Όταν πήρα το τηλέφωνο ενός συλλόγου, κάπου ανάμεσα στη Φυλή και την οδό Φυλής, και τους ζήτησα να με πάρουν μαζί τους στην Αμοργό, εξηγώντας τους συνάμα το σκεπτικό της απόφασής μου, μου είπαν ορθά-κοφτά να κόψω αυτές τις μπούρδες και να πάψω να συμπεριφέρομαι σαν ανώριμο μικροαστικό γουρούνι που περιφέρει αυτάρεσκα την ανία του από καναπέ σε καναπέ και από νησί σε νησί με το φραπόγαλο στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο, ψάχνοντας πρωτόγνωρες συγκινήσεις στα κοσμικά κύματα. Είναι αλήθεια, ότι αυτό για το «γουρούνι» δεν το είπαν ανοιχτά, αλλά κατάλαβα ότι το σκέφτηκαν, μιας και την άλλη μέρα πρόσεξα κάτι γουρουνότριχες να έχουν μόλις ξεφυτρώσει από τα πόδια μου. Εν ολίγοις μου εξήγησαν, ότι το ταξίδι στην Αμοργό δεν θα ήταν ένα οποιοδήποτε ταξιδάκι αναψυχής για κάτι αθεράπευτα ρεμάλια σαν του λόγου μου, αλλά ένα ταξίδι αναμόρφωσης και εργασιοθεραπείας, ένα ταξίδι συμβολικό που σκοπός του θα ήταν να φέρει τον διεφθαρμένο μικροαστό όχι απλώς κοντά, αλλά στην ίδια θέση με τον σκληρά δοκιμαζόμενου αγρότη της άγονης γραμμής. Να πιάσει, βρε παιδί μου, λίγο στα αδέξια χέρια του τα αγροτικά εργαλεία, να ξεσκαλίσει το χώμα, να ξεχερσώσει ένα τουλάχιστον χωράφι, να θερίσει το σιτάρι, να νοιώσει πως φυτρώνει η τσουκνίδα, πως εξοντώνεται η μουχρίτσα, και άλλα τέτοια συναφή. Η φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής τώρα μιλούσε με οίστρο, παλλόταν, ανέβαινε σε κρεσέντο, και κάπου ένοιωσα ότι είχε ξεφύγει πια από τούτη τη γωνιά της γης και ότι περιπλανιόταν στις ηλιόλουστες ακτές της αγροτικής Ουτοπίας. Ήμουν έτοιμη να κλείσω το τηλέφωνο, όταν ο συνομιλητής μου προσγειώθηκε απότομα. Μη θέλοντας να χάσει ένα πελάτη, και μη θέλοντας να μου στερήσει, από οίκτο προφανώς, την ευκαιρία να αναμορφωθώ, έβγαλε από το συρτάρι ένα πιο light, εναλλακτικό πακέτο, ειδικό για κουρασμένους τεμπέληδες, αλλά και φλογερούς ονειροπόλους που θα ήθελαν να μυηθούν στα βίτσια της αγροτικής δουλειάς.
«Τι θα λέγατε», με ρώτησε, «αν αντί για το δρεπάνι σας προσφέραμε το πρόγραμμα της τσάπας και της ψαλίδας;». Η φωνή από την άλλη μεριά του ακουστικού είχε αλλάξει πια τόνο, είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σαγηνευτική και μειλίχια, με τις φράσεις να αργοσέρνονται όλο γλύκα στα σιρόπια του ονείρου που μου σερβίριζε. Είχε αρχίσει να ξεστρατίζει προς το φευγάτο, μάλλον για να διώξει τον πανικό που νόμισε ότι μου προκάλεσε με τις προσφορές της και τελικά να με τουμπάρει. Μου μίλαγε για τα αέρινα μονοπάτια του νησιού, τη σημασία τους στις κοσμικές μεταφορές, τις γέφυρες που φτιάχνουν με τον ουρανό για το ενεργειακό αλισβερίσι με το θείο, και λίγο από δω, λίγο από κει με έπεισε ότι το ξεχέρσωμα των μονοπατιών της Αμοργού θα ήταν μια μεγάλη προσφορά τόσο στην ανθρωπότητα, όσο και στη δική μου ανούσια ζωή. Κάτι πήγα να ψελλίσω για κάποιο πρόγραμμα αποκατάστασης μετά το ξεχέρσωμα, όπως π.χ. σπα, μασάζ ή έστω θαλασσοθεραπεία, αλλά η μακριά παύση από την άλλη μεριά της γραμμής μ’ έκανε να ντραπώ για τον μικροαστισμό μου και έτσι μάζεψα άρον-άρον τα αιτήματά μου, προτού μου κολλήσουν τη ρετσινιά του αντιδραστικού.
