ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Έκανα όρκο βαρύ να μην ξαναπατήσω σε βιβλιοπωλείο. Την Κυριακή όμως το πρωί, τον έσπασα, η επίορκος, ευτυχώς μερικώς. Μπορεί να μην πήγα σε βιβλιοπωλείο, αλλά βιβλία αγόρασα. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, το παζάρι βιβλίων-στοκ στην Κλαυθμώνος με ψιλο-τρώει να το επισκεφτώ. Κυρίως για το χάζι, για τις μικρο-εκπλήξεις, αλλά και για τους μικρούς οικονομικούς κινδύνους που εμπεριέχει. Φεύγεις και με γεμάτα χέρια και με γεμάτη τσέπη. Πού αλλού συμβαίνει αυτό; Α! Ναι, στ’ «Αμερικάνικα», εκεί όπου πάω κι αγοράζω ρούχα από δυο-τρία τεράστια καλάθια, όσο ένα δωμάτιο το καθένα. Και στις δυο περιπτώσεις αυτό που έχει αξία είναι το thrill, η έκπληξη γιαυτό που τραβάει το χέρι απ’ τον σωρό προς τα πάνω. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα βγει και ποτέ δεν ξέρεις τι θ’ αγοράσεις στο τέλος. [Μου θυμίζει λίγο τις τυφλές γωνίες της ζωής].
Στην Κλαυθμώνος, θα μου πείτε έχει πολλή «σαβούρα», αν και δεν μου αρέσει αυτή η λέξη γιατί υποτιμάται έτσι ο μόχθος πολλών ανθρώπων που ενώ είχαν και τις καλές προθέσεις και τις καλές ιδέες, στο τέλος το αριστούργημα δεν παρήχθη, είτε λόγω κακού promotion, είτε λόγω κακού timing, είτε και λόγω απουσίας ταλέντου. Αλλά πόσοι ατάλαντοι μεσουρανούν και επανεκδίδονται και μοσχοπουλιούνται;
Στην Κλαυθμώνος όμως βρίσκει κανείς και πραγματικές ευκαιρίες. Θυμάμαι ότι πριν από μερικά χρόνια είχα αγοράσει τις «Εξομολογήσεις» του Ρουσσώ σε εξευτελιστική τιμή, ενώ στα κανονικά βιβλιοπωλεία πωλούντο σε τιμή υπερδιπλάσια. Το ίδιο και τους «Κήνσορες και Θεράποντες» του Έκο. Ακόμα, λόγω της χαμηλής τιμής μπορεί κανείς να δοκιμάσει και βιβλία τα οποία υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τα πρόσεχε και να στρέψει τα μάτια του και προς κάποια άλλη κατεύθυνση, απ’ εκείνη που έχει μάθει από συνήθεια ν’ ακολουθεί. Π.χ. μ,’ αυτό τον τρόπο συνήψα σχέσεις και με τον κ. Αρετίνο, συγγραφέα των βαθυστόχαστων «Μαθήματα για την τέχνη της πορνείας, της ρουφιανιάς και τις προδοσίες των ανδρών», που πολύ με βοήθησαν στον μετέπειτα βίον μου.
Έτσι λοιπόν κιαυτή τη φορά, πέρα απ’ την ογκώδη βιογραφία του Στάλιν που βούτηξα, (όσοι πήγατε θα προσέξατε το κατακόκκινο βιβλίο στο βάθος, τέρμα αριστερά), έπεσα σ’ ένα σωμόν βιβλίο με λιτό εξώφυλλο, με τον διακριτικό, τρέχα-γύρευε τίτλο «Προσεγγίσεις: Δοκίμια Κριτικής» και με συγγραφέα τον Απόστολο Σαχίνη, πρώην καθηγητή στο Παν. Θεσσαλονίκης και νυν αυτοκτονημένο. Δεν πρόλαβα καλά-καλά ν’ αρχίσω να το ξεψαχνίζω και νάσου έπεσα με την πρώτη στο δοκίμιο με τον ελκυστικότατο τίτλο «Το Μυθιστόρημα του Μοναχικού Ανθρώπου».
«Ά! πουλάκια μου εδώ σας έχω», σκέφτηκα. Όλοι εδώ μαζεμένοι είστε, σούζα και στη σειρά: Καμύ, Σάρτρ, Έσσε, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Ρίλκε, Μπέλοου. Απ’ όλους έχει ο μπαξές. Χωρίς δεύτερη σκέψη το σιγούρεψα κάτω απ’ τη μασχάλη και την έκανα για το ταμείο.
