιο που θα μετρήσει θα βγει με το spin επάνω ή κάτω. Οπότε, δεν υπάρχει και πληροφορία να μεταφέρει, γιατί αν μπορούσε να τη στείλει με κάποιο τρόπο έστω και με την ταχύτητα του φωτός, ο άλλος παρατηρητής, (Bob), θα γνώριζε ήδη το αποτέλεσμα για το δικό του σωματίδιο. Δηλαδή θα ήταν σαν το μήνυμα που έστελνε να παραλαμβανόταν από τον άλλον στο παρελθόν. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι ο Bob θα έκανε τη μέτρηση στον ίδιο άξονα. Επειδή όμως δεν γνωρίζει σε ποιόν άξονα έκανε τη μέτρηση η Alice, τα αποτελέσματα που θα πάρει θα είναι τελείως ασυσχέτιστα με αυτά της Alice.


DECOHERENCE (Αποσυσχέτιση)

Είναι μια νέα σχετικά θεωρία, (Zeh H. D. 1970, “On the Interpretation of Measurement in Quantum Theory”, Foundations of Physics 1, pp. 69-76 και μετά), η οποία προσπαθεί να εξηγήσει το πέρασμα ενός συστήματος από την κβαντική κατάσταση στην οποία αρχικά βρίσκεται, στην κλασσική. Ο κυριότερος τρόπος που το πέρασμα αυτό γίνεται αντιληπτό είναι η απώλεια της ικανότητας του αρχικού μας συστήματος, εξ αιτίας της επίδρασης κάποιου εξωτερικού περιβάλλοντος, να παράγει πλέον φαινόμενα συμβολής. Με άλλα λόγια, η εν λόγω θεωρία θέτει τον μαθηματικό φορμαλισμό για να εξηγήσει ποσοτικά πια, την κατάρρευση (collapse) της κυματοσυνάρτησης ενός κβαντικού συστήματος που αποτελείται, ως γνωστόν, από μια υπέρθεση δυνητικών καταστάσεών του, σε μια και μόνο κατάσταση, αυτή που τελικά μετράμε.

Ας θυμηθούμε το γνωστό πείραμα των «δυο σχισμών». Τα ηλεκτρόνια περνούν από ένα πέτασμα με δυο λεπτές σχισμές και στην οθόνη που βρίσκεται ακριβώς πίσω τους σχηματίζονται κροσσοί συμβολής, δηλαδή μια σειρά από εναλλασσόμενες σκοτεινές και φωτεινές ταινίες, όπως σαν να είχαμε συμβολή δυο κυμάτων. Αν τώρα στο παράθυρο της μιας σχισμής τοποθετήσουμε κάμερα για να παρακολουθούμε αν το ηλεκτρόνιο πέρασε από το σημείο αυτό ή όχι, τότε τα ηλεκτρόνια θυμώνουν για την παρενόχληση και οι κροσσοί συμβολής εξαφανίζονται. Περίεργο έ; Όχι, μας λέει η Decoherence, για τον λόγο ότι η κάμερα δεν είναι κάτι το άυλο, αλλά τα κβαντικά σωματίδια (ηλεκτρόνια εν προκειμένω), γίνονται entangled με το κλασικό περιβάλλον (την κάμερα) και χάνουν τις κβαντικές τους ιδιότητες. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν κάποια αρκετά κοσμικά σωματίδια παρεμβληθούν τυχαία ανάμεσα στο πέτασμα των σχισμών και την οθόνη καταγραφής και περιπλεχθούν, (γίνουν entangled) με τα ηλεκτρόνια του πειράματος. Η γρήγορη εξήγηση στην περίπτωση αυτή είναι ότι χάνεται η σχέση των φάσεων ανάμεσα στα ηλεκτρόνια που ήταν υπεύθυνη για την εμφάνιση των κυματικών ιδιοτήτων των ηλεκτρονίων, έτσι ώστε, με την απώλεια αυτή, λόγω εξωτερικού περιβάλλοντος να συμπεριφέρονται μόνον σαν κλασικά σωματίδια. Η coherence χάνεται ευκολότερα για τα μεγάλα σωματίδια και αυτό δίνει την εξήγηση γιατί ο κόσμος που βλέπoυμε είναι κλασσικός και το φαινόμενο entanglement παρατηρείται μόνο στον ατομικό μικρόκοσμο.
Περισσότερα στο "ΕΔΩ"

Εξ αιτίας δε, του φαινομένου της decoherence ο κβαντικός υπολογιστής βρίσκεται ακόμα στη σφαίρα της φαντασίας. Παρά ταύτα οι επιστήμονες προσπαθούν και ολοένα καινούργιες ανακοινώσεις έρχονται σχετικά με το πόσο μακριά μπορούν να πάνε δυο πεπλεγμένα φωτόνια και με το τί μπορεί να συσχετιστεί με ποιο.

Περί αυτού και άλλων σχετικών κατορθωμάτων θα αναφερθώ σε προσεχές κείμενο το οποίο ακόμα ψήνεται. Για το λόγο αυτό stay tuned!

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Τα Πειράματα του Prof. Benjamin Libet


Σε προηγούμενό μου σημείωμα, «Φυσική και Ελεύθερη Βούληση», σχετικά με τις απόπειρες της Νευροεπιστήμης να αποφανθεί περί της ύπαρξης ή μη ελεύθερης βούλησης, αναφέρθηκα στα ανατρεπτικά αλλά και αμφιλεγόμενα πειράματα του Prof. Benjamin Libet, χωρίς όμως να παρουσιάσω τα «πώς» και τα «γιατί» των πειραμάτων αυτών. Αντ’ αυτού, έκανα χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι υπερκειμενικές συνδέσεις, έτσι ώστε κάνοντας «κλικ» στο υπογραμμισμένο όνομα «Libet», ο φιλέρευνος αναγνώστης θα μπορούσε να καταφύγει στις διαφωτιστικές υπηρεσίες της Wikipedia για μια πρώτη γεύση.

Επειδή όμως διαπίστωσα ότι είστε τεμπέληδες και μάλιστα από πέμπτη γενιά, αποφάσισα να στρωθώ και να γράψω με κάποια παραπανήσια λεπτομέρεια κάτι για τα κρίσιμα αυτά πειράματα, που λίγο έλλειψε να μας πείσουν ότι στερούμαστε ελεύθερης βούλησης και, εξ αυτού, να μας βυθίσουν σε βαθιά μελαγχολία.

Στο περί ού ο λόγος πείραμα [1,2] εκεί γύρω στα 1982-83, το οποίο απετέλεσε συνέχεια των πειραμάτων των Kornhuber & Deecke, (1965), εζητείτο από κάποιον εθελοντή να κάνει δυο μικρές δουλίτσες. Πρώτον να εκτελέσει μια απλή κίνηση, κάτι σαν κίνηση των δακτύλων ή ένα στρίψιμο του καρπού και δεύτερον να συγκρατήσει στο μυαλό του, με κάποιο τρόπο, τη στιγμή που αποφάσισε να κάνει την κίνηση αυτή. Οι Κ&D αυτό που μετρούσαν μέχρι τότε ήταν ο χρόνος εμφάνισης των ηλεκτρικών σημάτων του εγκεφάλου σε σχέση με την κίνηση του χεριού, ενώ ο Libet αποφάσισε να καταγράψει και τη χρονική στιγμή που ο εθελοντής συνειδητοποίησε ότι ήθελε να κουνήσει το χέρι του.

Για τον σκοπό αυτό ο Libet χρησιμοποίησε τα εξής:
1) Έναν παλμογράφο, εν είδη χρονομέτρου, στην οθόνη του οποίου το ίχνος μιας φωτεινής κουκίδας είχε ρυθμιστεί ώστε να εκτελεί μια ολόκληρη περιστροφή σε ένα καθορισμένο πολύ μικρό χρονικό διάστημα, περίπου 2.5 δευτερολέπτων. Η οθόνη είχε χωριστεί σε μικρά διαστήματα των 40 ms, (1ms=1/1000 δευτερολέπτου) το καθένα, όπως ακριβώς και το καντράν ενός κοινού ρολογιού, έτσι ώστε ο εθελοντής ανά πάσα στιγμή να μπορεί να προσδιορίσει τη θέση της κουκίδας πάνω στη οθόνη με μικρό πάνω-κάτω σφάλμα, της τάξης των 50 ms περίπου όπως αποδείχτηκε.

2) Έναν ηλεκτρο-εγκεφαλογράφο, (ΕΕG), του οποίου τα ηλεκτρόδια ετοποθετούντο σε διάφορα σημεία του κρανίου, σκοπεύοντας στην καταγραφή των ηλεκτρικών σημάτων, (Readiness Potential, PR), από την νευρωνική δραστηριότητα του εγκεφαλικού φλοιού, ο οποίος, ως γνωστόν, σχετίζεται με τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες.

3) Έναν ηλεκτρο-μυογράφο, (ΕΜG), σκοπός του οποίου ήταν η ακριβής μέτρηση του χρόνου που συνέβη η κίνηση του χεριού και ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με τον εγκεφαλογράφο.

Με την παραπάνω διάταξη ο Libet μπορούσε να καταγράψει 1) την χρονική στιγμή κατά την οποία ο εθελοντής πήρε την απόφαση να κουνήσει το χέρι του, (με την συγκράτηση στο μυαλό του της θέσης της κουκίδας πάνω στην οθόνη του παλμογράφου), 2) την χρονική στιγμή που κούνησε το χέρι του, και 3) την χρονική στιγμή που άρχισε η εγκεφαλική δραστηριότητα εξ αιτίας της κίνησης του χεριού.

Μετά από επανειλημμένες δοκιμές ο Libet βρήκε ότι ανάμεσα στην απόφαση και την εκτέλεση της κίνησης μεσολαβούσαν σταθερά 200 ms, ενώ, (και εδώ ήταν το κουφό), η εγκεφαλική ηλεκτρική δραστηριότητα, (PR), είχε ήδη αρχίσει εδώ και 550 ms πριν από την τελική κίνηση του χεριού, δηλαδή 350 ms πριν από την ελεύθερη λήψη της απόφασης από τον εθελοντή.

Το ηθικόν δίδαγμα των μετρήσεων αυτών, οι οποίες, παρεμπιπτόντως ήταν επαναλήψιμες και από άλλους ερευνητές, (Keller L. and Heckhausen H, Electroenceph. & Clin. Neurophysiology, 76, pp.351-361, 1990) και σε πολυπλοκότερες εκούσιες πράξεις σχετιζόμενες με γραφή ή ομιλία, ήταν ότι ο εγκέφαλος κάνει, για να το πούμε πιό απλά, τα δικά του. Δηλαδή, η ελευθέρως εκούσια πράξη εμφανίζεται να ξεκινάει ασυνείδητα στον εγκέφαλο περίπου 350ms προτού το άτομο συνειδητοποιήσει ότι θέλει να πράξει!

Πώς λοιπόν, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για πράξεις τις οποίες συνειδητοποιήσαμε πολύ αργότερα αφ’ ότου είχαν αποφασιστεί;

Στο σημείο όμως αυτό ο κύριος Καθηγητής κάνει «κεφαλιά ψαράκι». Ναι μεν αυτά που είπαμε ως εδώ είναι όπως ακριβώς τα είπαμε, ΑΛΛΑ, ακόμα τίποτα δεν έχει χαθεί. Ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία μέσα σ’ ένα χρονικό περιθώριο 100 ms έως 150 ms πριν την πράξη, από τότε δηλαδή που άρχισε να δρα συνειδητά, να προβάλλει «βέτο» και να αναιρέσει την απόφαση που πήρε ο εγκέφαλος πριν από μας και για μας. Ανάλογα πειράματα περί επαλήθευσης του βέτο του εγκεφάλου δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστούν, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούσε να υπάρξει καταγραφή PR σημάτων, μιας και το πείραμα είχε σχεδιαστεί με τον ΕΜG να δίνει το έναυσμα στον computer ν’ αρχίσει την καταγραφή τους.

Παρά ταύτα, σε ένα καινούργιο πείραμα από τον ίδιο, (Electroenceph. & Clin. Neurophysiology, 56, pp.367-72, 1983), είχε ζητηθεί από τους εθελοντές να εξασκήσουν το βέτο σε προσυμφωνημένο χρόνο, περίπου 100-200 ms πριν από την εκτέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση καταγράφηκε ένα ισχυρό PR σήμα που προηγείτο του βέτο, υποδηλώνοντας ότι ο εθελοντής όντως προετοιμαζόταν να πράξει παρ’ όλο που στο τέλος η πράξη διακόπηκε.