Χωρίς καλά-καλά να το πάρω χαμπάρι, θες οι τύψεις και οι ενοχές για την άχρηστη ζωή μου, θες τα υφέρποντα χριστιανικά μου αισθήματα, θες η κακιά η ώρα, υπέκυψα και έτσι βρέθηκα παρασυρμένη, αλλά αθώα, στο γκούλαγκ της Αμοργού!
«You are so innocent when you dream...», μου ψιθύρισε ο Tom Waits στο αυτί.
Ένα πρώτο σημάδι που προμήνυε τι επρόκειτο να επακολουθήσει ήταν η μεταμεσονύχτια αναχώρηση του πλοίου. Όπως έμαθα αργότερα κι αυτό μέρος του σχεδίου σκληραγώγησης και αναμόρφωσης ήταν. Μέσα στο γενικό χαμό κατάφερα ν’ αναγνωρίσω και άλλους νεοσύλλεκτους-υπό αναμόρφωσιν-μικροαστούς, που γιομάτοι προσμονή για την αγιοσύνη που τους περίμενε στο τέλος του ταξιδιού, όδευαν χαρωποί προς το καθαρτήριο της εθελοντικής προσφοράς.
Με κάποια δυσκολία, αναγνώρισα τη συντρόφισσα Μαρία που είχα να τη δω από το ’80, (σίγουρα πιο όμορφη από τότε), όταν είχαμε βρεθεί γεμάτες επαναστατική ορμή στα περίχωρα της Μανάγκουα να μαζεύουμε καφέ. Εντόπισα κι άλλους ανάμεσά μας, που τους είχα συναντήσει κατά καιρούς είτε στην Κούβα να θερίζουμε ζαχαροκάλαμα, είτε στα Ουράλια να μαζεύουμε πατάτες, είτε στην Κίνα να φυτεύουμε ρύζια. Από τότε βέβαια πέρασε πολύς καιρός, όσος καιρός χρειάζεται για να βρεθεί κάποιος από το ΕΚΚΕ, (έστω κι από το μ-λ ΚΚΕ) στο ΠΑΣΟΚ, πλαδαρέψαμε στην κοιλιά και στο μυαλό και νάμαστε ξαφνικά, επιεικώς στα σαρανταφεύγα μας να ψάχνουμε να ανασυστήσουμε ένα μέρος από το δοξασμένο παρελθόν μας, στην όσο πιο light εκδοχή του γίνεται. (Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι!)
Εν πάση περιπτώσει, το ταξίδι προς την Αμοργό κύλησε με μικρότερες εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα, που βρεθήκαμε να κοιμόμαστε στα αμπάρια μαζί μ’ ένα φορτίο ρύζια, κι εγώ δεν ξέρω για που. Αλλά κι αυτό μέρος του σχεδίου ήταν, όπως μας είπε η αρχηγός, κι έτσι το βουλώσαμε. ‘Βάρα κι άλλο θα τ’ αντέξω...’, ξελαρυγγιζόταν ο Πετρέλης από τους πάνω ορόφους του πλοίου που έσφυζαν από ζωή. Με τις μέρες, το είχαμε μάθει πια το κόλπο. Ό,τι μας ξίνιζε ή μας βρώμαγε, μέρος του σχεδίου αποκατάστασης της συνείδησης το θεωρούσαμε, κι έτσι το καταπίναμε σαν χρυσωμένο χάπι. Σ’ αυτό βοήθησε και η αρχηγός μας, η συντρόφισσα Καλλιόπη. Μεγάλη τεχνήτρα στο να κάνει το μαύρο-άσπρο, στο να σε παρακινεί να θέλεις να χωθείς ακόμα πιο βαθιά στο κάτεργο, κι από πάνω να θέλεις να την ευχαριστήσεις κιόλας. Αχ! και να τη βλέπατε με τι καλοσύνη και τρυφεράδα έβαζε το βάλσαμο στις πληγές μας, το βράδυ που κατάκοποι και σχεδόν αιμόφυρτοι γυρνούσαμε βογκώντας, από τους λόγγους, στις τρύπες μας.