Και τι δεν μου ήρθε πίσω στο νου! Η
εφηβεία μου όλη, που παρεμπιπτόντως ακόμα κρατεί και δεν λέει να φύγει. Αυτό το γλυκό ψυχοπλάκωμα, αυτή η μεθυστική παραίτηση στη ματαιότητα του κόσμου, στη μοναξιά και στην απόγνωση, αυτό το βούλιαγμα στον ατέρμονο στοχασμό, το
στροβίλισμα στην υπαρξιακή δίνη, η εξορία, η αγωνία, η παράδοση, η γλύκα της παρακμής.
Η ΜΕΛΕΤΗ
Η μελέτη του Σαχίνη ξεκινάει με τις αιτιάσεις της εμφάνισης του μυθιστορηματικού αυτού είδους που εγκαινιάζεται με το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι το 1864. Οι λόγοι γνωστοί και σε μας, δεν άλλαξαν εδώ και 150 χρόνια, που ήταν η απάνθρωπη ζωή στις μητροπόλεις, η έλλειψη αληθινής επικοινωνίας, η απουσία ζεστασιάς στις ανθρώπινες σχέσεις και άλλα τέτοια κοινά και τετριμμένα.
Μετά το «Υπόγειο» έργα που εντάσσονται σ’αυτό το πλαίσιο, με χρονολογική σειρά είναι τα ακόλουθα: «Η Πείνα» (1888) του Χάμσον, «Η Κόλαση» (1908) του Μπαρμπύς, «Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε» (1910) του Ρίλκε, «Η Δίκη» (1925) του Κάφκα, «Ο Λύκος της Στέπας» (1927) του Έσσε, «Η Ναυτία» (1938) του Σάρτρ, «Ο Ξένος του Καμύ» (1942) και ο «Μετέωρος Άνθρωπος» (1944) του Μπέλοου.
Σύμφωνα πάλι με την ίδια μελέτη, τα κύρια σημεία που χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα του μοναχικού ανθρώπου είναι:
1) ο τόπος της δράσης που είναι πάντα το μοναχικό, νοικιασμένο δωμάτιο, συνήθως σε φτηνό ξενοδοχείο, σε οικογενειακή πανσιόν ή σε σοφίτα,
2) ο τρόπος αφήγησης που είναι πρωτοπρόσωπος και έχει εξομολογητικό χαρακτήρα,
3) ο κύριος ήρωας που είναι πάντα άνδρας, διανοούμενος, χωρίς οικογένεια, άσημος και αφανής, που αποφεύγει τους ανθρώπους, που αυτοαναλύεται, προβληματίζεται και διατυπώνει πρωτότυπες σκέψεις για τον κόσμο και τη ζωή.
4) η απουσία, ή η περιορισμένη παρουσία άλλων προσώπων πέραν του ήρωα, ο οποίος ζει και κυκλοφορεί σαν άγνωστος ανάμεσα σ’ αγνώστους, ξεριζωμένος και εξόριστος από την οργανωμένη κοινωνική ζωή.
5) το ουσιαστικό περιεχόμενο του μυθιστορήματος που είναι η έκφραση της προσωπικής αγωνίας του ήρωα-αφηγητή, που οφείλεται στην αβεβαιότητα και ανασφάλεια της ύπαρξης αλλά και στην αδικία του κόσμου γενικά.
Οι τίτλοι, με τη σειρά τους είναι κιαυτοί ενδεικτικοί, υποδηλώνοντας μια
στέρηση, μια
ενοχή, μια
αποξένωση, μια
τιμωρία, μια
αδικία που οδηγούν τον υπερευαίσθητο ήρωα του μοναχικού δωματίου όχι στην αυτοσυνειδησία αλλά στο κοινωνικό περιθώριο. Οι ήρωες βρίσκονται σε διάσταση με τον κόσμο γύρω τους, αλλά
δεν πολεμούν, δεν θέλουν να τον αλλάξουν και η διάστασή τους φανερώνεται με σκέψεις και συλλογισμούς.
Η επανάσταση είναι εσωτερική και όχι εξωτερική. Η αιτία δε, της διάστασής τους με τον κόσμο δεν είναι κοινωνική αλλά
υπαρξιακή, μεταφυσική. Η οξυμένη ευαισθησία τους τούς ξεχωρίζει από τους κοινούς ανθρώπους και τους τοποθετεί κατά κάποιον τρόπο έξω απ’ την πεζή και ομοιόμορφη πραγματικότητα. Τους μεταβάλλει σε παράξενους και ασυνήθιστους ανθρώπινους τύπους.