Τί γίνεται όμως αν το συνειδητό βέτο έχει ασυνείδητη προέλευση; Στο σημείο αυτό αρχίζει η σπέκουλα, τα πράγματα κινούνται ανάμεσα στην ψυχολογία και τη φιλοσοφία, και οι αντιρρήσεις που εγείρονται είναι ποικίλες, ώστε να χρειάζεται ένα καινούργιο κείμενο που να ασχολείται μόνο με αυτές. Οι ερμηνείες που δίνει ο Libet για το βέτο σαν ‘ελεγκτική διαδικασία’ και όχι σαν συνειδητοποίηση του εκούσιου στόχου δεν βασίζονται σε στέρεη πειραματική βάση και δεν σκοπεύω να εμπλακώ στον λαβύρινθο των επιχειρημάτων του.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Φυσική και Ελεύθερη Βούληση



Έχω την εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια κάποια θέματα, προνομιακοί τόποι της φιλοσοφίας, και μάλιστα του μεταφυσικού της τμήματος αρχίζουν να φλερτάρουν πεισματικά με τις θετικές επιστήμες, επιζητώντας μέσα από την εγκυρότητα που οι τελευταίες παρέχουν, διαμέσου των αυστηρών λογικών μεθοδολογικών και αποδεικτικών τους δρόμων, να επεξηγήσουν και να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα τις καταστήσουν έγκυρες και αδιαμφισβήτητες. Τον ίδιο προσεταιρισμό επιδιώκουν επίσης και οι New Age παπαρολόγοι, οι οποίοι για να πουλήσουν, στην κυριολεξία, την πραμάτεια τους διαστρεβλώνουν και σφετερίζονται ξεδιάντροπα σύγχρονες φυσικές θεωρίες με πιασάρικα ονόματα, όπως η Κβαντομηχανική ή η θεωρία του Χάους. Η διαφορά, σχετικά με την περίπτωση της φιλοσοφίας είναι ότι η πρώτη κινητοποιείται αφιλοκερδώς και ανυστεροβούλως, από αληθινή και μόνο έγνοια για την αλήθεια, ενώ οι τελευταίοι νέο-εποχικοί από την έγνοια του κέρδους και μόνο, μιας και η New Age βιομηχανία, (εναλλακτικές θεραπείες, ομοιοπαθητική, κινεζική, ινδική, κογκολεζική, κρυσταλλοθεραπείες, βοτανοθεραπείες, βιοθεραπείες, ρέικι, ρεφλεξολογίες, ιριδολογίες, τηλεθεραπείες, αεροθεραπείες, κ.α.) είναι σε εκρηκτική άνοδο και κατέχει πλέον μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας. Επί πλέον, με το να αδυνατεί η Επιστήμη, την οποία δολίως επικαλούνται, να δώσει τις εξηγήσεις που επιζητούν σε όποια μπούρδα προπαγανδίζουν, τις οποίες όμως εξηγήσεις είναι πεπεισμένοι εκ των προτέρων ότι τις γνωρίζουν, τους παρέχεται το άλλοθι να την απαξιώνουν ως αναποτελεσματική και στο κενό που δημιουργείται να εγκαθιστούν τις δικές τους μεταφυσικές «ερμηνείες».

Το κοινό σημείο ανάμεσα στους δύο αυτούς αντιδιαμετρικούς τρόπους προσέγγισης του κόσμου, είναι ότι αμφότεροι βγαίνοντας από ένα χρόνιο απομονωτισμό, εξ αιτίας ελιτισμού ο πρώτος, (δηλαδή η φιλοσοφία), εξ αιτίας της ανυπόληπτης θέσης του, ο δεύτερος, (δηλαδή το ανορθολογικό), επιδιώκουν όλο και πιο πολύ να αποσπάσουν την προσοχή των θετικών επιστημόνων και θα έλεγα ότι αρκετοί από αυτούς, έχοντας ακόμη σώας τας φρένας, σε αντιδιαστολή με κάποιους άλλους που αποδεδειγμένα σάλταραν στην πορεία, υπάκουσαν στο κάλεσμα και ανέλαβαν τον παρακινδυνευμένο ρόλο της απόδειξης των, κατά πολλούς, αναπόδεικτων.

Ένα από τα popular προβλήματα της μεταφυσικής φιλοσοφίας, άλυτο από παλαιοτάτων χρόνων είναι το κατά πόσον εμείς, σαν έμψυχα όντα έχουμε ελεύθερη βούληση ή όχι. Το πρόβλημα αυτό, όπως και άλλα που εσχάτως ανακύπτουν, όπως για παράδειγμα αυτό της «συνείδησης», έχει σαφείς θεολογικές ρίζες. Άλλό σημάδι των καιρών και αυτό.

Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν μού πέρασε απ’ το μυαλό πώς μια επιστήμη, όπως η Φυσική, που βασίζεται αποκλειστικά στην μετρητική και πειραματική μέθοδο για να τεκμαίρει, θα μπορούσε ποτέ να κληθεί να πραγματευτεί και να διασαφηνίσει έννοιες με προέλευση κατά κύριον λόγο θεολογικό. Έτσι, ήμουν αρκετά σκεπτική όταν προσήλθα σε διάλεξη έγκριτου καθηγητή Θεωρίας Πληροφοριών και Κυβερνητικής, με θέμα τον τίτλο του παρόντος σημειώματος.

Χοντρικά, η ανάδυση και θεμελίωση της Κβαντικής Φυσικής στις αρχές του 20ου αιώνα, σαν της κυρίαρχης και μηδέποτε διαψευσθείσης από τα πειραματικά δεδομένα θεωρίας του μικρόκοσμου, έκανε πολλούς φιλοσόφους να χάσουν τον ύπνο τους. Ο λόγος ήταν ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της νέο-εισηγμένης θεωρίας, ο οποίος κι ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τον απόλυτο ντετερμινισμό της μέχρι τούδε κυρίαρχης Κλασσικής Φυσικής, όπως είχε αρχικώς θεμελιωθεί από τον Νεύτωνα και η οποία εφαρμοζόταν και συνεχίζει να εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία στα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Παρεμπιπτόντως, για να διαλυθεί κάθε παρεξήγηση, θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι οι δύο αυτές μεγάλες θεωρίες του κόσμου στοχεύουν σε διαφορετικά πεδία, με την μεν Κλασσική να θριαμβεύει στον μακρόκοσμο, την δε Κβαντική στον μικρόκοσμο.

Για να επανέλθουμε, λοιπόν, στο πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης η έλευση της Κβαντομηχανικής προσελήφθη σαν σανίδα σωτηρίας, κάτι σαν σημάδι απελευθέρωσης του ανθρώπου από την ντετερμινιστική μέγκενη και τον απόλυτο ευνουχισμό που εξυπονοούσαν οι κλασσικές θεωρίες της φύσης. Σε έναν ντετερμινιστικό κόσμο όπου όλα έχουν αποφασιστεί εξ αρχής, τί θέση μπορεί να έχει ο άνθρωπος, ο βάτραχος, η κατσαρίδα; Εξ ου και η πρόσληψη του Θεού ως ενός μεγάλου ωρολογοποιού, ο οποίος άπαξ και στις απαρχές του τον κούρδισε τον κόσμο τον άφησε έκτοτε να εξελιχτεί πάνω στις ήδη χαραγμένες ράγες. Εδώ πάλι, θα κάνω άλλη μια παρέκβαση, για να διασαφηνίσω ότι στην κλασσική Νευτώνεια φυσική η χρονική εξέλιξη ενός συστήματος εξαρτάται αποκλειστικά από τις αρχικές συνθήκες της θέσης και της ορμής. Η Κβαντική φυσική δεν είναι θεωρία αρχικών συνθηκών, η δε τελική έκβαση ενός συστήματος, του μικρόκοσμου πάντοτε, δίδεται βάσει πιθανοτήτων. Τί λέει η κβαντική φυσική για την ελεύθερη βούληση. Αυτή η ίδια τίποτε. Ο κάτοχος όμως του βραβείου Νόμπελ Φυσικής για το 1999, Prof. Gerard t’Hooft, (Τεύχος 2550 of New Scientist magazine, 04 May 2006, σελίδα 8), έχει κάτι να μας πει. Εκεί και αλλού, θεωρεί ότι η Κβαντική Φυσική παύει να είναι πιθανοκρατική σε κλίμακες κάτω του μήκους του Planck, 10^(-35) cm, και για χρόνους κάτω του 10^(-43) sec, οπότε και μας το γυρίζει στο ντετερμινιστικό. Δηλαδή εκεί που πήγαμε να χαρούμε, νάτο πάλι το χαλί να μας το παίρνουν κάτω από τα πόδια. Αν χρειαζόταν να πάμε σε τέτοιες κλίμακες για να βρούμε ντετερμινισμό καλύτερα να πνιγόμασταν. Μάλλον, ο Prof. Gerard t’Hooft μας δουλεύει!.

Τώρα, το Χάος είναι κιαυτό παιδί της Κλασσικής φυσικής, μιας και προσπάθειες να οριστεί το κβαντικό χάος δεν καρποφόρησαν. Βρίσκεται πίσω από συστήματα που υπακούουν στους ίδιους ντετερμινιστικούς κανόνες με τα Νευτώνεια, μόνο που δεν μπορούν να μας πούνε τίποτε με βεβαιότητα για τα μελλοντικά τους σχέδια. Τα χαοτικά δυναμικά συστήματα, όσα δηλαδή συστήματα από δύο μεταβλητές και πάνω έχουν μη-γραμμικές αλληλεπιδράσεις, είναι μεν ντετερμινιστικά, αλλά μη προβλέψιμα. Αυτό το τελευταίο, όπως και η Κβαντική Θεωρία προηγουμένως, άρεσε πολύ, μα πάρα πολύ, στους μεταφυσικούς φιλοσόφους και προπάντων στους θεολόγους, οι οποίοι πίστεψαν ότι επί τέλους βρήκαν αυτό που τόσους αιώνες η κλασσική πραγματικότητα αρνιότανε πεισματικά να τους παραχωρήσει, δηλαδή την ελευθερία του ανθρώπου να πράττει κατά το δοκούν και να αναλαμβάνει την ευθύνη των αποτελεσμάτων των πράξεών του επίσης.

Ωραία όλα αυτά, αλλά η απόδειξη στη φυσική είναι μια αυστηρή διαδικασία, που δεν συγχωρεί άλματα και κενά, και δεν μπορεί να την επικαλείται και να κορδώνεται κάποιος ότι την έχει την Κυρία με το μέρος του, αν δεν είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει τους βασικούς της κανόνες, έστω. Ποιο είναι, λοιπόν, το μονοπάτι που θα μας πάρει από το μαθηματικό άκρο, (π.χ. θεωρία του χάους), στο εννοιακό (π.χ. ελεύθερη βούληση). Κάπου θα πρέπει να βρούμε τους κρίκους της αλυσίδας που θα τα συνδέσει αυτά τα δυο, τα τόσο ασύνδετα φαινομενικά.

Η θεωρία του Χάους πόρρω απέχει από του να δύναται ν’ αποφανθεί έστω και οριακώς, επί του ειδικού αυτού προβλήματος, καθ’ όσον δεν φτάνει από μόνο του να γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλος εργάζεται, και όντως εργάζεται, κατά τρόπο χαοτικό. Χαοτικό είναι και το σύστημα της βρύσης που στάζει, αλλά δεν μας έχει δώσει εισέτι δείγματα ότι είναι και σκεπτόμενο ή ότι έχει και ελεύθερη βούληση, διότι άμα πλακώσει ο υδραυλικός με τον σωληνοκάβουρα θα σου δείξω εγώ για ποια «ελευθερία της βρύσης» μιλάμε! Στην προκειμένη περίπτωση τη σύνδεση αυτή αναλαμβάνει να την κάνει, (το αν θα τα καταφέρει στο τέλος είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, πάντως έχει βάλει το κεφάλι κάτω και προσπαθεί), η Νευροεπιστήμη και οι πειραματικές της μέθοδοι.

Τί μας λέει λοιπόν η Νευροεπιστήμη, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κυρίου Καθηγητή; Με λίγα λόγια, ότι, «Sorry guys, αλλά από ελεύθερη βούληση μάλλον δεν τα πάτε και πολύ καλά. Έχετε και δεν έχετε!». Σύμφωνα, με τα πειράματα του καθηγητή Benjamin Libet, που διεξήχθησαν γύρω στα 1980, ελεύθερη βούληση δεν υπάρχει, διότι οι μετρήσεις αποφάνθηκαν ότι η ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου προηγείται την πράξης, στην προκειμένη περίπτωση της κίνησης του χεριού του ατόμου που συμμετέχει στο πείραμα. Σύμφωνα με την κοινή λογική θα περιμέναμε, φυσικά, το ακριβώς αντίθετο. Το συμπέρασμα, ότι ο εγκέφαλος αποφασίζει για μας και πριν από μας, προφανώς είναι κομμάτι δύσκολο να το χωνέψουμε, πόσο μάλλον που δεν είναι γνωστές και οι αιτίες της πρωθύστερης αυτής εγκεφαλικής δραστηριότητας. Περισσότερες λεπτομέρειες στο κείμενό μου "Τα πειράματα του Prof. Libet" στον ίδιο ιστοχώρο.