Όταν φτάσαμε στο νησί είχε πάρει να χαράζει. Οι γλάροι πέταγαν ανάλαφροι, τα κύματα έσπαγαν τραγουδιστά στα βράχια δίπλα στην προβλήτα...κλπ, κλπ,... κι όλες αυτές οι ξενέρωτες, αφόρητες, μπούρδες που έχουν ολότελα εξαντληθεί από τους πεζογράφους και τις σχολικές εκθέσεις, και που σίγουρα θα έχετε μπουχτίσει να τις ακούτε από τα μικράτα σας και δώθε, και τις οποίες θα παραλείψω για να μην σας ξενερώσω περαιτέρω. Τέλος πάντων, το τοπίο ήταν όπως ακριβώς το περιμέναμε να είναι σε ένα νησί των Κυκλάδων, ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ αυτό που απεικονίζεται στα τουριστικά φυλλάδια. Άσπρα σπιτάκια, άσπρα κυματάκια, άσπρα καραβάκια, νταβραντισμένοι ψαρομούστακοι ψαράδες, ξυπόλυτες τουρίστριες με απλανή βλέμματα απ’ την κραιπάλη και το ξενύχτι, νοτισμένες πλαστικές καρέκλες σε καφενεία που μόλις πήγαιναν ν’ ανοίξουν, και μια αρμαθιά ανθρώπων, (οι room-άδες), με πλακάτ στα χέρια να συνωστίζονται στην μπουκαπόρτα του καραβιού ψαρεύοντας πελάτες για δωμάτια.
Τραβήξαμε γραμμή για το στρατόπεδο, όπου θα κατασκηνώναμε. Μας έδωσαν ένα κομμάτι γης γιομάτο πέτρες και κάτι καχεκτικά, σκονισμένα αρμυρίκια για να στήσουμε τα τσαντίρια μας. Πίσω απ’ τα χαμόκλαδα, σε μιαν άκρη βολέψαμε κάτι υποτυπώδεις τουαλέτες και τραβήξαμε ένα λάστιχο από τη μοναδική πηγή της περιοχής για το ξεβρόμισμα, όποτε περίσσευε καιρός απ΄ τη δουλειά. Η αρχηγός έστησε το στρατηγείο της, (μια φροντισμένη σκηνή με δορυφορική), στο μέσον του καταυλισμού, και άρχισε τα σούρτα-φέρτα και τα χαριεντίσματα με τους κομισάριους του νησιού. Μας έκανε καμιά ώρα κατήχηση για ν’ ανορθώσει το πνεύμα μας, μήπως και πτοηθούμε απ’ τις δυσκολίες που άρχισαν να αναφαίνονται. Εμείς, όμως έτσι ψιλοζαλισμένοι όπως ήμασταν από το ξενύχτι και το ντούκου-ντούκου των μηχανών, ούτε και που καταλάβαμε τι μας έλεγε. Θεωρήσαμε ότι ό,τι έλεγε ήταν για το καλό μας και στο τέλος την χειροκροτήσαμε με παλμό, κυρίως όμως γιατί μας υποσχέθηκε κέρασμα καφέ. Οι εργασίες υλοποίησης του πλάνου θα άρχιζαν την επομένη κι έτσι είχαμε στη διάθεσή μας όλη την υπόλοιπη μέρα για συγκέντρωση δυνάμεων με καμιά μπιρίμπα ή κανένα πλακωτό, σαν γνήσιοι πολεμιστές πριν από τη μάχη. Μερικοί μάλιστα, είχαν φέρει μαζί τους και κάτι ψιλοκιτρινισμένα τεφτέρια με τα άπαντα κάποιου Λένιν, (ξεχασμένου από καιρό), έτσι για να τα ξεφυλλίζουν πότε-πότε και να δυναμώνουν μ’ αυτά τη θέλησή τους ενάντια στους σαγηνευτικούς περισπασμούς που μοιραία δεν μπορεί παρά να παρουσιάζονταν στο προσεχές μέλλον, τυραννικά, μπροστά τους.
