Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Οι Σακούλες της Υγείας



Αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες εικόνες του δρόμου: η πλαστική σακούλα που αιωρείται κρεμασμένη από το χέρι. Σακούλες όλων των ειδών, κυρίως από supermarkets, από καταστήματα ρούχων και παπουτσιών, αλλά και απ’ όπου αλλού μπορεί κανείς να φανταστεί. Είναι τόσο κοινότοπο το θέαμα που δεν το προσέχεις καν. Εκτός κι αν το design και τα χρώματα είναι τέτοια που προσελκύουν το μάτι με την καλαισθησία τους ή ακριβώς με την έλλειψη αυτής.

Τελευταία τραβάει το μάτι μου μια ιδιαίτερη κατηγορία από δαύτες. Διαφανείς, ευμεγέθεις, ως επί το πλείστον λιτές, που όλο και πληθαίνουν, τόσο, που δεν τραβάνε πια την προσοχή. Σακούλες με ακτινογραφίες συμβατικές, αξονικές, μαγνητικές, με φωτογραφίες των κρυφών πτυχών και πληγών του σώματος, φωτογραφίες που ίσως κρύβουν θανάσιμες απειλές, που ίσως όμως κρύβουν και το πέρασμα των απειλών, κυκλοφορούν αδιάκριτα παντού, τραβούν τα ξένα βλέμματα που πασχίζουν να μαντέψουν και που ενδόμυχα δίνουν ευχές για το καλύτερο, σακούλες από εξεταστικά κέντρα, διαγνωστικά κέντρα, πολυκλινικές, όλα ιδιωτικά και απαστράπτοντα, σακούλες πλαστικές, μια περιουσία η κάθε μια τους.

Ποιος είπε ότι η υγεία δεν είναι ένα εμπόρευμα κι αυτή όπως όλα τ' άλλα, με τη δική της μάλιστα φίρμα στη σακούλα;

Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

Η Παναγιά η Siemen-ιζιώτισσα


Δεν είναι επί του παρόντος ν’ ασχοληθώ με το πώς κόλλησε η Θρησκεία με την Ηθική. Ούτε με τα διάφορα φιλοσοφικά οικοδομήματα που στήθηκαν από τον Διαφωτισμό και μετέπειτα για να δικαιολογήσουν τη δυνατότητα ενός διαζυγίου, χωρίς εν τω μεταξύ η ανθρωπότητα να περιπέσει σε κατάσταση αγριότητας και αμοραλισμού. Όλα αυτά υποτίθεται ότι λύθηκαν κάποια διακόσια χρόνια πριν. Αλλά όπως η σημερινή πραγματικότητα δείχνει, ο θησαυρός αποδείχτηκε άνθρακες και η διαδικασία αποκόλλησης οδυνηρή και εν τέλει ατελής. Κι όπως μια φωτιά που δεν έσβησε εντελώς μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αναζωπυρωθεί, το ίδιο συνέβη και με τις πίστεις και τις θρησκείες.

Τόσο η θρησκευτικότητα σαν ατομική εμπειρία, όσο και η Θρησκεία σαν θεσμοθετημένο εξουσιαστικό σύστημα, με κανόνες και ιεραρχική δομή όχι μόνο κυριαρχούν αλλά και επεκτείνουν τα πεδία δράσης τους σε τομείς παραδοσιακούς της κοσμικής σφαίρας. Δεν θα επεκταθώ άλλο επ’ αυτού εδώ τώρα, παρά κάποια στιγμή αργότερα.

Δεν ήταν δα και λίγοι αυτοί, όπως οι Richard Dawkins και Dan Dennett που υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή η Θρησκεία κάθε άλλο παρά με την Ηθική μπορεί να συνδεθεί και προς επίρρωσιν των ισχυρισμών τους αραδιάζουν πάμπολλα παραδείγματα από την ιστορία που δείχνουν τη χρήση των θρησκευτικών πίστεων για να. δικαιολογήσουν πράξεις μίσους και πολέμου, όπως λιθοβολισμούς μοιχών, αιρετικών, ομοφυλοφίλων, ξυλοδαρμούς ανυπάκουων παιδιών, αποδοχή της δουλείας, βασανιστήρια, Ιερά Εξέταση κ.α.

Βέβαια δε χρειάζεται κανείς να είναι βαθύς γνώστης της ιστορίας και ειδικά του χριστιανισμού για να βγάλει τέτοια συμπεράσματα. Αρκεί, απλά να αφουγκραστεί το λαϊκό αίσθημα και να καταγράψει τη βαθιά δυσπιστία του κόσμου προς όλους αυτούς που σταυροκοπιούνται και εκκλησιάζονται επιδεικτικά, που παρευρίσκονται σε τελετές ανεύρεσης χαμένων εικόνων (βλ. Πολύδωρας), που σπρώχνονται και τσαλαπατιούνται σε λιτανείες διάσημων επίσης εικόνων, που διαγκωνίζονται για το ποιος θα πρωτοκρατήσει το ένα από τα σαράντα δυο ποδάρια της Παναγίας της Σουμελά για παράδειγμα, για το ποιος θα δακρύσει πιο πολύ στη θέαση της εικόνας της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής, της Πλατυτέρας, της Γοργουπηκόου, της Παναφωνήτρας, της Ξεφωνήτρας, της Τήνου, της Χρυσοβαλάντου, της Χοζοβιώτισσας, και μύριων άλλων όσων από το star-system των Παναγιών.


Τί σχέση έχουν όλα αυτά που αράδιασα πιο πάνω με τα «μαύρα» της Siemens; Δεν ξέρω ακριβώς πως να το εξηγήσω, αλλά ξαφνικά φαντάστηκα όλον αυτό τον υποκριτικά θρησκόληπτο συρφετό που περιέγραψα παραπάνω, να είναι ο ίδιος με αυτόν, που με χίλιες δυο λοβιτούρες, χίλιες δυο πανουργίες, και εκατοντάδες εργατοώρες σπαταλημένης φαιάς ουσίας, εδώ και χρόνια μπουκώνεται από παράνομα αντίδωρα και ξαφρίζει μαζί με τα παγκάρια και τα ταμεία, τα θησαυροφυλάκια και τα χρηματοκιβώτια του κράτους.

«Μάσα και Ηθική».
Βρε, ουστ απ’ εδώ!

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Βιομηχανία Κατασκευής Αμφιβολιών


Έχω αναφερθεί αρκετές φορές στην αδυναμία των απλών και όχι μόνον ανθρώπων, αλλά και των δημοσιογράφων που ασχολούνται με επιστημονικά θέματα, να πάρουν και να δώσουν αντίστοιχα, σαφείς απαντήσεις για την επικινδυνότητα μιας σειράς προϊόντων ή καταστάσεων.

Συγκεκριμένα:
για το πόσο βλαπτικό μπορεί να είναι τελικά το κάπνισμα και για τον βαθμό υπαιτιότητάς του σε ορισμένες μορφές καρκίνου,
για την δυνατότητα των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων να μολύνουν το περιβάλλον ή να βλάψουν μακροπρόθεσμα την υγεία μας,
για τον βαθμό επικινδυνότητας των κινητών τηλεφώνων και των κεραιών αναμετάδοσης/ενίσχυσης του σήματος,
για την επικινδυνότητα της χαμηλής δόσης ραδιενέργειας που εκλύεται σε περιοχές κοντά στους πυρηνικούς αντιδραστήρες,
για το κατά πόσον οι πυλώνες υψηλής τάσεως ευθύνονται για την παιδική λευχαιμία,
για το κατά πόσον το τάδε ή το δείνα χημικό προϊόν ευθύνεται για την τάδε ή την δείνα νόσο,
για το κατά πόσον το κλίμα έχει όντως αλλάξει,
για το κατά πόσον οι πάγοι όντως θα λιώσουν και τα παράλια θα πλημμυρίσουν και πολλά άλλα από τα μεγάλα προβλήματα που παίζουν καθημερινά στις ειδήσεις και τις συζητήσεις.


Πρόκειται για τρομολαγνεία, για μισανθρωπία ή για τετελεσμένα και πολλαπλώς αποδεδειγμένα γεγονότα;
Αβοήθητοι οι περισσότεροι, παραπαίουμε ανάμεσα στην μελέτη του τάδε εργαστηρίου και στην αξιοσέβαστη μελέτη του δείνα εργαστηρίου, όλες φαινομενικά καλά τεκμηριωμένες με αδιάσειστα στοιχεία και κάργα επιστημονικές.

Πέρα από τις εγγενείς αδυναμίες της Επιστήμης να τεκμηριώσει δίχως αμφιβολία κάποια συμπεράσματα, (και αναφερόμαστε βεβαίως στην Ορθή Επιστήμη, αυτή, δηλαδή, που διακονείται με όλους τους κανόνες της δεοντολογίας και όχι της τσαρλατανιάς), και οι οποίες αδυναμίες πηγάζουν από τις αβεβαιότητες των αποτελεσμάτων, την πολυπλοκότητα του προβλήματος με το οποίο κάποιος μπορεί να καταπιαστεί μόνο προσεγγιστικά, την δυσκολία πειραματικής ή θεωρητικής αντιμετώπισης, υπάρχουν και «άλλες» ύποπτες πρακτικές που σκοπό έχουν να υψώσουν ένα πέπλο αμφιβολίας πάνω σε καίρια θέματα δημόσιας υγείας τα οποία όμως θίγουν πολύ μεγάλα και συγκεκριμένα συμφέροντα.



Για παράδειγμα οι καπνοβιομηχανίες δημιούργησαν δικά τους ανεξάρτητα, υποτίθεται, μη κερδοσκοπικά ινστιτούτα με ερευνητές σε διατεταγμένη υπηρεσία έχοντας σα μοναδικό σκοπό να υπονομεύσουν την πλημμυρίδα των αποτελεσμάτων που αποδείκνυαν ότι το κάπνισμα όντως σκοτώνει.
Το ίδιο και οι πετρελαϊκές βιομηχανίες σχετικά με το ρόλο των υδρογονανθράκων στην παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Όπως και οι χημικές βιομηχανίες σχετικά με την επικινδυνότητα του Cr-6, της ασβέστου, του αμιάντου και άλλων χημικών ουσιών.


Στις μέρες μας βλέπουμε το ίδιο σχήμα να επαναλαμβάνεται, με τα αντίστοιχα lobbies να επιχειρούν να παρουσιάσουν την πυρηνική ενέργεια σαν «πράσινη».

Το σοβαρό αυτό θέμα, την κατασυκοφάντηση δηλαδή αξιόπιστων ερευνητικών αποτελεσμάτων, πραγματεύονται δυο καινούργια βιβλία, τo

Bending Science: How special interests corrupt public health research”, by Thomas O. McGarity and Wendy E. Wagner, Harvard University Press,
και το
Doubt is their product: How industry’s assault on science threatens your health”, by David Michaels, Oxford University Press.

Στο πρώτο οι συγγραφείς, που είναι καθηγητές στο πανεπιστήμιο του Τέξας, παραθέτουν όλο το εύρος των νομικών και οικονομικών τακτικών που οι εκπρόσωποι των εταιριών χρησιμοποιούν για να απαξιώσουν, να ποδηγετήσουν ή και να σταματήσουν την έρευνα σε τομείς που πιθανόν να περικλείουν κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Στο κύκλωμα περιλαμβάνονται εταιρίες, ενάγοντες δικηγόροι, think tanks, ακόμα και κυβερνητικοί παράγοντες. Παραθέτουν στοιχεία για το πώς οι εταιρίες κρύβουν στοιχεία, πώς καταφεύγουν στα δικαστήρια εναντίον μεμονωμένων ερευνητών, πώς καταφέρνουν να δημοσιεύουν τις δικές τους εργασίες, πώς τελικά αποσπούν εύφημο μνεία από τις ίδιες τις περιβαλλοντολογικές οργανώσεις.