Παρά ταύτα, ο Prof. Libet, δεν μας αφήνει στα κρύα του λουτρού να θρηνούμε για τη μηδαμινότητα του ένδοξου γένους μας, αυτού που η φύση το υποβιβάζει στην ίδια μοίρα με τις πέτρες και τις σκουληκαντέρες. Κοιτώντας και ξανακοιτώντας τις διάφορες χρονικές καθυστερήσεις που μετρά, κάπου ανακαλύπτει το «Βέτο», δηλαδή την δυνατότητα της συνείδησης να φέρει αντίρρηση, να προβάλλει αντίσταση στην δικτατορία του "κατώτερου" εγκεφάλου και στο τέλος να κάνει τα δικά του. Εκεί, δηλαδή που κοψοχολιάσαμε, νάμαστε πάλι περήφανοι και κυρίαρχοι στον θρόνο μας, μακριά από τις πέτρες και τις σκουληκαντέρες. Φυσικά ως αναμένετο, τέτοιο συμπέρασμα δεν επρόκειτο να παραμείνει στο απυρόβλητο και οι αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν πολλές και ουσιαστικές.

Τελικό συμπέρασμα; Κανένα. Και το κυριότερο, ότι ο Prof. Libet, προκειμένου να ερμηνεύσει τα πειράματά του, πουθενά δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί τη θεωρία του Χάους. Τα άκρα της αλυσίδας συνεχίζουν να παραμένουν ακόμα ασύνδετα. Ευτυχώς που η Φυσική είναι μια εντελώς δημοκρατική επιστήμη, η οποία δεν επαφίεται στην προηγούμενη φήμη κάποιου μεγάλου επιστήμονα για να υιοθετήσει άκριτα τα λεγόμενά του, αλλά την κάθε ρήση από όπου και να προέρχεται την υποβάλλει σε εξονυχιστική διερεύνηση.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Χρονικό από το γκούλαγκ της Αμοργού

Όταν ένα πρωινό συνειδητοποίησα ότι βαρέθηκα πια να βαριέμαι και αποφάσισα να ξεκουνηθώ μπας και απαλλαγώ επιτέλους από τη βαρεμάρα που με είχε τυλίξει στο δίχτυ της όλο το χειμώνα, πήρα σβάρνα τα προγράμματα για κάτι τις το ωραίον, όπως π.χ. ένα ταξίδι στ΄ανοιχτά. Δεν ξέρω γιατί πάει ο κόσμος στην Αμοργό, εγώ πάντως τη διάλεξα κυρίως για τ’ όνομά της. Αρκετά εύηχο από τη μια, ένα σύμπλεγμα γραμμάτων που φέρνει προς οργόνες, όργια και οργιώδη βλάστηση από την άλλη, όλα αυτά στάθηκαν ικανά να μη με κάνουν να το σκεφτώ για δεύτερη φορά. Δεν μπορεί η γη να προδίδει τ’ όνομά της! Δεν μπορεί να το βάφτισαν έτσι το νησί στα κουτουρού! Αργότερα έμαθα, ότι πιθανόν να συνέβαλαν στην επιλογή μου και αυτά τα περίεργα μαγνητικά πεδία, όπως περιγράφονται στο μυθιστόρημα της κ. Στασινοπούλου, διεγερτικά δίχως άλλο, που σφιχτοτυλίγουν λένε το νησί σαν φασκιές, και που στέλνουν σινιάλα στις απανταχού ευαίσθητες ψυχές, (ειδικά σ’ αυτές που έχασαν το νόημα του κόσμου), να σπεύσουν να συντονιστούν στις αλλόκοτες δονήσεις τους, μπας και το ξαναβρούν.


Όταν πήρα το τηλέφωνο ενός συλλόγου, κάπου ανάμεσα στη Φυλή και την οδό Φυλής, και τους ζήτησα να με πάρουν μαζί τους στην Αμοργό, εξηγώντας τους συνάμα το σκεπτικό της απόφασής μου, μου είπαν ορθά-κοφτά να κόψω αυτές τις μπούρδες και να πάψω να συμπεριφέρομαι σαν ανώριμο μικροαστικό γουρούνι που περιφέρει αυτάρεσκα την ανία του από καναπέ σε καναπέ και από νησί σε νησί με το φραπόγαλο στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο, ψάχνοντας πρωτόγνωρες συγκινήσεις στα κοσμικά κύματα. Είναι αλήθεια, ότι αυτό για το «γουρούνι» δεν το είπαν ανοιχτά, αλλά κατάλαβα ότι το σκέφτηκαν, μιας και την άλλη μέρα πρόσεξα κάτι γουρουνότριχες να έχουν μόλις ξεφυτρώσει από τα πόδια μου. Εν ολίγοις μου εξήγησαν, ότι το ταξίδι στην Αμοργό δεν θα ήταν ένα οποιοδήποτε ταξιδάκι αναψυχής για κάτι αθεράπευτα ρεμάλια σαν του λόγου μου, αλλά ένα ταξίδι αναμόρφωσης και εργασιοθεραπείας, ένα ταξίδι συμβολικό που σκοπός του θα ήταν να φέρει τον διεφθαρμένο μικροαστό όχι απλώς κοντά, αλλά στην ίδια θέση με τον σκληρά δοκιμαζόμενου αγρότη της άγονης γραμμής. Να πιάσει, βρε παιδί μου, λίγο στα αδέξια χέρια του τα αγροτικά εργαλεία, να ξεσκαλίσει το χώμα, να ξεχερσώσει ένα τουλάχιστον χωράφι, να θερίσει το σιτάρι, να νοιώσει πως φυτρώνει η τσουκνίδα, πως εξοντώνεται η μουχρίτσα, και άλλα τέτοια συναφή. Η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής τώρα μιλούσε με οίστρο, παλλόταν, ανέβαινε σε κρεσέντο, και κάπου ένοιωσα ότι είχε ξεφύγει πια από τούτη τη γωνιά της γης και ότι περιπλανιόταν στις ηλιόλουστες ακτές της αγροτικής Ουτοπίας. Ήμουν έτοιμη να κλείσω το τηλέφωνο, όταν ο συνομιλητής μου προσγειώθηκε απότομα. Μη θέλοντας να χάσει ένα πελάτη, και μη θέλοντας να μου στερήσει, από οίκτο προφανώς, την ευκαιρία να αναμορφωθώ, έβγαλε από το συρτάρι ένα πιο light, εναλλακτικό πακέτο, ειδικό για κουρασμένους τεμπέληδες, αλλά και φλογερούς ονειροπόλους που θα ήθελαν να μυηθούν στα βίτσια της αγροτικής δουλειάς.


«Τι θα λέγατε», με ρώτησε, «αν αντί για το δρεπάνι σας προσφέραμε το πρόγραμμα της τσάπας και της ψαλίδας;». Η φωνή από την άλλη μεριά του ακουστικού είχε αλλάξει πια τόνο, είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σαγηνευτική και μειλίχια, με τις φράσεις να αργοσέρνονται όλο γλύκα στα σιρόπια του ονείρου που μου σερβίριζε. Είχε αρχίσει να ξεστρατίζει προς το φευγάτο, μάλλον για να διώξει τον πανικό που νόμισε ότι μου προκάλεσε με τις προσφορές της και τελικά να με τουμπάρει. Μου μίλαγε για τα αέρινα μονοπάτια του νησιού, τη σημασία τους στις κοσμικές μεταφορές, τις γέφυρες που φτιάχνουν με τον ουρανό για το ενεργειακό αλισβερίσι με το θείο, και λίγο από δω, λίγο από κει με έπεισε ότι το ξεχέρσωμα των μονοπατιών της Αμοργού θα ήταν μια μεγάλη προσφορά τόσο στην ανθρωπότητα, όσο και στη δική μου ανούσια ζωή. Κάτι πήγα να ψελλίσω για κάποιο πρόγραμμα αποκατάστασης μετά το ξεχέρσωμα, όπως π.χ. σπα, μασάζ ή έστω θαλασσοθεραπεία, αλλά η μακριά παύση από την άλλη μεριά της γραμμής μ’ έκανε να ντραπώ για τον μικροαστισμό μου και έτσι μάζεψα άρον-άρον τα αιτήματά μου, προτού μου κολλήσουν τη ρετσινιά του αντιδραστικού.


Χωρίς καλά-καλά να το πάρω χαμπάρι, θες οι τύψεις και οι ενοχές για την άχρηστη ζωή μου, θες τα υφέρποντα χριστιανικά μου αισθήματα, θες η κακιά η ώρα, υπέκυψα και έτσι βρέθηκα παρασυρμένη, αλλά αθώα, στο γκούλαγκ της Αμοργού!


«You are so innocent when you dream...», μου ψιθύρισε ο Tom Waits στο αυτί.


Ένα πρώτο σημάδι που προμήνυε τι επρόκειτο να επακολουθήσει ήταν η μεταμεσονύχτια αναχώρηση του πλοίου. Όπως έμαθα αργότερα κι αυτό μέρος του σχεδίου σκληραγώγησης και αναμόρφωσης ήταν. Μέσα στο γενικό χαμό κατάφερα ν’ αναγνωρίσω και άλλους νεοσύλλεκτους-υπό αναμόρφωσιν-μικροαστούς, που γιομάτοι προσμονή για την αγιοσύνη που τους περίμενε στο τέλος του ταξιδιού, όδευαν χαρωποί προς το καθαρτήριο της εθελοντικής προσφοράς.


Με κάποια δυσκολία, αναγνώρισα τη συντρόφισσα Μαρία που είχα να τη δω από το ’80, (σίγουρα πιο όμορφη από τότε), όταν είχαμε βρεθεί γεμάτες επαναστατική ορμή στα περίχωρα της Μανάγκουα να μαζεύουμε καφέ. Εντόπισα κι άλλους ανάμεσά μας, που τους είχα συναντήσει κατά καιρούς είτε στην Κούβα να θερίζουμε ζαχαροκάλαμα, είτε στα Ουράλια να μαζεύουμε πατάτες, είτε στην Κίνα να φυτεύουμε ρύζια. Από τότε βέβαια πέρασε πολύς καιρός, όσος καιρός χρειάζεται για να βρεθεί κάποιος από το ΕΚΚΕ, (έστω κι από το μ-λ ΚΚΕ) στο ΠΑΣΟΚ, πλαδαρέψαμε στην κοιλιά και στο μυαλό και νάμαστε ξαφνικά, επιεικώς στα σαρανταφεύγα μας να ψάχνουμε να ανασυστήσουμε ένα μέρος από το δοξασμένο παρελθόν μας, στην όσο πιο light εκδοχή του γίνεται. (Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι!)


Εν πάση περιπτώσει, το ταξίδι προς την Αμοργό κύλησε με μικρότερες εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα, που βρεθήκαμε να κοιμόμαστε στα αμπάρια μαζί μ’ ένα φορτίο ρύζια, κι εγώ δεν ξέρω για που. Αλλά κι αυτό μέρος του σχεδίου ήταν, όπως μας είπε η αρχηγός, κι έτσι το βουλώσαμε. ‘Βάρα κι άλλο θα τ’ αντέξω...’, ξελαρυγγιζόταν ο Πετρέλης από τους πάνω ορόφους του πλοίου που έσφυζαν από ζωή. Με τις μέρες, το είχαμε μάθει πια το κόλπο. Ό,τι μας ξίνιζε ή μας βρώμαγε, μέρος του σχεδίου αποκατάστασης της συνείδησης το θεωρούσαμε, κι έτσι το καταπίναμε σαν χρυσωμένο χάπι. Σ’ αυτό βοήθησε και η αρχηγός μας, η συντρόφισσα Καλλιόπη. Μεγάλη τεχνήτρα στο να κάνει το μαύρο-άσπρο, στο να σε παρακινεί να θέλεις να χωθείς ακόμα πιο βαθιά στο κάτεργο, κι από πάνω να θέλεις να την ευχαριστήσεις κιόλας. Αχ! και να τη βλέπατε με τι καλοσύνη και τρυφεράδα έβαζε το βάλσαμο στις πληγές μας, το βράδυ που κατάκοποι και σχεδόν αιμόφυρτοι γυρνούσαμε βογκώντας, από τους λόγγους, στις τρύπες μας.


Όταν φτάσαμε στο νησί είχε πάρει να χαράζει. Οι γλάροι πέταγαν ανάλαφροι, τα κύματα έσπαγαν τραγουδιστά στα βράχια δίπλα στην προβλήτα...κλπ, κλπ,... κι όλες αυτές οι ξενέρωτες, αφόρητες, μπούρδες που έχουν ολότελα εξαντληθεί από τους πεζογράφους και τις σχολικές εκθέσεις, και που σίγουρα θα έχετε μπουχτίσει να τις ακούτε από τα μικράτα σας και δώθε, και τις οποίες θα παραλείψω για να μην σας ξενερώσω περαιτέρω. Τέλος πάντων, το τοπίο ήταν όπως ακριβώς το περιμέναμε να είναι σε ένα νησί των Κυκλάδων, ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ αυτό που απεικονίζεται στα τουριστικά φυλλάδια. Άσπρα σπιτάκια, άσπρα κυματάκια, άσπρα καραβάκια, νταβραντισμένοι ψαρομούστακοι ψαράδες, ξυπόλυτες τουρίστριες με απλανή βλέμματα απ’ την κραιπάλη και το ξενύχτι, νοτισμένες πλαστικές καρέκλες σε καφενεία που μόλις πήγαιναν ν’ ανοίξουν, και μια αρμαθιά ανθρώπων, (οι room-άδες), με πλακάτ στα χέρια να συνωστίζονται στην μπουκαπόρτα του καραβιού ψαρεύοντας πελάτες για δωμάτια.


