Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Ανισότητα Πρόσβασης στα Πανεπιστήμια: Αμερική, Μ. Βρετανία, Ελλάδα



Α.
Οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης, στην έντονη κριτική που τους ασκείται για τον κίνδυνο του περαιτέρω αποκλεισμού των φτωχότερων στρωμάτων από τους κόλπους της, ανταπαντούν βάσει επιχειρημάτων που αντλούν από το αγγλοσαξονικό μοντέλο, ότι η εξασφάλιση ικανού αριθμού υποτροφιών από τα πανεπιστήμια εγγυάται ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε όλους τους φοιτητές, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης και της κοινωνικής τους προέλευσης.

Όπως σχολιάσαμε σε προηγούμενα κείμενα, τούτο παραμένει άκρως ουτοπικό, διότι εξ ορισμού, τα φτωχότερα στρώματα φοιτούν κατά κανόνα σε περισσότερο φτωχά και υποβαθμισμένα σχολεία, γεγονός που αδυνατεί να εξισορροπήσει τα μειονεκτήματα από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντός τους και να προσανατολίσει τα προικισμένα παιδιά, για τα οποία τόσο κόπτονται στην Αμερική, προς τη σωστή κατεύθυνση.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Αμερική, σαν συνέπεια της οικονομικής ανισότητας, η εκπαιδευτική ανισότητα έχει και αυτή μεγεθυνθεί, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση και της κοινωνικής κινητικότητας. Έτσι η πιθανότητα κάποιο παιδί με γονείς που ανήκουν στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα να μεταβεί στην ανώτερη είναι ίση με 6.3%, ενώ η πιθανότητα να παραμείνει στην ίδια κατάσταση με αυτή των γονέων του ισούται με 37.3%. Αντίθετα, παιδιά από τα ανώτερα οικονομικά στρώματα παραμένουν στην ίδια θέση με πιθανότητα 42.3%, ενώ η πιθανότητα να εκπέσουν στα κατώτερα είναι μεν υπαρκτή, αλλά μικρή, 7.3%, [1]


Στο ίδιο διάστημα η σημαντική υποχρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων είχε σαν αποτέλεσμα πολλά από αυτά είτε ν' αναζητήσουν πόρους σε ιδιώτες, είτε να αυξήσουν τα δίδακτρα, έχοντας σαν συνέπεια τη μείωση του αριθμού των φοιτητών. Οι δε κρατικές υποτροφίες (Pell grants), τις οποίες δικαιούνται φοιτητές με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα, κάτω των $20,000 ετησίως, ενώ το 1976 κάλυπταν το 72% του κόστους της τετραετούς φοίτησης, σήμερα δεν καλύπτουν παρά το 38%. Και αυτό όχι στα ακριβά πανεπιστήμια όπου τα ετήσια δίδακτρα φτάνουν έως και $50,000. Επιπλέον, αλλάζοντας τα κριτήρια έγκρισης, οι δικαιούχοι επιλέγονται όχι τόσο βάσει των οικονομικών τους αναγκών, αλλά βάσει προσόντων και επιτευγμάτων, με αποτέλεσμα να επιδοτούνται πάλι τα ανώτερα στρώματα τα οποία έχουν και την δυνατότητα να τα εξασφαλίζουν, [2].

Το 2002, σύμφωνα με έκθεση μιας ομοσπονδιακής συμβουλευτικής επιτροπής, 400,000 φοιτητές προερχόμενοι από οικογένειες με εισοδήματα κάτω των $50,000, που θα μπορούσαν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια, δεν το κατόρθωσαν για οικονομικούς λόγους, [2].

Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση είναι τέτοια, που ο αριθμός των φοιτητών με χαμηλές σχολικές επιδόσεις, αλλά από τα υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, είναι περίπου ο ίδιος με τον αριθμό των φοιτητών με υψηλές εκπαιδευτικές δυνατότητες, αλλά από τα φτωχά στρώματα. Η διαπίστωση αυτή δείχνει καθαρά κατά πόσο η Αμερική παραμένει χώρα ίσων ευκαιριών που συνεχίζει να επιβραβεύει το ταλέντο, την ευφυΐα και την προσπάθεια ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης.

Στα περισσότερα ονομαστά πανεπιστήμια, παρά τα αυξανόμενα έσοδά τους, την τελευταία περίοδο, προ της κρίσης φυσικά, η εισαγωγή φοιτητών από φτωχά στρώματα ή κατόχους των Pell grants, ήταν πάρα πολύ χαμηλή, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 0.5-1%. Στο Harvard για παράδειγμα το ποσοστό των φτωχών φοιτητών με Pell grants ανάμεσα στους προπτυχιακούς είναι της τάξης του 10-12%. Την ίδια δε περίοδο, η ανακοίνωση των Harvard και Yale ότι θα στηρίξουν οικονομικά παιδιά οικογενειών με ετήσια εισοδήματα έως $200,000, και των πανεπιστημίων Berkeley και UCLA ότι η στήριξη θα είναι ανεξάρτητη του οικογενειακού εισοδήματος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κραυγαλέα θετική διάκριση υπέρ της ανώτερης μεσαίας τάξης, [2].

Από άρθρο του Economist με τίτλο «Ivy Poison», σύμφωνα με τον Daniel Golden, διακεκριμένο δημοσιογράφο της Wall Street Journal και κάτοχο του βραβείου Pulitzer, τα ελίτ πανεπιστήμια της Αμερικής παρά τις διακηρύξεις τους περί ίσων ευκαιριών, στην πραγματικότητα είναι κάστρα διατήρησης προνομίων, κάνοντας οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους για να δεχτούν στις τάξεις τους τα παιδιά των προνομιούχων στρωμάτων. Περίπου 60% των θέσεων καταλαμβάνονται από αυτά είτε σαν παιδιά αποφοίτων, (περίπου το 40% των θέσεων στο Harvard), είτε σαν παιδιά πλούσιων χορηγών, (τα οποία μπαίνουν σε ειδική λίστα με την κωδική ονομασία «Ζ»), είτε λασκάροντας τα κριτήρια, όπως συνέβη για τους Bush και Gore, είτε σαν παιδιά των διδασκόντων χωρίς μάλιστα να πληρώνουν και δίδακτρα. Έτσι ένα 40% των θέσεων μένει για τους υπόλοιπους, για δε τους φτωχούς, ένα τίποτα.

Β.
Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού τώρα, στην Οξφόρδη το 46.6% των φοιτητών προέρχεται από ιδιωτικά σχολεία, ενώ στο Cambridge το ποσοστό αυτό πάει λίγο παρακάτω στο 43.2%. Ο επόμενος πίνακας δείχνει το ποσοστό των φοιτητών από φτωχές οικογένειες που φοιτούν στα παρακάτω διακεκριμένα πανεπιστήμια.
Oxford 12.3

Cambridge 12.4

St Andrews 13.1

Bristol 13.4

Royal Academy of Music 14.0

London 15.4

Durham 15.6

Nottingham 15.7

Bath 16.1

Edinburgh 17.1
ενώ το ποσοστό των παιδιών της εργατικής τάξης που φοιτούν στο πανεπιστήμιο γενικά δεν ξεπερνάει το 30%.

Γ.
Τι γίνεται όμως σ’ εμάς;
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, (από μελέτη Ηλία Αθανασιάδη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου) το ποσοστό φοιτητών με πατέρα που ασκεί επιστημονικό, καλλιτεχνικό ή ελευθέριο επάγγελμα είναι ίσο με 26.46%, ενώ η συμμετοχή του επαγγελματικού αυτού χώρου στο συνολικό πληθυσμό ανέρχεται στο 9.74%. Παρομοίως το ποσοστό φοιτητών με πατέρα υπάλληλο γραφείου ισούται με 18.55%, ενώ η συμμετοχή τους στον πληθυσμό ανέρχεται στο 5.96%. Το αντίστροφο όμως, συμβαίνει για τους φοιτητές με πατέρα γεωργό. Στην περίπτωση αυτή, ενώ η συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία συμμετέχει με ένα 12% στον πληθυσμό, τα παιδιά της που φοιτούν στα πανεπιστήμια δεν ξεπερνούν το 5% του φοιτητικού πληθυσμού.

Αν χωρίσουμε τώρα τον πληθυσμό χοντρικά σε μη φτωχούς και φτωχούς, βλέπουμε ότι οι μη φτωχοί, που έχουν τελειώσει μεταπτυχιακό, είναι 24 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς. Επίσης, οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει το Λύκειο είναι 3 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς, ενώ οι μη φτωχοί που έχουν τελειώσει ΑΕΙ 7,7 φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους φτωχούς. (Κέντρο ανάπτυξης εκπαιδευτικής πολιτικής της ΓΣΕΕ, Ιαν. 2008).

[1] Bryan Cordes, Dr. Gerald Miller, Rockhurst University, «Inequality of Education in the United States».

[2] The New York Review of Books, Volume 56, Number 8 , "The Universities in Trouble", by Andrew Delbanco

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Η Πολιτική ως Ξέπλυμα και ως Επάγγελμα


Είναι πολύ συνηθισμένο στις μέρες μας να μεμφόμαστε τους πολιτικούς που δεν ξέρουν τίποτε άλλο να κάνουν πέρα από το να μηρυκάζουν στερεότυπες άνευ λόγου και σημασίας εκφράσεις και να εκφέρουν έναν ανέμπνευστο και ξύλινο λόγο, που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους, που δεν έμαθαν ούτε ένα περίπτερο, βρε παιδί μου, να κουμαντάρουν, όχι βέβαια αυτά τα μεγαθήρια του κέντρου, καθ’ ότι γι αυτά, με την ποικιλία της πραμάτειας τους, χρειάζονται γνώσεις τουλάχιστον διακεκριμένων σχολών διοίκησης επιχειρήσεων, αλλά μιλάμε γι αυτά τα ταπεινά της γειτονιάς.

