Οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης, στην έντονη κριτική που τους ασκείται για τον κίνδυνο του περαιτέρω αποκλεισμού των φτωχότερων στρωμάτων από τους κόλπους της, ανταπαντούν βάσει επιχειρημάτων που αντλούν από το αγγλοσαξονικό μοντέλο, ότι η εξασφάλιση ικανού αριθμού υποτροφιών από τα πανεπιστήμια εγγυάται ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε όλους τους φοιτητές, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης και της κοινωνικής τους προέλευσης.
Όπως σχολιάσαμε σε προηγούμενα κείμενα, τούτο παραμένει άκρως ουτοπικό, διότι εξ ορισμού, τα φτωχότερα στρώματα φοιτούν κατά κανόνα σε περισσότερο φτωχά και υποβαθμισμένα σχολεία, γεγονός που αδυνατεί να εξισορροπήσει τα μειονεκτήματα από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντός τους και να προσανατολίσει τα προικισμένα παιδιά, για τα οποία τόσο κόπτονται στην Αμερική, προς τη σωστή κατεύθυνση.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Αμερική, σαν συνέπεια της οικονομικής ανισότητας, η εκπαιδευτική ανισότητα έχει και αυτή μεγεθυνθεί, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση και της κοινωνικής κινητικότητας. Έτσι η πιθανότητα κάποιο παιδί με γονείς που ανήκουν στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα να μεταβεί στην ανώτερη είναι ίση με 6.3%, ενώ η πιθανότητα να παραμείνει στην ίδια κατάσταση με αυτή των γονέων του ισούται με 37.3%. Αντίθετα, παιδιά από τα ανώτερα οικονομικά στρώματα παραμένουν στην ίδια θέση με πιθανότητα 42.3%, ενώ η πιθανότητα να εκπέσουν στα κατώτερα είναι μεν υπαρκτή, αλλά μικρή, 7.3%, [1]
Στο ίδιο διάστημα η σημαντική υποχρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων είχε σαν αποτέλεσμα πολλά από αυτά είτε ν' αναζητήσουν πόρους σε ιδιώτες, είτε να αυξήσουν τα δίδακτρα, έχοντας σαν συνέπεια τη μείωση του αριθμού των φοιτητών. Οι δε κρατικές υποτροφίες (Pell grants), τις οποίες δικαιούνται φοιτητές με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα, κάτω των $20,000 ετησίως, ενώ το 1976 κάλυπταν το 72% του κόστους της τετραετούς φοίτησης, σήμερα δεν καλύπτουν παρά το 38%. Και αυτό όχι στα ακριβά πανεπιστήμια όπου τα ετήσια δίδακτρα φτάνουν έως και $50,000. Επιπλέον, αλλάζοντας τα κριτήρια έγκρισης, οι δικαιούχοι επιλέγονται όχι τόσο βάσει των οικονομικών τους αναγκών, αλλά βάσει προσόντων και επιτευγμάτων, με αποτέλεσμα να επιδοτούνται πάλι τα ανώτερα στρώματα τα οποία έχουν και την δυνατότητα να τα εξασφαλίζουν, [2].
Το 2002, σύμφωνα με έκθεση μιας ομοσπονδιακής συμβουλευτικής επιτροπής, 400,000 φοιτητές προερχόμενοι από οικογένειες με εισοδήματα κάτω των $50,000, που θα μπορούσαν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια, δεν το κατόρθωσαν για οικονομικούς λόγους, [2].
Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση είναι τέτοια, που ο αριθμός των φοιτητών με χαμηλές σχολικές επιδόσεις, αλλά από τα υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, είναι περίπου ο ίδιος με τον αριθμό των φοιτητών με υψηλές εκπαιδευτικές δυνατότητες, αλλά από τα φτωχά στρώματα. Η διαπίστωση αυτή δείχνει καθαρά κατά πόσο η Αμερική παραμένει χώρα ίσων ευκαιριών που συνεχίζει να επιβραβεύει το ταλέντο, την ευφυΐα και την προσπάθεια ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης.