Και η Μεγάλη Μέρα έφτασε. Η μέρα, που επί τέλους θα ξεπληρώναμε το χρέος μας προς στην κοινωνία. Η μέρα, που εμείς οι εκφυλισμένοι αστοί, θα ερχόμασταν κοντά στον εργάτη, στον αγρότη, στον φοιτητή. (Αυτή η τελευταία λέξη, μάλλον μοιάζει από άλλο ανέκδοτο. Αλλά την κρατάω για να δώσω μεγαλύτερο στόμφο στην πρόταση). Η μέρα, που θα χύναμε και εμείς, οι βολεψάκηδες, τον τίμιο ιδρώτα της εργατιάς και της αγροτιάς. Ακόμα δεν είχε σκάσει μύτη ο ήλιος όταν εμφανίστηκε το φορτηγό της Δημαρχίας. Σαλτάραμε στην καρότσα καμιά εικοσαριά ορειβάτες-εργάτες και ορειβάτριες-εργάτριες, κραδαίνοντας περήφανα, άλλος την τσάπα, άλλος την ψαλίδα, άλλος τη τσουγκράνα. Και ξεκινήσαμε περιχαρείς, τραγουδώντας με βροντερή φωνή το «κολίγα γιος του παππού μου ο παππούς, κολίγα γιος του παππού μου ο πατέρας....κι εμείς απ’ το κολέγιο...τρα..λα..λα», για το πρώτο μονοπάτι που θα αναμορφώναμε, και που μαζί μ’ αυτό θα ερχόταν και η δική μας αναμόρφωση.
Σε κάμποση ώρα φτάσαμε σε μια ξεροπλαγιά, ολότελα δαρμένη από τους αγέρηδες. Η καρότσα έκανε ανατροπή και μας ξέρασε στο χώμα, μαζί με τις τσουγκράνες, τις ψαλίδες, τις τσάπες, όλοι χύμα στο κύμα. Ο οδηγός έδειξε απαξιωτικά και βαριεστημένα με το χέρι του προς μια κατεύθυνση και εξαφανίστηκε. Συνταχθήκαμε και ξεχυθήκαμε προς κάτι που έμοιαζε με μονοπάτι. Η συντρόφισσα Καλλιόπη, μάς μέτρησε από δυο φορές για να μην της ξεφύγει κανένας και μετά διάβασε τις ποινές για όσους τολμούσαν να το σκάσουν. Φαινόμασταν τόσο αθώοι, ειλικρινείς και αφοσιωμένοι που η αρχηγός μας γελώντας, μας ανακοίνωσε ότι σκόπευε να μας χαρίσει τις αλυσίδες. Φωνάξαμε «ζήτω», ξεχάσαμε τις ποινές και πετάξαμε συμβολικά τις τραγιάσκες στον αέρα.
Το μονοπάτι είχε ολότελα κλείσει από την αχρησία, (θαρρείς μιας ζωής), με βάτα, πουρνάρια, αγκάθια κάθε λογής, σχοίνα και κάτι άλλα περίεργα χορτάρια που μόνο η αρχηγός μας τα ήξερε. Γιαυτό άλλωστε ήταν και αρχηγός. Αυτόματα μια βέβηλη σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου. «Αφού το μονοπάτι κρίθηκε από τόσες γενιές άχρηστο, γιατί να πρέπει να το ανασυστήσουμε;». Γρήγορα όμως, την έδιωξα, γιατί είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι, σκέφτηκα. Και, με το να είναι αυτή η τελευταία σκέψη που έκανα, ανέκτησα την εμπιστοσύνη στην αρχηγό μας και χαλάρωσα αφού μεταβίβασα την επίπονη διαδικασία της σκέψης σε κάποιον άλλον. Άλλωστε, υπήρχε περίπτωση οι νησιώτες να μην ήξεραν το συμφέρον τους, ότι δηλαδή, αυτό το μονοπάτι θα μπορούσε να καλυτερεύσει τη ζωή τους, άμα το έβλεπαν παστρικό και γυαλισμένο μπροστά τους. Κάποιος έπρεπε να τους το δείξει λοιπόν, και μ’ αυτό ένοιωσα τόση αγαλλίαση, όση ακριβώς θα ένοιωθε και το προσκοπάκι τη φορά που περνούσε την πρώτη του γριά στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Διάλεξα την