Έχει όμως, νόημα σήμερα να ρωτάμε ποιο επάγγελμα κάνουν στην πλειονότητά τους οι πολιτικοί ή αν ποτέ είχαν κάποιο επάγγελμα για να ψωμίζονται; Μάλλον όχι, διότι η πολιτική συνιστά επάγγελμα αφ’ εαυτής. Δηλαδή, οι πολιτικοί γίνονται πολιτικοί για να βγάλουν κυρίως το ψωμάκι τους, δηλαδή το παντεσπάνι τους και να καρπωθούν επιπλέον τα πλούσια ελέη του ιδιαίτερου αυτού επαγγέλματος και όλοι οι άλλοι λόγοι είναι για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια των απονήρευτων.

Στο παρελθόν, φερ’ ειπείν στην Αγγλία, οι συντηρητικοί προέρχονταν παραδοσιακά από τις τάξεις των επιχειρηματιών που είχαν βγάλει αρκετά χρήματα στη ζωή τους και ήθελαν να ξοδέψουν τα χρόνια της σύνταξης με τον πλέον δημιουργικό τρόπο. Οι εργατικοί δε βουλευτές προέρχονταν είτε από τα συνδικάτα, είτε από τα πανεπιστήμια, κι αφού είχαν ξοδέψει αρκετά χρόνια εκεί. Και όλα καλά, διότι δεν έβλεπαν το βουλευτιλίκι σαν την παχιά αγελάδα που προσφερόταν για ατέλειωτο και πλούσιο άρμεγμα.

Όχι πλέον, διότι σήμερα, σε περιόδους μάλιστα επαγγελματικής κρίσης, η πολιτική προσφέρει μια καλή επαγγελματική διέξοδο. Ο δρόμος δε εισόδου είναι μια σύντομη θητεία προθέρμανσης σε συγγενικά πολιτικά γραφεία, σε ποικιλόμορφα lobbies, σε συγκοινωνούντα ινστιτούτα και think-tanks, ή σε εταιρίες συμβούλων. Και από κει, με μια καλή κουβέντα από δω, με μια καλή κουβέντα από κει, με λίγο σπρώξιμο και καλή διαγωγή, η πόρτα των ανωτέρω γραφείων μπορεί να βγάλει και στην πόρτα της βουλής. Ε, θα μου πείτε, αφού ο λαός ψηφίζει! Αλλά θα σας δυσαρεστήσω αν σας απαντήσω ότι ο λαός ψηφίζει αυτόν που του υποδεικνύουν. Κι αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Φυσικά μιλάμε ακόμα για την Αγγλία και την Αμερική.

Στη Γαλλία, με την ισχυρή κεντρική διοίκηση και την εξ ίσου ισχυρή παράδοση που θέλει τους δημοσίους υπαλλήλους ανθρώπους ταγμένους στην υπηρεσία του κράτους, τα υψηλόβαθμα στελέχη, οι υπουργοί και οι πολιτικοί προέρχονται κατά πλειοψηφία από την τρομερή ENA (ανώτερη σχολή δημόσιας διοίκησης), από την οποία αποφοιτούν γύρω στους 100 κάθε χρόνο και στους οποίους μαζί με την τελετή της αποφοίτησης κληρώνονται ταυτόχρονα και οι υψηλόβαθμες θέσεις στελεχών στη δημόσια διοίκηση, σαν σε κανονικό παζάρι. Ο Σαρκοζύ, κατ’ εξαίρεση δεν προήρθε από αυτήν, αντίθετα με τη Ρουαγιάλ.

Στην Ιταλία έχουμε τον πληθωρικό Καβαλιέρε, ο οποίος είδε την πολιτική σαν μια άλλη επικερδή επιχειρηματική δραστηριότητα, ειδικά τώρα, με τη σχολή πολιτικής επιμόρφωσης που άνοιξε για ορφανές και καλλίγραμμες κοπέλες. Φυσικά, συνδύασε το τερπνόν μετά του ωφελίμου, γιατί αλλάζοντας τη νομοθεσία προς το ευνοϊκότερο, μπόρεσε να ξεφύγει κάμποσες φορές από τη δαγκάνα του νόμου.

Αν ο Καβαλιέρε ήταν ο πρώτος που βρήκε το κόλπο και τα κατάφερε σε μια ώριμη δημοκρατία, όπως της Ιταλίας, οι νεόπλουτοι μεγιστάνες, δηλαδή οι μαφιόζοι και γκάγκστερς των νέων δημοκρατιών της ανατολικής Ευρώπης, χρησιμοποίησαν πλειστάκις τη βουλή για να νομιμοποιήσουν τα κλοπιμαία και να εξαγνιστούν, ώσπου το Κρεμλίνο αποφάσισε να τους βάλει χέρι, οπότε και αυτόματα έχασαν το ενδιαφέρον τους για την εξυπηρέτηση του κοινού καλού.

Στην Ινδία, όμως φαίνεται πως η ασυλία που παρέχει η βουλή συνεχίζει να υφίσταται, μιας και εκτιμάται ότι το 23% των βουλευτών είναι μπλεγμένοι σε άνομες και παράνομες πράξεις.

Βάσει λοιπόν των ανωτέρω παραδειγμάτων, η ελληνική βουλή αποτελεί μοναδικό φαινόμενο, αφού και ασυλία προσφέρει και επαγγελματική αποκατάσταση τόσο στους γόνους, όσο και στους απογόνους, μόνο που αποτελεί ερωτηματικό αν μπορεί να καταταγεί στις ώριμες δημοκρατίες.


Υ.Γ. Περισσοτερα στοιχεία από το άρθρο "There was a lawyer, an engineer and a politician...", απο τον Economist Apr. 18th 2009.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Φοιτητικές Αντιδράσεις ανά τον Κόσμο


Ακόμα σφυρίζει στ’ αυτιά μου το σπαραχτικό ξέσπασμα του de Profundis σ’ ένα του σχόλιο, για το ότι κανείς δεν αντιδράει πια που η Παιδεία κατάντησε κι αυτή εμπόρευμα σαν όλα τ’ άλλα.

Δεν έχει όμως και πολύ δίκαιο γιατί στη χώρα μας είναι ακόμα φρέσκος ο απόηχος των καταλήψεων τόσο στα σχολεία όσο και στα πανεπιστήμια, όπως και των κινητοποιήσεων για το άρθρο 16 και τις διασταλτικές ερμηνείες του. Ανεκδιήγητο φρούτο αυτός ο Στυλιανίδης, απ’ όπου κι αν πέρασε «έγραψε» και ...εσχάτως καταχρέωσε(!)

Πέρα όμως απ’ τα δικά μας, τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο, μιας και το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό; Δεν θυμάμαι να σας έχω μιλήσει ποτέ για τον προστάτη άγιο των blogs, και συγκεκριμένα για τον Άγιο Φανούριο τον site-ο-βρέτη, ο οποίος σαν μια άυλη και κατά πολύ ανώτερη εκδοχή του ψαχτηριού της google, μπορεί να μαντέψει οποιαδήποτε σκέψη σάς τυραννά και να σας φανερώσει τον κατάλληλο διαδικτυακό τόπο με τις απαντήσεις. Και επιπλέον, το service είναι δωρεάν όλες τις ώρες του 24ώρου, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι πιστεύετε στις δυνάμεις του και ότι τού φτιάχνετε που και που και καμιά φανουρόπιτα τού καψερού και λιγωμένου φτωχοδιάβολου.

Έκανα όλη αυτή την εισαγωγή για να σάς εξηγήσω το θαυμαστό τρόπο με τον οποίο μού αποκαλύφθηκε την περασμένη νύχτα, σαν σε όνειρο, ολοζώντανη μπροστά μου αυτή η μοναδική ιστοσελίδα με καταγεγραμμένες σε ημερολογιακή βάση όλες τις κινητοποιήσεις παγκοσμίως για την προστασία της Παιδείας.

Με μια ματιά ανακαλύπτουμε ότι δεν είμαστε καθόλου μόνοι και ότι από το Βορά έως το Νότο και από τη Δύση ως την Ανατολή όλο και κάποιοι φοιτητές διαδηλώνουν, όλο και κάποιοι φοιτητές καταλαμβάνουν. Μέχρι τώρα απ’ τις αρχές του έτους μέτρησα περίπου 50 κινητοποιήσεις.

Κοινοί τόποι συνάντησης, οι αυξήσεις των διδάκτρων όπου υπήρχαν ήδη, η προσπάθεια επιβολής νέων και οι περικοπές στη χρηματοδότηση.

Στο Μπαγκλαντές διαμαρτύρονται για τις αυξήσεις των διδάκτρων, όπως και στην Αγγλία, στο Ho Chi Minh City στο Βιετνάμ, στη Μανίλα, στο Ν. Δελχί.

Στην Αμερική, στο Vermont, στο Λος Άντζελες, στην Πομόνα, στο Ορλάντο, στη Νέα Υόρκη με συμμετοχή χιλιάδων φοιτητών, στο Ώστιν, στη Μιννεάπολη, στο Φοίνιξ οι φοιτητές ξεσηκώνονται για τις περικοπές στη χρηματοδότηση. Στη Λεττονία 10,000 δάσκαλοι βγήκαν στους δρόμους επίσης για περικοπές στα κονδύλια των σχολείων και τους μισθούς, στο Περθ της Αυστραλίας για τον ίδιο λόγο.

Στη Βαρκελώνη το πανεπιστήμιο παρέμεινε υπό κατάληψη για 118 μέρες, ενώ στην πορεία που ακολούθησε την άλλη μέρα με κεντρικό σύνθημα την αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής, συμμετείχαν 50,000 άτομα. Στο Ελσίνκι φοιτητές κατέλαβαν κτήριο διαμαρτυρόμενοι για την πρόθεση της κυβέρνησης να εισαγάγει δίδακτρα. Στο Δουβλίνο διαδηλώνουν 120,000 ενάντια στην επανεισαγωγή διδάκτρων.

Στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις στη Γαλλία, στις 5 Φεβρουαρίου, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και καθηγητές βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι.

Στη Ζιμπάμπουε ξεσηκώνονται ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης να απαιτήσει τα δίδακτρα σε δολάρια, στη Λαχώρη ενάντια στις αυξήσεις, στο Τορόντο απεργεί το βοηθητικό προσωπικό και οι μεταπτυχιακοί, ένας τραυματίζεται σε συγκρούσεις με την αστυνομία.

Και ακόμα είμαστε στην αρχή.

Αγαπητέ de Profundis αναθαρρήσατε λιγάκι μετά απ’ όλα αυτά;

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Η Φούσκα των Μεταπτυχιακών


Αφού πήραμε μια γεύση για το κόστος, υπό μορφή διδάκτρων των προπτυχιακών σπουδών στην Αγγλία, ας δούμε τι συμβαίνει και στα καθ’ ημάς. Εδώ δεν έχουν ακόμα επιβληθεί δίδακτρα για την απόκτηση του βασικού πτυχίου, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και για τα μεταπτυχιακά προγράμματα.

Από το 2000 και μετά παρατηρείται μια αλματώδης αύξηση της ζήτησης μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, όχι γιατί τους έπιασε ξαφνικά το μεράκι τους φοιτητές να εμβαθύνουν λιγάκι παραπάνω στο αντικείμενο των σπουδών τους, αλλά γιατί με την κατάκτηση μιας περαιτέρω βαθμίδας σπουδών ευελπιστούν να αποκτήσουν ευκολότερα πρόσβαση στη νεφελώδη αγορά εργασίας, όποια και να είναι αυτή. Συγκεκριμένα, ενώ το 2000 οι μεταπτυχιακοί φοιτητές στην Ελλάδα αποτελούσαν το 8.7% των προπτυχιακών, το 2006 ανήλθαν στο 22%, και σε απόλυτα νούμερα στους 74,300.

Τέτοια ζήτηση κανείς κλάδος της βιομηχανίας δεν είχε ξαναματαδεί, και όπως ήταν φυσικό τα πανεπιστήμια άρπαξαν την ευκαιρία που τους έδωσε το Υπουργείο, δουλεύοντας μάλιστα και σε διπλοβάρδιες, για να ξεδιψάσουν το φιλομαθές, αλλά στην ουσία απελπισμένο, πλήθος των νέων πτυχιούχων, ευελπιστώντας ταυτόχρονα να βγάλουν και κανένα παραδάκι, τόσο τα τμήματα όσο και το προσωπικό που θα συμμετείχε στη λειτουργία τους. Μέσα στο διάστημα λοιπόν αυτό, ιδρύθηκαν 400 (!) και πλέον τμήματα διετούς κυρίως φοίτησης σε 21 AEI, πολλά, ουσιαστικά μέσα σε μια νύχτα. Δεν μπορώ παρά να απορήσω κοιτάζοντας τα νούμερα αυτά, μιας και δεν υπήρξε ταυτόχρονα και κάποια παρόμοιας τάξης μεγέθυνση της οικονομίας μας, ώστε να παράξει τις νέες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης που θα δικαιολογούσαν την παρατηρούμενη ζήτηση περαιτέρω γνώσης.


Με το νέο νομοσχέδιο λοιπόν, το ΥΠΕΠΘ ανελάμβανε να χρηματοδοτήσει περίπου τα μισά από αυτά τα μεταπτυχιακά τμήματα, ενώ τα άλλα μισά θα έπρεπε να βγουν στη γύρα ψάχνοντας είτε για χορηγούς (μα τι μας λέτε τώρα!), είτε για πελάτες που θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν εξ ιδίων το προϊόν, και μάλιστα όσο όσο. Και δόξα τω θεώ δεν χρειάστηκε να ψάξουν και πολύ. Μεταπτυχιακό ας είναι, κι ό,τι να ‘ναι! Με τον τρόπο αυτό λοιπόν, οι μεταπτυχιακές σπουδές μπήκαν στο παζάρι της αγοράς, αφήνοντας στο αόρατο χέρι της τη διαμόρφωση των τιμών.

Τι μας λέει η κλασσική οικονομική θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης; Ότι όπου υπάρχει ζήτηση αυξάνουν και οι τιμές, μέχρις ενός σημείου ισορροπίας όπου η προσφορά θα εξισορροπήσει τη ζήτηση και τούμπαλιν. Αν δείτε τις τιμές αγοράς ορισμένων μεταπτυχιακών τίτλων, δεν θα σας μείνει καμιά αμφιβολία περί αυτού. Τα τμήματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση, λόγω μικρότερου προσδοκώμενου χρόνου για εξεύρεση εργασίας, χρεώνουν και τις υψηλότερες τιμές.

Σε αυτό πρωτοστατεί το πανεπιστήμιο Πειραιά, το οποίο έκανε τη μπάζα της ζωής του, βρίσκοντας την κότα με τα χρυσά αυγά. Το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, για παράδειγμα, χρεώνει 10,000 ευρώ για τα δυο χρόνια, το τμήμα marketing 6,900 ευρώ, ενώ το τμήμα πληροφορικής 6,000 ευρώ. Παρόμοια νούμερα βρίσκει κανείς και στα πανεπιστήμια Αιγαίου και Μακεδονίας. Ακολουθεί ενδεικτικός πίνακας*.




Ποιος άλλος λόγος λοιπόν μπορεί να εξηγήσει το υπερβολικό ύψος των διδάκτρων σε τμήματα διοίκησης και στα παρεμφερή τους, όπου μάλιστα δεν απαιτείται και καμιά ουσιαστική υποδομή, την ίδια στιγμή που το ΕΜΠ, παρέχει όλα του τα προγράμματα με τα εργαστήρια και τον απαιτούμενο εξοπλισμό δωρεάν;

Ένα πιθανό σενάριο, θα μπορούσε να έχει ως εξής: Αδυνατώντας οι νέοι πτυχιούχοι να βρουν μια θέση στον ήλιο αντάξια των ονείρων τους, ποντάρουν σε έτι περισσότερες σπουδές με την ελπίδα ότι θα πετύχουν κάτι καλύτερο ή μια ταχύτερη αποκατάσταση, πράγμα που γενικώς δεν συμβαίνει λόγω της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού. Τα πανεπιστήμια, από τη μεριά τους, αποψιλωμένα από πόρους, ελπίζουν ότι με την ίδρυση των μεταπτυχιακών τμημάτων και τα επιβαλλόμενα δίδακτρα, θα βουλώσουν τις τρύπες του προϋπολογισμού και θα τσοντάρουν στους μισθούς. Χωρίς να υπάρχουν όμως ουσιαστικές εκροές ειδικευμένων πτυχιούχων προς θέσεις στην παραγωγή, αντίστοιχες των σπουδών, όλοι φαίνεται να συμμετέχουν σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο, χωρίς νόημα κύκλο που οδηγεί στην περαιτέρω διόγκωση ή διατυπωμένο αλλιώς, στη φούσκα των μεταπτυχιακών σπουδών.

Δεν ξέρω, αλλά αυτή η υπερβολική θέρμανση της μηχανής κοπής μεταπτυχιακών τίτλων, κάποια στιγμή μπορεί και να κλατάρει...


* Ο πίνακας είναι από το άρθρο "Πανάκριβα τα Μεταπτυχιακά της Δωρεάν Παιδείας" του Νίκου Μάστορα, ΤΑ ΝΕΑ 7/6/2008

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Παιδεία Εμπόρευμα


Τον τελευταίο καιρό γίνεται αρκετή κουβέντα στη Βρετανία γύρω από την εισήγηση του 2/3 του σώματος των πρυτάνεων για αύξηση των διδάκτρων των πανεπιστημίων από τις 3,000 λίρες που είναι σήμερα η ανώτατη τιμή για ένα έτος σπουδών, στις 5,000 ή ακόμα και στις 7,000 λίρες, μια τερατώδη δηλαδή αύξηση η οποία θα αποθαρρύνει ακόμα περισσότερο τα παιδιά των κατώτερων και μεσαίων τάξεων από το να επιχειρήσουν να σπουδάσουν.

Τα δίδακτρα εισήχθησαν για πρώτη φορά από τους «Νέους Εργατικούς» το 1998 και ανέρχονταν στις 1,000 λίρες. Δεν πέρασαν δε μερικά χρόνια και το 2004 εκτοξεύθηκαν στα σημερινά νούμερα, αύξηση δηλαδή κατά 300%, προκαλώντας την μήνι της κοινής γνώμης και των φοιτητών, αλλά και επισφραγίζοντας τον εμπορευματικό χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς ταυτόχρονα να έχει επέλθει και βελτίωση του επιπέδου σπουδών, όπως επισημάνθηκε σε παλαιότερες αναρτήσεις μας. Τουναντίον, τα Βρετανικά πανεπιστήμια βρέθηκαν να χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους από τις ανταγωνιστικές «εκπαιδευτικές αγορές» της Γερμανίας, της Ελβετίας και των Σκανδιναβικών χωρών, οι οποίες χρεώνουν μάλιστα μηδενικά δίδακτρα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ και για την πολιτική της Σκοτίας, η οποία καλύπτει η ίδια τα δίδακτρα των φοιτητών (εκτός των Άγγλων φυσικά!), και έχει δυο από τα πανεπιστήμιά της, του Εδιμβούργου και του St. Andrews, ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου.