Τραβήξαμε γραμμή για το στρατόπεδο, όπου θα κατασκηνώναμε. Μας έδωσαν ένα κομμάτι γης γιομάτο πέτρες και κάτι καχεκτικά, σκονισμένα αρμυρίκια για να στήσουμε τα τσαντίρια μας. Πίσω απ’ τα χαμόκλαδα, σε μιαν άκρη βολέψαμε κάτι υποτυπώδεις τουαλέτες και τραβήξαμε ένα λάστιχο από τη μοναδική πηγή της περιοχής για το ξεβρόμισμα, όποτε περίσσευε καιρός απ΄ τη δουλειά. Η αρχηγός έστησε το στρατηγείο της, (μια φροντισμένη σκηνή με δορυφορική), στο μέσον του καταυλισμού, και άρχισε τα σούρτα-φέρτα και τα χαριεντίσματα με τους κομισάριους του νησιού. Μας έκανε καμιά ώρα κατήχηση για ν’ ανορθώσει το πνεύμα μας, μήπως και πτοηθούμε απ’ τις δυσκολίες που άρχισαν να αναφαίνονται. Εμείς, όμως έτσι ψιλοζαλισμένοι όπως ήμασταν από το ξενύχτι και το ντούκου-ντούκου των μηχανών, ούτε και που καταλάβαμε τι μας έλεγε. Θεωρήσαμε ότι ό,τι έλεγε ήταν για το καλό μας και στο τέλος την χειροκροτήσαμε με παλμό, κυρίως όμως γιατί μας υποσχέθηκε κέρασμα καφέ. Οι εργασίες υλοποίησης του πλάνου θα άρχιζαν την επομένη κι έτσι είχαμε στη διάθεσή μας όλη την υπόλοιπη μέρα για συγκέντρωση δυνάμεων με καμιά μπιρίμπα ή κανένα πλακωτό, σαν γνήσιοι πολεμιστές πριν από τη μάχη. Μερικοί μάλιστα, είχαν φέρει μαζί τους και κάτι ψιλοκιτρινισμένα τεφτέρια με τα άπαντα κάποιου Λένιν, (ξεχασμένου από καιρό), έτσι για να τα ξεφυλλίζουν πότε-πότε και να δυναμώνουν μ’ αυτά τη θέλησή τους ενάντια στους σαγηνευτικούς περισπασμούς που μοιραία δεν μπορεί παρά να παρουσιάζονταν στο προσεχές μέλλον, τυραννικά, μπροστά τους.


Και η Μεγάλη Μέρα έφτασε. Η μέρα, που επί τέλους θα ξεπληρώναμε το χρέος μας προς στην κοινωνία. Η μέρα, που εμείς οι εκφυλισμένοι αστοί, θα ερχόμασταν κοντά στον εργάτη, στον αγρότη, στον φοιτητή. (Αυτή η τελευταία λέξη, μάλλον μοιάζει από άλλο ανέκδοτο. Αλλά την κρατάω για να δώσω μεγαλύτερο στόμφο στην πρόταση). Η μέρα, που θα χύναμε και εμείς, οι βολεψάκηδες, τον τίμιο ιδρώτα της εργατιάς και της αγροτιάς. Ακόμα δεν είχε σκάσει μύτη ο ήλιος όταν εμφανίστηκε το φορτηγό της Δημαρχίας. Σαλτάραμε στην καρότσα καμιά εικοσαριά ορειβάτες-εργάτες και ορειβάτριες-εργάτριες, κραδαίνοντας περήφανα, άλλος την τσάπα, άλλος την ψαλίδα, άλλος τη τσουγκράνα. Και ξεκινήσαμε περιχαρείς, τραγουδώντας με βροντερή φωνή το «κολίγα γιος του παππού μου ο παππούς, κολίγα γιος του παππού μου ο πατέρας....κι εμείς απ’ το κολέγιο...τρα..λα..λα», για το πρώτο μονοπάτι που θα αναμορφώναμε, και που μαζί μ’ αυτό θα ερχόταν και η δική μας αναμόρφωση.


Σε κάμποση ώρα φτάσαμε σε μια ξεροπλαγιά, ολότελα δαρμένη από τους αγέρηδες. Η καρότσα έκανε ανατροπή και μας ξέρασε στο χώμα, μαζί με τις τσουγκράνες, τις ψαλίδες, τις τσάπες, όλοι χύμα στο κύμα. Ο οδηγός έδειξε απαξιωτικά και βαριεστημένα με το χέρι του προς μια κατεύθυνση και εξαφανίστηκε. Συνταχθήκαμε και ξεχυθήκαμε προς κάτι που έμοιαζε με μονοπάτι. Η συντρόφισσα Καλλιόπη, μάς μέτρησε από δυο φορές για να μην της ξεφύγει κανένας και μετά διάβασε τις ποινές για όσους τολμούσαν να το σκάσουν. Φαινόμασταν τόσο αθώοι, ειλικρινείς και αφοσιωμένοι που η αρχηγός μας γελώντας, μας ανακοίνωσε ότι σκόπευε να μας χαρίσει τις αλυσίδες. Φωνάξαμε «ζήτω», ξεχάσαμε τις ποινές και πετάξαμε συμβολικά τις τραγιάσκες στον αέρα.


Το μονοπάτι είχε ολότελα κλείσει από την αχρησία, (θαρρείς μιας ζωής), με βάτα, πουρνάρια, αγκάθια κάθε λογής, σχοίνα και κάτι άλλα περίεργα χορτάρια που μόνο η αρχηγός μας τα ήξερε. Γιαυτό άλλωστε ήταν και αρχηγός. Αυτόματα μια βέβηλη σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου. «Αφού το μονοπάτι κρίθηκε από τόσες γενιές άχρηστο, γιατί να πρέπει να το ανασυστήσουμε;». Γρήγορα όμως, την έδιωξα, γιατί είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι, σκέφτηκα. Και, με το να είναι αυτή η τελευταία σκέψη που έκανα, ανέκτησα την εμπιστοσύνη στην αρχηγό μας και χαλάρωσα αφού μεταβίβασα την επίπονη διαδικασία της σκέψης σε κάποιον άλλον. Άλλωστε, υπήρχε περίπτωση οι νησιώτες να μην ήξεραν το συμφέρον τους, ότι δηλαδή, αυτό το μονοπάτι θα μπορούσε να καλυτερεύσει τη ζωή τους, άμα το έβλεπαν παστρικό και γυαλισμένο μπροστά τους. Κάποιος έπρεπε να τους το δείξει λοιπόν, και μ’ αυτό ένοιωσα τόση αγαλλίαση, όση ακριβώς θα ένοιωθε και το προσκοπάκι τη φορά που περνούσε την πρώτη του γριά στο απέναντι πεζοδρόμιο.


Διάλεξα την ψαλίδα, σαν το πρώτο εργαλείο μύησης στην αγροτική εργασία. Απ’ ό,τι φαίνεται είχα κάνει τη σωστή επιλογή, γιατί όταν εύρισκα τα δύσκολα και το χορτάρι αντιστέκονταν στο κόψιμο, έβαζα την ψαλίδα στη ρίζα του, την έστριβα κάμποσες φορές με τον κορμό του χορταριού να τυλίγεται σφιχτά-σφιχτά γύρω της και μετά το τράβαγα με δύναμη προς τα πάνω και το ξεπάστρευα μια κι έξω από τη ρίζα. Μια για πάντα. ‘Ώρες-ώρες σε στιγμές εξάντλησης, τότε που ο καθένας, και όχι μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι, γίνεται επιρρεπής σε παραισθήσεις, έβλεπα στρατιές εχθρών, από το παρελθόν και το μέλλον, να παρελαύνουν κάτω απ’ τη ψαλίδα μου και να τους στρίβω με μανία τα λαρύγγια. Η τσάπα μου φαίνεται καταθλιπτικό εργαλείο. Την έχω συνδέσει με νεκροθάφτες, τυμβωρύχους και άλλα συναφή υποχθόνια επαγγέλματα, κι έτσι την απέρριψα με την πρώτη. Δρεπάνι δεν είχαμε σ’ αυτό το πρόγραμμα, αλλά και τούτο το έχω συνδέσει με τον χάρο, και όχι μόνο εγώ. Το γιατί είχαν βάλλει οι Σοβιετικοί το δρεπάνι στη σημαία τους ξεκαθαρίστηκε μετά τον Στάλιν. Μέχρι τότε όλοι νόμιζαν ότι αναφερόταν στο θερισμό των σιταριών. Αργότερα κατάλαβαν ότι προοριζόταν για το θερισμό κεφαλών. Το αλυσοπρίονο, που εμφανίστηκε μερικές μέρες αργότερα, γιατί είχαν στείλει τον σύντροφο Γιώργο στον Καναδά, για να εκπαιδευτεί στη χρήση του, φέρνει στο πιο φονικό. Όχι, ότι δεν μπορείς να ξεπαστρέψεις κάποιον με την τσάπα ή το δρεπάνι, αλλά μάλλον τρομάζει το ανατρίχιασμα από το τρόχισμα που προηγείται του ξεπαστρέματος. Απ’ ότι φαίνεται, έχει μεγαλύτερη σημασία ο τρόπος που θα σου πάρει κάποιος το κεφάλι, απ’ το κεφάλι το ίδιο.


Όταν πήρε να βραδιάζει, είχαμε προχωρήσει λίγα μόλις μέτρα. Αλλά δεν είχαμε αφήσει πίσω μας τίποτε όρθιο. Είχαμε κάνει μόνο ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι για νερό και παξιμάδι, ευγενική προσφορά του συλλόγου μας. Κι αυτό μέσα στο πρόγραμμα αναμόρφωσης ήταν. Μαζί με την ανόρθωση των γλουτιαίων και του στήθους από την πολύωρη και εντατική χρήση της τσάπας και της ψαλίδας. Άλλο ένα επικοινωνιακό τερτίπι της αρχηγού μας, για να ενδυναμώσει το όραμά μας που από την πολύ δουλειά υπήρχε κίνδυνος να εξασθενίσει πολύ γρήγορα και να εξανεμιστεί. Αν είχαν εφευρεθεί οι επικοινωνιολόγοι νωρίτερα, ο Μάο θα έκανε την Πολιτιστική Επανάσταση πολύ πιο εύκολα και με λιγότερο αίμα. Μόνο το όραμα δεν αρκεί. Χρειάζονται, κατά πως φαίνεται και πιο απτά κίνητρα. Αν τους έλεγε, φέρ’ ειπείν, ότι η πολιτιστική επανάσταση φτιάχνει σιλουέτα και διώχνει τις τοξίνες και τα περιττά κιλά, θα είχε πετύχει πολύ περισσότερα. Και μην μου πείτε ότι οι Κινέζοι γενικώς είναι σαν το φτερό στον άνεμο, γιατί θα σας φέρω στη μούρη την φωτογραφία του στρατηλάτη Μάο και άλλων τόσων ευτραφών Κινέζων κουλάκων, για να πειστείτε περί του αντιθέτου.


Οι επόμενες μέρες συνεχίστηκαν με τον ίδιο πάνω-κάτω ρυθμό. Ξύπνημα από τα χαράματα, καρότσα, δουλειά, παξιμάδι και το βράδυ πίσω στο στρατόπεδο για την ανάκτηση της εργατικής μας δύναμης, μέσω του ύπνου. Κάτι ψελλίσματα για υποβοηθητικά παϊδάκια απορρίφτηκαν πριν προφτάσουν να ξεστομιστούν. Τα πράγματα όμως άρχισαν να στενεύουν. Το όραμα δεν ήταν πια αρκετό. Θέλαμε φαΐ. Θέλαμε πιοτό, θέλαμε χορό. Οργανωθήκαμε σε συνδικάτο και στείλαμε φιρμάνι απειλητικό με τα δίκαια αιτήματά μας. Ειδάλλως, ΑΝΤΑΡΣΙΑ! Η αρχηγός το έπιασε αμέσως το νόημα και από την άλλη μέρα η καρότσα αντικαταστάθηκε με πούλμαν, κλιματιζόμενο μάλιστα. Στο παξιμάδι προστέθηκε τυρί Αμοργιανό καθώς και ένα κομμάτι παστό χοιρομέρι, γιαυτούς που θα κάλυπταν το ημερήσιο πλάνο. Έτσι, για να μην ξεχνούμε και τα κίνητρα. Η απόδοσή μας όμως συνέχιζε να πέφτει κατακόρυφα. Τι να έλλειπε άραγε; Η αρχηγός άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Ήταν φανερό ότι η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει μέχρι να πεις κύμινο. Έστειλε αλαφιασμένη σήμα για οδηγίες στην Κεντρική Επιτροπή του συλλόγου στην Αθήνα.