ψαλίδα, σαν το πρώτο εργαλείο μύησης στην αγροτική εργασία. Απ’ ό,τι φαίνεται είχα κάνει τη σωστή επιλογή, γιατί όταν εύρισκα τα δύσκολα και το χορτάρι αντιστέκονταν στο κόψιμο, έβαζα την ψαλίδα στη ρίζα του, την έστριβα κάμποσες φορές με τον κορμό του χορταριού να τυλίγεται σφιχτά-σφιχτά γύρω της και μετά το τράβαγα με δύναμη προς τα πάνω και το ξεπάστρευα μια κι έξω από τη ρίζα. Μια για πάντα. ‘Ώρες-ώρες σε στιγμές εξάντλησης, τότε που ο καθένας, και όχι μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι, γίνεται επιρρεπής σε παραισθήσεις, έβλεπα στρατιές εχθρών, από το παρελθόν και το μέλλον, να παρελαύνουν κάτω απ’ τη ψαλίδα μου και να τους στρίβω με μανία τα λαρύγγια. Η τσάπα μου φαίνεται καταθλιπτικό εργαλείο. Την έχω συνδέσει με νεκροθάφτες, τυμβωρύχους και άλλα συναφή υποχθόνια επαγγέλματα, κι έτσι την απέρριψα με την πρώτη. Δρεπάνι δεν είχαμε σ’ αυτό το πρόγραμμα, αλλά και τούτο το έχω συνδέσει με τον χάρο, και όχι μόνο εγώ. Το γιατί είχαν βάλλει οι Σοβιετικοί το δρεπάνι στη σημαία τους ξεκαθαρίστηκε μετά τον Στάλιν. Μέχρι τότε όλοι νόμιζαν ότι αναφερόταν στο θερισμό των σιταριών. Αργότερα κατάλαβαν ότι προοριζόταν για το θερισμό κεφαλών. Το αλυσοπρίονο, που εμφανίστηκε μερικές μέρες αργότερα, γιατί είχαν στείλει τον σύντροφο Γιώργο στον Καναδά, για να εκπαιδευτεί στη χρήση του, φέρνει στο πιο φονικό. Όχι, ότι δεν μπορείς να ξεπαστρέψεις κάποιον με την τσάπα ή το δρεπάνι, αλλά μάλλον τρομάζει το ανατρίχιασμα από το τρόχισμα που προηγείται του ξεπαστρέματος. Απ’ ότι φαίνεται, έχει μεγαλύτερη σημασία ο τρόπος που θα σου πάρει κάποιος το κεφάλι, απ’ το κεφάλι το ίδιο.
Όταν πήρε να βραδιάζει, είχαμε προχωρήσει λίγα μόλις μέτρα. Αλλά δεν είχαμε αφήσει πίσω μας τίποτε όρθιο. Είχαμε κάνει μόνο ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι για νερό και παξιμάδι, ευγενική προσφορά του συλλόγου μας. Κι αυτό μέσα στο πρόγραμμα αναμόρφωσης ήταν. Μαζί με την ανόρθωση των γλουτιαίων και του στήθους από την πολύωρη και εντατική χρήση της τσάπας και της ψαλίδας. Άλλο ένα επικοινωνιακό τερτίπι της αρχηγού μας, για να ενδυναμώσει το όραμά μας που από την πολύ δουλειά υπήρχε κίνδυνος να εξασθενίσει πολύ γρήγορα και να εξανεμιστεί. Αν είχαν εφευρεθεί οι επικοινωνιολόγοι νωρίτερα, ο Μάο θα έκανε την Πολιτιστική Επανάσταση πολύ πιο εύκολα και με λιγότερο αίμα. Μόνο το όραμα δεν αρκεί. Χρειάζονται, κατά πως φαίνεται και πιο απτά κίνητρα. Αν τους έλεγε, φέρ’ ειπείν, ότι η πολιτιστική επανάσταση φτιάχνει σιλουέτα και διώχνει τις τοξίνες και τα περιττά κιλά, θα είχε πετύχει πολύ περισσότερα. Και μην μου πείτε ότι οι Κινέζοι γενικώς είναι σαν το φτερό στον άνεμο, γιατί θα σας φέρω στη μούρη την φωτογραφία του στρατηλάτη Μάο και άλλων τόσων ευτραφών Κινέζων κουλάκων, για να πειστείτε περί του αντιθέτου.
