Ποτέ άλλοτε η
επίθεση στον δημόσιο τομέα δεν ήταν
τόσο σφοδρά συκοφαντική, όσο στις μέρες
που ακολούθησαν την κρίση. Και όχι μόνο
στην Ελλάδα, όπου κανείς θα μπορούσε να
ισχυριστεί ότι ο φταίχτης ήταν το ίδιο
το κράτος που καταβαράθρωσε τη χώρα και
τις τράπεζες με τα τοξικά του ομόλογα,
αλλά το ίδιο συνέβη και σ’ ολόκληρη την
Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου ο τοξικός φορέας
ήταν αποκλειστικά και αποδεδειγμένα ο
ιδιωτικός τομέας, και δη οι τράπεζες,
που για να καθαρίσουν θα πρέπει εφ εξής
να αποσύρουν παράγωγα-στοιχήματα ίσα
τουλάχιστον με το δεκαπλάσιο του
παγκόσμιου ΑΕΠ.
Και μάλιστα
όταν αυτός που έτεινε χείρα βοηθείας
με δεκάδες τρις ήταν ο ίδιος ο τρισκατάρατος
λεβιάθαν. Θα μπορούσε κάλλιστα να τις
είχε αφήσει να καταρρεύσουν, θα μπορούσε
να είχε ξηλώσει τις διοικήσεις και να
τις είχε στείλει στη φυλακή, θα μπορούσε
να είχε αναθεωρήσει το ρυθμιστικό
πλαίσιο και να επιβάλλει αυστηρότερους
κανόνες, θα μπορούσε τέλος, αντί να τις
επιστρέψει πίσω στους μετόχους, να
διαπράξει το ανοσιούργημα και να τις
κρατήσει ο ίδιος, μετατρέποντάς τες από
ιδιωτικές σε δημόσιες, όπως ήταν πριν
από δυο δεκαετίες όταν η ανώτερη ράτσα
του CEO και του ΜΒΑ δεν είχε ακόμα εμπεδωθεί.
Κι όμως τίποτε
από αυτά δεν έγινε, τουλάχιστον στο
βαθμό που θα έπρεπε να είχε γίνει. Έτσι,
ήταν φυσικό πολλοί σε διάφορες χώρες
ν’ αρχίσουν να στρέφουν το βλέμμα προς
τα πίσω και να αναλογίζονται τις αρετές
των κρατικών και δημόσιων τραπεζών, τις
εποχές που αποτελούσαν τη νόρμα και όχι
την εξαίρεση.
Ψάχνοντας από
δω κι από κει ανακάλυψα ότι μετά την
αποφράδα μέρα της πτώσης της Lehman, η
βιβλιογραφία σχετικά με την επανασύσταση
του δημόσιου τραπεζικού τομέα, των
συνεταιριστικών τραπεζών ή των
παραδοσιακών αποταμιευτικών ιδρυμάτων
και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου
των τραπεζών στην ισόμετρη ανάπτυξη
και καταμερισμό των πιστώσεων, στην
κοινωνική συνοχή και γενικά στην υπηρεσία
του κοινού καλού, άρχισε να πολλαπλασιάζεται.
Οι λόγοι πολλοί. Οι δημόσιες τράπεζες
είναι περισσότερο επιδεκτικές σε
λογοδοσία απ’ ότι οι ιδιωτικές, έχουν
τη δυνατότητα να κατευθύνουν πιστώσεις
σε τομείς απαραίτητους για τις τοπικές
κοινότητες, αλλά λιγότερο κερδοφόρους
και κατά συνέπεια εκτός ενδιαφέροντος
των ιδιωτικών τραπεζών, έχουν μικρότερη
εμπλοκή σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες
και παρουσιάζουν μεγαλύτερη ελαστικότητα
και ομαλότερη προσαρμογή στα εξωτερικά
σοκ.
Φυσικά υπάρχει
και η αντίθετη πλευρά, η οποία υποστηρίζει
ότι ο κρατικός τραπεζικός τομέας
σχετίζεται με μικρότερη ανάπτυξη του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, της
οικονομίας, της παραγωγικότητας και
συνεπώς, των μισθών. Επιπλέον, οι πόροι
δεν κατευθύνονται με «ορθολογικό»
τρόπο, αλλά εξυπηρετούν πολιτικές
σκοπιμότητες. Είναι όμως εύκολο να
αντιγυρίσει κανείς τα παραπάνω
επιχειρήματα και προς τις ιδιωτικές
τράπεζες, προσφεύγοντας απλώς στην
τρέχουσα εμπειρία.