Είχαμε πια παρατήσει τα εργαλεία και ζητούσαμε ό,τι μας κατέβαινε στο κεφάλι για να συνεχίσουμε. Η όλη αποστολή υπήρχε κίνδυνος να εξελιχτεί σε τραγωδία. Χώρια και το ρεζίλι που θα γινόμασταν στην διεθνή εθελοντική κοινότητα, η οποία προσέβλεπε σε μας την έμπρακτη αναβίωση του πιο άδολου εθελοντισμού και της κοινωνικής προσφοράς. Κοντολογίς, η μισή ανθρωπότητα κρεμόταν από τις τσάπες μας. Η άλλη μισή κρεμόταν από το Μουντιάλ, που παρεπιμπτόντως συνέβαινε εκείνες τις μέρες στη Γερμανία.


Η Αθήνα αντέδρασε πάραυτα. Αντί άλλης απάντησης, την άλλη μέρα κατέφτασαν στο νησί με ελικόπτερα ενισχύσεις ειδικευμένων τσαπαδόρων, πρώην σταχανοβίτες, με δίπλωμα μάλιστα και προηγούμενη εμπειρία, με κάτι βιογραφικά ίσαμε εκεί πέρα, γεμάτα με διεθνείς συμμετοχές σε παρόμοιες εργασίες, βραβεία, μετάλλια κ.λ.π. Μας πέταξαν τα μάτια έξω με τα προσόντα τους. Εμάς, τους παλιούς μας βγάλανε από την πρώτη γραμμή και μας είχαν για βοηθητικές πλέον εργασίες. Δηλαδή, τί βοηθητικές. Πάλι έπρεπε να ξυπνάμε από τα χαράματα και να παίρνουμε στο κατόπι τους πρωτομάστορες που ξεπερνάγανε σε ταχύτητα και τον ίδιο τον Τσάρλι Τσάπλιν στους Μοντέρνους Καιρούς. Μπορεί να κάνανε τώρα την κύρια δουλειά, αλλά και εμείς σαν τις σταχομαζώχτρες έπρεπε να τους ακολουθούμε κατά πόδας και να αποτελειώνουμε ό,τι χορταρικό θεωρούσαν σαν ανάξιο λόγου να καταπιαστούν μαζί του. Πολύ επαγγελματίες οι εφεδρικοί! Επειδή η δουλειά όντως προχωρούσε με αρκετά καλό ρυθμό και εμείς, οι παλιοί αρχίσαμε να κάνουμε νερά, με κάτι διαρροές και άλλα τέτοια τερτίπια στις παραλίες, η αρχηγός θεώρησε ότι έπρεπε να ξελασκάρει λιγάκι τη βαλβίδα από τη χύτρα που κόχλαζε και μάς υποσχέθηκε ότι από δω και μπρος, μετά τη δουλειά, θα μας πήγαινε για μπάνιο. Για άλλη μια φορά φωνάξαμε «ζήτω» και πετάξαμε τις τραγιάσκες μας στον αέρα. Αυτό θα πει καλός αρχηγός. Να ξέρει μέχρι που μπορεί να ξεζουμίζει τον άλλον, να γνωρίζει το κρίσιμο σημείο το οποίο αν το διαβεί θα υπάρχουν δίχως άλλο οδυνηρές συνέπειες. Έτσι, κάποιο φως άρχισε να μπαίνει στη ζωή μας και να ξυπνάνε οι μνήμες από αλλοτινές καλοκαιρινές χαρές που κοντεύαμε να ξεχάσουμε. Η σάρκα άρχισε να ξαναζωντανεύει και μόνο με την προσμονή, τα μάγουλα πήραν πάλι να ροδίζουν.
Ήταν λυπηρό να βλέπεις πόσο ισχνό ήταν τελικά το όραμα. Πόσο λίγο κράτησε. Με την πρώτη αύρα της θάλασσας, τα πρώτα πλατσουρίσματα στο νερό και τα πρώτα καυτά φιλιά του ήλιου, ξεθύμανε και χάθηκε στο πέλαγος καβάλα σ’ ένα πελώριο κύμα. Άντε, τώρα να το ψάχνεις σ’ ολόκληρο το Αιγαίο.


Τα μονοπάτια είχαν πια καθαριστεί. Η λέξη καθάρισμα δεν λέει όμως τίποτε. Τα είχαμε κυριολεκτικά γλύψει. Βέβαια, αυτό δεν έγινε μόνο με την τσάπα, την τσουγκράνα και την ψαλίδα. Δεν το είπαμε στην αρχηγό μας, αλλά μια νύχτα δροσερή και με φεγγάρι που κοιμόταν βυθισμένη στα γλυκά τα όνειρα, που οι φιγούρες από το φλιτζάνι του καφέ την προέτρεπαν να κάνει, πήραμε μερικά μπιτόνια βενζίνη, φυτίλια, σπερματσέτα και τα λοιπά αξεσουάρ των εμπρηστών, τραβήξαμε κατά τις πλαγιές με τα μισοτελειωμένα μονοπάτια και κάναμε ό,τι έκανε ο μπουρλοτιέρης Κανάρης στη τουρκική ναυαρχίδα. Έλαμψε και άστραψε το τοπίο. Η πρωινή βροχή ξέπλυνε τις στάχτες και έτσι, ούτε γάτα ούτε ζημιά. «Τα όμορφα μονοπάτια, όμορφα καίγονται...», σκέφτηκα, και αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα μετά από καιρό.


Μετά, σαν χιονοστιβάδα κι άλλες σκέψεις άρχισαν να εισβάλλουν στο μυαλό μου. Σκέψεις κακεντρεχείς. Σκέψου, τι μουχαμπέτι έχουν να κάνουν οι Αμοργιανοί τον χειμώνα, όταν με το φευγιό και του τελευταίου τουρίστα, τότε που θα ‘χουν το χρόνο να ανασκαλεύουν και να αναμασούν τα του καλοκαιριού, θα φέρνουν στο μυαλό τους τις εικόνες κάποιων βαρεμένων, μισότρελων Αθηναίων που ξέπλεναν κάποιες δικές τους αμαρτίες, καθαρίζοντας μονοπάτια σε κάτι πλαγιές ανεμοδαρμένες, απλησίαστες ακόμα και στους μούλους. Και σκέψου οι διηγήσεις αυτές να περάσουν από γενιά σε γενιά και να καταλήξουν κάποτε να γίνουν έπος και θρύλος! Κατάλαβα όμως, ότι έκανα λάθος, όταν ο Παναγιώτης, ένας ντόπιος room-άς μου έδειξε μια μέρα από το λιμάνι μιαν ασπράδα, που σαν τόξο, χαράκωνε την απέναντι πλαγιά. «Κοίτα», μου λέει, «πώς φαίνεται το μονοπάτι τώρα; Πριν δεν ξεχώριζε τίποτε. Κάνατε καλή δουλειά. Έχει αρχίσει να σφύζει πάλι από ζωή, ακόμα και τα ΚΤΕΛ κοντεύουν να βαρέσουν διάλυση απ’ την αναδουλειά».


Τα λόγια του Παναγιώτη καθώς και η δημόσια αναγνώριση της προσφοράς μας από τον Δήμαρχο του νησιού σε μια μεγαλόπρεπη τελετή όπου καλεσμένοι στο τρικούβερτο γλέντι ήταν όλος ο λαός, με λαούτα, με βιολιά και με τσαμπούνες, με σαλτιμπάγκους, με ποιητές και με παραμυθάδες, με μάγους, τρελούς και ακροβάτες, και για καπάκι ο Νταλάρας, όλα αυτά με έκαναν να νοιώσω επιτέλους χρήσιμη.


Φύγαμε απ’ το νησί με δόξα και τιμή και με τη μπάντα του δήμου να παιανίζει καθώς μας κατευόδωνε ίσαμε τον καταπέλτη του πλοίου. Κοντεύαμε να φτάσουμε στον Πειραιά, όταν η αρχηγός μας ήρθε προς το μέρος μας κουνώντας ένα μάτσο χαρτιά, που έμοιαζαν με τυπωμένα e-mails και πρωτοσέλιδα εφημερίδων. «Κοιτάξτε, τί σας έχω εδώ, βλαστάρια μου», αναφώνησε όλο χαρά. «Προσκλήσεις από παντού, από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, από αρχηγούς κρατών, περιφερειών, δήμων και κοινοτήτων, από Νομαρχιακές επιτροπές και Δημοτικά συμβούλια, από συνεταιρισμούς και εργατικά συνδικάτα, από ό,τι τέλος πάντων μπορεί να περιγραφεί σαν «παντού». Γίνατε πρωτοσέλιδα στην Ισβέστια, στη Ημερήσια Λαϊκή του Πεκίνου, στην Ουμανιτέ, στον Ριζοσπάστη, στην Ασάχι Σιμπούν. Ετοιμαστείτε για καινούργιες αποστολές. Ο κόσμος σας χρειάζεται!»


Χαρήκαμε, βέβαια, αλλά όχι και τόσο ώστε να φωνάξουμε «ζήτω» και να πετάξουμε τις τραγιάσκες μας στον αέρα. Καλή η εθελοντική προσφορά, δεν λέω, αλλά άλλη φορά σε κάτεργο θα ήταν δύσκολο να μας ξαναχώσουν. Κάποιοι φάνηκαν πιο διαλλακτικοί. Ήταν διατεθειμένοι να ξανακάνουν τα ίδια αλλά, βρε αδελφέ, σε κανένα πιο κοσμικό τόπο. Χάθηκαν, για παράδειγμα, τα κάτεργα της Μυκόνου, της Κυανής Ακτής, της Κόπα Καμπάνα; Η αρχηγός μάς έγνεψε ότι συμφωνεί. Μήπως συμβόλαιο θα υπέγραφε; «Άφησέ τους να νομίζουν ό,τι θέλουν», είπε από μέσα της με σοφία, «μέχρι του χρόνου θα τα έχουν ξεχάσει όλα και θα παρακαλάνε πάλι, τα ρεμάλια, να εξορκίσουν τις αμαρτίες τους σε κανένα ξερονήσι, τέτοιο που και τα Ψαρά θα τους φαίνονται σαν τη Χαβάη».


Κάποια μέρα, αφού είχαν περάσει μερικές βδομάδες από την επιστροφή μας, είδα λίγα μέτρα μπροστά μου, κάπου στην Καλλιδρομίου, μια νεανική φιγούρα να περπατάει αργά-αργά στην άκρη του πεζοδρομίου, μια να σκύβει, μια να σηκώνεται. Μου έδωσε την εντύπωση ότι μάζευε χόρτα. Έτριψα τα μάτια μου για να δω καλλίτερα, μπας και είχα τίποτε παραισθήσεις. «Καλά, από πότε φυτρώνουν ραδίκια στα Εξάρχεια;», σκέφτηκα. «Φέτος, είχαμε πολύ ανομβρία και επί πλέον δεν έγιναν και πολλά πλακώματα τον τελευταίο καιρό στην περιοχή, ώστε να πλακώσουν οι πυροσβεστικές με τις μάνικες και να ποτίσουν λιγάκι τον τόπο». Πλησίασα κοντύτερα και αναγνώρισα την συντρόφισσα Μαρία με μια κομψή ψαλίδα, στο ίδιο χρώμα με το καπελάκι της, να κλαδεύει ότι αγριόχορτο τολμούσε να υψώσει κεφάλι σε τούτο τον ερημότοπο, στο κέντρο της Αθήνας. Κάτι μουρμουρητά έπιασε τ’ αυτί μου απ’ τα «Αγροτικά» του Μπακαλάκου, κάτι βρισιές, του τύπου, «θα σε τσακίσω ρημαδόχορτο, πού θα μου πας!», έκανα διακριτικά το σταυρό μου, μη με δει κανένας γνωστός και τη έκανα με ελαφριά πηδηματάκια στο πρώτο στενό που βρέθηκε μπροστά μου. «Θα μπορούσα να ήμουν και ‘γω στη θέση της», σκέφτηκα. «Μήπως χθες, δεν έκανα και ‘γω την ίδια δουλειά στο Χαλάνδρι;». Μόνο, που ακόμα δεν τα είχα χάσει ολότελα και το έκανα τη νύχτα, όχι στο καταμεσήμερο.


Αδέλφια μου, κοινώς, την τσαπίσαμε!!!

Περί Συμπάντων...

Τώρα που παίρνει να καλοκαιριάζει και που όλο και κανένα βραδάκι θα το περάσουμε στις εξοχές, μακρυά από τη φωτορύπανση των αστικών κέντρων, δεν μπορεί παρά να τύχει κάποια φορά, έτσι σε στιγμές χαλάρωσης και ψυχικής ανάτασης, να στρέψουμε τα μάτια μας και προς τα ουράνια και ν΄ αφήσουμε τη φαντασία μας, με όχημα το βλέμμα, να ταξιδέψει μέχρι ...τα πέρατα του σύμπαντος. Μέχρι τα πέρατα; Ούτε κατά διάνοια!