«Το Υπόγειο» (1864) ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
Ο ανώνυμος άνδρας του «Υπογείου» σαράντα χρονών, πρώην δημόσιος υπάλληλος μένει σ’ ένα δωμάτιο ελεεινό στην άκρη της πολιτείας. Δεν μιλάει σε κανέναν, δεν σχετίζεται με κανέναν, δεν μοιάζει με κανέναν. Έχει ταραγμένο μυαλό, καταλαμβάνεται από αλλοφροσύνη, ενώ ο πυρετός και το παραλήρημα αποτελούν μόνιμα στοιχεία της ζωής του.
«Τον περισσότερο καιρό διάβαζα....Το διάβασμα βοηθούσε πολύ, συγκινούσε, γλύκαινε και βασάνιζε...Εκτός από το διάβασμα δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω. Διάβαζα βιβλία που οι άλλοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν κι ένιωθα πράγματα που εκείνοι ούτε τάχαν ακούσει». [Είδατε τι κάνει το διάβασμα;;;;]
Το «Υπόγειο» γραμμένο με ορμή, οργή και συναισθηματική έξαρση αποτελεί έναν εξομολογητικό μονόλογο, ένα παραλήρημα μοναξιάς του ανώνυμου ήρωα. Το πρώτο μέρος απαρτίζεται από σκέψεις και εξομολογήσεις και είναι κάτι σαν δοκίμιο, σαν πολεμική, σαν διαμαρτυρία. Το δεύτερο συγκροτείται από προσωπικές αναμνήσεις, από αφηγήσεις περιστατικών όπου ξεχωρίζει και η νεαρή πόρνη Λίζα. Οι απόπειρές του να βγει απ’ το υπόγειο, τη φωλιά του, την τρύπα του, τη μοναξιά του αποτυχαίνουν. Του δίνεται η ευκαιρία αλλά δεν μπορεί. «Δεν μ’ αφήνουν», εκστομίζει. «Δεν μπορώ νάμαι καλός!».
«Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε» (1910) ΡΙΛΚΕ
Οι «Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγγε» του Ρίλκε είναι το κατ’ εξοχήν βιβλίο του μοναχικού ανθρώπου, του ανέστιου, του ασυμβίβαστου ερημίτη, του αιώνιου πλάνητος, ο οποίος περιφέρει την οξυμένη ευαισθησία του και τη βαθιά στοχαστικότητά του στα δωμάτια των φτωχών ξενοδοχείων των μεγαλουπόλεων. Ουσιαστικά ο Ρίλκε αποτυπώνει εδώ ένα κομμάτι από τις δικές του περιπλανήσεις με τη γνωστή μουσική, λυρική γραφή του. Γράφει ο Μάλτε, ένας εικοσιοχτάχρονος Δανός αριστοκράτης που θέλει να γίνει ποιητής: «Δεν έχεις κανέναν και τίποτα. Και περιφέρεσαι στον κόσμο με μια βαλίτσα και με μια κάσα βιβλία.... Δεν μιλούσα σχεδόν σε κανένα, επειδή ήταν η χαρά μου νάμαι μοναχός. Πλανήθηκα όλη μέρα στους δρόμους.. Ήμουν πάντα στο δρόμο».
Τα βασικά θέματα του βιβλίου είναι η μοναξιά και ο θάνατος, αλλά και η φτώχια και η αρρώστια και ο φόβος και η αγωνία και η σιωπή. [Και τα τρία κακά της μοίρας του!!!]. Ο Μάλτε βρίσκεται μόνος σε μια ξένη πολιτεία (Παρίσι) και το βιβλίο του εξεικονίζει αυτήν ακριβώς την επαφή με τις αθλιότητες και τις πληγές της. Ο Ρίλκε αφιερώνει θαυμάσιες σελίδες στους θορύβους των μικρών ξενοδοχείων, στους γείτονες των διπλανών δωματίων, στις μαγικές αναπολήσεις από την παιδική ηλικία, στις περιγραφές σκηνών απ’ τη ζωή του, στη μητέρα του, στις ερωτευμένες γυναίκες, στο διάβασμα, στη Βενετία. Ο τόνος λυρικός, χαμηλόφωνος, ήρεμος, υποβλητικός, αθόρυβος.