Νόμιζα ότι δεν είχα καταλάβει καλά, όταν στην ημερίδα για την πυρηνική ενέργεια στην Ελλάδα που παρακολούθησα πριν από λίγο καιρό στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ένας απο τους ομιλητές υποστηρικτές της, αναφέρθηκε στα λόγια του James Lovelock, ενός εκ των συνιδρυτών της Greenpeace, ότι "there is no sensible alternative to nuclear power, if we are to sustain civilization".

Στο δεύτερο βιβλίο, ο συγγραφέας που είναι ειδικός της εργασιακής ασφάλειας στο πανεπιστήμιο George Washington στη Washington DC, εκθέτει τα ονόματα των εταιριών που χρηματοδοτούν τέτοιες πρακτικές όπως επίσης και τα κόλπα που χρησιμοποιούν. Μερικοί ξαναναλύουν τα δεδομένα με τέτοιο τρόπο ώστε να υποβαθμίσουν τους δυνητικούς κινδύνους των προϊόντων των πελατών τους, ενώ άλλοι δεν διστάζουν να παρευρεθούν ακόμα και σαν ψευδομάρτυρες σε δίκες των εν λόγω προϊόντων. Επίσης καταφέρνουν να περάσουν τα δικά τους αποτελέσματα σαν τα μόνα αξιόπιστα και των άλλων σαν σκουπίδια.


Τέτοιες πρακτικές, λέει ο συγγραφέας, μπορεί να υπήρχαν από καιρό, αλλά κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Bush η κατάσταση χειροτέρεψε με την ανάθεση των νομοθετικών ρυθμίσεων στα χέρια των εταιριών, κατευθείαν δηλαδή στο στόμα του λύκου.

ΥΓ. Το κείμενο αυτό βασίστηκε στο άρθρο "The Uncertainty Principle" by Merrill Guzner, στο περιοδικό NewScientist, issue 14 June 2008.



Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Η Τσατσάρα


Στα πάρκα δεν συνηθίζαμε να καθόμαστε. Όταν χρειαζόταν να τα διασχίσουμε, τα προσπερνούσαμε εν τάχη. Άλλωστε ήταν ατημέλητα, με τα δρομάκια γλιτσιασμένα, τίγκα στο σκουπίδι, τη γόπα στις αρχές, τις σύριγγες αργότερα. Άσε και που στις γωνιές, βολικό και πρόχειρο ουρητήριο, οι εκπλήξεις μπορεί να ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Τα παγκάκια ήταν για τους συνταξιούχους, για τίποτα σαλεμένους, τίποτε χασομέρηδες, για τους μαθητές που δεν τους πολυένοιαζε το ξεχαρβάλωμα, για τις μαθήτριες κατά τη διάρκεια της μέρας μόνο και για τους κυνηγούς του έρωτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, επίσης μόνο.

Οι κυράδες τα απέφευγαν. Άλλωστε ήταν πάντα καλοντυμένες για να μαγαριστούν από τη λέρα που κραύγαζε, με τα παπούτσια άσπρα και την τσάντα περασμένη στο χέρι και ελαφρά μπροστά, πάντα στην τρίχα και πάντα ασορτί.

Στα πάρκα ξαναβρέθηκα μετά από χρόνια, και συγκεκριμένα στον Εθνικό Κήπο. Μια άνοιξη, πολύ σύντομη, όπως όλα τα ωραία πράγματα άλλωστε, το Τρίτο Πρόγραμμα είχε την ιδέα να διοργανώνει τα πρωινά της Κυριακής συναυλίες κλασικής μουσικής σε μια γωνιά του κήπου, με τους ακροατές να κάθονται ή ακόμα καλύτερα να ξαπλώνουν ωραία-ωραία πάνω στο χορτάρι. Μου άρεσε αυτή η καινοφανής για τα ελληνικά δεδομένα χρήση των πάρκων και τα πόδια μου με φέρνανε κατά ‘κει όλο και πιο συχνά. Και με τα αδερφάκια μου να με συνοδεύουν, εννοείται.

Δεν ήταν σπάνιο να βλέπεις σε άλλες γωνιές, παρέες μεγάλες αλλοδαπών να απολαμβάνουν τη σκιά και την ηρεμία του κήπου, καταμεσής της πόλης, να αραδιάζουν τα φαγητά προσεχτικά πάνω σε λουλουδάτα τραπεζομάντιλα απλωμένα κατάσαρκα στο χόρτο, άλλοι να σιγομιλούν, άλλοι να σιγοτραγουδούν, άλλοι να ψιλοκοιμούνται. Και άλλες φορές να τραγουδούν όλοι μαζί και οι πιο ζωηροί να χορεύουν με όργανα, συνήθως ακορντεόν.

Μου άρεσε η ζωντάνια που έδιναν στον χώρο και η αξία που ξαναεπέστρεφε μετά την χρόνια εγκατάλειψη και απαξίωση.

Κάποια επόμενη χρονιά είχα βρεθεί κάπως μακρύτερα, στις όχθες του Νέστου και πάλι το αυτί μου έπιασε τις ίδιες γνώριμες μουσικές του ακορντεόν. Στην ακροποταμιά παρέες-παρέες πολυπληθείς έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν, ξέδιναν και ζωντάνευαν το τοπίο. Με εμάς, που μάθαμε να βλέπουμε τα πράγματα μέσα από τα μάτια και τα αυτιά άλλων, αναπαραστάσεις τις λένε οι σύγχρονοι, το όλο σκηνικό θύμιζε έντονα Αγγελόπουλο ή και Κοστουρίτσα. Πολύ Βαλκανικό, πολύ οικείο, πολύ ανθρώπινο τελικά.

Το νταβαντούρι και το βαλκανικό φολκλόρ κράτησε δε κράτησε καμιά δεκαετία. Τέτοιες σκηνές δεν βλέπεις πια σήμερα στους δημόσιους χώρους. Και όμως, τις ξαναείδα λίγο καιρό πριν και μάλιστα από δικούς μας, σε πλοίο της γραμμής για τις Κυκλάδες.

Καμιά δεκαριά νοματαίοι, νοικοκύρηδες, άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, αφού έστρωσαν τραπέζι καταμεσής στο κατάστρωμα με όλων των ειδών τα καλά, τα πατροπαράδοτα κεφτεδάκια, τις πίτες, τα ντολμαδάκια, αλλά και τα σκόρδα και τις πιπεριές και τα τζατζίκια, τα τσίπουρα και τα μπουκάλια τα κρασιά τα σπιτικά, κάποιος απ’ την παρέα, σα σε θαύμα, ξεδίπλωσε στη στιγμή μια πίπιζα, τη φούσκωσε επίσης στη στιγμή και ήρθε κι άστραψε και βρόντηξε ο τόπος. Φύσαγε και ξεφύσαγε ο νεαρός με τ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, φύσαγαν και ξεφύσαγαν οι άλλοι απ’ το χορό και την προσπάθεια. Μερακλωμένοι, χόρευαν και χόρευαν, θρακιώτικα, ηπειρώτικα, μακεδονίτικα, με τα βήματα και τις στροφές, παρά το κρασί, συνταιριασμένα. Αν και αρχικά καχύποπτη και με τα μούτρα ξινά, με την ώρα, πήρε η καρδιά μου να ζεσταίνεται βλέποντάς τους να δίνονται με τέτοιο πάθος στο χορό.

«Δες», μου λέει, ο διπλανός μου σκουντώντας με, με τον αγκώνα του. Και μου δείχνει έναν περήφανο γκριζομάλλη, τον πιο λεβέντη απ’ τους λεβέντες που έτυχε ποτέ να δω, αν και μετά βίας ήταν ένα και εξήντα στο ύψος. «Κοίτα», μου λέει, «πίσω στην κωλοτσέπη».

Δεν ήταν τόσο ο χορός πάνω σε πλοίο, που είχα χρόνια και ζαμάνια να δω, δεν ήταν τόσο η πίπιζα και τα τραπεζομάντιλα που ανέμιζαν στα καταστρώματα με τα ίδια φαγητά που μου ‘δινε και μένα η μάνα μου στις ημερήσιες εκδρομές του σχολείου, όσο αυτή η μικρή λεπτοδόντα τσατσάρα που προεξείχε, αυτή, που με έστειλε χίλια μύρια μίλια πίσω στο παρελθόν.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Η Φυλή των Μεταπτυχιακών


Στα πανεπιστήμια, εκτός των παραδοσιακών και πάγιων ομάδων που ανέκαθεν το απάρτιζαν, όπως το ακαδημαϊκό προσωπικό, οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι των τεχνικών υπηρεσιών και οι φοιτητές φυσικά, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε διόγκωση και άλλων μερίδων, όπως αυτές των μεταπτυχιακών φοιτητών και των πάσης φύσεως ειδικών επιστημόνων, [με ρόλο τύποις επικουρικό, στην πραγματικότητα όμως πρωτεύοντα στη διεκπεραίωση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών λειτουργιών], με προεξάρχοντες τους λεγόμενους 407, δηλαδή τους διδάσκοντες που προσλήφθηκαν βάσει του περίφημου προεδρικού διατάγματος 407, (ΠΔ/407), για να καλύπτουν προσωρινές εκπαιδευτικές ανάγκες και μόνο για ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα.

Ο τελευταίος αυτός θεσμός ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια με σκοπό την επάνδρωση νιόκοπων πανεπιστημίων της περιφέρειας, τα οποία στη μια νύχτα που στήνονταν για να εκπληρώσουν, όχι μόνο τις υποσχέσεις τους στους πελάτες ψηφοφόρους της περιοχής, ΑΛΛΑ και να βολέψουν στο όπως-όπως τους άρτι αφιχθέντες εκ του εξωτερικού γιους, γαμπρούς και κόρες, ανιψιούς και ανιψιές υμετέρων, που με ένα ισχνό διδακτορικούλι στο χέρι δεν είχαν και πολλές πιθανότητες, λόγω κορεσμού, υπερπροσφοράς και μεγαλύτερου μέσου, να δρασκελίσουν τις αδιαπέραστες πύλες των πανεπιστημίων του κέντρου, συνειδητοποιούσαν ότι έπρεπε να βρουν και κάποιους, έστω την τελευταία στιγμή, να κάνουν τέλος πάντων τα μαθήματα μιας και οι ανυποψίαστοι νέοι φοιτητές δεν θ’ αργούσαν να τους χτυπήσουν την πόρτα.

Στα μετέπειτα, οι ιθύνοντες νόες, αυτά τα κουτοπόνηρα και γλίτσικα βλαχαδερά, ανακάλυψαν ότι ο θεσμός θα μπορούσε σιγά-σιγά να μπει απ’ το παράθυρο και σε μεγαλύτερα πανεπιστήμια, όπου όντως μπήκε και στρογγυλοκάθισε, για να τα τροφοδοτήσει με φτηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό. Άσε που λόγω της ελαστικότητας, είδαν γρήγορα ότι μπορούσαν να το αφήνουν και απλήρωτο για καιρό.


Δεν είναι όμως αυτό το κύριο θέμα μας για απόψε, παρ’ όλο που παρασύρθηκα και έγραψα παραπάνω απ’ όσα αρχικά σκόπευα.

Το θέμα που με γυροφέρνει καιρό τώρα, σχετίζεται με τη φυλή των μεταπτυχιακών φοιτητών και αφορμή για να το θίξω στάθηκε το πρόσφατο άρθρο του Μανώλη Δρεττάκη στην Ελευθεροτυπία της 5ης Ιουνίου, με τον ενδεικτικό τίτλο «Προβληματική η αλματώδης αύξηση των μεταπτυχιακών φοιτητών στα ΑΕΙ».

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο και τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζει, ανάμεσα στα έτη 2002/3 και 2006/7 παρατηρείται αύξηση της τάξεως του 80%, δηλαδή ο συνολικός αριθμός των φοιτητών που παρακολουθούν μαθήματα για την απόκτηση διπλώματος εξειδίκευσης (Master), ή εκπονούν κάποια διδακτορική διατριβή εκτοξεύθηκε από 26.132 το 2002/3 στους 47.154 το 2006/7, από τους οποίους οι 27.408 ήταν υποψήφιοι για Master και οι 19.746 για διδακτορικό. Εν τω μεταξύ στο ίδιο διάστημα η αύξηση του διδακτικού προσωπικού ήταν της τάξης του 15% μόνο.