Η χρέωση διδάκτρων συνάδει με μια ωφελιμιστική πρόσληψη της παιδείας και με την μετατροπή της από δημόσιο αγαθό σε εμπόρευμα, το οποίο οφείλει κανείς να πληρώσει για να το αγοράσει, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα εμπορεύματα, και το οποίο εμπόρευμα προσδοκά, μετά το τέλος των σπουδών, να μεταπωλήσει σε υψηλότερη τιμή από αυτήν που αρχικά κατέβαλε, ώστε η επένδυση να αποβεί επωφελής. Αυτή είναι η μόνη και ψυχρή λογική, την οποία επιβάλλει ο οικονομικός ορθολογισμός της εποχής μας. Έτσι, η εικόνα του φοιτητή από αυτή του κοπρόσκυλου και του χασομέρη που ήταν στην προ-επιβολής διδάκτρων εποχή, αναβαθμίζεται σε αυτή του σκληρά εργαζόμενου νέου που παλεύει να σπουδάσει για να ξεπληρώσει το χρέος του, καθ’ ότι δεν νοείται σήμερα κάποιος να αποτελεί υπεύθυνο μέλος μιας κοινωνίας, χωρίς να κουβαλάει και κάποιο χρέος στην πλάτη του. Και μάλιστα τόσο πιο υπεύθυνος και πειθαρχημένος λογίζεται, όσο μεγαλύτερο το χρέος, προς θεού, όχι προς την κοινωνία, αλλά προς τη τράπεζα.

Για όσους ήταν μικροί και δεν θυμούνται, η Παιδεία μέχρι και πρόσφατα, δεν ήταν πάντοτε εμπόρευμα και ο φοιτητής δεν ήταν πελάτης-καταναλωτής, που χρεωνόταν για ν’ αγοράσει «δεξιότητες». Τα πανεπιστήμια δεν ήταν χώροι-προθάλαμοι της αγοράς που μόνο σκοπό είχαν να εκπαιδεύσουν επαγγελματίες με τα κατάλληλα προσόντα για να επανδρώσουν τις επιχειρήσεις και τις εταιρίες. Τα πανεπιστήμια δεν σφράγιζαν τα τμήματα που δεν εξυπηρετούσαν τα τρέχοντα βίτσια ή τα μελλοντικά της αγοράς, ούτε έστηναν καινούργια τμήματα ανάλογα με τα βίτσια των χορηγών, ούτε περισσότερο αποτελούσαν τους ουραγούς της κοινωνίας, αλλά έμπαιναν μπροστά δίνοντας το τέμπο και διαμορφώνοντας τα ήθη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκπαίδευαν σωστά. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε, όπως έχω επισημάνει πολλές φορές, ότι αυτό το μοντέλο που προτείνεται σήμερα μέσω συνεχούς προπαγάνδας και κατασυκοφάντησης των άλλων προσεγγίσεων, δεν αποτελεί τη ΜΟΝΗ λύση για την εκπαίδευση, αλλά τη ΜΟΝΗ λύση για το συγκεκριμένο μοντέλο της κοινωνίας που έχει επιβληθεί από την αγορά, και από το οποίο η κοινωνία κάθε άλλο παρά ωφελημένη βγαίνει.

Το πανεπιστήμιο είναι χώρος που από τη φύση του τάσσεται υπέρ της διάδοσης της παγκόσμιας γνώσης και της διερεύνησης της αλήθειας, οριοθετεί δε εξ ορισμού, το χώρο εκτός των επιχειρήσεων, της αγοράς και του κέρδους, με τις δικές του αξίες και ήθη. Τα πανεπιστήμια οφείλουν να μένουν εκτός αυτής της λογικής και η μόνη μεγιστοποίηση που θα έπρεπε να επιδιώκουν θα ήταν αυτή της γνώσης και της κοινωνικής ωφέλειας από τη διάχυσή της. Η Παιδεία αποτελεί αγαθό από μόνο του, και δεν θα έπρεπε να προσλαμβάνεται εργαλειακά με στόχους έξω και πέρα από αυτήν, εξυπηρετώντας την οικονομία, για παράδειγμα. Ούτε θα πρέπει να συγχέεται με την περίφημη «Κοινωνία της Γνώσης», όπου στην περίπτωση αυτή η «Γνώση» δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά πακέτο συγκεκριμένων δεξιοτήτων προς εφαρμογή σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα επιχειρήσεων, έτοιμων όμως ν’ απαξιωθούν ανά πάσα στιγμή, όταν οι λεγάμενοι στο τιμόνι των επιχειρήσεων αποφασίσουν να στραφούν στο πρώτο μπιχλιμπίδι που θα τους γυαλίσει και θα τους υποσχεθεί μεγαλύτερο κέρδος.

Πηγή: http://www.spiked-online.com/index.php?/site/article/6369/

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Μεγαλο-Σαββατιάτικο Διάγγελμα της Cynical


Παρακαλώ, κάντε κλικ στην παρακάτω διεύθυνση και ακούστε το:



Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ελαττωματικά Ανθρώπινα Προϊόντα


Η κυρία Donovan, μια εύθυμη και χειραφετημένη γυναίκα αφού τέλειωσε γρήγορα γρήγορα τα ψώνια της εκείνο το πρωί, είδε ότι είχε αρκετό ακόμα χρόνο στη διάθεσή της πριν αναλάβει την απογευματινή βάρδια στη δουλειά. Η διάθεσή της ήταν καλή και σκέφτηκε ότι δεν θα έβρισκε καλύτερη ευκαιρία να πραγματοποιήσει επιτέλους αυτό που καιρό τώρα γυρόφερνε στο μυαλό της.

Έστριψε στη γωνιά του δρόμου και μετά από λίγα τετράγωνα βρέθηκε σ’ ένα καλαίσθητο δωμάτιο να φυλλομετράει τους καινούργιους καταλόγους με την τελευταία πραμάτεια των δωρητών σπέρματος. Η κυρία Donovan είχε πραγματικά χαζέψει με τη τεράστια ποικιλία των φιλάνθρωπων ανδρών, κάποιος από τους οποίους δυνητικά θα γινόταν και ο πατέρας του παιδιού που ήθελε να φέρει στον κόσμο. Εδώ μια φούστα πας να διαλέξεις από ένα κατάλογο και κάνεις ώρες μέχρι ν’ αποφασίσεις και μάλιστα μέσα από μια ποικιλία 20, 30 διαφορετικών ειδών. Σκεφτείτε λοιπόν το ζόρι της, μπροστά σε μια ασυγκρίτως μεγαλύτερη ποικιλία πατεράδων, εκ των οποίων ο ένας φαινόταν καλύτερος, δυνατότερος, ομορφότερος και πιο λαμπερός από τον άλλον.

Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, μετά από μερικές επίπονες και γεμάτες διλήμματα επισκέψεις στην τράπεζα και με τη βοήθεια μιας ευγενικής υπαλλήλου, η κυρία Donovan κατέληξε στο G783, το σπέρμα των ονείρων της. Γίνανε και οι τελευταίες επαληθεύσεις ότι ο εκλεκτός σπερματοδότης ήταν όντως κελεπούρι με τα σέα του και τα μέα του, τα δεκάδες ISO9001, ECDL, και HACCP του και η κυρία Donovan ευτυχής όσο ποτέ, με το σπέρμα αγκαλιά και τυλιγμένο σε πολυτελή συσκευασία, πήγε στην ευχή του Χριστού και της Παναγιάς.

Μετά από εννιά μήνες, όπως είθισται, το σπέρμα ξεβλάστησε στην κοιλιά και έδωσε την Brittany Donovan, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, καμάρι της μάνας της και του τραπεζίτη που βοήθησε στην εκλογή. Όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν αν η μικρή Brittany δεν γεννιόταν με μια ιδιαιτέρως επικίνδυνη γενετική ανωμαλία που προκαλεί νοητική καθυστέρηση και προβλήματα συμπεριφοράς και την οποία είχε κληρονομήσει από τον άγνωστο G783 πατέρα της.

Η κυρία Donovan δεν ήταν από τις γυναίκες που το βάζουν εύκολα κάτω κι έτσι έστειλε ένα περιποιημένο εξώδικο στην τράπεζα, στον πατέρα ούτε λόγος, για την πώληση ελαττωματικού σπέρματος για το οποίο είχε εγγυηθεί, με εφτά πήχεις εγγυητικές επιστολές, ότι ήταν προϊόν ΑΑ, και με τέτοια μάλιστα σιγουριά, που σε μέγεθος την ξεπερνούσε μόνο η σιγουριά των 29 κατασκευαστών πλυντηρίων όταν συστήνανε πριν από χρόνια το Skip.

Ποια θα είναι όμως η τύχη της εν λόγω αγωγής; Στις περισσότερες Πολιτείες της Αμερικής το σπέρμα δεν θεωρείται προϊόν, παρά το γεγονός ότι περνάει από tests, διαδικασίες επεξεργασίας, καταλογραφείται, διαφημίζεται, πακετάρεται και πωλείται κανονικά και με το νόμο. Όχι όμως και στη Ν. Υόρκη, όπου εκεί το σπέρμα και κατ’ επέκταση τα παράγωγά του, δηλαδή τα μωρά, θεωρούνται προϊόντα.

Έτσι, αν η κυρία Donovan κερδίσει τη δίκη, που τής το ευχόμαστε, θα είναι λόγω της εφαρμογής του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών από πώληση ελαττωματικών προϊόντων, όπως σεντόνια, πλυντήρια, βίδες, τηλεοράσεις κ.λ.π. Δηλαδή η θετική έκβαση της δίκης θα είναι η επικύρωση και με τη βούλα του νόμου, του γεγονότος ότι οι άνθρωποι είναι πρώτον και κύριο προϊόντα και γιατί όχι και εμπορεύματα!

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Ένα Νηστίσιμο Ποστ



Οι οπαδοί κάθε πίστης, είτε θρησκευτική είναι αυτή, είτε πολιτική, είτε πίστη στο έθνος και την πατρίδα, εκδηλώνουν την αφοσίωση τους και τη βούλησή τους να συνεχίσουν να την ασπάζονται, είτε μετέχοντας στις αντίστοιχες τελετές και τελετουργίες, που για τις πολιτικές ομάδες είναι ας πούμε οι διάφορες συγκεντρώσεις, είτε τιμώντας τα ανάλογα σύμβολα.