Για να προσγειωθούμε, αυτό που μπορούμε να δούμε με γυμνό μάτι, ακόμα και την πιό σκοτεινή και ανέφελη νύχτα, δεν είναι παρά μερικές χιλιάδες ουράνια σώματα, τα οποία ανήκουν στο σύνολό τους στο δικό μας αποκλειστικά γαλαξία. Αυτές δε, οι φωτεινές κουκίδες που καμιά φορά μας ταξιδεύουν τις νύχτες, και σε παλιότερους καιρούς ταξίδευαν τους ναυτικούς στα άγνωστα νερά, αν εξαιρέσουμε τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος και μερικούς γειτονικούς γαλαξίες που είναι ορατοί, όπως η Ανδρομέδα για παράδειγμα, δεν είναι παρά άστρα και μόνον άστρα. Κανένας πλανήτης, που να είναι προσδεδεμένος σε άλλο ηλιακό σύστημα δεν είναι ορατός, όχι μόνο στα δικά μας μάτια, αλλά ούτε και στα όργανα των αστρονόμων. Και για να μην αδικήσω τους τελευταίους, κάποιοι πλανήτες μακρινοί έγινε δυνατόν να εντοπισθούν με έμμεσο όμως τρόπο, από αναλύσεις των κινήσεων κάποιων γειτονικών τους αστέρων.

Το γεγονός ότι τα αστέρια είναι ορατά, ενώ οι πλανήτες όχι, οφείλεται στο ότι τα πρώτα παράγουν τη δική τους ενέργεια για να ‘ζήσουν’, και της οποίας ένα μέρος ακτινοβολούν στο διάστημα, ενώ οι δεύτεροι, απλώς αντανακλούν την ενέργεια που ξεφεύγει απ’ τα γειτονικά τους αστέρια και η οποία, όπως είναι φυσικό, δεν είναι τόσο μεγάλη όσο αυτή της πρωτογενούς πηγής.

Ας φανταστούμε λοιπόν προς στιγμήν, ότι κάποια βραδυά μας βρίσκει σε κάποιο ψηλό βουνό, με το φεγγάρι νάχει ξεχάσει ν΄ανατείλει, και εμάς να έχουμε μόλις συνέλθει από το αισθητικό σοκ του έναστρου ουρανού και τις μεταφυσικές μετεωρήσεις που ένα τέτοιο θέαμα είναι μοιραίο να γενήσει. Τί πιό φυσιολογικό τότε, από το ν΄αρχίσουμε να διερωτόμαστε για τα ‘τί’ και ‘πώς’ και ‘πότε’ του κοσμικού μας γίγνεσθαι.

Για παράδειγμα, πόσο μεγάλο είναι το σύμπαν; Ποιά είναι η ηλικία του; Ποιά θα είναι η μοίρα του; Πώς δημιουργήθηκε; Είναι το μοναδικό; Ή υπάρχουν και άλλοι κόσμοι που τρέχουν δίπλα μας αλλά που ποτέ δε θα τους πάρουμε χαμπάρι;

Το γνωστό σύμπαν είναι τόσο μεγάλο σε χώρο, όσο και η ηλικία του. Όσο μαζεύει, δηλαδή, χρόνια στην πλάτη του, τόσο περισσότερο κενό χώρο καταβροχθίζει και οικειοποιείται, καθώς, όπως θα δούμε παρακάτω, φουσκώνει και διαστέλλεται. Η ταυτότητά του γράφει ότι είναι γύρω στα 15 δισεκατομμύρια χρόνια, ενώ, για να ΄χουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ο Ήλιος μας δεν είναι παραπάνω από 5. Επίσης, έχει μέγεθος περίπου 10^(26) μέτρα και περιέχει πολλά δισεκατομμύρια γαλαξίες, (~10^(11)).

Εφ’ όσον λοιπόν, το σύμπαν έχει μετρήσιμη ηλικία, δεν μπορεί παρά κάποια στιγμή να ήταν μηδέν χρονών. Σήμερα, λίγο πολύ, όλοι έχουμε ακούσει για τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, το περίφημο ‘Big Bang’, σύμφωνα με την οποία το σύμπαν γεννήθηκε από μια υπέρπυκνη κατάσταση που εξεράγη. Τότε άρχισε να γεννιέται ο χώρος, αλλά και ο χρόνος. Μ΄αυτή την έννοια λοιπόν δεν θα είχε κανένα νόημα να ρωτήσουμε τι έγινε ‘πριν’. Το ότι ο κόσμος ξεκίνησε μ’ αυτό το θεαματικό τρόπο, μ’ ένα ταρατατζούμ όπως θάλεγε και ο Σαββόπουλος, δεν είναι αποκύημα της φαντασίας κάποιων θερμοκέφαλων επιστημόνων, αλλά απόρροια μιας βαρύγδουπης χωροχρονικής ανωμαλίας, όπως προβλέφτηκε από την καλά θεμελιωμένη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν.

Το τι έγινε από την αρχική έκρηξη και μετά, είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε λεπτό προς λεπτό και με αρκετές λεπτομέρειες. Όχι βέβαια, ότι μπορέσαμε να αναπαραστήσουμε τη δημιουργία του κόσμου στο εργαστήριο, αλλά με τη βοήθεια καθολικά αποδεκτών μαθηματικών μοντέλων, και συγκεκριμένα του Standard μοντέλου, καταφέραμε να περιγράψουμε όλες τις φυσικές διεργασίες που οδήγησαν στη ψύξη του σύμπαντος από μια άπειρη αρχική θερμοκρασία, στο διαχωρισμό του φωτός από την ύλη, στη γένεση της ύλης από την αρχική ενέργεια της έκρηξης και κατόπιν στο σχηματισμό των αστέρων και των γαλαξιών.

Και επειδή οι φυσικοί είναι εκ φύσεως δύσπιστοι και λεπτολόγοι αναζήτησαν απτές αποδείξεις, πέρα από τις μαθηματικές, για να σιγουρευτούν ότι η αρχική υπόθεση του “Big Bang” δεν θα τους έβγαζε σε τίποτε περίεργα χωράφια. Μια απ΄αυτές λοιπόν, τις αποδείξεις που αναζητούσαν ήταν η ανακάλυψη από τον Χαμπλ γύρω στο 1930, ότι το σύμπαν διαστέλλεται σαν συνέπεια της αρχικής ορμής που αποκτήθηκε από τη Μεγάλη Έκρηξη και ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Μάλιστα οι γαλαξίες βρέθηκε ν΄απομακρύνονται από εμάς τόσο πιό γρήγορα, όσο πιό απομακρυσμένοι είναι. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή! Δεν είναι οι ίδιοι οι γαλαξίες που κινούνται μέσα στο σύμπαν, αλλά το ίδιο το σύμπαν˙ είναι ο ίδιος ο χώρος που διαστέλλεται. Η πιό παραστατική εικόνα για να φανταστούμε το διαστελλόμενο σύμπαν είναι αυτή που το παρομοιάζει με ένα μπαλόνι, στην επιφάνεια του οποίου υπάρχουν ομοιόμορφα κατανεμημένες βούλες που αναπαριστούν τους γαλαξίες. Όσο το μπαλόνι φουσκώνει, τόσο μας φαίνεται ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται μεταξύ τους, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο κέντρο. Το σύμπαν είναι η ίδια η επιφάνεια του μπαλονιού. Ο χώρος μέσα και έξω από το μπαλόνι απλώς δεν υπάρχει.

Το ποια θα είναι η τύχη αυτού του μπαλονιού, δηλαδή αν θα συνεχίσει να φουσκώνει επ’ άπειρον, ή αν από κάποια στιγμή και μετά θ΄αρχίσει να ξεφουσκώνει και να συρρικνώνεται προς το αρχικό σημείο, για να ξαναδούμε το ίδιο (;) πάλι έργο απ΄την αρχή, παραμένει ακόμα ένα ανοιχτό ερώτημα. Η καθοριστική, πάντως, παράμετρος γιά το μέλλον του σύμπαντος είναι η συνολική του μάζα. Εφ΄όσον η μάζα του σύμπαντος βρεθεί μεγαλύτερη μιας κρίσιμης τιμής, τότε η διαστολή θα σταματήσει και το σύμπαν θ΄αρχίσει να συστέλλεται εξ΄αιτίας της ίδιας του της βαρύτητας. Απεναντίας, αν είναι μικρότερη, το σύμπαν θα διαστέλλεται επ΄άπειρον. Οι μετρήσεις, που βασίζονται στην ορατή και μόνον ύλη, (αυτή δηλαδή που ακτινοβολεί ηλεκτρομαγνητικά), δείχνουν ότι η μάζα του σύμπαντος είναι περίπου 30-50 φορές μικρότερη απ΄αυτήν που χρειάζεται για ν’αρχίσει το σύμπαν να συστέλλεται. Είναι όμως αυτή η μόνη ύλη που βλέπουμε, ή υπάρχει κι άλλη, η λεγόμενη ‘σκοτεινή’, που δεν στάθηκε ακόμα δυνατόν ν’ανιχνευθεί με τις συνηθισμένες μεθόδους; Υπάρχουν πολλές έμμεσες ενδείξεις από παρατηρήσεις, ότι τέτοια μάζα όντως υπάρχει, κυρίως σαν άλως γύρω από τους γαλαξίες, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από την ανιχνεύσιμη. Από τι αποτελείται όμως, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Είναι οι μαύρες τρύπες που δεν βλέπουμε, είναι τα νετρίνα που έχουν μάζα και την οποία ακόμα δεν μπορέσαμε να μετρήσουμε, είναι κάποια εξωτικά σωμάτια που προβλέπουν οι θεωρίες, αλλά ακόμα δεν στάθηκε δυνατόν να βρούμε; Ποιός ξέρει! Όσο όμως η χαμένη μάζα δεν μπορεί να εντοπισθεί και να μετρηθεί με σιγουριά, εμείς θα συνεχίζουμε να χάνουμε τον ύπνο μας σχετικά με την τελική μας έκβαση.

Παρά τη ρητή απαγόρευση του Αϊνστάιν, να μην θέτουμε ερωτήματα σχετικά με την προϊστορία του σύμπαντος, οι φυσικοί θεώρησαν ότι κάπου θα πρόδιδαν το επάγγελμά τους αν δεν έδιναν απάντηση στο εύλογο ερώτημα σχετικά με το πού τέλος πάντων βρέθηκε αυτή η τεράστια ποσότητα ενέργειας που προκάλεσε τη Μεγάλη Έκρηξη. Αντί λοιπόν να σηκώσουν τα μάτια και τα χέρια ψηλά, προτίμησαν να σηκώσουν τα μανίκια και να ριχτούν στη δουλειά. Έτσι, από τις διάφορες υποθέσεις-θεωρίες που διατυπώθηκαν, φάνηκε να κερδίζει έδαφος αυτή που υπέθετε ότι την τεράστια ποσότητα ενέργειας που απαιτείτο, την παρείχε το ...απόλυτο κενό(!), και συγκεκριμένα μια τυχαία διακύμανσή του, η οποία και συγκέντρωσε όλη αυτή την ενέργεια σε ένα και μόνο σημείο. Συμβάν μηδαμινής πιθανότητας θα πείτε, αλλά όχι απαγορευτικό, σύμφωνα με τους κανόνες της στατιστικής. Κοντολογίς, το σύμπαν συνελήφθη από ένα μεγαλειώδες Τίποτα. Φυσικά η υπόθεση αυτή δεν θα ευσταθούσε, αν δεν αποδεικνυόταν ότι όντως το κενό έχει ενέργεια, η οποία και παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1948 σε ένα ιδιοφυές πείραμα από τον Κάζιμιρ.

Παρά ταύτα, ο,τιδήποτε γνωρίζουμε σήμερα για την προϊστορία και το τέλος της ιστορίας του σύμπαντος, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε υποθέσεις και μαθηματικές κατασκευές, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου και τη συλλογή νέων μετρήσεων από τους αστρονόμους ενδέχεται να αποδειχθούν λανθασμένες. Όμως, αυτός είναι και ο μόνος σίγουρος δρόμος που ακολουθεί η επιστήμη για την προσέγγιση της αλήθειας, δηλαδή η επινόηση θεωριών που να μπορούν τελικά να διαψεύδονται από νεώτερες!

Από τα Ποσοστά στις Ποσοστώσεις


Παντού, τριγύρω μας βλέπουμε γυναίκες να κυκλοφορούν ελεύθερες κι ωραίες, να μοιράζονται το δημόσιο χώρο μαζί με τους άντρες, (χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν «δημόσιες»), να εργάζονται και να πηγαίνουν σχεδόν οπουδήποτε και το κυριότερο να μην φοράνε μπούρκα. Όλα αυτά δεν συνέβησαν, επειδή ξαφνικά ανεστάλησαν οι εξαγωγές της ενδυματολογικής αυτής «καινοτομίας» απ’ το Αφγανιστάν, ούτε επειδή σταμάτησε ο ανεφοδιασμός της ιδεολογικής αγοράς με φρέσκα ιδεολογήματα, ηθικίστικες παραινέσεις και μεγαλόστομες έως φοβικές κουβέντες, που να μιλούν για την αναγκαιότητα παραμονής των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά επειδή η ελευθερία και «ισότητα» των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες κατακτήθηκε με πολύ ιδρώτα, για να μην πούμε και με πολύ αίμα και δάκρυα.