Η συνήθης εξήγηση που δίνεται για την εκρηκτική άνοδο της ζήτησης μεταπτυχιακών σπουδών είναι: η υποβάθμιση του κυρίως πτυχίου, το οποίο από μόνο του έπαψε πλέον να αποτελεί εφόδιο για την εξεύρεση εργασίας, (αν και αυτό το θεωρώ εν μέρει απατηλό, όχι γιατί οι φοιτητές δεν γνωρίζουν, αλλά διότι δεν έμαθαν να εφαρμόζουν στην πράξη και να κατανοούν αυτά που έχουν διδαχτεί και τα οποία είναι πάνω από αρκετά. Είναι κι αυτή μια από τις παθολογίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος εν γένει.).

Άλλη, εξ ίσου δημοφιλής εξήγηση είναι ότι η γνώση απαξιώνεται πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι παλιότερα, οπότε χρειάζεται επί πλέον εξειδίκευση. (Επίσης πλάνη, διότι δεν υπάρχει λόγος να μην απαξιώνεται και με το πέρας του μεταπτυχιακού ή διδακτορικού το οποίο διαρκεί τουλάχιστον όσο και ένα πτυχίο).

Η δική μου άποψη όμως, όσον αφορά την Ελλάδα, είναι διαφορετική. Δεν είναι τόσο η γνώση που απαξιώνεται, δεν είναι τόσο το χαμηλό γνωστικό αντίκρισμα του πρώτου πτυχίου, όσο η διαφοροποίηση της αγοράς εργασίας η οποία ΔΕΝ ενδιαφέρεται στην πλειοψηφία της για πτυχιούχους, πόσον μάλλον για περαιτέρω εξειδικευμένα στελέχη. Όπως έχω διαπιστώσει, αλλά και όπως έχει επισημανθεί πολλάκις και από τον Greek Rider, σε μια αγγελία είναι σύνηθες να ζητούνται απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ/ΙΕΚ (αδιάφορο) και με δίπλωμα για μηχανάκι σαν απαραίτητο προσόν, για την ίδια εργασία. Η αγορά ενδιαφέρεται για ένα περιορισμένο αριθμό στελεχών υψηλής εξειδίκευσης και ικανότητας και από κει και πέρα βολεύεται στο όπως-όπως. Όπως είδαμε και σε προηγούμενες αναρτήσεις, η τάση είναι για σχολές που θα μοιάζουν περισσότερο με σχολές επαγγελματικής εξειδίκευσης, παρά με πανεπιστημιακές.


Έτσι, η εκρηκτική άνοδος της ζήτησης μεταπτυχιακών τίτλων αντανακλά όχι τη δίψα των νέων για μάθηση όπως ίσως θα συνέβαινε σε μια υγιή κοινωνία, όχι την αυξημένη ζήτηση από την αγορά, αλλά την απελπισία για την αδυναμία τους να ενσωματωθούν στην αγορά εργασίας.


Παρατηρώντας αρκετούς φοιτητές στην Ελλάδα, που εκπονούν με χίλια μύρια ζόρια, αβοήθητοι, ακαθοδήγητοι, απλήρωτοι οι περισσότεροι, ταπεινωμένοι και με χαμηλό ηθικό τη διδακτορική τους διατριβή, σπάνια τους βλέπω μετά από 4-6 χρόνια, (αν δεν τα παρατήσουν στο μεσοδιάστημα), να βρίσκουν μια εργασία που να μην μπορούσαν να την έχουν βρει αρκετά χρόνια νωρίτερα με μόνο το βασικό τους πτυχίο. Σε ένα υγιές πανεπιστήμιο οι μεταπτυχιακοί αποτελούν έναν ζωοδότη μηχανισμό που αναπαράγει, ανανεώνει και τροφοδοτεί το σύστημα με νέο αίμα. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο η ίδρυση μεταπτυχιακών τμημάτων συνήθως μεταφράζεται σε αύξηση του εισοδήματος των διδασκόντων και σε εκμετάλλευση ενός πειθήνιου και άμισθου εργατικού δυναμικού, χωρίς επί πλέον να υφίσταται κυρώσεις για την ανεπάρκεια ή κατά καιρούς εγκατάλειψη της καθοδήγησης.

Κάλλιστα η όλη διαδικασία προσέλκυσης φοιτητών θα μπορούσε να παραλληλιστεί με αποπλάνηση ανηλίκου εξ αιτίας των φρούδων ελπίδων που σκορπά στα αγνά και άδολα νιάτα.

Σε άλλους δευτερεύοντες λόγους της εκρηξης των μεταπτυχιακών θα κατέτασσα
1) την μετάθεση για αργότερα του οδυνηρού προβλήματος εξεύρεσης εργασίας, που όπως και να το κάνουμε συνεπάγεται εξάρθρωση του φοιτητικού βολέματος, καθώς και

2) ψυχολογικούς λόγους, όπως αυξημένες προσδοκίες, βασισμένες στο στρεβλό δόγμα ότι όσο περισσότερα τόσο καλύτερα.

Στο ερώτημα, λοιπόν, στο κατά πόσον η αγορά χρειάζεται όλους αυτούς τους εξειδικευμένους πτυχιούχους, θα απαντούσα ότι φυσικά και δεν τους χρειάζεται. Γι αυτό άλλωστε και δεν τους αμείβει όπως θα περίμεναν επικαλούμενοι τα τόσα χρόνια σπουδών τους. Γι αυτό άλλωστε τους προσλαμβάνει σε θέσεις που καμία σχέση δεν έχουν με τα προσόντα τους. Απλώς η όποια εξεύρεση εργασίας, δεν οφείλεται στις έτι πλέον γνώσεις που αποκτήθηκαν, αλλά στην ελκυστικότερη εικόνα που αποκτά το βιογραφικό του υποψηφίου όταν αραδιάζει δεξιά κι αριστερά προσόντα και πτυχία, τα περισσότερα χωρίς νόημα και αντίκρισμα.


Και είναι θλιβερό να βλέπεις αυτά τα παιδιά που τόσο έχουν κοπιάσει, όταν τελειώνουν το διδακτορικό να βρίσκονται στην ίδια θέση που είχαν και πριν ξεκινήσουν, δηλαδή να προετοιμάζονται για διαγωνισμούς ΑΣΕΠ ή να δίνουν συνεντεύξεις για θέσεις ιατρικών επισκεπτών ή ό,τι άλλο.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Μικρή Κοινωνιολογία των Ονομάτων


  • Μια εποχή σημαδεύεται ανάμεσα στα άλλα, κι από τα ονόματα που δίνει στους βλαστούς της. Και τέτοια παραδείγματα μπορώ να αναφέρω αρκετά. Την εποχή των γάμων, φερ’ ειπείν, του βασιλέως Κωνσταντίνου, του τελευταίου βασιλιά, με την Άννα-Μαρία, είχε πήξει ο τόπος από Άννες-Μαρίες, έτσι ώστε από το όνομα αυτό και μόνο, που δεν είναι δα και τυπικά ελληνικό, να μπορεί κάποιος να προσδιορίσει σήμερα την ηλικία της γυναίκας που το φέρει. Πράγμα, βέβαια καθόλου επιθυμητό από τις κυρίες.
  • Το ίδιο πάνω-κάτω συνέβη και όταν η περί ούσης ο λόγος Άννα-Μαρία γέννησε την πρώτη της κόρη την οποία ονόμασε Αλεξία. Γέμισε πάλι ο τόπος από Αλεξίες. Ονόματα, που με το άδοξο τέλος της βασιλείας, τα πήρε κιαυτά άδοξα το ποτάμι. Πού και πού τα ξεθάβει κανένας αμετανόητος βασιλικός, αλλά τίποτε παραπάνω. Το βάρος τους είναι μικρό στο χρηματιστήριο των ονομάτων, όπως άλλωστε και η βασιλεία η ίδια.
  • Κάποια εποχή, πολύ αργότερα, εκεί γύρω στο 1990, όταν σαν άλλη Βουγιουκλάκη γύριζα τ’ αδερφάκια μου, μωρά ακόμα, στις παιδικές χαρές, είχα αντιληφθεί ότι πολλά παιδάκια ακούγανε στο όνομα Αλέξανδρος. Δεν έψαξα να βρω την προέλευση της ιδιαίτερης εύνοιας στο όνομα αυτό, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν βρίσκω κάτι άξιο λόγου που να την δικαιολογεί. Μόδα του συρμού ήταν μάλλον, αναιτιολόγητη κιαυτή όπως οι απανταχού μόδες.
  • Την ίδια ακριβώς εποχή τα κοριτσάκια λέγονταν κατά κόρον Νεφέλες, Σεμέλες, Φοίβες, Ήβες, Δανάες και άλλα αρχαιοπρεπή και βαρύγδουπα ονόματα που παραπέμπαν σε καλλιεπείς λυσίκομες νύμφες, νηρηίδες, δαναΐδες, μούσες, μαινάδες, δρυάδες, εταίρες, (για τους απρόσεκτους και ανιστόρητους γονείς), θεές. Στα επόμενα χρόνια τα αδερφάκια μου μεγάλωσαν και όπως ήταν φυσιολογικό άφησα τους μαζικούς χώρους παιδικής αναψυχής. Μ’αυτούς έχασα και την ευκαιρία να διαπιστώσω αν αυτή η τάση συνεχίστηκε και την επόμενη δεκαετία. Όταν άρχισαν να πηγαίνουν στα clubs και στα rave parties, εμένα σταμάτησαν να με θέλουν μαζί τους και αναγκαστικά διέκοψα τις κοινωνιολογικές μου παρατηρήσεις.
  • Παρατηρώ πάντως ότι εξέλιπαν παντελώς ονόματα σαν αυτά που ανέφεραν οι παππούδες μας στις διηγήσεις τους γύρω από τα παιδικά τους χρόνια, και τα οποία ακόμα κι αν δεν ήταν πολύ κοινόχρηστα στην εποχή τους, τουλάχιστον δεν προξενούσαν έκπληξη στο άκουσμά τους. Γνώριζαν κόσμο με εξωτικά ονόματα όπως Ροδούλα και Ματούλα, Κλημεντίνη, Κλεάνθη, Πολύκαρπος, Ωραιοζήλη, Ναθαναήλ και συχνά άκουγα τη γιαγιά μου να προσφωνεί τις φιλενάδες της με ονόματα όπως Κλαυδία, Βερίνα, Εριέττα, Τιτίνα, κ.λ.π. που μου φαίνονταν τότε ετυμολογικώς ανεξήγητα, αλλά εξαιρετικής ακουστικής αισθητικής.
  • Επειδή τον πιό πολύ χρόνο τον έζησα σε πόλη δεν έχω άμεση εμπειρία από ονόματα που συναντούσε κανείς στην ύπαιθρο. Δεν ξέρω κατά πόσον δηλαδή, τα Μαριγώ, Μυγδάλω, και τα εύοσμα Κανέλλα, Λεμόνα, Γαρυφαλλιά, κ.λ.π. ήταν κάτι σαν τα blue chips της εποχής στο χρηματιστήριο των ονομάτων ή ήταν εντελώς ανυπόληπτα και στα αζήτητα.
  • Τώρα που το σκέφτομαι πάντως, υπήρξε κάποια περίοδος, εκεί γύρω στο 1980, όπου μπορούσε κανείς να διαπιστώσει την συναδέλφωση πόλης χωριού, τουλάχιστον σε επίπεδο ονομάτων. Ήταν η εποχή, που το κίνημα της νεο-ορθοδοξίας ξεπηδούσε με αρκετά καλές προοπτικές στο προσκήνιο, κυρίως σαν φορέας αιτημάτων διερεύνησης της νεοελληνικής ταυτότητας και προσπαθειών απογαλάκτισης από την «εμβόλιμη» δυτική κουλτούρα και σκέψη, όπως διακήρυσσαν.
  • Έτσι ολοένα και περισσότερα κορίτσια και αγόρια κυκλοφορούσαν σε μπαρ, ταβέρνες, ντίσκο, κλαμπ κ.λ.π, με ταγάρια και με ονόματα που παρέπεμπαν σε στάνες, βρύσες και ραχούλες, όπως Ραλλού, Κρυστάλλω, Μαριγώ, Γιάγκος, Γιάννος κ.λ.π. Με τη διαφορά όμως, ότι οι Ραλλού, Κρυστάλλω, Μαριγώ και Γιάγκος της πόλης, μπορεί να είχαν κάποια μακρινή συγγένεια με κάποιον που είχε το ίδιο όνομα στο χωριό, δεν ήταν όμως, όπως υποψιάζομαι, η θέληση της διατήρησης του συγγενικού δεσμού που τους καθοδηγούσε στην επιλογή των συγκεκριμένων ονομάτων. Άλλωστε ήταν πολύ πιθανόν οι αμέσως στενότεροι πρόγονοί τους να ονομάζονταν Τζίνα, Τζούλια, Βίβιαν, Μάριον κ.λ.π. σημάδι εξευρωπαϊσμού και πλούτου, και να κατοικούσαν στο Ψυχικό ή Κολωνάκι.
  • Αυτό που τους έσπρωχνε σε τέτοιες επιλογές μπορεί να ήταν η νοσταλγία για τις βουκολικές ρίζες της χώρας και για την αμόλυντη, αθώα, απλή, κοινοτική ζωή μιας υπαίθρου που ανήκε σ’ ένα εξιδανικευμένο ως επί το πλείστον παρελθόν. Μπορεί όμως να ήταν κι ένας αντεστραμμένος ελιτισμός. Πάντως μόδα ήταν κιαυτή και πέρασε, όπως και η νεο-ορθοδοξία του Μοσκώφ. Όσο για τη δεύτερη, έχοντας χάσει στη διαδρομή τα τελευταία χρόνια το πρόθεμα –νέο, ξαναγύρισε δυναμική στο προσκήνιο σαν ορθοδοξία του Χριστόδουλου, με φερετζέ και μπούρκα.
  • Το παρήγορο είναι ότι παρά τον ανερχόμενο φονταμενταλισμό της σημερινής κοινωνίας δεν έχω παρατηρήσει έξαρση ονομάτων του τύπου, Βαρβάρα (από την Αγία Βαρβάρα), Φαβιόλα (από το ομώνυμο best seller των κατηχητικών μιας παλιότερης εποχής), Παρθένα, και άλλων ανασυρμένων από το βαρύ οπλοστάσιο του χριστιανικού εορτολογίου. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας για τον Μεσαίωνα.