Δεν νοείται δηλαδή κανείς να είναι μέλος μιας ομάδας δίχως να συμμετέχει στις πρακτικές που συνέχουν την ομάδα. Οι χριστιανοί είναι χριστιανοί γιατί υιοθετούν το δόγμα και ό,τι αυτό επιτάσσει, ασπάζονται τα σύμβολα, το σταυρό για παράδειγμα, αλλά και γιατί μετέχουν σε κάποιες τελετουργίες με κυριότερες αυτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα.

Οι χριστιανοί σήμερα θεωρούν ότι είναι χριστιανοί μη κάνοντας βέβαια τίποτα από όλα αυτά και μη καταβάλλοντας κανένα κόστος, ούτε καν υπό τον τύπον της χρηματικής συνδρομής, όπως συμβαίνει σε μέλη εκκλησιών άλλων χωρών. Αν και οι Έλληνες δηλώνουν σε ποσοστό 99% χριστιανοί ορθόδοξοι σπανίως επισκέπτονται την εκκλησία, και όταν το κάνουν, σίγουρα θα συντρέχουν κάποιοι άλλοι λόγοι. Το σταυροκόπημα με το πέρασμα έξω από εκκλησία γίνεται στα γρήγορα και στα κλεφτά, με λοξές ματιές μην και μας δει κανείς που δεν πρέπει, ο σταυρός γίνεται κόσμημα χωρίς καμιά σχέση με τον original του μαρτυρίου, οι γάμοι συνεχίζουν να γίνονται στην εκκλησία, λόγω μαμάς όμως, πεθεράς ή για το τζέρτζελο ή για να έχουμε τα νώτα μας καλυμμένα σε περίπτωση που κάτι έχει ξεφύγει από την εξίσωση των αθεϊστών, η θεία κοινωνία κόβεται από το φόβο των ιών και των βακτηριδίων, ενώ η νηστεία, αν και πετσοκομμένη παίζει ακόμα στο τραπέζι, για κάποιο άλλο όμως λόγο κι αυτή.

Αντιγράφοντας τα περί νηστείας από την ιστοσελίδα της Μονής Πετράκη, βλέπουμε ότι
«..Νηστεία για μας τους ορθοδόξους είναι η είσοδός μας και η συμμετοχή μας σε κείνη την εμπειρία του Χριστού με τη οποία μας ελευθερώνει από την ολοκληρωτική εξάρτηση από την τροφή, την ύλη και τον κόσμο...».


Η κατανόηση και αποδοχή του νοήματος αυτού, όπως διατυπώθηκε παραπάνω, θα ήταν αδιανόητη για τον άκρως υλιστικό σημερινό κόσμο. Ο τρόπος όμως που πολλές πρακτικές ακατανόητες για τα σημερινά δεδομένα, συνεχίζουν μέχρι σήμερα να επιβιώνουν είναι η αντικατάστασή τους από την πολύ κατανοητή «αρχή της εργαλειακότητας», σύμφωνα με την οποία κάτι έχει νόημα να συμβαίνει, φτάνει να φέρνει κάποιο υλικό αποτέλεσμα ή να είναι χρήσιμο.

Έτσι δεν είναι απορίας άξιο που τα κανάλια και τα έντυπα έχουν γεμίσει αυτή την περίοδο, αντί ιερέων, από διατροφολόγους που επεξηγούν ξανά και ξανά τη σημασία της νηστείας στην υγεία και τη ευζωία του σώματος και μοιράζουν συνταγές σαν αντίδωρα και συγχωροχάρτια.

Αφού δεν την αντέχουμε τη θρησκεία, τι την κουράζουμε τέλος πάντων;

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Μισθολογικές Διαφορές μεταξύ Ανδρών και Γυναικών


Πριν από λίγο καιρό, ενώ έψαχνα δεξιά κι αριστερά οικονομετρικές μελέτες για τη διαφορά μισθών ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα στην Ελλάδα, έτυχε να πέσουν στα χέρια μου ανάλογες έρευνες και για την διαφορά μισθών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Επειδή το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, όπως και άγνωστες πτυχές, αποφάσισα να μην το αφήσω να πάει χαμένο, κι έτσι κορφολόγησα κάποια στοιχεία για να τα κοινοποιήσω.

Στηρίχτηκα σε δυο κυρίως έρευνες, της γνωστής μας πλέον επικ. καθηγήτριας Ε. Παπαπέτρου (Π), από το οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών και των Λιβανού-Πουλιάκα (ΛΠ), από το Πανεπιστήμιο του Aberdeen.

Το πρόβλημα της μισθολογικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα για το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης δεν είναι κάτι το άγνωστο, όπως και το ότι δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Η μέση διαφορά για τις χώρες της Ευρώπης ανέρχεται στο 17.4% . Σε κάποιες απ’ αυτές, όπως Ιταλία, Πολωνία, Σλοβενία και Βέλγιο η διαφορά είναι μικρότερη του 10%, σε κάποιες άλλες υπερβαίνει το 20%, όπως Ολλανδία, Τσεχία, Κύπρο, Γερμανία και Ελλάδα, ενώ στην Εσθονία και Αυστρία το 25%, (στοιχεία από Eurostat του 2007).

Οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις κατά χώρα αντανακλούν κυρίως την ιδιαιτερότητα της κάθε τοπικής αγοράς εργασίας. Φερ’ ειπείν σε κάποιες χώρες η μικρή διαφορά μπορεί να οφείλεται στο ότι στην αγορά εργασίας προτιμούν να εισέρχονται κυρίως γυναίκες υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου, ενώ σε άλλες περισσότερο απορρυθμισμένες αγορές, είναι πιθανόν οι γυναίκες να καταλαμβάνουν περισσότερο θέσεις μερικής απασχόλησης.

Στις εν λόγω αρκετά αναλυτικές μελέτες εκτός από την καταγραφή των διαφορών, αναλόγως του μορφωτικού επιπέδου των δύο φύλων (ΛΠ) και της μισθολογικής κλίμακας όπου βρίσκονται (Π), γίνεται περαιτέρω προσπάθεια να διευκρινιστεί η συνεισφορά καθ' ενός εκ των πιθανών αιτίων στην παρατηρούμενη ανισότητα. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι οι διακρίσεις και προκαταλήψεις λόγω φύλου, το είδος των σπουδών, (τεχνικές vs. ανθρωπιστικές), η ηλικία, η εμπειρία, το είδος εργασίας (full-time, part-time), όπως και άλλοι που παραμένουν αδιευκρίνιστοι.

Σύμφωνα με τους ΛΠ, ο λόγος του μέσου μισθού των γυναικών προς αυτό των ανδρών για τα έτη 2000-2003 εκτιμάται στο 85%. Στον ιδιωτικό τομέα ο λόγος είναι κοντά στο 80%, ενώ στον δημόσιο πλησιάζει το 90%. Η διαφορά αυτή μεταξύ δημοσίου-ιδιωτικού μπορεί να οφείλεται είτε στην χαμηλότερη παραγωγικότητα των γυναικών, είτε στο ότι στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να επιζούν μεγαλύτερες διακρίσεις λόγω φύλου

Οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να εξηγηθούν χωρίς λεπτομερή αναφορά στην διαφοροποίηση της αγοράς εργασίας για κάθε φύλο χωριστά. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, οι άνδρες είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν μεγαλύτερη εμπειρία εργασίας, εργάζονται περισσότερες ώρες και κατέχουν κυρίως full-time και μόνιμες θέσεις εργασίας, σε αντίθεση με τις γυναίκες που κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των εργασιών μερικής απασχόλησης. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τις μισθολογικές διαφορές, αν δεν ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι συνολικά οι γυναίκες είναι υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου από τους άνδρες.

Προσεκτικότερη όμως ματιά στο είδος των πτυχίων αποκαλύπτει, σύμφωνα πάντα με την έρευνα των ΛΠ, ότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχολές όπως Νομική, Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών, Παιδαγωγικά τμήματα, και παραϊατρικές σχολές, σε αντίθεση με τις Πολυτεχνικές, Οικονομικές σχολές ή σχολές φυσικών επιστημών στις οποίες υπερτερούν οι άνδρες και οι οποίες εξασφαλίζουν υψηλότερες σχετικά απολαβές. Συγκεκριμένα ο μέσος μισθός αποφοίτων από σχολές όπου υπερτερούν οι άνδρες ανέρχεται στα 954 ευρώ, ενώ από αυτές όπου υπερτερούν οι γυναίκες, στα 865 ευρώ, δηλαδή είναι χαμηλότερος κατά 100 περίπου ευρώ.

Παρά ταύτα η διαφορά στο είδος των πτυχίων μεταξύ ανδρών και γυναικών, μπορεί να εξηγήσει μόνο ένα 8.5%-10% της μισθολογικής διαφοράς, ενώ, ακόμα και μετά την συμπερίληψη αυτού του παράγοντα, όπως και του παράγοντα της διαφορετικής παραγωγικότητας των δύο φύλων, ένα 42% της μισθολογικής διαφοράς παραμένει ανεξήγητο και οφείλεται σε παράγοντες διάκρισης του φύλου.


Η μελέτη της Παπαπέτρου εξετάζει τις μισθολογικές διαφορές σαν συνάρτηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των δύο φύλων γενικά, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της το διαχωρισμό κατά κλάδο σπουδών, όπως η μελέτη των (ΛΠ), αλλά τις εξετάζει τμηματικά σε όλο το εύρος της κατανομής των αμοιβών, από τα χαμηλόμισθα, τα μεσαία έως τα υψηλόμισθα κλιμάκια.

Η αγορά εργασίας των γυναικών, όπως προέκυψε, έχει τα εξής χαρακτηριστικά. Το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας εξαρτάται από το μορφωτικό τους επίπεδο. Για τις γυναίκες με υψηλή μόρφωση, η συμμετοχή (86.3%), είναι περίπου η ίδια με τον κοινοτικό μέσο όρο, ενώ για αυτές με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο διαμορφώνεται στο (54.3%), ποσοστό που υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ.