Η καταφυγή σε
συγκριτικές επιστημονικές μελέτες, από
την άλλη μεριά, δεν οδηγεί σε κάποιο
καταληκτικό και πειστικό συμπέρασμα
υπέρ της μιας ή της άλλης εκδοχής.
Εντύπωση μου έκαναν οι δημοσιεύσεις
του Πανίκου Δημητριάδη, πρώην καθηγητή
οικονομικών στο πανεπιστήμιο του
Λάισεστερ και νυν διοικητή της Κεντρικής
Τράπεζας Κύπρου, οι οποίες από τη μελέτη
μεγάλου αριθμού χωρών καταλήγουν στο
συμπέρασμα ότι χώρες με μεγάλο βαθμό
κρατικής συμμετοχής στον τραπεζικό
τομέα σημείωσαν ταχύτερη ανάπτυξη,
συγκριτικά με αυτές με μικρότερη ή
καθόλου κρατική συμμετοχή.
Η ουσία όμως
είναι ότι οι τραπεζικές υπηρεσίες
μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος
της κοινωνίας μόνο υπό τους όρους της
διαφάνειας και του δημόσιου ελέγχου,
προϋποθέσεις οι οποίες a priori δεν
μπορούν να ικανοποιηθούν από τα ιδιωτικά
ιδρύματα.
Η Λατινική
Αμερική είναι το μέρος εκείνο του κόσμου
όπου ο κρατικός τραπεζικός τομέας είναι
αρκετά ισχυρός, και μάλιστα, με πολύ
καλά αποτελέσματα. Στη Βενεζουέλα,
Βραζιλία και Αργεντινή αντιστοιχεί στο
52%, 43% και 30% της αγοράς αντιστοίχως. Κατά
τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, ο
Τσάβες αντί να διασώσει χρεοκοπημένες
τράπεζες, προέβη σε εθνικοποιήσεις: 7
το 2009 και άλλες τόσες το 2010. Η κυβέρνηση
συνέλαβε ούτε λίγο ούτε πολύ 16 τραπεζίτες
και εξέδωσε διάταγμα σύλληψης για άλλους
40. Επιπλέον, άλλαξε τη νομοθεσία, ώστε
να συμπεριλάβει τις τραπεζικές εργασίες
στις υπηρεσίας κοινής ωφελείας,
θεσμοθέτησε τον κοινωνικό έλεγχο, καθώς
και τη διάθεση του 5% των κερδών των
τραπεζών σε κοινωφελή προγράμματα.
Αλλά αν η
Βενεζουέλα κάνει κάποιους να
στραβομουτσουνιάζουν, η Χιλή θα είναι
σίγουρα του γούστου τους. Παρά την άγρια
φιλελευθεροποίηση της Χιλής, ο τραπεζικός
τομέας κυριαρχείται από το κρατικό
μεγαθήριο Banco-Estado, το οποίο συνέβαλε τα
μέγιστα στην ανάπτυξη της χώρας και το
οποίο παρέμεινε αλώβητο και κερδοφόρο
κατά τη διάρκεια της κρίσης, συνεχίζοντας
την πιστωτική επέκταση όπως και πριν.
Τα ίδια μπορεί να πει κανείς και για το
κρατικό τραπεζικό σύστημα του Ισημερινού
και της Ουρουγουάης.
Στις ΗΠΑ η
δημόσια τράπεζα της Βόρειας Ντακότα
αποτελεί καμάρι τόσο των φίλων όσο και
των εχθρών κάθε τι που ονομάζεται
δημόσιο. Και για να μην επεκταθούμε και
στην Κίνα, στην Ταιβάν και Κόστα Ρίκα.
Αλλά το κερασάκι
στην τούρτα, αποτελεί το δημόσιο τραπεζικό
σύστημα της Γερμανίας με τα περίφημα
ταμιευτήρια (Sparkassen), (τα οποία εξήγαγε
και στην Ελλάδα, πιλοτικά στην Πελοπόννησο
και Μακεδονία, αφού πρώτα απαίτησε τη
διάλυση του ανταγωνιστικού ΤΤ), και τις
τοπικές τράπεζες (Landesbanken). Όλος μαζί ο
δημόσιος τραπεζικός τομέας της Γερμανίας
αντιστοιχεί στο 40% της αγοράς, το δε
ενεργητικό των Sparkassen μόνο, ανέρχεται
στο 1 τρις ευρώ, διαθέτει 15600 υποκαταστήματα,
απασχολεί 250,000 υπαλλήλους και εξυπηρετεί
περί τα 50 εκ. καταθέτες.
Μετά απ’ αυτά
τα ολίγα, μπορεί κανείς πλέον να αρχίσει
φαντάζεται ότι ζωή υπάρχει και πέρα από
τις χρεοκοπημένες ιδιωτικές τράπεζες.