Ο πίνακας είναι του William-Adolphe Bouguereau

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Τα Τραγούδια της Γερμανίας

Δεν μπορείς να γράψεις για την μετανάστευση, για το μεγάλο κύμα φυγής απ’ το ’60 και μετά στη Γερμανία, χωρίς να πάει το μυαλό στον Καζαντζίδη. Ειδικά, όσων έτυχε να ζήσουν λίγο πολύ από κοντά τα γεγονότα. Τη «Γερμανία» μεταπολεμικά, την πλήρωσε σχεδόν στο ακέραιο η Μακεδονία, όπως την «Αμερική» προπολεμικά, η Πελοπόννησος και τα Δωδεκάνησα. Και η Μακεδονία εκείνη την περίοδο τραγουδούσε ολόκληρη Καζαντζίδη.

Τώρα γιατί Καζαντζίδη; Ίσως γιατί άγγιζε με τόσο πάθος τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και τις αγωνίες του κόσμου, και πρώτα απ’ όλα την ξενιτιά. Έτσι για χιλιάδες μετανάστες και τις οικογένειες τους σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, ο Καζαντζίδης δεν ήταν παρά το είδωλο και η παρηγοριά τους.

Ψάχνοντας τις προάλλες στο δίκτυο να βρω μερικά απ’ αυτά τα τραγούδια, που με τα χρόνια είχα μισοξεχάσει, τα λόγια όμως, όχι τη μουσική και τις εικόνες που τα συνόδευαν, είδα ότι ο Καζαντζίδης δεν ήταν ο μόνος. Υπήρχαν κι άλλοι, με εξ ίσου πολύ γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια. Μερικά απ’ αυτά θέλησα σήμερα να μεταφέρω, που ίσως θυμίσουν κάτι και σε σας. Έτσι άτακτα και χωρίς χρονολογική σειρά.





Απ’ τα πιο γνωστά λοιπόν τραγούδια του ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ ήταν τα



1. ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό
το νερό της θόλο, και το στρώμα σκληρό

Τα λεφτά που αποκτάς, τα βλαστημάς
Υποφέρεις πονάς, τη πατρίδα ζητάς

Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις
Μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις
Πάντα μ’ απονιά, χωρίζεις μάνες και παιδιά

Κάνε παναγιά, η ξενιτιά να πάψει
κι άλλη μάνα πια, για χωρισμό μη κλάψει
κι όλα τα παιδιά στο σπίτι τους να ‘ρθουν ξανά

Το ψωμί της ξενιτιάς, είναι ξερό
και με δάκρυ πικρό, το ‘χω βρέξει κι εγώ
Πιο καλά στο φτωχικό, ψωμί κι ελιά
παρά χίλια καλά, στη σκληρή ξενιτιά



2. ΣΤΙΣ ΦΑΜΠΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Στις φάμπρικες της Γερμανίας
και στου Βελγίου τις στοές
πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν
και κλαίνε οι μάνες, αχ, μοναχές

Κακούργα μετανάστευση
κακούργα ξενιτιά
μας πήρες απ’ τον τόπο μας
τα πιο καλά παιδιά

Στη μακρινή την Αυστραλία
και πέρα στην Αμερική
στον Καναδά, στη Βραζιλία
πόσα παιδιά, αχ, πονούν κι εκεί

Κάνε κουράγιο μετανάστη
κάνε λεβέντη μου υπομονή
του γυρισμού σου, αχ, το καράβι
πάλι μια μέρα, αχ, θα φανεί

3. Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Καράβι ποιος σε κέντησε, ποιος σου 'βαψε τα ξάρτια
για να με πάρεις μακριά και να δακρύσουνε πικρά
και να δακρύσουνε πικρά της μάνας μου τα μάτια

Φεύγω γιατί με πίκρανε η φτώχεια και ο πόνος
είχε πνιγεί η ελπίδα μου είχε σβηστεί ο ήλιος μου
κι είχε χαθεί
κι είχε χαθεί ο δρόμος

Με δέρναν όλοι οι καιροί, μου πάγωναν τα μάτια
μου κάναν πέτρα το ψωμί, μου κάναν βούρκο το νερό
μου κάναν βούρκο το νερό και την καρδιά κομμάτια

Φεύγω γιατί με πίκρανε...

Δεν μού 'χαν μείνει ν' αγαπώ δυο χέρια ν' αγκαλιάζω
μόνο τα χείλη με καημό και μια φωνή με πυρετό
και μια φωνή με πυρετό τον πόνο να φωνάζω

Φεύγω γιατί με πίκρανε...


4. ΑΠΟΨΕ ΜΑΝΑ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΕΜΑΙ

Απόψε μάνα σε συλλογιέμαι
σε ξένη χώρα σε ξένη γη
και μες στους δρόμους περιπλανιέμαι
ζητώντας να βρω στέγη και στοργή

Κανένας πόνος δεν ησυχάζει
δίχως το χάδι το
μητρικό
κι όποιος για μάνα αναστενάζει
σ' αυτόν το κόσμο δεν το αδικώ

Απόψε μάνα σε συλλογιέμαι
κι από τα ξένα σου τραγουδώ
με την ελπίδα παρηγοριέμαι
πως κάποια μέρα θα σε ξαναδώ


5. Το ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ

Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο
που πήρα για τα ξένα
μα τι να κάνω ο φτωχός, μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός
και πίσω μαύρο ρέμα

Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο
μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα
Απ΄ τους καημούς που πέρασα μια μέρα δεν εγέλασα
τα μάτια μου όλο κλαίνε
και πήρα την απόφαση να φύγω για την κόλαση που ξενιτιά τη λένε

Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο .....

Μάνα κι αγάπη μου καλή πάτε κι ανάψτε ένα κερί
στης Παναγιάς τη χάρη
στην ξενιτιά να μη χαθώ, μα γρήγορα να ξαναρθω
στην αγκαλιά σας πάλι

Το ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ, σύμβολο του ξενιτεμού, πολυπόθητο απ’ τη μια, αλλά και μισητό απ’ την άλλη, σφραγίδα του χωρισμού, ενέπνευσε και άλλους συνθέτες και στιχουργούς, πλέον του Κ. Βίρβου.





Έτσι ένα άλλο διαβατήριο το έγραψε, το συνέθεσε και το τραγούδησε ο Μανώλης ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ


6. ΣΧΙΖΩ ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ

Σχίζω το διαβατήριο
και έρχομαι στη Ελλάδα
σε λίγες μέρες θα βρεθώ
στην αγκαλιά σου μάνα

Σχίζω το διαβατήριο
είναι η ζωή εκεί μαρτύριο
μαρτύριο

Μανούλα και αγάπη μου
Δεν πόνεσε η καρδιά σας
Μα δεν θα ξαναφύγω πια
Θα ζω και εγώ κοντά σας

Σχίζω το διαβατήριο
Ούτε λεπτό δεν μένω
Είναι βαριά η ξενιτιά
Για τον ξενιτεμένο


Αλλά και ο Βασίλης Τερλέγκας, (με άσμα ιδίου τίτλου όπως μου υπέδειξε ο NdN, μόνο που αυτός θέλει να ξεφύγει όχι από τη μαύρη φτώχια και μιζέρια, αλλά από μια απέλπιδα αγάπη. Άλλοι οι καημοί των νεωτέρων...

Ο Αγγελόπουλος δίνει το στίγμα της ξενιτιάς και σε ένα άλλο του τραγούδι με τον τίτλο

7. ΣΗΜΕΡΑ ΠΗΡΑΜΕ ΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ

Σήμερα πήραμε το γράμμα σου παιδί μου
και είδα να μας γράφεις πως βρίσκεσαι καλά
άν θες τα νέα τα δικά μας για να μάθεις
τα βάσανα μας γιε μου εγίνανε πολλά

Απ’ την μια η στεναχώρια
που σε πήρε η ξενιτειά
κι απ’ την άλλη η
μητέρα
γέρασε παιδί μου πια
μας παράτησες παιδί μου
μόνους μες τα γηρατειά


Σήμερα πήραμε το γράμμα σου παιδί μου
και κλαίμε όλη μέρα σαν τα μικρά παιδιά
γιατί να ζούμε μες στον κόσμο σαν ρημάδια
και σενα να σε τρώει η μαύρη ξενιτειά

Απ’ την μια...


Ο ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ σε μουσική Θεοδωράκη και στίχους Ερρίκου Θαλασσινού ερμηνευει το αξέχαστο:

8. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Φεγγάρι, μάγια μου ’κανες
και περπατώ, και περπατώ στα ξένα
Είναι το σπίτι ορφανό, ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό, και τα βουνά
και τα βουνά, και τα βουνά κλαμένα

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Στείλ’ ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελι-, ένα χελιδονάκι
Να πάει να χτίσει τη φωλιά, αχ τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά, δίπλα στο μπα-
δίπλα στο μπα-, δίπλα στο μπαλκονάκι

Στείλ’ ουρανέ μου...

Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο, δεμένη στο μαντήλι
Προικιά στην αδελφούλα μου, αδελφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου γλυκό φιλί
γλυκό φιλί, γλυκό φιλί στα χείλη

Στείλ’ ουρανέ μου...