Δεν αμφιβάλλω, ότι σε σχέση με το μακρινό παρελθόν πολλά έχουν επιτευχθεί προς την κατεύθυνση της γυναικείας χειραφέτησης, αλλά υπάρχουν και άλλα τόσα που ακόμη υπολείπονται, αν θέλουμε να μιλάμε επί της ουσίας και όχι για να περνάει η ώρα. Για παράδειγμα, αν δούμε από πιο κοντά το θέμα της ισότητας των δύο φύλων, και μάλιστα στις δύο ουσιαστικές συνιστώσες της, την οικονομική και την πολιτική, παρατηρούμε σημαντικές ανεπάρκειες και αποκλίσεις. Μιας και το παρόν κείμενο γράφεται επ’ αφορμή των επερχόμενων Δημοτικών και Νομαρχιακών εκλογών, θ’ ασχοληθώ κυρίως με το έτερο σκέλος της ισότητας, αυτό της πολιτικής.

Παρά την θεσμοθετημένη τυπική (νομική) ισότητα των γυναικών με τους άνδρες, τα μέχρι τούδε εμπειρικά, αλλά και τα στατιστικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι, ενώ το ποσοστό των γυναικών στο εκλογικό σώμα ξεπερνάει το 50%, υπάρχει σημαντική υπο-αντιπροσώπευσή τους στις αιρετές θέσεις των κέντρων λήψης πολιτικών αποφάσεων. Και για να μην νομίζετε ότι λέγω λόγια του αέρα ας δώσω και μερικά νούμερα, έτσι για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα του προβλήματος. Σύμφωνα λοιπόν, με τ’ αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2004, το ποσοστό των γυναικών στο Κοινοβούλιο ανερχόταν στο 12.7%, ενώ στην Κυβέρνηση που προέκυψε τότε, το ποσοστό ήταν μόλις 4.2%. Στην Ευρωβουλή τα πράγματα είναι κάπως καλλίτερα, μιας και οι ελληνίδες αντιπρόσωποι ανέρχονται στο 29.2% του συνόλου της ελληνικής αντιπροσωπείας. Στην Τοπική και Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση η εικόνα είναι μάλλον για κλάματα: Το ποσοστό γυναικών Δημάρχων και Προέδρων κοινοτήτων το 2002 ήταν 4.3%. Επίσης, επί συνόλου 233 υποψηφίων Νομαρχών και Υπερνομαρχών οι γυναίκες υποψήφιες ήταν 10, ενώ εξελέγη μόνο μία. Τέλος, στα Νομαρχιακά και Δημοτικά Συμβούλια της χώρας αυτή τη στιγμή οι γυναίκες αποτελούν το 18% και 12% επί του συνόλου, αντιστοίχως.

Σίγουρα, η συστηματική και πολύ χαμηλή αντιπροσώπευση των γυναικών στον πολιτικό βίο κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να είναι. Αν αφήσουμε κατά μέρος, σαν αφελή, την εξήγηση ότι οι γυναίκες με καθαρή και αβίαστη βούληση, συνειδητή επιλογή, με αυτοπεποίθηση στο φουλ και ολοκληρωμένη γνώση αποφασίζουν συλλογικά ν’ απέχουν της πολιτικής διότι υπάρχουν άλλα καλλίτερα πράγματα να κάνουν σ’ αυτή τη ζωή, (και εδώ που τα λέμε, δεν έχουν και πολύ άδικο με δεδομένο το χαμηλό επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης), τότε δεν μένει παρά να αναρωτηθούμε για τους λόγους που ευθύνονται για τον αποκλεισμό τους. Αν παρακάμψουμε προς το παρόν, (σαν εξόχως σοβαρή), τη συζήτηση σχετικά με τη βαθιά πατριαρχική δομή της ελληνικής κοινωνίας, δεν έχουμε παρά να δούμε πώς αντιμετωπιζόταν μέχρι πρόσφατα ο γυναικείος πληθυσμός από την ίδια την Πολιτεία. Έτσι, η απόδοση εκλογικού δικαιώματος στις ελληνίδες γίνεται μόλις το 1952, η συνταγματική τους εξίσωση πραγματοποιείται το 1975, ενώ η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου το 1983 (!).

Η πολύ χαμηλή αντιπροσώπευση των γυναικών, λοιπόν, δεν αποτελεί παρά κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, θέτει δε πολλά ερωτηματικά για την ίδια τη νομιμοποίηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εφ’ όσον το μεγαλύτερο κομμάτι του συνόλου των πολιτών κατέχει τυπικά μόνον την ιδιότητα του πολίτη και όχι ουσιαστικά. Καλά, ως προς το εκλέγειν, αλλά ως προς το εκλέγεσθαι;

Ποιες είναι λοιπόν οι εναλλακτικές δυνατότητες που έχει στη διάθεσή της η Πολιτεία για να άρει την ιστορική αυτή αδικία; Συνοπτικά, δύο. Η μια, είναι να μην κάνει απολύτως τίποτα, παρά ν’ αφήσει το νεοφιλελεύθερο χέρι της «αγοράς» να κάνει τη δουλειά του. Να περιμένουμε δηλαδή, προϊόντος του χρόνου και του Αλλάχ θέλοντος, την εξομάλυνση των οικονομικών και δι’ αυτών, των κοινωνικών ανισοτήτων των γυναικών,. Η άλλη, είναι να πάρει κάποια πολιτικά ή νομικά μέτρα θετικών δράσεων, που να στοχεύουν στο σπρώξιμο, τρόπον τινά, των γυναικών στην πολιτική αρένα. Τα μέτρα αυτά χωρίζονται σε «μαλακά» και σε «σκληρά». Τα πρώτα στοχεύουν σε άλλους χώρους της κοινωνικής ζωής, όπως στην ανασκευή της στερεότυπης εικόνας των φύλων μέσα από τα σχολικά βιβλία ή τα Μ.Μ.Ε, στη δημιουργία παιδικών σταθμών, ημερήσιων σχολείων κ.λ.π., ενώ τα δεύτερα παρεμβαίνουν άμεσα στη διαδικασία κατανομής της εξουσίας.

Ένα τέτοιο «σκληρό» μέτρο, που υιοθετήθηκε πρόσφατα στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στην Ελλάδα και αφορά προς το παρόν μόνο τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, είναι ο περίφημος Νόμος περί ποσοστώσεων του 2001, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φύλο θα πρέπει να αντιπροσωπεύεται στο ψηφοδέλτιο κάθε συνδυασμού με ποσοστό τουλάχιστον ίσον με το 1/3 του συνολικού αριθμού των υποψηφίων συμβούλων.

Το σκεπτικό πίσω από την σύνταξη του νόμου αυτού είναι ότι αφ’ ενός μεν το Δίκαιο, αυτόνομα από την Πολιτική νομιμοποιείται να παρεμβαίνει στη φυσική ροή των κοινωνικοπολιτικών τεκταινομένων όταν παρατηρούνται κραυγαλέες υστερήσεις, αφ’ ετέρου δε, ότι οι κανόνες δικαίου που προβλέπουν το ίδιο για όλους και εφαρμόζονται σε όλους με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να θεωρούνται δίκαιοι, καθ’ ότι παραβλέπουν τις υφιστάμενες κοινωνικές διαφορές και τις ιδιαιτερότητες κάθε ομάδας, πόσο μάλλον όταν η ομάδα αυτή πλειοψηφεί.

Ο νόμος περί ποσοστώσεων έρχεται τη στιγμή, που σε παγκόσμιο επίπεδο διάφορες κοινωνικές και εθνοτικές ομάδες/μειονότητες επιζητούν πλέον αναγνώριση της διαφοράς τους, θεσμική κατοχύρωση αυτής της διαφοράς και πολιτική χειραφέτηση. (Και οι φανατικοί μουσουλμάνοι, για παράδειγμα, που ζωσμένοι με εκρηκτικά ανατινάζονται σαν το Κούγκι, το ίδιο πράγμα αναζητούν, μόνο που δεν ξέρουν πώς ακριβώς να το αναζητήσουν, και τελικά το κάνουν λίγο άγαρμπα). Η διαφορά όμως είναι ότι οι γυναίκες, σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες δεν αποτελούν μειονότητα, αλλά πλειονότητα, οπότε τυχόν περιθωριοποίησή τους, θα σήμαινε και στρέβλωση της λειτουργίας της δημοκρατίας, πράγμα που άλλωστε όλοι ομολογούν ότι συμβαίνει.

«...Πού να βρίσκεις τώρα τόσες γυναίκες να στελεχώσεις τα ψηφοδέλτια, άσε και που οι εισαγωγές είναι ψιλοπαράνομες», «...οι γυναίκες, που έτσι κι αλλιώς έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα στα ψηφοδέλτια, παίρνουν τις θέσεις των ανδρών που για χρόνια ανακατεύονται με την πολιτική και κατά συνέπεια ξέρουν καλλίτερα τα κατατόπια, (δηλ. κατά που πέφτουν οι κουτάλες)», ή, «...τι είναι οι γυναίκες; Ευαίσθητο, προστατευόμενο είδος που χρήζει ειδικής μεταχείρισης;». Όλα τα παραπάνω αποτελούν μερικές από τις συνήθεις αντιρρήσεις/γκρίνιες/κακοήθειες για την εφαρμογή των ποσοστώσεων. Παρ’ όλα αυτά, τόσο οι ποσοστώσεις, όσο και οι προνοιακές ρυθμίσεις βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών. Είναι όμως τα μέτρα αυτά αρκετά, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να συνυπάρξουν σαν ισότιμοι πολίτες, πέρα από φύλα, διαχωρισμούς και ιεραρχίες; Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δούμε τα πράγματα κι από άλλη οπτική γωνία.

Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα που επιστρατεύεται σχετικά με την αναγκαιότητα της συμμετοχής των γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι ότι οι γυναίκες, με όλα όσα θεωρούνται ότι αποτελούν συστατικές «ιδιαιτερότητες του φύλου» τους, όπως φαντασία, ευαισθησία, αποτελεσματικότητα, διαίσθηση, γυναικείο τρόπο σκέψης και άλλες τέτοιες μπούρδες, αναμένονται να δώσουν μια νέα «πνοή στο δήμο», «μια γυναικεία πινελιά» κ.λ.π. Ο υποκριτικός υπερτονισμός δηλαδή, της γυναίκας σαν κάποιου ξεχωριστού όντος, με κάποιες ξεχωριστές αξίες, αλλά και ιδιότητες, (αφού σε μερικούς δήμους μάλιστα, οι γυναίκες υποψήφιες υπόσχονται να τους κάνουν ν’ ανθίσουν κιόλας), δεν βοηθάει και πολύ προς την μεριά της ισότητας. Ως γνωστόν ο δημόσιος χώρος είναι ανδροκρατούμενος και ως τέτοιος εμφορείται από «ανδρικές» και όχι από «γυναικείες αξίες», οι οποίες είναι εν πολλοίς, «για τις γυναίκες», κοντολογίς ανυπόληπτες. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά που αποδίδονται στις γυναίκες δεν αποτελούν παρά κοινωνικά κατασκευασμένες κατηγορίες, που ευθύνονται για την υποδεέστερη θέση που κατείχαν και κατέχουν, και για τον κοινωνικό τους αποκλεισμό και ανημπόρια. (Κάποια άλλη στιγμή προτίθεμαι να παρουσιάσω στατιστικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν και την οικονομική ανισότητα των γυναικών, καθώς και τη θέση τους στην αγορά εργασίας).

Ο νόμος περί ποσοστώσεων συνεπώς, αυτό που κάνει είναι να καταφάσκει τη διαφορά των φύλων, ενώ το ιδανικό ζητούμενο θα ήταν η εξάλειψη των διαφορών και ιεραρχήσεων λόγω φύλου, με τον ίδιο τρόπο που στη σημερινή εποχή τα σγουρά, για παράδειγμα, μαλλιά δεν αποτελούν χαρακτηριστικό με ιδιαίτερη κοινωνική βαρύτητα, όπως και ικανότητα ιεράρχησης ομάδων με βάση το χαρακτηριστικό αυτό. Μέσα από την προβληματική αυτή, οι ποσοστώσεις θα μπορούσαν να ιδωθούν σαν ένα μεταβατικό μόνο βήμα για την μεταμόρφωση της σημερινής ανδρικού φύλου δημοκρατίας, σε δημοκρατία χωρίς συγκεκριμένο φυλετικό πρόσημο, σε δημοκρατία αδιάφορη ως προς το φύλο, σε δημοκρατία που θα πραγματώνει την ισότητα όχι ανάμεσα στα φύλα, αλλά ανάμεσα στα υποκείμενα ανεξαρτήτως φύλου.

Ο προβληματισμός παραμένει έντονος, οι λύσεις δεν είναι ακόμα προφανείς και η πολιτική θεωρία για την πραγμάτωση του τελικού ζητούμενου είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.