Οι επόμενες μέρες συνεχίστηκαν με τον ίδιο πάνω-κάτω ρυθμό. Ξύπνημα από τα χαράματα, καρότσα, δουλειά, παξιμάδι και το βράδυ πίσω στο στρατόπεδο για την ανάκτηση της εργατικής μας δύναμης, μέσω του ύπνου. Κάτι ψελλίσματα για υποβοηθητικά παϊδάκια απορρίφτηκαν πριν προφτάσουν να ξεστομιστούν. Τα πράγματα όμως άρχισαν να στενεύουν. Το όραμα δεν ήταν πια αρκετό. Θέλαμε φαΐ. Θέλαμε πιοτό, θέλαμε χορό. Οργανωθήκαμε σε συνδικάτο και στείλαμε φιρμάνι απειλητικό με τα δίκαια αιτήματά μας. Ειδάλλως, ΑΝΤΑΡΣΙΑ! Η αρχηγός το έπιασε αμέσως το νόημα και από την άλλη μέρα η καρότσα αντικαταστάθηκε με πούλμαν, κλιματιζόμενο μάλιστα. Στο παξιμάδι προστέθηκε τυρί Αμοργιανό καθώς και ένα κομμάτι παστό χοιρομέρι, γιαυτούς που θα κάλυπταν το ημερήσιο πλάνο. Έτσι, για να μην ξεχνούμε και τα κίνητρα. Η απόδοσή μας όμως συνέχιζε να πέφτει κατακόρυφα. Τι να έλλειπε άραγε; Η αρχηγός άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Ήταν φανερό ότι η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει μέχρι να πεις κύμινο. Έστειλε αλαφιασμένη σήμα για οδηγίες στην Κεντρική Επιτροπή του συλλόγου στην Αθήνα.
Είχαμε πια παρατήσει τα εργαλεία και ζητούσαμε ό,τι μας κατέβαινε στο κεφάλι για να συνεχίσουμε. Η όλη αποστολή υπήρχε κίνδυνος να εξελιχτεί σε τραγωδία. Χώρια και το ρεζίλι που θα γινόμασταν στην διεθνή εθελοντική κοινότητα, η οποία προσέβλεπε σε μας την έμπρακτη αναβίωση του πιο άδολου εθελοντισμού και της κοινωνικής προσφοράς. Κοντολογίς, η μισή ανθρωπότητα κρεμόταν από τις τσάπες μας. Η άλλη μισή κρεμόταν από το Μουντιάλ, που παρεπιμπτόντως συνέβαινε εκείνες τις μέρες στη Γερμανία.
Η Αθήνα αντέδρασε πάραυτα. Αντί άλλης απάντησης, την άλλη μέρα κατέφτασαν στο νησί με ελικόπτερα ενισχύσεις ειδικευμένων τσαπαδόρων, πρώην σταχανοβίτες, με δίπλωμα μάλιστα και προηγούμενη εμπειρία, με κάτι βιογραφικά ίσαμε εκεί πέρα, γεμάτα με διεθνείς συμμετοχές σε παρόμοιες εργασίες, βραβεία, μετάλλια κ.λ.π. Μας πέταξαν τα μάτια έξω με τα προσόντα τους. Εμάς, τους παλιούς μας βγάλανε από την πρώτη γραμμή και μας είχαν για βοηθητικές πλέον εργασίες. Δηλαδή, τί βοηθητικές. Πάλι έπρεπε να ξυπνάμε από τα χαράματα και να παίρνουμε στο κατόπι τους πρωτομάστορες που ξεπερνάγανε σε ταχύτητα και τον ίδιο τον Τσάρλι Τσάπλιν στους Μοντέρνους Καιρούς. Μπορεί να κάνανε τώρα την κύρια δουλειά, αλλά και εμείς σαν τις σταχομαζώχτρες έπρεπε να τους ακολουθούμε κατά πόδας και να αποτελειώνουμε ό,τι χορταρικό θεωρούσαν σαν ανάξιο λόγου να καταπιαστούν μαζί του. Πολύ επαγγελματίες οι εφεδρικοί! Επειδή η δουλειά όντως προχωρούσε με αρκετά καλό ρυθμό και εμείς, οι παλιοί αρχίσαμε να κάνουμε νερά, με κάτι διαρροές και άλλα τέτοια τερτίπια στις παραλίες, η αρχηγός θεώρησε ότι έπρεπε να ξελασκάρει λιγάκι τη βαλβίδα από τη χύτρα που κόχλαζε και μάς υποσχέθηκε ότι από δω και μπρος, μετά τη δουλειά, θα μας πήγαινε για μπάνιο. Για άλλη μια φορά φωνάξαμε «ζήτω» και πετάξαμε τις τραγιάσκες μας στον αέρα. Αυτό θα πει καλός αρχηγός. Να ξέρει μέχρι που μπορεί να ξεζουμίζει τον άλλον, να γνωρίζει το κρίσιμο σημείο το οποίο αν το διαβεί θα υπάρχουν δίχως άλλο οδυνηρές συνέπειες. Έτσι, κάποιο φως άρχισε να μπαίνει στη ζωή μας και να ξυπνάνε οι μνήμες από αλλοτινές καλοκαιρινές χαρές που κοντεύαμε να ξεχάσουμε. Η σάρκα άρχισε να ξαναζωντανεύει και μόνο με την προσμονή, τα μάγουλα πήραν πάλι να ροδίζουν.