Ο Μαρκόπουλος σε στίχους Σκούρτη αφιερώνει ολόκληρο δίσκο στους «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ» με ερμηνευτές τη Βίκυ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ και τον Λάκη Χαλκιά. Αντιγράφω το


9. ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τραίνα που 'ναι στο σταθμό πού πάνε

Αδύνατος, μου γράφει ο Στελάκης
έχει ανάγκη θάλασσας ο Τακης
Αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα
θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα

Αγόρασα λαχείο στ' όνομά τους
αχ, να κερδίσει να σταθώ σιμά τους


Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
δε ξέρω πότε θα τα δω, και λιώνω
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τραίνα που 'ναι στο σταθμό πού πάνε


Και τη

10. ΦΑΜΠΡΙΚΑ

Η φάμπρικα, η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύ-, δουλεύει νύχτα μέρα
Και πώς τον λεν τον διπλανό και τον τρελό τον ιταλό 2x

Να τους ρωτήσω δεν μπορώ, ούτε να πά-, ούτε να πάρω αέρα 2x

Δουλεύω μπρος, δουλεύω μπρος στη μηχανή
Στη βάρδια δύ-, στη βάρδια δύο δέκα
Κι από την πρώτη τη στιγμή μου στείλανε τον ελεγκτή 2x
Να μου πετάξει στο αυτί δυο λόγια νέ-, δυο λόγια νέτα σκέτα 2x

άκουσε φί-, άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος εί-, ο χρόνος είναι χρήμα
Με τους εργάτες μη μιλάς, την ώρα σου να την κρατάς
Το γιο σου μη τον λησμονάς, πεινάει κι εί-, πεινάει κι είναι κρίμα

Κι έτσι στο πό-, κι έτσι στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη, ξεχνάω τη μιλιά μου
Είμαι το νούμερο οκτώ, με ξέρουν όλοι με αυτό
Κι εγώ κρατάω μυστικό ποιο είναι τ’ ό-, ποιό είναι τ’ όνομά μου

Τελειώνοντας, και με το στόμα λίγο στυφό, δεν μπορώ να παρά να μην αναφέρω αυτό που διαβάζοντας τους στίχους μου χτύπησε στ’ αυτί από την πρώτη στιγμή. Η τεράστια πλειοψηφία των τραγουδιών προσωποποιεί τον πόνο της ξενιτιάς στον σκληρό αποχωρισμό, ούτε από παιδιά, ούτε από γυναίκα, ούτε από πατρίδα, αλλά από τη ΜΑΝΑ. Οι πολλαπλές αναφορές σε αυτό το πρόσωπο ειδικά, δεν είναι κάτι που μπορεί ν’ αφήσει τον ψυχαναλυτή αδιάφορο. Γιατί αυτή η εμμονή; Είναι απλώς η μίμηση του ενός στιχουργού από τον άλλον; Είναι ότι στην αρχή ξενιτεύονταν οι λέφτεροι και οι μικροί, φεύγοντας κυριολεκτικά μέσα απ’ την ποδιά της μάνας; Είμαστε τόσο ακριβές στους γιούς εμείς οι μανούλες; Ό,τι και νάναι πάντως είναι εντυπωσιακό.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Ελληνική Μετανάστευση σε Δυο Συνέχειες: Δεύτερο Μέρος


3) ΤΡΙΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ - ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Η ιδιομορφία του τρίτου αυτού μεταναστευτικού κύματος είναι ότι
α) κατευθύνεται λιγότερο προς ΗΠΑ και περισσότερο προς Ευρώπη και
β) ότι συνοδεύεται από ένα μεγάλο κύμα παλιννόστησης εξ΄ αιτίας της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 αλλά και της ανακοπής των μεγάλων μεταπολεμικών ρυθμών ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών.

Η Ευρώπη βγαίνει πληγωμένη από τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και αποφασισμένη να ξαναρχίσει. Οι οικονομίες των χωρών αναπτύσσονται με γοργό ρυθμό και χρειάζονται φτηνά εργατικά χέρια. Η Ελλάδα και πάλι στην πρωτοπορία, μαζί με την Ιταλία και Ισπανία, γίνεται ο κύριος αποστολέας μιας ανεκμετάλλευτης και υποαπασχολούμενης εργατικής δύναμης.

Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που δέχεται Έλληνες να δουλέψουν στ’ ανθρακορυχεία της, είναι το Βέλγιο, το 1954. Ανάμεσα στα 1954-1958 15,000 (γιά άλλους 40,000) έλληνες περνούν τα σύνορα. Η Γερμανία μπαίνει στο παιχνίδι λίγο αργότερα, το 1959 με 2,500 εργάτες. Το 1960, η αύξηση όμως είναι αλματώδης, όπου 23,000 προστίθενται αυτή τη φορά. Το 1961, ακόμη 30,000 , το 1962 47,500, το 1963 58,000 και 65,000 τον επόμενο χρόνο. Έτσι, στο τέλος του 1965 περίπου 200,000 έλληνες βρίσκονται στη Γερμανία να δουλεύουν στη βαριά κυρίως βιομηχανία, ενώ μέχρι το 1976 ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων εργαζομένων στη Δ. Γερμανία ανέρχεται στους 630,000, δηλαδή στο 84% του συνολικού αριθμού των μεταναστών στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Οι ρυθμοί αυτοί εξόδου συντηρούνται μέχρι την μεταπολίτευση, οπότε και αρχίζουν σταδιακά να πέφτουν. Το ίδιο χρονικό διάστημα η υπερπόντια μετανάστευση γνωρίζει κάμψη, με ...μόνο 236,000 έλληνες να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα ανάμεσα στα 1946 – 1963.

Τα αίτια του τρίτου αυτού μεταναστευτικού κύματος, πολιτικά και οικονομικά, οφείλονται στις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο πόλεμο. Για παράδειγμα, η αμερικανική κυβέρνηση είχε δώσει 75,000 άδειες εγκατάστασης σε έλληνες που προέρχονταν από περιοχές που πέρασαν σε κομμουνιστικό καθεστώς καθώς και σ’ εκείνους που είχαν δεινοπαθήσει κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Την ίδια δε περίοδο, πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες από την ηττημένη Αριστερά ακολουθούν τους δρόμους προς τα Βαλκάνια και την Σοβιετική Ένωση, περίπου 35,000.
Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου, αλλά και τα κατοπινά χρόνια, με τις ανελέητες διώξεις των αριστερών και δημοκρατικών πολιτών, πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να βρούνε καταφύγιο στις μεγαλουπόλεις. Η ανεργία έφτανε σε διψήφια νούμερα, τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα και η τοπική οικονομία κατέρρεε. Ο εκπατρισμός ήταν και πάλι η μόνη διέξοδος. Η περιοχή δε, που πλήρωσε περισσότερο αυτή τη φορά με εκροή ανθρώπινου δυναμικού ήταν η Βόρεια Ελλάδα, ενώ στην προηγούμενη μεταναστευτική περίοδο, στις αρχές του αιώνα δηλαδή, το ρόλο αυτό τον είχε η Πελοπόννησος.

Η μεταπολεμική μετανάστευση στις ΗΠΑ περιγράφεται στον Πίνακα 2.



Επίσης, ο Πίνακας 3 περιέχει συγκριτικά στοιχεία ανάμεσα στις ΗΠΑ και Γερμανία για την ίδια περίοδο.



Ενώ, η συνολική μεταπολεμική έξοδος αναγράφεται στον Πίνακα 4.


H ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Στα παιδικά μου χρόνια, η Γερμανία ήταν στην ημερήσια διάταξη. Δεν υπήρχε οικογένεια, εκεί στα χωριά της Μακεδονίας όπου μεγάλωσα, που να μην είχε κάποιον δικό της, κάποιον κατάδικό της στα ξένα. Για παιδιά, μιλάω και για γονείς. Το μοτίβο παντού το ίδιο. Η γιαγιά στο χωριό, μεγαλώνει εγγόνια. Παιδιά που λένε τη μάνα, θεία και τη γιαγιά, μαμά. Παιδιά που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στο χωριό και τη Γερμανία. Πολλά τέτοια παιδιά, που ονειρεύονται να μεγαλώσουν και να τραβήξουν κι αυτά για τη Γη της Επαγγελίας. Και μετά, η προγραμματισμένη επιστροφή το καλοκαίρι για διακοπές. Έπηζαν οι χωματόδρομοι από ξεχαρβαλωμένες Mercedes, Opel Kadett και Ford Taunus, φορτωμένα ως εκεί πάνω με μπαγκάζια, δώρα κυρίως. Τις πιο πολλές φορές οι κούρσες νοικιασμένες, για τα μάτια του κόσμου. Τεκμήρια επιτυχίας και προκοπής. Καμάρωνε η μπάμπω, δικαιωμένη πια, μπροστά-μπροστά στη Mercedes του γιου της. Σ’ αλλοτινούς καιρούς, ούτε ν’ ονειρευτεί δεν θα μπορούσε τέτοια μεγαλεία! Και μετά έβγαιναν τα νάιλον καλσόν, τα μεγάλα κουτιά με κρέμα Nivea, και οι περίφημες κρέμες προσώπου Marbert. Δώρα που σ’ εκείνους τους καιρούς φάνταζαν εξωτικά. Τα αντίστοιχα της Ελλάδας, δεν πιάνανε μία. Της Γερμανίας ήταν πάντα τα καλλίτερα! Και οι σοκολάτες, καμία σχέση με τις δικές μας!

Σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής. Καλσόν, Nivea και η Ελλάδα μεσίστια!

Η Γερμανία, όμως, έδωσε ψωμί, το ίδιο και η Αμερική. Τάισε πολύ κόσμο, και μετά τα πρώτα πέτρινα χρόνια, τον ανθρώπεψε. Στα χωριά σιγά-σιγά άρχισαν να ξεφυτρώνουν καλαίσθητα σπιτάκια στην αρχή, σπιταρόνες, σε στιλ δυναστείας, αργότερα. Όλα με λεφτά της Γερμανίας.

4). ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η κατανομή του απόδημου ελληνισμού σήμερα απεικονίζεται στο παρακάτω σχεδιάγραμμα, Πίνακας 5.

Τη μερίδα του λέοντος έχει η Αμερική, έχοντας απορροφήσει το 61% των αποδήμων και ακολουθούν η Ευρώπη με το 23% και η Ωκεανία με το 13%.

Οι δρόμοι της μετανάστευσης παγκοσμίως έχουν αλλάξει. Η Ελλάδα, κυρίως μετά το 1990 δέχεται πια μετανάστες είτε από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες, είτε, σε λιγότερο βαθμό, από χώρες της Ασίας και της υποσαχάρειας Αφρικής. Το ίδιο, πάνω-κάτω συνέβη και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τους μετανάστες ν’αποτελούν πλέον το 8-10% του συνολικού πληθυσμού τους.

Στην Ελλάδα, ο αριθμός των μεταναστών αντιστοιχεί επισήμως στο 7,0% του πληθυσμού της χώρας, ενώ οι πραγματικοί αριθμοί είναι αρκετά μεγαλύτεροι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, στην χώρα μας βρίσκονται 762.191 μετανάστες, 415.552 άνδρες και 346.639 γυναίκες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταναστών προέρχεται από την Αλβανία 57,5% (438.036 άτομα), ενώ από τις 24 κυριότερες χώρες προέλευσης /αποστολής οι 20 είναι από την Ευρώπη 10 από την Ασία, 2 από την Βόρεια Αμερική και από μία χώρα η Αυστραλία και η Αφρική.

Η κατανομή των αλλοδαπών στην Ελλάδα, ανά χώρα προέλευσης παρουσιάζεται στον Πίνακα 6.