Οι μισθολογικές διαφορές ανδρών και γυναικών διαφέρουν ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης των εργαζομένων.

Για την κατηγορία με ΥΨΗΛΟ επίπεδο εκπαίδευσης η μισθολογική διαφορά ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ καθώς μετακινούμαστε προς τα ανώτερα κλιμάκια αμοιβών. Για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, οι γυναίκες λαμβάνουν το 87% του μισθού των ανδρών, ενώ για τους υψηλόμισθους εργαζόμενους, το 67%. Η τάση αυτή είναι ενδεικτική της ύπαρξης για τις γυναίκες του φαινομένου της «γυάλινης οροφής», που είναι πιθανόν να οφείλεται στη μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη των γυναικών, στην περιορισμένη κινητικότητα ή σε διαφορετικές αναθέσεις.

Για την κατηγορία με ΧΑΜΗΛΟ επίπεδο εκπαίδευσης, για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, οι γυναίκες λαμβάνουν το 82% του μισθού των ανδρών, ενώ για τους υψηλόμισθους εργαζόμενους, το 83%. Δηλαδή βλέπουμε ότι ο λόγος του μισθού των γυναικών προς τον μισθό των ανδρών παραμένει σταθερός σε όλο το φάσμα των αμοιβών.


Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι η διαφορά των μισθών αποτελεί πανευρωπαικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα, η ανισότητα δεν είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωζώνη. Η υψηλότερη εκπαίδευση όχι μόνο δεν βοηθάει στην ελάττωση της μισθολογικής διαφοράς, αλλά τουναντίον την διογκώνει (glass ceiling effect). Στην μισθολογική ανισότητα συμβάλλουν κατά μικρό μόνο μέρος ο κλάδος σπουδών, ακολουθούν τα παραγωγικά χαρακτηριστικά, ενώ ένα μεγάλο μέρος, περίπου το μισό, ανήκει σε αδιευκρίνιστους παράγοντες λόγω φύλου.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Σώματα για Φάγωμα


Εδώ και δυο μήνες περίπου, ο Δήμος Αθηναίων προσφέρει στο φιλοθέαμον και φιλομαθές κοινό της πόλης ως βορά, την παγκοσμίου φήμης έκθεση «Bodies», (το περιεχόμενο της οποίας σας είναι ήδη γνωστό), με σκοπό να διαφωτίσει, να ενδυναμώσει, να εντυπωσιάσει, να διδάξει και να εμπνεύσει τους ανέμπνευστους, καθηλωμένους και απαίδευτους δημότες του.

Η έκθεση αυτή, παρά τα αναμενόμενα, δεν ξεσήκωσε καμιά σοβαρή αντίδραση, τουλάχιστον ίσης έντασης με αυτήν που είχε προκαλέσει πριν λίγα χρόνια το πουλί του Κυρίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι συμπολίτες μας εξοικειωμένοι πλέον με τα χειρότερα, ξεπέρασαν γρήγορα το γεγονός ότι τα πουλιά που αντίκριζαν αυτή τη φορά δεν ήταν ζωγραφιστά, αλλά ανήκαν σε σώματα ανθρώπων, που κάποτε όμως ήταν ζωντανά.

Είναι γνωστό ότι από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους οι άνθρωποι σέβονταν και τιμούσαν τους νεκρούς τους, τους έθαβαν και σε μερικές κοινωνίες τους θεωρούσαν μάλιστα και ιερούς. Άλλωστε κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα στις δυτικές κοινωνίες, όπου ο νομοθέτης σεβόμενος το λαϊκό αίσθημα κατατάσσει τη σκύλευση νεκρού στα ποινικά αδικήματα. Ο νεκρός λοιπόν παρότι απών από την κοινωνία των ζωντανών ανθρώπων, δεν παύει να θεωρείται ακόμα άνθρωπος και μάλιστα σεπτός ο οποίος και χρήζει του σεβασμού μας.

Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η χαλαρότητα και η ανεμελιά με την οποία το κοινό περιεργάζεται τα εκθέματα, μαρτυρούν ότι τα νεκρά σώματα δεν γίνονται αντιληπτά σαν τέτοια, αλλά σαν σάρκες.

Να, όπως για παράδειγμα, η σάρκα του βοδιού, του γουρουνιού και του προβάτου. Αν λοιπόν είμαστε πρόθυμοι και άνετοι στο να δούμε το σώμα του νεκρού σαν σάρκα, γιατί λοιπόν να μην μπορούμε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια και να το φάμε;

Γιατί δηλαδή, να μην υπάρχουν, δίπλα στα άλλα, και ανθρώπινα κρεοπωλεία με ολόφρεσκα, μόλις θανόντα σώματα να κρέμονται λαχταριστά απ’ τα τσιγκέλια, ή κονσέρβες, παριζάκια, ζαμπονάκια και λοιπά από ανθρώπινο κρέας στοιβαγμένα σε ειδικά ράφια στα σουπερμάρκετ, ή εξειδικευμένα εστιατόρια με ωραίες πίτες και κεφτεδάκια από εξαιρετικές ποικιλίες ανθρώπων;

Λέτε να δυσκολευόμασταν; Από τι όμως; Επειδή θα ήταν ανήθικο που θα τρώγαμε έναν από μας; Επειδή θα μάς ξίνιζε το διαφορετικό και το πρωτόγνωρο, όπως συμβαίνει σε πολλούς που δεν μπορούν να φάνε βατράχια; Ή, επειδή έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για να αρχίσουμε να βλέπουμε και τους ζωντανούς συνανθρώπους μας σαν απλή σάρκα και όχι σαν πρόσωπα;

Η εντύπωση όμως που απεκόμισα παρατηρώντας τα χαρωπά πρόσωπα των επισκεπτών είναι ότι δεν θα δυσκολευόμασταν και πολύ, αρκεί στην αρχή να βρισκόταν κάποιος κ. Μαμαλάκης να μας καθησυχάσει ότι θα τα μαγείρευε με πολύ νοστιμιά και φροντίδα.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Περί Υπευθυνότητας


Τον τελευταίο καιρό, χαζεύοντας τον Καραμανλή να ρητορεύει έμπλεο πάθους και απαράμιλλης θεατρικότητας, με τα μάτια μου εστιασμένα περισσότερο στις κινήσεις του σώματος και τις εκφράσεις του προσώπου του, παρά στο περιεχόμενο των λόγων του, συμβαίνει να πιάνω χωρίς να το θέλω τη λέξη «Υπευθυνότητα» σε όλο και αυξανόμενη συχνότητα. Παρατηρώντας και ακούγοντάς τον πιο προσεχτικά αντιλήφθηκα ότι δεν έκανα λάθος. Όντως, ο λόγος του Καραμανλή και κατ’ αντανάκλαση και κάποιων στελεχών του, κυριολεκτικά χαρακτηρίζεται από μια πληθωριστική χρήση της εν λόγω λέξης.

Με δεδομένο τον κακό τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, την εύνοια προς τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, (μέσω φορολογίας για παράδειγμα), και τη σωρεία των σκανδάλων, είναι πολύ εύκολο για τον καθένα ν’ αντιληφθεί ότι ο κ. Καραμανλής καταφανώς διαστρέφει το νόημα της λέξης Υπευθυνότητα. Άρα, η Υπευθυνότητα, κάτω από τις δεδομένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αποκτάει άλλο νόημα από αυτό που θα υπαγόρευε η φιλοσοφία.

Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση δεν απαξιώνουμε την Υπευθυνότητα αυτή καθ' αυτήν, αλλά την Υπευθυνότητα όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Καραμανλής και το πολιτικό σύστημα που εκπροσωπεί. Ως εδώ, συμφωνούμε, όπως επίσης και ότι η εν λόγω αρετή χαρακτηρίζει κυρίως άτομα και προσωπικές ηθικές στάσεις και ότι απ’ όσο γνωρίζω κανένας πολιτικός φιλόσοφος δεν ασχολήθηκε, ούτε καμιά επανάσταση έγινε για να συγκροτηθεί μια Υπεύθυνη (γενικώς και αορίστως) Κυβέρνηση.

Για να επανορθώσουμε τη διαστρέβλωση, και για να φέρουμε την έννοια αυτή στα ίσα της, τι πιο προφανές από τα να ζητήσουμε μια Κυβέρνηση που να κυβερνά με το ουσιαστικό περιεχόμενο της λέξης Υπευθυνότητα. Θα ήμασταν τότε ευχαριστημένοι με την φιλοσοφική αποκατάσταση της έννοιας;

Όχι φυσικά, γιατί θα έλλειπε το πολιτικό σκέλος της ερώτησης, που είναι το «για ποιον;». Ναι, Υπεύθυνη Κυβέρνηση. Αλλά, για ποιον; Ο λαός δεν είναι ένα χύμα ομοιογενές κοπάδι, αλλά εντός του υπάρχουν στρώματα, παπλώματα, συμφέροντα, συγκρούσεις και τάξεις. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν έχει βρεθεί που να φροντίζει όλους και που να είναι υπεύθυνο για όλους στον ίδιο βαθμό. Κάθε ένα έχει τους ευνοούμενους και τους παρίες του.

Όσο λοιπόν μια έννοια με ηθικό περιεχόμενο μένει ξεκρέμαστη και υπεράνω, δρα παραπλανητικά. Για να αποκτήσει νόημα πρέπει πρώτα να τεθούν ερωτήματα διακυβέρνησης για το «πώς», για το « ποιον», και για "ποιο σκοπό".

