Οι μεταναστεύσεις απετέλεσαν ενδημικό φαινόμενο στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Χοντρικά διακρίνουμε τρία μεγάλα μεταναστευτικά κύματα προς διαφορετικούς προορισμούς κάθε φορά.
Το πρώτο κύμα ανάγεται στην περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
το
δεύτερο στο τέλος του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, ενώ
το
τρίτο συμπίπτει με τη μεταπολεμική περίοδο και πρακτικά τερματίζει λίγο μετά τη μεταπολίτευση.
Από ‘δω και πέρα θ’ ασχοληθούμε κυρίως με τη προπολεμική μετανάστευση προς την Αμερική και λιγότερο με την μεταπολεμική προς τη Γερμανία. Οι δύο αυτές χώρες σήκωσαν και τον κύριο όγκο των μεταναστών και κατέχουν ειδικό βάρος στη συνείδηση των νεοελλήνων. Οι έλληνες διασκορπίστηκαν κυριολεκτικά στα 4 σημεία του ορίζοντα, ώστε ν’ αληθεύει η δοξασία ότι δεν υπάρχει γωνιά της γης που να μην έχει έλληνες ή απ’ όπου να μην έχει περάσει τουλάχιστον ένας.
1) ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ
Οι εκπατρισμοί της πρώιμης τουρκοκρατίας προκλήθηκαν αρχικά από την
εξάρθρωση που επέφερε η οθωμανική εξάπλωση στον κοινωνικό ιστό και από τον
17ο αιώνα και μετά, από την οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας σε συνδυασμό βέβαια με τις ευκαιρίες για καλλίτερους όρους διαβίωσης που προσέφεραν στους μετοίκους μερικές γειτονικές χώρες. Από τον
15ο – 18ο αιώνα, κατά τους αλλεπάλληλους πολέμους των Τούρκων με τους Βενετούς πολλοί από τους κατοίκους φεύγουν προς φραγκοκρατούμενες περιοχές και από κει προς Ιταλία και Βενετία. Αργότερα, κατά τα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου, οι δρόμοι της μετανάστευσης οδηγούν στη βόρεια Βαλκανική, τη νότια Ρωσία και κεντρική Ευρώπη, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πολλοί Έλληνες στρέφονται στα αστικά κέντρα της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής.
Πάντως εκτιμάται ότι μέχρι το 1890 ο αριθμός των μεταναστών στην Αμερική ήταν ασήμαντος.
2) ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ - ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
2α) ΑΙΤΙΕΣ
Τα
τέλη της δεκαετίας του 1880 και ακόμα περισσότερο οι επόμενες δεκαετίες σημαδεύονται από ένα νέο κύμα μεταναστεύσεων, που για πρώτη φορά προσανατολίζεται προς
υπερπόντιους προορισμούς, Αυστραλία , κυρίως όμως Αμερική.
Οι
λόγοι της μετανάστευσης πρέπει να αναζητηθούν στην
κακή οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου που ταλάνιζε κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας, στην ανεξέλεγκτη
τοκογλυφία στην ύπαιθρο, στις συχνές
επιστρατεύσεις, στις
φεουδαρχικές δομές της αγροτικής ιδιοκτησίας με την ύπαρξη τσιφλικιών, και στο φαινόμενο της
ληστείας που συνέχιζε να ρημάζει την ύπαιθρο.
Γράφει σχετικά, ο
Μπάμπης Μαλαφούρης στο βιβλίο του "Έλληνες της Αμερικής 1528-1928",
«Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η ομαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασμένου αιώνος, οι μικροϊδιοκτήτες ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόμος με την προσωπική κράτηση για χρέη. Εξάλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η μεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας μικρός αριθμός ιδιοκτητών εξεμεταλλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις με σύστημα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του 1911, ήταν κάτι παραπλήσιο προς τους δουλοπάροικους».
Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι από τα
2658 χωριά της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου τα
1422 ανήκαν σε μεγάλους γαιοκτήμονες, (Β. Φίλιας).
Η τοκογλυφία οργίαζε. Ο τόκος, ήταν
20-30% σε χρήμα, αλλά οι δανειστές έπαιρναν από τους οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και άλλα προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε
70 ή και 80%. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση πώς οι μετανάστες
δεν προέρχονταν όλοι από τα πιο φτωχά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού. Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήματα και οι πράκτορες ή οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι μικροκτηματίες με
υποθηκευμένα κτήματα ήσαν πολλοί μεταξύ των μεταναστών. Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος. Τους δέσμευαν με
συμβόλαια εργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους
σιδηροδρόμους ή στα ορυχεία του Κολοράντο. Οι ενέργειες αυτές ήταν φυσικά παράνομες και καταδιώκονταν από τον Αμερικανικό Νόμο. Ακόμα και παιδιά 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια που διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α.
Ο
Τάσος Βουρνάς, στο βιβλίο του: «Η σφαγή στο Δήλεσι. Αγγλοκρατία και ληστοκρατία» αναφέρει ότι μετά τον πόλεμο του 1897 η ληστεία φουντώνει και πάλι, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το
1899 να υπάρχουν στην Ελλάδα
12.580 ληστές. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης και η Κυβέρνησή του για να
υπάρξει «αποσυμφόρηση» ενισχύει σιωπηρά την μετανάστευση των
ληστών στην Αμερική. Το μέτρο σημειώνει επιτυχία και
χιλιάδες ληστές ξενιτεύονται. Το πώς κατόρθωσαν βέβαια οι αξιότιμοι αυτοί κύριοι να περάσουν τις πόρτες της Αμερικής αποτελεί αίνιγμα, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι συγκεκριμένες κατηγορίες μεταναστών, όπως άτομα με ψυχικές διαταραχές και χρόνιες ασθένειες, ανάπηροι ανίκανοι προς εργασίαν, ή άτομα με εγκληματικό παρελθόν, αποκλείονταν δια ροπάλου. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι αυτοί που ταξίδευαν στην πρώτη και δεύτερη θέση στα υπερωκεάνια έπαιρναν κάρτα εισόδου με συνοπτικές διαδικασίες και με όχι πολλές-πολλές ερωτήσεις. Ίσως αυτό αποτελεί μια εξήγηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το
μεγάλο κύμα, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, συμπίπτει με το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του
Χαρίλαου Τρικούπη και με την επαύριον του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Εφ’ εξής η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή πολεμική αναταραχή, με τον Μακεδονικό αγώνα, τους Βαλκανικούς πολέμους, ύστερα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά με την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Κοντολογίς, υπάρχουν έλληνες που πολεμούν για καμιά τριανταριά χρόνια στη σειρά, με ό,τι αυτό να συνεπάγεται για την οικονομική ζωή και ανάπτυξη.
Τα πάθη εκείνης της εποχής και την προσπάθειά του να καταφέρει να πατήσει σε αμερικανικό έδαφος, διηγείται με χαρακτηριστικό τρόπο, ο Ανδρέας Κορδοπάτης στον
Θανάση Βαλτινό, ο οποίος με τη σειρά του τα καταγράφει στο βιβλίο του «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη».
«... Το 97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα έγινε μια μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν. Εμείς είχαμε ανοιχτεί σε πιστώσεις, αλλά δεν υπήρχε πια παράς για να μας τον γυρίσουν....Τα χωριά στέναζαν. Καρπός δεν βρισκόταν πουθενά. Οι μανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέματα και μάζευαν καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται. Ύστερα, δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν σύννεφο, τον σκέπασαν τον τόπο...»
Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο αν δεν αναφέραμε ότι η μετανάστευση είχε και
τα ...καλά της. Δηλαδή σε δύσκολους καιρούς λειτούργησε σαν
βαλβίδα ασφαλείας διοχετεύοντας το άνεργο ή υποαπασχολούμενο εργατικό δυναμικό σε χώρες που μπορούσαν να το αξιοποιήσουν. Επί πλέον,
τα εμβάσματα των εκπατρισθέντων προς τους συγγενείς, ήρθαν κάποια στιγμή ν’ αποτελέσουν σημαντική πηγή εσόδων του κράτους. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι το
1965 οι τέτοιου είδους χρηματικές εισροές ανέρχονταν στο
62.5% των εξαγωγών.
2β) ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Η μετανάστευση ανέβηκε με αλματώδεις ρυθμούς και σε πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα ύψη, προπάντων στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Υπολογίζεται ότι κατά την
εικοσιπενταετία 1896-1921 ο ελλαδικός πληθυσμός
έχασε περίπου 450.000 κατοίκους, δηλαδή πάνω από το
12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, που στο τέλος της περιόδου αυτής ήταν γύρω στα 5.500.000.
Στα χρόνια, ειδικά, μεταξύ του 1900 και του 1920 ο αριθμός των μεταναστών άγγιζε τα 25.000 άτομα ετησίως. Η μεγάλη σημασία της πληθυσμιακής αυτής αιμορραγίας έγκειτο στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκε στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, στις ηλικίες, δηλαδή, μεταξύ 15 και 45 ετών.
Την
μερίδα του λέοντος στην εκροή αυτή του ανθρώπινου δυναμικού της Ελλάδας την παίρνει η μετανάστευση προς την
Αμερική. Για παράδειγμα, από τον προαναφερθέντα μέσο ετήσιο όρο των 25.000 μεταναστών οι
23.000 κατευθύνονταν προς τις ΗΠΑ και οι υπόλοιποι προς Καναδά και Ν. Αμερική. Οι αριθμοί αυτοί αφορούν μόνο τους μετανάστες με ελληνική υπηκοότητα και όχι αυτούς που γεννήθηκαν σε βαλκανικές, νησιωτικές και μικρασιατικές περιοχές εκτός ελληνικών συνόρων. Το μέγεθος της κατηγορίας αυτής υπολογίζεται στα
100,000 περίπου άτομα για όλη την προαναφερθείσα περίοδο.
Παρ’όλα αυτά,
150.000 έλληνες περίπου επέστρεψαν κατά την περίοδο 1912-1921, από τους Βαλκανικούς πολέμους, δηλαδή, μέχρι και την Μικρασιατική καταστροφή, για να λάβουν μέρος στον πόλεμο αλλά και να εγκατασταθούν στις νέες απελευθερωμένες χώρες, Μακεδονία, Κρήτη, Θράκη, όπου ήλπιζαν ότι θα είχαν καλλίτερη τύχη.
Πάντως, μετά το 1922 και μέχρι τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μια κάποια ισορροπία. Όσοι έφευγαν για Αμερική, άλλοι τόσοι περίπου επέστρεφαν. Ο κυριότερος λόγος ήταν το
κραχ του 1929 και η κατάρρευση της Αμερικανικής οικονομίας. Όταν όμως η οικονομία της Αμερικής άρχισε να καλυτερεύει, πολλοί άρχισαν και πάλι να στρέφουν το βλέμμα προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Παράνομα, βέβαια, γιατί
από το 1924 και μετά η Αμερικανική κυβέρνηση άρχισε να επιβάλλει
περιορισμούς στον αριθμό μεταναστών από τις Μεσογειακές χώρες. Τότε, έφτασαν στην Αμερική περίπου 30.000 Έλληνες, από τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία ήταν
νύφες για τους εργένηδες, καθώς και οι σύζυγοι των μεταναστών που ήδη είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ.
Συνοπτικά, ο ετήσιος αριθμός μεταναστών προς τα εκεί καταγράφεται στον ακόλουθο
Πίνακα 1.