Πέρα λοιπόν, από την αναταραχή που, φυσιολογικά, δημιουργήθηκε τον πρώτο καιρό, οι μετανάστες έχουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, μιλούν τη γλώσσα, έχουν αποκτήσει κάποια σταθερή δουλειά, διασκεδάζουν, ονειρεύονται, νοσταλγούν και αποταμιεύουν.
Είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς ανθρώπους να ξεριζώνονται απ’ τις πατρίδες τους και να διαλέγουν τον τόπο μας για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, σαν τη δική τους Γη της Επαγγελίας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «Επισκόπηση της ιστορίας της Νεοελληνικής διασποράς», Ι.Κ. Χασιώτης, εκδ. Βάνιας, 1993.
2. «Παγκόσμιοι Έλληνες», Αφιέρωμα εφημ. Ελευθεροτυπία, 27/11/1999.
3. «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη», Θανάσης. Βαλτινός, εκδ. Κέδρος.
4. Essays on Greek Migration, Migration Series No 1., Social Sciences Center Athens, 1967.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Ελληνική Μετανάστευση σε Δυο Συνέχειες: Πρώτο Μέρος




Οι μεταναστεύσεις απετέλεσαν ενδημικό φαινόμενο στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Χοντρικά διακρίνουμε τρία μεγάλα μεταναστευτικά κύματα προς διαφορετικούς προορισμούς κάθε φορά.


Το πρώτο κύμα ανάγεται στην περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
το δεύτερο στο τέλος του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, ενώ
το τρίτο συμπίπτει με τη μεταπολεμική περίοδο και πρακτικά τερματίζει λίγο μετά τη μεταπολίτευση.


Από ‘δω και πέρα θ’ ασχοληθούμε κυρίως με τη προπολεμική μετανάστευση προς την Αμερική και λιγότερο με την μεταπολεμική προς τη Γερμανία. Οι δύο αυτές χώρες σήκωσαν και τον κύριο όγκο των μεταναστών και κατέχουν ειδικό βάρος στη συνείδηση των νεοελλήνων. Οι έλληνες διασκορπίστηκαν κυριολεκτικά στα 4 σημεία του ορίζοντα, ώστε ν’ αληθεύει η δοξασία ότι δεν υπάρχει γωνιά της γης που να μην έχει έλληνες ή απ’ όπου να μην έχει περάσει τουλάχιστον ένας.


1) ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ

Οι εκπατρισμοί της πρώιμης τουρκοκρατίας προκλήθηκαν αρχικά από την εξάρθρωση που επέφερε η οθωμανική εξάπλωση στον κοινωνικό ιστό και από τον 17ο αιώνα και μετά, από την οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας σε συνδυασμό βέβαια με τις ευκαιρίες για καλλίτερους όρους διαβίωσης που προσέφεραν στους μετοίκους μερικές γειτονικές χώρες. Από τον 15ο – 18ο αιώνα, κατά τους αλλεπάλληλους πολέμους των Τούρκων με τους Βενετούς πολλοί από τους κατοίκους φεύγουν προς φραγκοκρατούμενες περιοχές και από κει προς Ιταλία και Βενετία. Αργότερα, κατά τα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου, οι δρόμοι της μετανάστευσης οδηγούν στη βόρεια Βαλκανική, τη νότια Ρωσία και κεντρική Ευρώπη, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πολλοί Έλληνες στρέφονται στα αστικά κέντρα της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής. Πάντως εκτιμάται ότι μέχρι το 1890 ο αριθμός των μεταναστών στην Αμερική ήταν ασήμαντος.


2) ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΜΑ - ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

2α) ΑΙΤΙΕΣ

Τα τέλη της δεκαετίας του 1880 και ακόμα περισσότερο οι επόμενες δεκαετίες σημαδεύονται από ένα νέο κύμα μεταναστεύσεων, που για πρώτη φορά προσανατολίζεται προς υπερπόντιους προορισμούς, Αυστραλία , κυρίως όμως Αμερική.

Οι λόγοι της μετανάστευσης πρέπει να αναζητηθούν στην κακή οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου που ταλάνιζε κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας, στην ανεξέλεγκτη τοκογλυφία στην ύπαιθρο, στις συχνές επιστρατεύσεις, στις φεουδαρχικές δομές της αγροτικής ιδιοκτησίας με την ύπαρξη τσιφλικιών, και στο φαινόμενο της ληστείας που συνέχιζε να ρημάζει την ύπαιθρο.

Γράφει σχετικά, ο Μπάμπης Μαλαφούρης στο βιβλίο του "Έλληνες της Αμερικής 1528-1928",

«Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η ομαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασμένου αιώνος, οι μικροϊδιοκτήτες ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόμος με την προσωπική κράτηση για χρέη. Εξάλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η μεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας μικρός αριθμός ιδιοκτητών εξεμεταλλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις με σύστημα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του 1911, ήταν κάτι παραπλήσιο προς τους δουλοπάροικους».

Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι από τα 2658 χωριά της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου τα 1422 ανήκαν σε μεγάλους γαιοκτήμονες, (Β. Φίλιας).

Η τοκογλυφία οργίαζε. Ο τόκος, ήταν 20-30% σε χρήμα, αλλά οι δανειστές έπαιρναν από τους οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και άλλα προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση πώς οι μετανάστες δεν προέρχονταν όλοι από τα πιο φτωχά τμήματα του αγροτικού πληθυσμού. Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήματα και οι πράκτορες ή οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι μικροκτηματίες με υποθηκευμένα κτήματα ήσαν πολλοί μεταξύ των μεταναστών. Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος. Τους δέσμευαν με συμβόλαια εργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόμους ή στα ορυχεία του Κολοράντο. Οι ενέργειες αυτές ήταν φυσικά παράνομες και καταδιώκονταν από τον Αμερικανικό Νόμο. Ακόμα και παιδιά 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια που διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α.

Ο Τάσος Βουρνάς, στο βιβλίο του: «Η σφαγή στο Δήλεσι. Αγγλοκρατία και ληστοκρατία» αναφέρει ότι μετά τον πόλεμο του 1897 η ληστεία φουντώνει και πάλι, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 1899 να υπάρχουν στην Ελλάδα 12.580 ληστές. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης και η Κυβέρνησή του για να υπάρξει «αποσυμφόρηση» ενισχύει σιωπηρά την μετανάστευση των ληστών στην Αμερική. Το μέτρο σημειώνει επιτυχία και χιλιάδες ληστές ξενιτεύονται. Το πώς κατόρθωσαν βέβαια οι αξιότιμοι αυτοί κύριοι να περάσουν τις πόρτες της Αμερικής αποτελεί αίνιγμα, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι συγκεκριμένες κατηγορίες μεταναστών, όπως άτομα με ψυχικές διαταραχές και χρόνιες ασθένειες, ανάπηροι ανίκανοι προς εργασίαν, ή άτομα με εγκληματικό παρελθόν, αποκλείονταν δια ροπάλου. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι αυτοί που ταξίδευαν στην πρώτη και δεύτερη θέση στα υπερωκεάνια έπαιρναν κάρτα εισόδου με συνοπτικές διαδικασίες και με όχι πολλές-πολλές ερωτήσεις. Ίσως αυτό αποτελεί μια εξήγηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγάλο κύμα, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, συμπίπτει με το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη και με την επαύριον του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Εφ’ εξής η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή πολεμική αναταραχή, με τον Μακεδονικό αγώνα, τους Βαλκανικούς πολέμους, ύστερα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά με την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Κοντολογίς, υπάρχουν έλληνες που πολεμούν για καμιά τριανταριά χρόνια στη σειρά, με ό,τι αυτό να συνεπάγεται για την οικονομική ζωή και ανάπτυξη.

Τα πάθη εκείνης της εποχής και την προσπάθειά του να καταφέρει να πατήσει σε αμερικανικό έδαφος, διηγείται με χαρακτηριστικό τρόπο, ο Ανδρέας Κορδοπάτης στον Θανάση Βαλτινό, ο οποίος με τη σειρά του τα καταγράφει στο βιβλίο του «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη».

«... Το 97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα έγινε μια μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν. Εμείς είχαμε ανοιχτεί σε πιστώσεις, αλλά δεν υπήρχε πια παράς για να μας τον γυρίσουν....Τα χωριά στέναζαν. Καρπός δεν βρισκόταν πουθενά. Οι μανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέματα και μάζευαν καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται. Ύστερα, δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν σύννεφο, τον σκέπασαν τον τόπο...»

Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο αν δεν αναφέραμε ότι η μετανάστευση είχε και τα ...καλά της. Δηλαδή σε δύσκολους καιρούς λειτούργησε σαν βαλβίδα ασφαλείας διοχετεύοντας το άνεργο ή υποαπασχολούμενο εργατικό δυναμικό σε χώρες που μπορούσαν να το αξιοποιήσουν. Επί πλέον, τα εμβάσματα των εκπατρισθέντων προς τους συγγενείς, ήρθαν κάποια στιγμή ν’ αποτελέσουν σημαντική πηγή εσόδων του κράτους. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι το 1965 οι τέτοιου είδους χρηματικές εισροές ανέρχονταν στο 62.5% των εξαγωγών.




2β) ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ


Η μετανάστευση ανέβηκε με αλματώδεις ρυθμούς και σε πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα ύψη, προπάντων στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Υπολογίζεται ότι κατά την εικοσιπενταετία 1896-1921 ο ελλαδικός πληθυσμός έχασε περίπου 450.000 κατοίκους, δηλαδή πάνω από το 12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, που στο τέλος της περιόδου αυτής ήταν γύρω στα 5.500.000.


Στα χρόνια, ειδικά, μεταξύ του 1900 και του 1920 ο αριθμός των μεταναστών άγγιζε τα 25.000 άτομα ετησίως. Η μεγάλη σημασία της πληθυσμιακής αυτής αιμορραγίας έγκειτο στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκε στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, στις ηλικίες, δηλαδή, μεταξύ 15 και 45 ετών.

Την μερίδα του λέοντος στην εκροή αυτή του ανθρώπινου δυναμικού της Ελλάδας την παίρνει η μετανάστευση προς την Αμερική. Για παράδειγμα, από τον προαναφερθέντα μέσο ετήσιο όρο των 25.000 μεταναστών οι 23.000 κατευθύνονταν προς τις ΗΠΑ και οι υπόλοιποι προς Καναδά και Ν. Αμερική. Οι αριθμοί αυτοί αφορούν μόνο τους μετανάστες με ελληνική υπηκοότητα και όχι αυτούς που γεννήθηκαν σε βαλκανικές, νησιωτικές και μικρασιατικές περιοχές εκτός ελληνικών συνόρων. Το μέγεθος της κατηγορίας αυτής υπολογίζεται στα 100,000 περίπου άτομα για όλη την προαναφερθείσα περίοδο.

Παρ’όλα αυτά, 150.000 έλληνες περίπου επέστρεψαν κατά την περίοδο 1912-1921, από τους Βαλκανικούς πολέμους, δηλαδή, μέχρι και την Μικρασιατική καταστροφή, για να λάβουν μέρος στον πόλεμο αλλά και να εγκατασταθούν στις νέες απελευθερωμένες χώρες, Μακεδονία, Κρήτη, Θράκη, όπου ήλπιζαν ότι θα είχαν καλλίτερη τύχη. Πάντως, μετά το 1922 και μέχρι τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μια κάποια ισορροπία. Όσοι έφευγαν για Αμερική, άλλοι τόσοι περίπου επέστρεφαν. Ο κυριότερος λόγος ήταν το κραχ του 1929 και η κατάρρευση της Αμερικανικής οικονομίας. Όταν όμως η οικονομία της Αμερικής άρχισε να καλυτερεύει, πολλοί άρχισαν και πάλι να στρέφουν το βλέμμα προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Παράνομα, βέβαια, γιατί από το 1924 και μετά η Αμερικανική κυβέρνηση άρχισε να επιβάλλει περιορισμούς στον αριθμό μεταναστών από τις Μεσογειακές χώρες. Τότε, έφτασαν στην Αμερική περίπου 30.000 Έλληνες, από τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία ήταν νύφες για τους εργένηδες, καθώς και οι σύζυγοι των μεταναστών που ήδη είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ.

Συνοπτικά, ο ετήσιος αριθμός μεταναστών προς τα εκεί καταγράφεται στον ακόλουθο Πίνακα 1.






( Συνεχίζεται...)