Ήταν λυπηρό να βλέπεις πόσο ισχνό ήταν τελικά το όραμα. Πόσο λίγο κράτησε. Με την πρώτη αύρα της θάλασσας, τα πρώτα πλατσουρίσματα στο νερό και τα πρώτα καυτά φιλιά του ήλιου, ξεθύμανε και χάθηκε στο πέλαγος καβάλα σ’ ένα πελώριο κύμα. Άντε, τώρα να το ψάχνεις σ’ ολόκληρο το Αιγαίο.
Τα μονοπάτια είχαν πια καθαριστεί. Η λέξη καθάρισμα δεν λέει όμως τίποτε. Τα είχαμε κυριολεκτικά γλύψει. Βέβαια, αυτό δεν έγινε μόνο με την τσάπα, την τσουγκράνα και την ψαλίδα. Δεν το είπαμε στην αρχηγό μας, αλλά μια νύχτα δροσερή και με φεγγάρι που κοιμόταν βυθισμένη στα γλυκά τα όνειρα, που οι φιγούρες από το φλιτζάνι του καφέ την προέτρεπαν να κάνει, πήραμε μερικά μπιτόνια βενζίνη, φυτίλια, σπερματσέτα και τα λοιπά αξεσουάρ των εμπρηστών, τραβήξαμε κατά τις πλαγιές με τα μισοτελειωμένα μονοπάτια και κάναμε ό,τι έκανε ο μπουρλοτιέρης Κανάρης στη τουρκική ναυαρχίδα. Έλαμψε και άστραψε το τοπίο. Η πρωινή βροχή ξέπλυνε τις στάχτες και έτσι, ούτε γάτα ούτε ζημιά. «Τα όμορφα μονοπάτια, όμορφα καίγονται...», σκέφτηκα, και αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα μετά από καιρό.
Μετά, σαν χιονοστιβάδα κι άλλες σκέψεις άρχισαν να εισβάλλουν στο μυαλό μου. Σκέψεις κακεντρεχείς. Σκέψου, τι μουχαμπέτι έχουν να κάνουν οι Αμοργιανοί τον χειμώνα, όταν με το φευγιό και του τελευταίου τουρίστα, τότε που θα ‘χουν το χρόνο να ανασκαλεύουν και να αναμασούν τα του καλοκαιριού, θα φέρνουν στο μυαλό τους τις εικόνες κάποιων βαρεμένων, μισότρελων Αθηναίων που ξέπλεναν κάποιες δικές τους αμαρτίες, καθαρίζοντας μονοπάτια σε κάτι πλαγιές ανεμοδαρμένες, απλησίαστες ακόμα και στους μούλους. Και σκέψου οι διηγήσεις αυτές να περάσουν από γενιά σε γενιά και να καταλήξουν κάποτε να γίνουν έπος και θρύλος! Κατάλαβα όμως, ότι έκανα λάθος, όταν ο Παναγιώτης, ένας ντόπιος room-άς μου έδειξε μια μέρα από το λιμάνι μιαν ασπράδα, που σαν τόξο, χαράκωνε την απέναντι πλαγιά. «Κοίτα», μου λέει, «πώς φαίνεται το μονοπάτι τώρα; Πριν δεν ξεχώριζε τίποτε. Κάνατε καλή δουλειά. Έχει αρχίσει να σφύζει πάλι από ζωή, ακόμα και τα ΚΤΕΛ κοντεύουν να βαρέσουν διάλυση απ’ την αναδουλειά».
Τα λόγια του Παναγιώτη καθώς και η δημόσια αναγνώριση της προσφοράς μας από τον Δήμαρχο του νησιού σε μια μεγαλόπρεπη τελετή όπου καλεσμένοι στο τρικούβερτο γλέντι ήταν όλος ο λαός, με λαούτα, με βιολιά και με τσαμπούνες, με σαλτιμπάγκους, με ποιητές και με παραμυθάδες, με μάγους, τρελούς και ακροβάτες, και για καπάκι ο Νταλάρας, όλα αυτά με έκαναν να νοιώσω επιτέλους χρήσιμη.