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Το Ιδεολόγημα της Αξιοκρατίας


Μια από τις λέξεις που υπερίπταται εσχάτως πάνω από τις κεφαλές μας, ευγενής και αυτή ως προς την καταγωγή, και υπεράνω υποψίας ως προς τις προθέσεις της, μια λέξη φετίχ και μαγική, που σε αντικατάσταση άλλων που έχουν πια χρεοκοπήσει, εισβάλλει αμόλυντη κι αγνή για να γεννήσει προσδοκίες και ν’ αναπτερώσει τις ελπίδες των απανταχού απελπισμένων είναι και η λέξη Αξιοκρατία.

Μια λέξη δηλαδή που ευαγγελίζεται την αντικατάσταση των Αχρήστων εις την κεφαλήν της χώρας, υπό των Αρίστων.

Με σκοπό να διερευνήσουμε το περιεχόμενο της λέξης «άξιος» ας θέσουμε μερικά αυτονόητα ερωτήματα:

1. Στην υποθετική περίπτωση που μια πολιτεία θα διοικείται από τους αρίστους, με ποιο τρόπο θα αποφευχθεί ο κίνδυνος να καταλήξει η εξουσία αλαζονική και ολοκληρωτική και να οδηγηθεί η κοινωνία στη λατρεία των ικανών και στην περιφρόνηση των φτωχών σαν ανίκανων;

2. Πόσο είναι δυνατό η διακυβέρνηση μιας χώρας να στηρίζεται σε ηθικές και όχι σε πολιτικές προτάσεις, Αν και η έκκληση στην αξιοκρατία είναι ελκυστική και επιθυμητή προοπτική, (κανείς δεν αντιλέγει σε αυτό), εν τούτοις μπορεί να γίνει καταστροφική αν καταστεί κεντρική πολιτική πρόταση.

3. Πώς διασφαλίζεται ότι αυτοί που θα επιλεγούν σαν άριστοι λόγω ικανοτήτων, δεν θα συλλέγονται από τα ήδη προνομιούχα και εξουσιαστικά στρώματα;

4. Πώς μπορεί να οριστεί με αξιοπιστία η «αξιοσύνη», εν μέσω μάλιστα ιδιαιτέρως στρεβλών καιρών, όταν το «άξιο» ταυτίζεται μονοσήμαντο με το «εμπορικά άξιο», αυτό δηλαδή που καταφέρνει να μεγιστοποιεί το κέρδος και να μειώνει τις απώλειες, χρημάτων βεβαίως και όχι ανθρώπων;

Όπως θα δούμε, οι «άριστοι», με την έννοια των κατόχων υψηλότερου εκπαιδευτικού κεφαλαίου, δεν προέρχονται από τον τυχαίο πληθυσμό, αλλά από τα προνομιούχα κατά κύριο λόγο στρώματα.

Η αντικατάσταση της κληρονομικής αριστοκρατίας από μια φυσική αριστοκρατία που δεν θα βασιζόταν στην καταγωγή αλλά στο ταλέντο, ήταν ένα από τα οράματα του Τζέφερσον. Θεωρούσε ότι μέσω της εκπαίδευσης, με την παροχή δηλαδή ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών θα επιτυγχανόταν η κοινωνική κινητικότητα, από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και ότι θα δινόταν η ευκαιρία σε παιδιά από μη προνομιούχα στρώματα να φτάσουν σε υψηλά αξιώματα. Αυτό όμως από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό αλλά θα έπρεπε να συνεπικουρείται από σκληρή εργασία και ηθική συμπεριφορά. Όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή, που συγκροτούσαν το αμερικανικό όνειρο.

Η πραγματικότητα όμως ακόμα και στον πλέον αδαή, παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική, μιας και οι κοινωνικές και οικονομικές αφετηρίες παραμένοντας άνισες, προδικάζουν δυστυχώς και ένα άνισο αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά δεν θα παραθέσω πίνακες με το ποσοστό των παιδιών των χαμηλών στρωμάτων που εισάγονται σε σχολές υψηλής ζήτησης, σε σχέση με τα παιδιά των υψηλότερων στρωμάτων, γιατί νομίζω ότι αποτελεί κοινή κατακτημένη γνώση. Ούτε ότι οι απόφοιτοι των ακριβών ιδιωτικών σχολείων καταλαμβάνουν και τις περισσότερες θέσεις των ελίτ πανεπιστημίων, αυτό το τελευταίο από έρευνα στην Αγγλία, οι οποίοι με τη σειρά τους καταλαμβάνουν και τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις.

Αν η αξιοσύνη ταυτίζεται με την καλή εκπαίδευση και την αποτελεσματικότητα στη διοίκηση, τότε πού θα κατατάσσαμε τα golden boys; (προτού φυσικά εμφανιστεί η κρίση). Οι διοικητές που εξασφάλιζαν απρόσκοπτη κερδοφορία και ανάπτυξη για τις επιχειρήσεις τους, με παράλληλες αήθεις για μας τους κοινούς θνητούς πρακτικές, όπως εκμετάλλευση παιδιών, απολύσεις, κ.λ.π., δεν θα κατατάσσονταν κι αυτοί στους αρίστους;

Το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας, διότι περί αυτού πρόκειται, δρα έτσι ώστε να δικαιολογεί την ανισότητα. Σε μια κοινωνία ανισοτήτων για να υπάρξει σταθερότητα, αυτοί που κατέχουν θα πρέπει να πείσουν αυτούς που δεν κατέχουν ότι καλώς δεν κατέχουν, διότι αυτό είναι το δίκαιο, και ότι αυτό υπαγορεύει η φυσική τάξη των πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία οι πλέον προικισμένοι (ταλαντούχοι), οι πλέον μορφωμένοι, οι πλέον σκληρά εργαζόμενοι και οι πλέον ηθικοί είναι αυτοί που θα πάνε μπροστά. Μπορεί να μην ξεκινάνε όλη από την ίδια αφετηρία αλλά είναι στο χέρι τους να πετύχουν. Οι ιδεολογίες της ανισότητας πείθουν χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην αληθινές, όπως π.χ. ήταν παλιότερα οι ιδεολογίες για την κατωτερότητα των μαύρων και των γυναικών.

Το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας στηρίζεται στη φυσική ανισότητα των ανθρώπων για να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα της παρατηρούμενης ανισότητας που φυσικά είναι πολλαπλάσιο και δεν προκύπτει από την ατομική ανωτερότητα.

Το πρόβλημα με την απλή αναφορά στην αξιοκρατία είναι ότι αποσιωπούνται όλοι οι άλλοι λόγοι για τους οποίους κάποιος καταλήγει στα ανώτερα στρώματα και οι οποίοι μπορεί να είναι η κληρονομιά της τάξης ή του κατάλληλου περιβάλλοντος γνωριμιών, η τύχη ή άλλες παράμετροι πέρα από κάθε ατομικό έλεγχο.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Μισθολογικές Διαφορές Μεταξύ Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα



Δευτεριάτικα σήμερα και με την άνοιξη ολοένα και να φουντώνει, θα επιθυμούσα να έγραφα κάτι περισσότερο εύθυμο και ηδύ. Κάτι που να είχε τη μυρωδιά του γιασεμιού και των λεμονανθών, το αστραφτερό πράσινο των νιόβγαλτων φύλλων, την ικμάδα της νεαρής ζωής που ξεπετάγεται από τη γη, ξετρυπώνει από το χώμα και τους θάμνους, που σπαθίζει τον αέρα, κάτι τόσο αισθαντικό, όσο το χαΐδεμα της κοιλιάς ενός μωρού χελιδονιού.

Δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Οι πειρασμοί που προανέφερα δεν μπόρεσαν να με βγάλουν απ’ το λαγούμι μου. Και αντί για τον καθαρό αέρα, που τόσο είχαν ανάγκη τα πνευμόνια μου, παρέμεινα κλεισμένη στην ασφυκτική ατμόσφαιρα των γραφείων, παρέα με στοίβες από ξεχασμένα χαρτιά και αδιάβαστες εκθέσεις. Αφού λοιπόν, ξεμπέρδεψα(!) με τον νεοφιλελευθερισμό και τα παραλειπόμενά του, ρίχτηκα με τα μούτρα στη διερεύνηση αυτού του άγνωστου τέρατος που λέγεται ελληνικό δημόσιο.

Λίγο καιρό πριν είχα αναφερθεί στο μέγεθος του τέρατος αυτού. Συγκρίνοντάς το μάλιστα και με το μέγεθος αντίστοιχων τεράτων σε πιο αξιοσέβαστες ευρωπαϊκές χώρες, το είχα βρει να κινείται σε μια μέση κατάσταση. Σήμερα είπα ν’ αξιοποιήσω τα συμπεράσματα μιας μελέτης για τις μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, στην προσπάθειά μου να καταλάβω την ιδιαίτερα έντονη, μέχρι παροξυσμού, επιθυμία των νεοελλήνων να εξασφαλίσουν μια θέση στους κόλπους του. Είναι μόνο η μονιμότητα της εργασίας, οι έξτρα παροχές και η καλύτερη περίθαλψη αρκετά για να δικαιολογήσουν την προτίμηση αυτή; Απ’ ότι φάνηκε καθαρά από την έρευνα της καθ. Ευαγγελίας Παπαπέτρου, που την ξεσκόνισα, συντρέχει και ένας άλλος, πολύ σοβαρότερος λόγος που είναι και ο κατά μέσον όρο υψηλότερος μισθός.

Εδώ θα παρουσιάσω μόνο τα συμπεράσματα της εν λόγω έκθεσης που είναι τα εξής:

1. Ο μέσος μισθός είναι μεγαλύτερος στο δημόσιο τομέα απ’ ότι στον ιδιωτικό και για τα δυο φύλα.