Το Δεύτερο Μέρος θα δημοσιευθεί την Παρασκευή 13/6


Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ


Θα πάρει καιρό μέχρι να ξεχάσω τη φάτσα του νεαρού εκείνου, που με σκαμμένο πρόσωπο και τρομαγμένα μάτια γυρόφερνε Κυριακή μεσημέρι, πάνε χρόνια τώρα, στα στενά γύρω απ’ το Μοναστηράκι. Δεν ήταν το βλέμμα εκείνο το ανήσυχο που μού ΄μεινε, βλέμμα όμοιο με θηρίου σε αναμονή, που καιροφυλακτεί και παραμονεύει τον κίνδυνο. Άλλωστε τέτοια βλέμματα ντυμένα με αταίριαστα, παλιοκαιρίσια ρούχα συναντούσε κανείς πολύ συχνά στους δρόμους τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Υπαρκτού. Τότε που τα πεζοδρόμια της Αθήνας, οι διασταυρώσεις του Βερολίνου, τα πάρκα της Ρώμης, και οι δρόμοι της Μελβούρνης γέμιζαν ασφυχτικά απ΄ όλους όσους είχαν προλάβει να πηδήξουν απ’ το καράβι την ώρα που αυτό ήταν έτοιμο να βουλιάξει.



Εκείνο όμως που μού ΄μεινε ήταν το καπέλο του. Η βάση του, όμοια με αυτή των τσόχινων καπέλων του Ρωσικού στρατού, αυτών με τα πλαϊνά αυτιά που δένουν με κορδέλα στο πάνω μέρος, ενώ στο μπροστινό και πάνω από το μέτωπο προεξείχε γείσο, όμοιο με αυτό του αμερικάνικου καπέλου του baseball. Για να δώσει δε, ακόμη περισσότερο αμερικανόστροφο τόνο ο νεαρός, σε κάποια στιγμή ανεμελιάς είχε αφήσει το καπέλο να γλιστρήσει με το γείσο προς τα πίσω. Όπως ακριβώς τα αμερικανόπουλα με τα καπέλα του baseball.



Τίποτε περισσότερο αντιπροσωπευτικό των χρόνων εκείνων της σύγχυσης. Απ΄ τη μια μεριά ο Ρώσος, ο Ουκρανός, ο Αλβανός κ.λ.π. που ήταν και δεν ήθελε να είναι, και απ’ την άλλη, ο Αμερικάνος που δεν ήταν και θα ήθελε να γίνει. Ποιος θα το πίστευε πως ήταν ποτέ δυνατόν αυτές οι δυο κουλτούρες που τόσο συγκρούστηκαν σ’ όλα τα μεταπολεμικά χρόνια, να μπορέσουν να συνυπάρξουν για ένα τόσο δα μικρό διάστημα, όσο ένα φύσημα του αγέρα μέσα στον μακρύ χρόνο της ιστορίας, πάνω σ’ ένα μοναχικό καπέλο.



Από τότε πέρασαν χρόνια, οι μετανάστες έφυγαν σιγά-σιγά απ’ τα υπόγεια, ανέβηκαν σε ψηλότερους ορόφους, τα Lada στους δρόμους πήραν να σπανίζουν, τα παιδιά γράφτηκαν σε φροντιστήρια για να μάθουν Αγγλικά, τα βλέμματα άρχισαν να ηρεμούν και να ξεκουράζονται.



Πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά; Όταν κατεβαίνοντας ένα πρωινό, πριν από καιρό, τη Μιχαλακοπούλου έπεσε το μάτι μου σ’ ένα “Kryso Elafi”, που γραμμένο φαρδιά πλατειά σε αφίσες σ’ όλο το μήκος του δρόμου, μαζί με τις φωτογραφίες καλοθρεμμένων αοιδών, προφανώς από χώρα γειτονική, υποσχόταν βραδιές αξέχαστες για όλους εκείνους που είχαν αφήσει πίσω τους μια πατρίδα, ένα σπίτι, μία μάνα, ίσως κάποιοι απ’ αυτούς και παιδιά. Αλλά, που είχαν επιτέλους καταφέρει, μετά από τόσα χρόνια ασφυξίας, να αποκτήσουν την πολυτέλεια να νοσταλγούν και να διασκεδάζουν τη νοσταλγία τους, καλοντυμένοι και κοσμικοί, σε κέντρα όπως το “Kryso Elafi”.



Δεν πέρασε πολύς καιρός, (νωπές είναι ακόμη οι μνήμες για πολλούς από μας), από τότε που παρόμοιες αφίσες γραμμένες όμως στα ελληνικά, κρέμονταν από παρόμοιους στύλους, σε παρόμοιους δρόμους στο Μόναχο, στη Στουτγκάρδη, στην Αστόρια, στο Σικάγο εκπληρώνοντας έναν παρόμοιο σκοπό.



Και όταν, πριν από λίγες μέρες ξαναείδα καινούργιες αφίσες να ανεμίζουν πάλι στη Μιχαλακοπούλου, αποφάσισα να γράψω τούτες τις γραμμές, έτσι, σαν ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που, ενάντια στα μηνύματα των καιρών, κατάφεραν να ορθοποδήσουν και να στήσουν μια αξιοπρεπή ζωή σε μια καινούργια πατρίδα!

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Ο Φοιτητής - Πελάτης


Γράφοντας για την Ιδιωτική Ανώτατη Εκπαίδευση είχα αναφερθεί στον κίνδυνο μετατροπής του φοιτητή σε πελάτη-καταναλωτή. Παρ’ όλο που η φράση αυτή μπορεί εύκολα να εκληφθεί σαν φτηνή ρητορεία, τα παραδείγματα που ακολουθούν από την αγγλική πραγματικότητα επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

Σαν προειδοποίηση, όταν μιλάμε γενικά για τα καλά ενός συστήματος θα πρέπει να έχουμε στο νου πώς το σύστημα αυτό λειτουργεί στην πράξη, πέρα από τα ιλουστρασιόν φυλλάδια και τις φουσκωμένες αερολογίες των συντακτών τους που κατά κύριο λόγο είναι διαφημιστές και ουδεμία σχέση έχουν με την εκπαιδευτική διαδικασία.


Αν ο ανταγωνισμός, σύμφωνα με τους γκουρού των νεοκλασικών οικονομικών φέρεται σαν η πανάκεια για την λειτουργία της αγοράς, θα ήταν λάθος να μην επισημάνουμε ότι ο ανταγωνισμός επίσης ευθύνεται και για την κατά κόρον υιοθέτηση παρελκυστικών μεθόδων με χαρακτήρα εντυπωσιασμού και κολακείας κατώτερων ενστίκτων και ότι δεν έχει να κάνει με την ποιότητα και μόνον. Δηλαδή είναι σαν να μας λένε ότι οι εταιρίες που κυριαρχούν στην αγορά κυριαρχούν λόγω της ποιότητας των προϊόντων τους και μόνον.

Θα αναφερθώ σε δυο χαρακτηριστικές αλλαγές συμπεριφοράς στα πανεπιστήμια, απόρροια και οι δυο του επικρατούντος εμπορικού πνεύματος και της αντιμετώπισης της διδασκαλίας σαν εμπορικής συναλλαγής.

Η πρώτη έχει να κάνει με το πρόβλημα του πληθωρισμού των πτυχίων και τον μετασχηματισμό του περιεχομένου της αξιολόγησης των φοιτητών και η δεύτερη, με την αλλαγή της συμπεριφοράς των φοιτητών απέναντι στους διδάσκοντες.

Αναλυτικά:
1.Η πίεση που αισθάνονται τα πανεπιστήμια για να προσελκύσουν ικανό αριθμό φοιτητών ώστε να μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά, ασκεί μεγάλη επίδραση στον τρόπο που οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται, αξιολογούνται και εξετάζονται. Σε γενικές γραμμές αυξανόμενος αριθμός πανεπιστημίων αισθάνεται ότι πρέπει να ευχαριστήσει ή ακόμα και να κολακέψει τους φοιτητές.

Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Frank Furedi, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Kent, [1] δεν υπάρχει ακαδημαϊκός που να μην παραδέχεται ότι ο πληθωρισμός των πτυχίων έχει γίνει πια καθεστώς στις βρετανικές πανεπιστημιουπόλεις. Όπως είναι φυσικό η πίεση αυτή μεταβιβάζεται στους διδάσκοντες τους ίδιους οι οποίοι καλούνται να εφαρμόζουν ελαστικότερα κριτήρια στις βαθμολογήσεις. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει ότι δεν συνάντησε ποτέ περίπτωση που να ζητηθεί από διδάσκοντα αυστηρότερη βαθμολόγηση.

Η πίεση να ανταποκριθούν τα πανεπιστήμια σε αυξανόμενο αριθμό αλλοδαπών (εκτός EU) φοιτητών, οι οποίοι ως γνωστόν πληρώνουν έως και τα διπλάσια δίδακτρα σε σχέση με τους υπόλοιπους φοιτητές, έχει επιδράσει σημαντικά όχι μόνο στον τρόπο της αξιολόγησης, (πολλές ενδιάμεσες αξιολογήσεις σε αντίθεση με μια τελική), αλλά κυρίως στην αντίληψη του τί συνιστά αξιολόγηση. Έτσι, λαμβάνεται υπ' όψιν ο,τιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης, όπως για παράδειγμα η σύνταξη ενός βιογραφικού, μια έκθεση από κάποιο εργασιακό περιβάλλον, το σχεδιάγραμμα μιας εργασίας αντί της εργασίας της ίδιας, ή σε τελευταία ανάλυση οποιαδήποτε άλλη εμπειρία του σπουδαστή. Σύμφωνα με τον Prof. Furedi η νέα εκδοχή της αξιολόγησης δεν στοχεύει στο να μετρήσει την γνώση που αφομοιώθηκε, αλλά στο να δράσει διορθωτικά. Το αποτέλεσμα είναι πτυχία με χαμηλό διανοητικό περιεχόμενο.

2. Η τοποθέτηση των φοιτητών σε θέση πελατών, [2], οι οποίοι πληρώνοντας απαιτούν και το καλύτερο εμπόρευμα για τα χρήματα που ξοδεύουν, (με κατάληξη την καλλιέργεια από μέρους τους της ψυχολογίας ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο), έχει σαν συνέπεια την έλλειψη σεβασμού και την απαξίωση του ρόλου του δασκάλου, ο οποίος όπως και να το κάνουμε είναι διαφορετικής ποιότητας από αυτόν του πωλητή υποδημάτων, για παράδειγμα.


Αυτά όμως τα αυτονόητα για τις προηγούμενες γενιές πρέπει τώρα να επανατοποθετηθούν στο τραπέζι και να επαναπροσδιοριστούν. «Η πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουμε», λέει ο Prof. Furedi «είναι να εμφυσήσουμε εξ αρχής τον ενθουσιασμό και ιδεαλισμό έτσι ώστε οι φοιτητές να αισθάνονται ότι η πανεπιστημιακή τους εμπειρία δεν θα αναχθεί στη σκληρή γλώσσα του χρήματος».


[1]. “Assessment versus Intellect”, by Frank Furedi, The Guardian 25 March, 2003.
[2]. “Excitement no money can buy”, by Frank Furedi, The Times Higher Educational Supplement, 16 June 2006.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Τα Κβάντα του Έρωτα


Σ’ αυτή τη ζωή υπάρχουν πράγματα που μπορούν να μετρηθούν και άλλα που βρίσκονται εκτός δικαιοδοσίας των μετρητικών μηχανισμών. Για παράδειγμα, μπορούμε να μετρήσουμε το βάρος, το μήκος, τη μάζα, το φορτίο, τις αποστάσεις κ.α., σε άλλα πράγματα μπορούμε να μετρήσουμε μόνο διαφορές, όπως είναι η εντροπία και το δυναμικό, ενώ κάποια άλλα τα αποδεχόμαστε στο περίπου, χωρίς να έχουν ακόμα εφευρεθεί κάποιες μέθοδοι ποσοτικής αποτίμησής τους.