Φύγαμε απ’ το νησί με δόξα και τιμή και με τη μπάντα του δήμου να παιανίζει καθώς μας κατευόδωνε ίσαμε τον καταπέλτη του πλοίου. Κοντεύαμε να φτάσουμε στον Πειραιά, όταν η αρχηγός μας ήρθε προς το μέρος μας κουνώντας ένα μάτσο χαρτιά, που έμοιαζαν με τυπωμένα e-mails και πρωτοσέλιδα εφημερίδων. «Κοιτάξτε, τί σας έχω εδώ, βλαστάρια μου», αναφώνησε όλο χαρά. «Προσκλήσεις από παντού, από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, από αρχηγούς κρατών, περιφερειών, δήμων και κοινοτήτων, από Νομαρχιακές επιτροπές και Δημοτικά συμβούλια, από συνεταιρισμούς και εργατικά συνδικάτα, από ό,τι τέλος πάντων μπορεί να περιγραφεί σαν «παντού». Γίνατε πρωτοσέλιδα στην Ισβέστια, στη Ημερήσια Λαϊκή του Πεκίνου, στην Ουμανιτέ, στον Ριζοσπάστη, στην Ασάχι Σιμπούν. Ετοιμαστείτε για καινούργιες αποστολές. Ο κόσμος σας χρειάζεται!»
Χαρήκαμε, βέβαια, αλλά όχι και τόσο ώστε να φωνάξουμε «ζήτω» και να πετάξουμε τις τραγιάσκες μας στον αέρα. Καλή η εθελοντική προσφορά, δεν λέω, αλλά άλλη φορά σε κάτεργο θα ήταν δύσκολο να μας ξαναχώσουν. Κάποιοι φάνηκαν πιο διαλλακτικοί. Ήταν διατεθειμένοι να ξανακάνουν τα ίδια αλλά, βρε αδελφέ, σε κανένα πιο κοσμικό τόπο. Χάθηκαν, για παράδειγμα, τα κάτεργα της Μυκόνου, της Κυανής Ακτής, της Κόπα Καμπάνα; Η αρχηγός μάς έγνεψε ότι συμφωνεί. Μήπως συμβόλαιο θα υπέγραφε; «Άφησέ τους να νομίζουν ό,τι θέλουν», είπε από μέσα της με σοφία, «μέχρι του χρόνου θα τα έχουν ξεχάσει όλα και θα παρακαλάνε πάλι, τα ρεμάλια, να εξορκίσουν τις αμαρτίες τους σε κανένα ξερονήσι, τέτοιο που και τα Ψαρά θα τους φαίνονται σαν τη Χαβάη».
Κάποια μέρα, αφού είχαν περάσει μερικές βδομάδες από την επιστροφή μας, είδα λίγα μέτρα μπροστά μου, κάπου στην Καλλιδρομίου, μια νεανική φιγούρα να περπατάει αργά-αργά στην άκρη του πεζοδρομίου, μια να σκύβει, μια να σηκώνεται. Μου έδωσε την εντύπωση ότι μάζευε χόρτα. Έτριψα τα μάτια μου για να δω καλλίτερα, μπας και είχα τίποτε παραισθήσεις. «Καλά, από πότε φυτρώνουν ραδίκια στα Εξάρχεια;», σκέφτηκα. «Φέτος, είχαμε πολύ ανομβρία και επί πλέον δεν έγιναν και πολλά πλακώματα τον τελευταίο καιρό στην περιοχή, ώστε να πλακώσουν οι πυροσβεστικές με τις μάνικες και να ποτίσουν λιγάκι τον τόπο». Πλησίασα κοντύτερα και αναγνώρισα την συντρόφισσα Μαρία με μια κομψή ψαλίδα, στο ίδιο χρώμα με το καπελάκι της, να κλαδεύει ότι αγριόχορτο τολμούσε να υψώσει κεφάλι σε τούτο τον ερημότοπο, στο κέντρο της Αθήνας. Κάτι μουρμουρητά έπιασε τ’ αυτί μου απ’ τα «Αγροτικά» του Μπακαλάκου, κάτι βρισιές, του τύπου, «θα σε τσακίσω ρημαδόχορτο, πού θα μου πας!», έκανα διακριτικά το σταυρό μου, μη με δει κανένας γνωστός και τη έκανα με ελαφριά πηδηματάκια στο πρώτο στενό που βρέθηκε μπροστά μου. «Θα μπορούσα να ήμουν και ‘γω στη θέση της», σκέφτηκα. «Μήπως χθες, δεν έκανα και ‘γω την ίδια δουλειά στο Χαλάνδρι;». Μόνο, που ακόμα δεν τα είχα χάσει ολότελα και το έκανα τη νύχτα, όχι στο καταμεσήμερο.
Αδέλφια μου, κοινώς, την τσαπίσαμε!!!