«Η Δίκη» (1925) ΚΑΦΚΑ
Εδώ, στη «Δίκη», ο ήρωας είναι πάλι εργένης, ο τριαντάχρονος Joseph K., χωρίς φίλους, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς οικογένεια.... Το λάθος του Joseph K. είναι ότι θέλει να κερδίσει τη δίκη του σ’ έναν κόσμο όπου η άδεια του καρδιά, η αδιαφορία του για την οικογένειά του τον εμποδίζουν να ανήκει.
Η Δίκη είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα γραμμένο με ρεαλιστικό τρόπο, πραγματικό στις λεπτομέρειες και στις καθημερινές σκηνές, αλλά στην ουσία του αλληγορικό σε ό,τι βαθύτερο και απώτερο κρύβεται πίσω του. Η χρονική διάρκεια της δράσης είναι ένας ακριβώς χρόνος. Ο ήρωας συλλαμβάνεται στην τριακοστή επέτειο των γενεθλίων του και θανατώνεται στην τριακοστή πρώτη. Ωστόσο συλλαμβάνεται θεωρητικά ενώ στην πράξη κυκλοφορεί ελεύθερος. Επάνω του επικρέμεται μια σοβαρή κατηγορία για μια άγνωστη ενοχή που ούτε ο ίδιος ούτε ο ίδιος ο αναγνώστης την μαθαίνει ποτέ. Η πραγματικότητα μπερδεύεται συνεχώς με μια υπερ-πραγματικότητα ανεξήγητη και απελπιστική. Αυτές οι συνεχείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στο φυσικό και το παράδοξο, το καθολικό και το ατομικό, το παράλογο και το λογικό, διατρέχουν όλο το έργο.
«Λύκος της Στέπας» (1927) ΕΣΣΕ
Ο «Λύκος της Στέπας» αποτελεί τυπικό μυθιστόρημα του είδους. Εδώ ο ήρωας, σαρανταεπτά ετών, είναι πάλι μόνος, εργένης, πλάνης και ανέστιος. Είναι διανοούμενος, ποιητής, αγαπά τους Bach, Mozart, Goethe, Novalis, Dostoyevsky και είναι και πολιτικά ευαίσθητος. Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο παρουσιάζει τις εντυπώσεις για τον Harry Haller, του ανιψιού της νοικοκυράς του, ενώ το δεύτερο τις σημειώσεις του ίδιου του Harry. Καταγγέλλει μια εποχή ψευδών, έναν πλαστό κόσμο όπου δοκιμάζονται και σταυρώνονται οι ευαισθησίες του ανθρώπου. Στο ταξίδι μέσα στην κόλαση της ζωής ο Harry απέτυχε, αλλά του φανερώθηκε ξανά χάρις σ’ ένα μαγικό θέατρο των αθανάτων. Εδώ το παρακάνει ο Έσσε. Σ’ όλο το έργο υπάρχει άφθονο το ονειρικό και φανταστικό στοιχείο, τα όνειρα, τα οράματα, οι παραισθήσεις.
Ο Harry Haller όπως ζούσε ήταν ελεύθερος και ανεξάρτητος, αλλά μέσα στην ελευθερία που είχε αποκτήσει, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η ελευθερία του ήταν θάνατος και πως έμενε μόνος! (Τί μου θυμίζει άραγε αυτό;;;). Παρά ταύτα γνωρίζει την Hermine, γυναίκα πολυτελείας, όπου τον ρωτά τι έκανε στη ζωή του. «Μελέτησα, έπαιξα μουσικά, διάβασα βιβλία, έγραψα βιβλία, ταξίδεψα...», απαντά ο Harry.
«Έχεις κάνει πάντα τα δύσκολα και τα περίπλοκα πράγματα και τα απλά δεν τα έχεις μάθει ποτέ. Έχεις μια εικόνα ζωής μέσα σου, μια πίστη, μια κλήση, και ήσουν πάντα έτοιμος για θυσίες, για κατορθώματα, για οδύνες, και τότε σιγά-σιγά συνειδητοποίησες πως ο κόσμος δεν σου ζητούσε διόλου κατορθώματα και θυσίες, και πως η ζωή δεν είναι ηρωικό ποίημα με ηρωικούς ρόλους προς διανομή, αλλά ένα άνετο δωμάτιο, όπου οι άνθρωποι αρκούνται απολύτως στο φαγητό και στο πιοτό, στον καφέ, στο πλέξιμο, στα χαρτιά, και στη μουσική». Τάδε έφη η σοφή και περπατημένη Hermine.