Αν, για παράδειγμα ρωτήσουμε τον καλό μας πόσο μας αγαπά, το πιο πιθανό είναι να απαντήσει «τόσο». Πόσο όμως είναι το «τόσο»; Πόσο ευχαριστημένοι μένουμε αναγκάζοντάς τον να τεντώνει στην έκταση, έως εκεί που δεν παίρνει άλλο πια, τα χέρια του ή να προσθέτει όλο και πιο πολλά όμικρον στη λέξη «τόσοοοοο» στα γράμματά του; Ό,τι και να κάνει, δεν υπάρχει κάποιος αντικειμενικός τρόπος να πειστούμε ότι μας αγαπάει πιο πολύ απ’ την Τασία που τον γυροφέρνει, και να αποκτήσουμε έτσι την πολυπόθητη εσωτερική μας ηρεμία.

Η εποχή μας, που έχει την τάση να κατατάσσει, να ομαδοποιεί, να ιεραρχεί και να διαβαθμίζει, πλέον, με τρόπο ποσοτικό πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις και συναισθήματα, που έως πρόσφατα κινούνταν στο χώρο του άϋλου και αποτιμώντο με κριτήρια ποιοτικά και σχετικά ασαφή, δεν θα μπορούσε να αφήσει απ’ έξω και το συναίσθημα του Έρωτα, αυτό που ο μη ακριβής προσδιορισμός του μεγέθους του αποτελεί πρόξενο μεγάλης ψυχικής αστάθειας και βασανιστικής αϋπνίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, δεν έχουμε παρά να προσφύγουμε στα φώτα της Επιστήμης, η οποία αντί να τρέχει τριάντα και βαλε χρόνια να κβαντώνει με το στανιό και ανεπιτυχώς το πεδίο της βαρύτητας, [πράγμα που θα άνοιγε το δρόμο για την ενοποίηση των θεμελιωδών δυνάμεων], θα μπορούσε κάλλιστα να επιδοθεί σε κάτι απείρως χρησιμότερο, όπως ο ποσοτικός προσδιορισμός του μεγέθους του έρωτα για να λύσει επί τέλους τα βασανιστικά άγχη των πανταχού ερωτευμένων.

Η πρόταση που θέλω να καταθέσω είναι ότι υπάρχει τρόπος να το αποτιμήσουμε με την εισαγωγή αντίστοιχων κβάντων (όπως π.χ. τα κβάντα ενέργειας), υπό την προϋπόθεση ότι ο Έρωτας:

1. συνιστά ενεργειακό πεδίο εντός του οποίου και ανταλλάσσεται ανάμεσα στους άμεσα ενδιαφερόμενους με τη βοήθεια στοιχειωδών σωματιδίων, των κβάντων του Έρωτα, και

2. ότι η κβάντωση μπορεί να επιτευχθεί με τις γνωστές μαθηματικές μεθόδους.

Για ιστορικούς λόγους, η σχέση Αγάπης με κβάντωση είναι πολύ παλιά, αρκεί να σας θυμίσω τους στίχους «..λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω..» από δημοφιλές άσμα περασμένης εποχής, οι οποίοι καταδεικνύουν τον λαϊκό προϊδεασμό για το κβαντικό υπόστρωμα της Αγάπης, εφ’ όσον τα ψίχουλα, σαν αυτόνομες μετρητικές μονάδες αποτελούν τον προσφορότερο τρόπο εκλαΐκευσης του φαινομένου της κβάντωσης στον γενικό και αμύητο πληθυσμό.

Από την άλλη μεριά, η Αγάπη είναι και κύμα. Θα έχετε προφανώς ακούσει, αλλά κυρίως νοιώσει την έκφραση «ένα ζεστό κύμα αγάπης ήρθε και με πλημμύρισε», πράγμα που σημαίνει ότι, σύμφωνα με τον κυματο-σωματιδιακό δυϊσμό, η Αγάπη δεν μπορεί παρά να ανήκει στο Κβαντικό Βασίλειο.

ΟΛΙΓΗ ΦΥΣΙΚΗ
Για να πάρουμε μια ιδέα περί κβαντικών πεδίων θα σας αναφέρω ότι στη φύση τα σώματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ανταλλάσσοντας τα κατάλληλα μποζόνια-σωματίδια τα οποία διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο της αλληλεπίδρασης. Οι βασικές αλληλεπιδράσεις στη φύση είναι τέσσερις: ηλεκτρομαγνητικές, βαρυτικές, ασθενείς και ισχυρές πυρηνικές, η δε έννοια του πεδίου εισήχθη για να αποφύγουμε την ενοχλητική εκδοχή της ακαριαίας δράσης που ως γνωστόν απαγορεύεται από την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας του Einstein. Για παράδειγμα στην περίπτωση των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων δια των οποίων αλληλεπιδρούν φορτισμένα σωματίδια, τα σωματίδια-μποζόνια που ανταλλάσσονται και καθιστούν δυνατή την αλληλεπίδραση, είναι τα γνωστά μας φωτόνια. Οι βαρυτικές αλληλεπιδράσεις πραγματοποιούνται με την ανταλλαγή βαρυτονίων (που ακόμα τα ψάχνουμε), ενώ στις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις που υφίστανται ανάμεσα στα quarks η αλληλεπίδραση γίνεται με την ανταλλαγή των γλουονίων. Στις ασθενείς, τα αντίστοιχα μποζόνια είναι τα W και Ζ τα οποία και βρήκαμε.

Με την μικρή αυτή εισαγωγή το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει αρκετά, ενώ με την επίκληση της Θεωρίας των Φερομονών, νομίζω ότι το θέμα θα έχει πλήρως διασαφηνισθεί.

Είναι γνωστό ότι κάποια είδη ζώων εκλύουν ορισμένου τύπου ορμόνες, τις φερομόνες, μεγάλα μη πτητικά μόρια, δια μέσου των οποίων ανταλλάσσουν με τα όμοιά τους χημικά σήματα και πληροφορίες, ανάμεσα στα άλλα και την ερωτική τους διάθεση. Χάρις όμως τις φιλότιμες προσπάθειες των βιολόγων, που παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα προβλήματα εντοπισμού του αντίστοιχου οργάνου ανίχνευσης φερομονών στον άνθρωπο, (Vomeronasal Organ, VNO), συνεχίζουν ακάθεκτοι να ερευνούν, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι είμαστε σε καλό δρόμο, όχι όμως και στο τέρμα, ως προς την κατανόηση του τρόπου δράσης και ανταλλαγής τους.

Η θεωρία που εισηγούμαι, δηλαδή η εισαγωγή ενός κβαντικού ερωτικού πεδίου, εντός του οποίου ο έρωτας ανάμεσα στα άτομα διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή πακέτων μορίων φερομονών, νομίζω πως πρόκειται να λειτουργήσει προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην περίπτωση αυτή, νομίζω ότι θα είμαστε σε θέση να προβούμε σε έναν ακριβή ΠΟΣΟΤΙΚΟ προσδιορισμού του ερωτικού περιεχομένου μιας σχέσης, και να απαλλάξουμε από την αγωνία τους απανταχού ερωτευμένους.

Τι μεγαλύτερη υπηρεσία θα μπορούσε να προσφέρει η Επιστήμη στον Άνθρωπο;

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΑΡΓΟΣΧΟΛΟΥΣ



Τί μπορεί να κάνει κάποιος αργόσχολος που του αρέσει να περιδιαβαίνει έτσι στη τύχη, ας πούμε Κυριακή νωρίς τ’ απόγευμα, τα σοκάκια και τα παρασόκακα μιας πόλης και του οποίου το μάτι αρνείται να αιχμαλωτιστεί από τα, πολλές φορές, προκλητικά εμπορεύματα των βιτρινών;

Τί άλλο, από το να εκτρέψει το μάτι είτε προς τους άλλους βιαστικούς ή εξ ίσου αργόσχολους διαβάτες, είτε να το στρέψει προς τα πάνω και προς τις επιγραφές των καταστημάτων, οι οποίες, ενώ κατά κανόνα είναι απρόσωπες και χωρίς έμπνευση, μερικές φορές τυχαίνει να αποζημιώνουν τον παρατηρητή παρέχοντάς του υλικό για πρώτης τάξης σενάρια και ονειροφαντασίες.

Παρά το γεγονός ότι το ψάρεμα ιδιότυπων επιγραφών δεν στερείται συγκινήσεων, (με ολίγους είναι αλήθεια, αλλά πιστούς και αφοσιωμένους οπαδούς), προς το παρόν δε θ’ ασχοληθώ με την ευφρόσυνο αυτή δραστηριότητα, αλλά με μια παραπλήσια και συγγενική, που είναι η συλλογή ιδιότυπων επωνύμων.

Πουθενά αλλού δεν εντόπισα τέτοια μεγάλη συγκέντρωση ευφάνταστου και χαρακτηριστικού υλικού, όση σε μερικά μόνο μέτρα δρόμου στην κεντρική αγορά του Ηρακλείου, στην επικράτεια της Κρήτης.

Έτσι διαπίστωσα ότι δεν ήταν λίγοι οι έμποροι που λέγονταν Φονιαδάκηδες, μην αφήνοντας καμιά αμφιβολία για την προέλευση του ονόματος αυτού, προφανώς από τις ακραίες πράξεις κάποιου ζόρικου μακρινού παππού, πράγμα όχι ασυνήθιστο για έναν τόπο ο οποίος καθαγίαζε και ακόμη εν μέρει καθαγιάζει τη βεντέτα.

Ακόμα υπήρχε κάποιος ονόματι Νερολαδάκης, ο οποίος, σε αρμονική συνέργια με το εμπόρευμα που διακινούσε, ήταν ονομαστός έμπορος λαδιών με αξιοσέβαστο μαγαζί σε κεντρικό σημείο της αγοράς, στο Μεϊντάνι. Είτε το όνομα αυτό είχε δοθεί από κάποιον πρόγονο που είχε περίσσεια μαύρου χιούμορ, είτε γιατί κάποιος άλλος στη σειρά την είχε κάνει τη λαδιά και είχε πιαστεί, από άγνοια βέβαια, μιας και το νερό και το λάδι δεν θέλουν να ταιριάξουν, το σίγουρο ήταν ότι ο τωρινός κύριος Νερολαδάκης δεν ένοιωθε καθόλου δυσάρεστα με τ’ όνομά του. Άσε που αυτός θα ‘ταν κι ένας λόγος για να περάσει κάποιος το κατώφλι του μαγαζιού του, γιατί, τί διάολε; Είναι δυνατόν ένας έμπορας να πουλάει νερωμένο λάδι και ταυτόχρονα να το διαφημίζει έτσι φαρδιά πλατιά και ξεδιάντροπα; Δε γίνεται. Γι’ αυτό λοιπόν, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι λόγω ακριβώς αυτού του ονόματος το μαγαζί του κυρίου Νερολαδάκη αυγάτιζε και ότι πάλι λόγω αυτού του ονόματος η κυρία Νερολαδάκη, που σίγουρα στην αρχή θα της ξίνιζε, θα μπορούσε να κάνει τις διακοπές της σε αξιοπρεπή ξενοδοχεία κάπου κοντά στην Ελούντα.

Τέλος, δυο στενά παρακάτω υπήρχε ο κύριος Εφταμηνιτάκης, που τόσο ο ίδιος όσο και τα παιδιά του δεν χρώσταγαν σε τίποτε να κουβαλούν για τόσες γενιές τον απόηχο της ατυχούς εγκυμοσύνης μια κάποιας μακρινής γιαγιάς. Δεν θυμάμαι τι κατάστημα διατηρούσε ο εν λόγω συμπαθής, και παρά το όνομά του, ευτραφής κύριος, πάντως είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν εμπορικό με ρούχα για μέλλουσες μαμάδες. Αν ήταν τέτοιο, σίγουρα θα είχε κλείσει από καιρό, γιατί σίγουρα καμιά τους δεν θα τόλμαγε όχι μόνο να περάσει το κατώφλι, μα ούτε καν να βρεθεί στον ίδιο δρόμο με δαύτο.