2. Οι μισθοί όμως του δημοσίου τομέα δείχνουν μικρότερη διασπορά απ’ ότι του ιδιωτικού. Δηλαδή, στο δημόσιο τομέα η διαφορά μισθών ανάμεσα στους χαμηλόμισθους και τους υψηλόμισθους είναι μικρότερη απ’ ότι στον ιδιωτικό. Ο λόγος είναι ότι το κράτος πληρώνει μεγαλύτερους μισθούς σε εργαζόμενους χαμηλής εξειδίκευσης, ενώ για πολιτικούς λόγους βάζει κάποια οροφή στα ανώτερα στελέχη. Για παράδειγμα, στο δημόσιο ο υψηλόμισθος άνδρας κερδίζει 2.1 φορές περισσότερα από τον χαμηλόμισθο, ενώ στον ιδιωτικό τομέα 2.9. Αλλά ένας χαμηλόμισθος στον δημόσιο τομέα κερδίζει 1.7 φορές περισσότερα από τον αντίστοιχό του στον ιδιωτικό, ενώ ο υψηλόμισθος του δημοσίου κερδίζει μόνο κατά 1.2 φορές περισσότερα.

3. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο κατά κανόνα έχουν καλύτερη μόρφωση και περισσότερη εμπειρία. 41% των ανδρών του δημοσίου έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ενώ μόνο το 16% του ιδιωτικού τομέα. Για τις γυναίκες τα ποσοστά αυτά ανέρχονται σε 55% και 20% αντίστοιχα. Έτσι, κατά ένα μεγάλο ποσοστό η διαφορά στους μισθούς οφείλεται στις δύο αυτές ιδιότητες, εκτός φυσικά από τους ανειδίκευτους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι και είναι οι περισσότερο ωφελημένοι.

4. Μελέτες και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία έδειξαν ότι κατά μέσο όρο οι μισθοί του δημοσίου είναι υψηλότεροι από τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα. Άρα, δεν πρωτοτυπούμε!

Με βάση λοιπόν και την έκθεση αυτή η διακαής επιθυμία τόσων και τόσων νεοελλήνων, όσων και ευρωπαίων να εξασφαλίσουν μια θέση στο δημόσιο είναι απολύτως ορθολογική και δικαιολογημένη. Από κει και πέρα, η όποια δυσλειτουργία είναι ένα διαφορετικό προς εξέταση θέμα.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Το Λεξιλόγιο του Νεοφιλελευθερισμού


Ο νεοφιλελευθερισμός την τελευταία τριακονταετία κυριάρχησε όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά όπως ήταν φυσιολογικό και στο ιδεολογικό, με τρόπο ώστε να καταστεί στη συνείδηση των ανθρώπων ως το μοναδικό ορθό και αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης της οικονομίας και των κοινών. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια ιδεολογική κατασκευή, με μικρή μάλιστα διάρκεια ζωής, η οποία δεν κατοχυρώνεται από κανένα φυσικό νόμο, ούτε αποτελεί μοναδική εναλλακτική λύση, όπως διατεινόταν με θέρμη η Θάτσερ. Η επιτυχία της επικράτησής του, πέρα από την ιστορική συγκυρία της πτώσης του ανατολικού μπλοκ, οφείλεται στο ότι κατάφερε να εμφανίσει το περιεχόμενο της ιδεολογικής του αποσκευής σαν παγκόσμιο και πανανθρώπινο, επιστρατεύοντας προς τον σκοπό αυτό και τις νευροεπιστήμες, τη γενετική και την ψυχολογία.

Παρ’ όλα αυτά, σαν ιδεολογία απεδείχθη παντοδύναμη αλλά και επικίνδυνη γιατί ήταν σαγηνευτική. Χρησιμοποίησε υψηλές ιδέες περί Ελευθερίας, Ατομικότητας και Αυτάρκειας, Δυναμισμού, Νεότητας και Καταναλωτισμού που λειτουργούν εν γένει ενδυναμωτικά στην προσωπικότητα. Ήταν παντοδύναμη, γιατί οι ιδέες της παρουσιάζονταν σαν προφανείς και αναντίρρητες αλήθειες, σαν κοινοί και αυτονόητοι τόποι. Επιπλέον νομιμοποιήθηκε, περιβάλλοντας τις επιλογές της με το πέπλο του ορθολογικού και της κοινής λογικής, λοιδορώντας συνάμα με το στίγμα του ανορθολογικού κάθε διαφορετική άποψη.

Ο νεοφιλελευθερισμός περιβλήθηκε με τους μύθους της αποτελεσματικότητας στη χρήση των πόρων, της απρόσκοπτης δημιουργίας πλούτου, της τελειότητας των αγορών με την αυτορρύθμιση των στρεβλώσεων, ενώ στην πράξη δημιούργησε πλούτο μόνο για τα ανώτερα στρώματα, ευνόησε τη δημιουργία κολοσσών με φορολογικές ελαφρύνσεις, κατέστρεψε φυσικούς πόρους και την ηθική βάση των κοινωνιών στρέφοντάς τες στην θεοποίηση μιας μόνης αξίας, αυτή του χρήματος και με την πρόσφατη κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών έφερε την παγκόσμια οικονομία στο σημείο που ήταν και στις αρχές του αιώνα.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι την ιδεολογία αυτή υποστήριζαν και ενστερνίζονταν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες οι οποίες και σαφώς πλήττονταν από τις οικονομικές και πολιτικές της επιλογές, μπλεγμένες κυρίως σε ένα ελκυστικό και καινοφανές λεξιλόγιο που κολάκευε εξωτερικά το άτομο, άσχετο αν στην πορεία όχι μόνο το εξόντωνε, αλλά επέρριπτε κι από πάνω τις ευθύνες της εκμηδένισής του στο ίδιο και στις ανεπαρκείς του ικανότητες, για το ότι δεν στάθηκε τελικά άξιο της νεοφιλελεύθερης χάρης.

Η επικράτηση δεν έγινε αυτομάτως αλλά με διαρκείς επιθέσεις και συστηματική προπαγάνδα από εργοδότες, αξιωματούχους, υψηλόβαθμα στελέχη του δημοσίου τομέα, ανθρώπους των media, δημοσιογράφους, πολιτικούς, αλλά και ανθρώπους της τέχνης και της επιστήμης, σύμφωνα με την οποία η φτώχεια, η ανεργία και τα μειωμένα εργασιακά αντανακλαστικά, αποδίδονταν στην κρατική παρεμβατικότητα, στις δημόσιες παροχές, στα εργατικά συνδικάτα, στις ατομικές ανεπάρκειες, αλλά και σε πολιτισμικούς παράγοντες, βλ. Νότιο Αμερική.

Ο,τιδήποτε κρατικό εμφανίστηκε συνδεδεμένο με αρνητικές έννοιες όπως περιορισμός, κλειστό σύστημα, ακαμψία, ακινησία, απολίθωση, στάση, ομάδες συμφερόντων, ομοιομορφία, ολοκληρωτισμός, ενώ από την άλλη μεριά οι αγορές δαφνοστεφανώθηκαν με τις έννοιες της ελευθερίας, της ευελιξίας, του δυναμισμού, της καινοτομίας, του μέλλοντος, της ανάπτυξης, του ατομισμού, της ποικιλομορφίας, της αυθεντικότητας και τέλος της δημοκρατίας. Παρεμπιπτόντως, καμιά ως τα τώρα μελέτη δεν μπόρεσε να αποδείξει με οικονομικούς όρους την ανωτερότητα και τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα του ιδιωτικού σε σχέση με τον δημόσιο τομέα.

Καλλιεργήθηκαν ο φετιχισμός της επιχειρηματικότητας και η ειδωλοποίηση του επιχειρηματία σαν φορέα πλούτου και καινοτομίας, με την ταυτόχρονη απαξίωση, σαν παρασιτικών, επαγγελμάτων που δεν ήταν προσανατολισμένα στο κέρδος ή εργαζομένων που δεν θέλησαν να μετατρέψουν επαγγέλματα παραδοσιακά εκτός αγοράς, σε αγοραία.

Λέξεις όπως παγκοσμιοποίηση, διακυβέρνηση, εκσυγχρονισμός, απασχολησιμότητα, αποκλεισμός, νέα οικονομία, μηδενική ανοχή, αξιοκρατία, υπευθυνότητα, ελαστικότητα, πολυπολυτισμικότητα, κ.λ.π. άρχισαν να διαχέονται στο καθημερινό λεξιλόγιο, ενώ την ίδια στιγμή ενοχλητικές λέξεις όπως καπιταλισμός, τάξη, ανισότητα, εκμετάλλευση, και κυριαρχία άρχισαν να αποσύρονται διακριτικά με την ταυτόχρονη απόσυρση και των κατακτήσεων των κοινωνικών αγώνων που πλέον απαξιώνονταν σαν αναχρονισμοί και συντήρηση.

Στο πολιτικό επίπεδο, η φιλελεύθερη δημοκρατία ως συγκερασμός των αρχών του φιλελευθερισμού, όπως ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερία, και των αρχών της δημοκρατίας, όπως ισότητα και λαϊκή κυριαρχία άρχισε να μετατίθεται περισσότερο προς τον φιλελευθερισμό και λιγότερο προς τη δημοκρατία ή είδαμε να αναφύονται υβριδικές μορφές του λεγόμενου «τρίτου δρόμου» με άμβλυνση των διαχωριστικών γραμμών αριστεράς δεξιάς και κεντρικούς άξονες τη συναίνεση στις φιλελεύθερες πολιτικές κάτω από το πρόσχημα του διαλόγου και της διαβούλευσης.

Όταν ακούω τις πάσης φύσεως εξουσίες να μας σερβίρουν με τη μεγίστη προσήλωση και σοβαρότητα, το καθημερινό ραδιοτηλεοπτικό μας μενού, πασπαλισμένο με τις ίδιες σεσημασμένες λέξεις που αντλούν από τη νεοφιλελεύθερη δεξαμενή, και να μας το παρουσιάζουν σαν το μοναδικό επίτευγμα ενός πετυχημένου σεφ, αναρωτιέμαι αν έχουν αντιληφθεί το πόσο πολύ έχει σκουριάσει η δεξαμενή και το πόσο ξεδιάντροποι και γελοίοι τελικά φαίνονται.