«Η Ναυτία» (1938) ΣΑΡΤΡ
Το βιβλίο τοποθετείται στην καθημερινότητα μιας παραθαλάσσιας επαρχιακής πόλης, της
Χάβρης, όπου δίπλα στη ζωή των συνηθισμένων ανθρώπων ο Σαρτρ θίγει βαθιά υπαρξιακά προβλήματα.
«Η Ναυτία ανήγγειλε έναν πελιδνό ποιητή που μιλούσε για την ύπαρξη σαν να ήταν μια
νοσηρή γοητεία. Οι σελίδες του ήταν γεμάτες από μια
μαύρη, στυφή, διαβρωτική ποίηση». Ο ήρωας, τριάντα χρονών, έχει
σταθερό εισόδημα που του επιτρέπει να στοχάζεται και να προβληματίζεται για τη μοίρα των ανθρώπων και επί πλέον να αηδιάζει. Ώσπου, στο τέλος καταλαμβάνεται από χρόνια ναυτία. Η απόλυτη μοναξιά που στην αρχή του φέρνει πλήξη, αργότερα του προξενεί φόβο, μετά απελπισία.
Ξαφνικά παίρνει μήνυμα απ’ την Anny, την
παλιά ερωμένη του, που τον καλεί στο Παρίσι. Η πρόσκληση του φαίνεται σαν σανίδα σωτηρίας. Αρχίζει να κάνει όνειρα να ελπίζει, ωστόσο η
συνάντηση καταλήγει σε αποτυχία και την βλέπει να φεύγει με άλλον. Ο ήρωας όμως σώζεται στο τέλος όταν συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα, μια ιστορία που θα έπρεπε να είναι ωραία και σκληρή σαν ατσάλι, για τους ανθρώπους που θα έπρεπε να ντρέπονταν για την ύπαρξή τους.
Το μήνυμα που βγαίνει είναι ότι η απομόνωση, και η έλλειψη σχέσεων και δεσμών δεν συνιστούν την ελευθερία του ανθρώπου. [Ευτυχώς το κατάλαβε!!!]. Και όπως πάντα, η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ και το ΓΡΑΨΙΜΟ σώζουν!
ΕΚΚΛΗΣΗ
Αμάν, κ. Ρίλκε μας, κ. Ντοστογιέφσκι μας, κ. Κάφκα μας, κ. Έσσε μας και κ. Σαρτρ μας, παντρέψτε τους πια τους ήρωές σας να δούνε κανένα χαΐρι! Εργένης ο ένας εργένης ο άλλος, γιαυτό και πάνε κατά διαόλου! Άσε που λιώσανε και στο διάβασμα, οι ανεπρόκοποι! Άντε κι έχει τόσα κοριτσόπουλα αυτή η πόλη!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πρόσφατα πήρα ξανά στα χέρια μου τον «Ξένο». Τον διάβασα με σχετικά μικρή δυσφορία. Πήρα θάρρος και τόλμησα και τον «Λύκο της Στέπας», που είχα να τον πιάσω απ’ τα είκοσί μου. Αδύνατον να τσουλήσει το κείμενο. Κρίμα κι ήταν για χρόνια το alter-ego μου. Τον άφησα στην άκρη, νομίζω για πάντα. Και πήρα στα χέρια την τελευταία μου αγάπη. Τον Ουελμπέκ! Αυτόν μάλιστα. Μου λένε ότι ο Σελίν θα μου ταίριαζε γάντι. Όταν βρω χρόνο θα το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι. Ανυπομονώ.
Λοιπόν, αγαπητοί μου, αν καθίσετε και τα διαβάσετε όλα αυτά μονοκοπανιά, σας βλέπω να εγκαταλείπετε αλλόφρονες, (αλά Λιακό), καναπέδες, κρεβάτια, ντιβάνια, καρέκλες, πολυθρόνες, μπαουλοντίβανα και ντιβανοκασέλες και να φεύγετε απ’ το παράθυρο στο δρόμο για να σωθείτε. Όχι μόνο άλλη μοναξιά δεν θα θελήσετε να δείτε στη ζωή σας, αλλά δεν θα μπορώ να σας ξεκολλήσω μετά, απ’ όλα τα πάρτι της Αθήνας.
Και για να συνέρθετε τί σας έχω φυλαγμένο; Ε;;;;
Τη βιογραφία του Στάλιν, που λέγαμε. Τί πιο δυνατό αντίδοτο! The Real Thing! Στα επόμενα.
Stay tuned!