Τί προσδοκώ από την τέχνη του γραπτού λόγου;

Κατά καιρούς, δημοσιογράφοι κυρίως, ρωτούν τους συγγραφείς γιατί γράφουν. Αυτοί οι τελευταίοι, αν κατορθώσουν και βάλουν το χέρι στην καρδιά και κρατηθούν με επιδεξιότητα, μακριά από τους πειρασμούς και τους σκοπέλους της μεγαλοστομίας και της εύκολης ρητορικής, δύσκολα θα μπορέσουν να δώσουν σαφή και συγκεκριμένη απάντηση. Θα έλεγα ότι η ερώτηση είναι μάλλον αυτοαναφορική. Γράφουν, γιατί έτσι! Γιατί απλά τους αρέσει να γράφουν, γιατί αυτό θυμούνται να έκαναν πάντοτε. Γράφουν, γιατί πιθανόν αυτό να μπορούν να κάνουν καλλίτερα. Ακόμα, γιατί τους αρέσει να μπερδεύονται και να παιδεύονται με τις λέξεις, αντί με τα χρώματα, ή τις νότες, ή το τίποτα. Ίσως γράφουν, γιατί θέλουν να ξορκίσουν κάποιο δαίμονα μέσα τους. Ίσως γράφουν, γιατί θέλουν να μάθουν. Άλλά σίγουρα γράφουν, γιατί τους αρέσει να παίζουν.


Οι λέξεις είναι παιχνίδια, κάνουν θόρυβο, τόσους πολλούς και διαφορετικούς θορύβους, όσες είναι κι αυτές. Βγάζουν ήχους όπως και οι νότες, ήχους οξείς, ήχους μπάσους, ήχους κουδουνιστούς, ήχους κελαρυστούς. Άλλοτε μιμούνται ήχους της φύσης, άλλοτε αυτονομούνται και κάνουν τα δικά τους, φτιάχνουν τον δικό τους κόσμο. Άλλες είναι κακομούτσουνες και στρυφνές, αιχμηρές και κακόηχες, άλλες όμως είναι χάρμα αυτιών να τις ακούς, αέρινες, αρμονικές, στρογγυλεμένες, χαϊδεύουν τ’ αυτιά και μαζί μ’ αυτά και τη ψυχή. Ο ποιητής τις βάζει στο χαρτί, όπως κι ο μουσικός βάζει τις νότες στην παρτιτούρα.

Οι λέξεις είναι παιχνίδια, χτίζουν νοήματα. Άπειροι, λένε, είναι οι τρόποι να συνδυάσεις τα 24 γράμματα της αλφαβήτας και να φτιάξεις λέξεις. Ακόμα πιο άπειροι όμως οι τρόποι να ταιριάξεις τις λέξεις μεταξύ τους και να φτιάξεις προτάσεις. Κι όσο πάμε πιο πέρα απ’ τις προτάσεις, σε μεγαλύτερα σχήματα, τόσο το άπειρο βαθαίνει κι απειρίζεται! Τι ατέλειωτο παιχνίδι κι αυτό! Οι λέξεις, οι νότες και τα τούβλα έχουν: έμφυτη την ικανότητα δόμησης της σκέψης και του κόσμου οι πρώτες, των ήχων οι δεύτερες, των πόλεων τα τελευταία. Τούβλο στο τούβλο χτίζονται τα σπίτια, απ’ τα σπίτια οι γειτονιές, απ’ τις γειτονιές οι πόλεις, μετά οι χώρες, και τέλος ο πλανήτης όλος. Λέξη στη λέξη χτίζονται οι ιστορίες, τα νοήματα κι οι ερμηνείες. Και μετά άλλα νοήματα και άλλες, τελείως αλλιώτικες ερμηνείες, όσοι και οι τρόποι συνδυασμού των λέξεων είπαμε. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και οι κανόνες, που σαν τροχονόμοι βρίσκονται εκεί για να ξεσκαρτάρουν το νοητό από το α-νόητο νόημα. Κανόνες, που όπως και σ’ όλα τα παιχνίδια, έτσι κι εδώ τους βάζει η λογική, η εμπειρία από τη μακρόχρονη χρήση της γλώσσας και η περατότητα του κόσμου. Δεν μπορείς δηλαδή, ούτε ζητείσαι να περιγράψεις κάτι που δεν υπάρχει.

Οι συγγραφείς γράφουν, γιατί θέλουνε κάτι να πουν. Ο καθένας όμως έχει κάτι να πει. Όλοι έχουν βιώματα, εμπειρίες, προσωπικές ιστορίες, κι όλοι, είτε έτσι είτε αλλιώς, βρίσκουν τρόπο και τις αφηγούνται, στα παιδιά τους, στους συντρόφους τους, στους φίλους τους. Άλλωστε, δεν γίνεται κι αλλιώς. Όλοι έχουμε ανάγκη απ’ αυτό τ’ αλισβερίσι, να μορφοποιήσουμε δηλαδή, να δώσουμε υπόσταση, να μεταφέρουμε με σύμβολα κατανοητά αλλά και κώδικες κοινούς τα όνειρα, τα συναισθήματα, τα φαντάσματα, τις σκέψεις που άλλοτε μας θρέφουν και άλλοτε μας στοιχειώνουν. Αυτό το συνοθύλευμα των ακατάστατων, ακατανόμαστων πραγμάτων, συνειδητών και ασυνείδητων, αυτό το ποτάμι που άλλοτε φουσκώνει σαν χείμαρρος και πάει να μας πνίξει, που ψάχνει απεγνωσμένα μια πόρτα να περάσει, αυτό το ασπρισμένο νερό που στροβιλίζεται και χτυπιέται στα τυφλά, μη ξέροντας πού να πάει και πώς να ημερέψει, αυτή την άγνωστη, τυραννική δύναμη, αυτήν πασχίζει να τιθασεύσει ο άνθρωπος, ονομάζοντάς την, περιγράφοντάς την, κι έτσι κατανοώντας την.

Είναι λάθος να νομίζουμε ότι οι λέξεις μάς βοηθούν να εκφράσουμε τις σκέψεις μας. Αντίθετα, μας βοηθούν να σκεφτούμε. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει σκέψη. Η γλώσσα είναι το εργαλείο, η σμίλη, που δίνει μορφή και υπόσταση στο αδιαμόρφωτο χάος που βρίσκεται μέσα μας, σ’ αυτό που διαισθανόμαστε ότι υπάρχει, αλλά εν πολλοίς παραμένει άγνωστο και άπιαστο. Είναι ο μηχανισμός που δίνει όνομα και κατά συνέπεια αποκρυσταλλώνει σε συμπαγείς, διακριτές μορφές τον εσωτερικό μας, νοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Είναι το όχημα που μεταφέρει και κοινωνεί τις μορφές αυτές, αναγνωρίσιμες πλέον με σάρκα και οστά, στον εξωτερικό κόσμο. Η σχέση ανάμεσα στις λέξεις και τη σκέψη θα λέγαμε ότι είναι διαλεκτική. Η σκέψη δεν μορφοποιείται παρά μόνο μέσα από τη χρήση των κατάλληλων λέξεων, ενώ από την άλλη μεριά, μια αδύναμη σκέψη δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στη φτώχεια της γλώσσας που την υποστηρίζει. Κοντολογίς, ο λόγος και ο Λόγος πάνε πάντα παρέα. Η Τέχνη, και ειδικότερα η γραφή πραγματώνει τόσο την επικοινωνία με τους άλλους όσο και την κατανόηση του εαυτού και του άλλου.

Οι αριθμοί είναι και αυτοί σύμβολα. Είναι και αυτοί άπειροι, όπως και άπειρες οι μεταξύ τους σχέσεις. Διέπονται από κανόνες, δομούν την πραγματικότητα και μάλιστα διατείνονται πως την αναπαριστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια και ορθότητα. Επίσης την ερμηνεύουν και επί πλέον μπορούν και να την προεκτείνουν και στο μέλλον, συχνά με επιτυχία. Το να χειρίζεσαι και να παίζεις με τους αριθμούς είναι και αυτό μια τέχνη και όχι μόνο τεχνική. Θέλει, πέρα από γνώση ταλέντο και μεράκι. Και όμως κάτι λείπει απ’ αυτούς. Ακόμα κι αν όλοι οι άνθρωποι ήταν κάτοχοι της γλώσσας των αριθμών δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιώσουν ούτε την επικοινωνία με τους άλλους ούτε την κατανόηση του εαυτού και των άλλων. Διότι απλούστατα οι αριθμοί, με όποιον τρόπο και να τους ταιριάξεις, μπορεί να παράγουν νόημα, δεν μπορούν όμως να ανακινήσουν, ούτε να μεταφέρουν συναισθήματα. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζεται η μοναδικότητα και η δύναμη των λέξεων.

Σαν αναγνώστες, απολαμβάνουμε τη μουσικότητα και την ομορφιά τους, είτε τής κάθε μιας χώρια, είτε όταν συνεργάζονται ή συγκρούονται σε παρέα. Ευφραινόμαστε, όταν με την εύστοχη εκλογή τους και το περίτεχνο πλέξιμο των προτάσεων γινόμαστε κοινωνοί των πιο λεπτών αποχρώσεων των καταστάσεων, των σχέσεων και των νοημάτων που περιγράφουν. Όλη η προσπάθεια της Τέχνης, είτε ζωγραφική είναι αυτή, είτε μουσική, είτε γραφή, είτε χορός, είναι να δοθεί μορφή, να εκφραστεί το ανείπωτο, το αρχέγονο, η ουσία και το κέντρο των πραγμάτων. Είναι απόπειρες ανακατασκευής της πραγματικότητας με κάποιον άλλον νέο τρόπο, ώστε ο δημιουργός να πλησιάσει κάπως αυτό που και άλλοι αποπειράθηκαν να κάνουν, αλλά διαφορετικά και με άλλα μέσα, από άλλες αφετηρίες. Αλλά στο τέλος, πάντα κάτι λείπει. Όσο κι αν ακονίζεται ο λόγος, όσο κι αν οξύνεται το αισθητήριο, όσο κι αν συσσωρεύονται οι εμπειρίες και οι γνώσεις, η προσέγγιση της πραγματικότητας δεν γίνεται παρά ασυμπτωτικά. Παραμένει πάντοτε προσέγγιση. Και αυτό το λίγο κάτι, αυτό το έλλειμμα, είναι η φωτιά που συντηρεί την προσπάθεια, που κρατάει την μηχανή της δημιουργίας αναμμένη εδώ και αιώνες, από τις πρώτες μέρες που ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος στα πόδια του και απέκτησε συνείδηση του κόσμου γύρω του.

Οι συνειδητοί και μακροχρόνιοι αναγνώστες κάποια στιγμή θα μπούνε στον πειρασμό να γίνουν και οι ίδιοι δημιουργοί. Να αρχίσουν και αυτοί να πειραματίζονται με το ανακάτωμα και το παιχνίδι των λέξεων. Να φωτίσουν κάποιες γωνιές μέσα τους, κάποιες πτυχές γύρω τους. Ο πειρασμός του λόγου είναι μεγάλος. Κυρίως, διότι νομίζουμε ότι τον κατέχουμε, αφού είναι το πρώτο που μαθαίνουμε να κάνουμε αφ’ ότου γεννιόμαστε. Πολύ γρήγορα όμως αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι έτσι, ότι το χαρτί, όσο και να πασχίζουμε, αδυνατεί να γεμίσει και ότι οι λέξεις που καταγράφουμε, πόρρω απέχουν απ’ αυτό που θα θέλαμε να εκφράζουν. Και από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η μάχη, αλλά και η δημιουργία.

Εν κατακλείδι, για να δώσω επιτέλους μιαν άμεση απάντηση στο ερώτημα που ορθά-κοφτά θέτει ο τίτλος, και για να μην το διακινδυνεύσω να βρεθώ εκτός θέματος, (μιας και οι έμμεσες απαντήσεις και όσα εξυπονοούνται στις προηγούμενες παραγράφους μπορούν εύκολα να παραβλεφθούν σαν φλυαρίες, ή ακόμα και να εκληφθούν σαν υπεκφυγές ενός αδύναμου Εγώ), θα ήθελα εντίμως (!) και με παρρησία να αναφέρω ότι, αυτά που προσδοκώ από την καλλιέργεια του γραπτού κυρίως λόγου είναι 1) η ανάπτυξη της ικανότητας του σκέπτεσθαι, 2) η διερεύνηση/κατανόηση του κόσμου, του εαυτού και των άλλων και 3) το παιχνίδι. Φυσικά, όλα τα προηγούμενα μπορούν να επιτευχθούν όχι μόνο διαμέσου του γραπτού λόγου, αλλά και διαμέσου μιας οποιαδήποτε άλλης τέχνης ή επιστήμης. Αλλά, το γιατί διαλέγουμε να εκφραστούμε/διερευνήσουμε/κατανοήσουμε με αυτόν ή τον άλλον τρόπον έχει, εν πολλοίς, να κάνει με έξεις, συνάφειες, εκλεκτικές συγγένειες, κοινωνικές παραστάσεις, κοινωνικές καταβολές και επιρροές, αλλά πιθανόν και με το DNA, έτσι, για να μπάσουμε και τη βιολογία μέσα στους ρυθμιστικούς παράγοντες, όπως οι καιροί το απαιτούν.

Και για να μη ξεχνάμε τον Bourdieu, η κατοχή γλωσσικού κεφαλαίου προσδίδει status και εξουσία σ’ αυτόν που το διαθέτει. Η εξουσία δε, που είτε de facto ασκεί συμβολικά, ή που θα μπορούσε, ουσιαστικά, να ασκήσει διαμέσου της χειραγώγησης και επηρεασμού των άλλων, πάντα θα αποτελεί πειρασμό και μια ελκυστική δυνατότητα επιλογής!