Στα περισσότερα ονομαστά πανεπιστήμια, παρά τα αυξανόμενα έσοδά τους, την τελευταία περίοδο, προ της κρίσης φυσικά, η εισαγωγή φοιτητών από φτωχά στρώματα ή κατόχους των Pell grants, ήταν πάρα πολύ χαμηλή, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 0.5-1%. Στο Harvard για παράδειγμα το ποσοστό των φτωχών φοιτητών με Pell grants ανάμεσα στους προπτυχιακούς είναι της τάξης του 10-12%. Την ίδια δε περίοδο, η ανακοίνωση των Harvard και Yale ότι θα στηρίξουν οικονομικά παιδιά οικογενειών με ετήσια εισοδήματα έως $200,000, και των πανεπιστημίων Berkeley και UCLA ότι η στήριξη θα είναι ανεξάρτητη του οικογενειακού εισοδήματος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κραυγαλέα θετική διάκριση υπέρ της ανώτερης μεσαίας τάξης, [2].
Από άρθρο του Economist με τίτλο «Ivy Poison», σύμφωνα με τον Daniel Golden, διακεκριμένο δημοσιογράφο της Wall Street Journal και κάτοχο του βραβείου Pulitzer, τα ελίτ πανεπιστήμια της Αμερικής παρά τις διακηρύξεις τους περί ίσων ευκαιριών, στην πραγματικότητα είναι κάστρα διατήρησης προνομίων, κάνοντας οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους για να δεχτούν στις τάξεις τους τα παιδιά των προνομιούχων στρωμάτων. Περίπου 60% των θέσεων καταλαμβάνονται από αυτά είτε σαν παιδιά αποφοίτων, (περίπου το 40% των θέσεων στο Harvard), είτε σαν παιδιά πλούσιων χορηγών, (τα οποία μπαίνουν σε ειδική λίστα με την κωδική ονομασία «Ζ»), είτε λασκάροντας τα κριτήρια, όπως συνέβη για τους Bush και Gore, είτε σαν παιδιά των διδασκόντων χωρίς μάλιστα να πληρώνουν και δίδακτρα. Έτσι ένα 40% των θέσεων μένει για τους υπόλοιπους, για δε τους φτωχούς, ένα τίποτα.
Β.
Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού τώρα, στην Οξφόρδη το 46.6% των φοιτητών προέρχεται από ιδιωτικά σχολεία, ενώ στο Cambridge το ποσοστό αυτό πάει λίγο παρακάτω στο 43.2%. Ο επόμενος πίνακας δείχνει το ποσοστό των φοιτητών από φτωχές οικογένειες που φοιτούν στα παρακάτω διακεκριμένα πανεπιστήμια.
Oxford 12.3
ενώ το ποσοστό των παιδιών της εργατικής τάξης που φοιτούν στο πανεπιστήμιο γενικά δεν ξεπερνάει το 30%.
Γ.
Τι γίνεται όμως σ’ εμάς;
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, (από μελέτη Ηλία Αθανασιάδη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου) το ποσοστό φοιτητών με πατέρα που ασκεί επιστημονικό, καλλιτεχνικό ή ελευθέριο επάγγελμα είναι ίσο με 26.46%, ενώ η συμμετοχή του επαγγελματικού αυτού χώρου στο συνολικό πληθυσμό ανέρχεται στο 9.74%. Παρομοίως το ποσοστό φοιτητών με πατέρα υπάλληλο γραφείου ισούται με 18.55%, ενώ η συμμετοχή τους στον πληθυσμό ανέρχεται στο 5.96%. Το αντίστροφο όμως, συμβαίνει για τους φοιτητές με πατέρα γεωργό. Στην περίπτωση αυτή, ενώ η συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία συμμετέχει με ένα 12% στον πληθυσμό, τα παιδιά της που φοιτούν στα πανεπιστήμια δεν ξεπερνούν το 5% του φοιτητικού πληθυσμού.