Δεν γνωρίζω αν το ιταλικό πολιτικό σύστημα έκανε δημόσια την αυτοκριτική του για το πώς οδήγησε τη χώρα στη σημερινή της κατάντια. Είτε το έκανε όμως είτε όχι, τη διερεύνηση της πορείας αυτής ανέλαβαν δημοσιογράφοι του Spiegel, οι οποίοι ζήτησαν και έλαβαν για πρώτη φορά από τη γερμανική κυβέρνηση εμπιστευτικά ντοκουμέντα για την κρίσιμη περίοδο (1994-1998) πριν από την ένταξη της Ιταλίας στο ευρώ, αποτελούμενα από εκθέσεις της γερμανικής πρεσβείας στη Ρώμη, εσωτερικά σημειώματα και γράμματα κυβερνητικών αξιωματούχων, πρακτικά από συνεδριάσεις της καγκελαρίας, τα οποία και παρουσίασαν αναλυτικά στην έκδοση της περασμένης Τρίτης, (8/5/2012).
Κοιτάζοντας πίσω, γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό ότι τα σημερινά προβλήματα του ευρώ μπορούν ν’ αποδοθούν σε εκ γενετής ανωμαλίες. Χώρες εντάχθηκαν χωρίς να πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης, μόνο για λόγους πολιτικούς. Δηλαδή, ενώ κατά βάση το εγχείρημα της θέσπισης του ευρώ ήταν πολιτικό, τα κριτήρια που τέθηκαν ήταν οικονομικά, χωρίς την πρόβλεψη δομών που θα επέβλεπαν την τήρησή τους και θα εργάζονταν προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης.
Πολλά χολερικά δημοσιεύματα στον διεθνή τύπο αναλώθηκαν στην χλεύη των Greek Statistics, εν πολλοίς άδικα, μιας και δεν ήταν τα μοναδικά. Στο δημοσίευμα αυτό του Spiegel φαίνεται πολύ καθαρά ότι παράλληλα με τα Greek, υπήρχαν και τα ανάλογα Italian Statistics, για τα οποία ο τότε Καγκελάριος Κολ είχε πλήρη επίγνωση, όπως ακριβώς θα πρέπει να είχε και για τα ελληνικά.
Όλα τα ντοκουμέντα που έφερε στο φως το Spiegel συγκλίνουν στην άποψη ότι οι ιδρυτικοί πατέρες της ευρωζώνης προχώρησαν στο εγχείρημα, παρ’ όλο που είχαν πολύ καλή επίγνωση των ατελειών του. Και αποδεικνύουν αυτό που όλοι υποπτεύονταν, ότι δηλαδή η Ιταλία δεν θα έπρεπε να είχε γίνει ποτέ δεκτή. Τα έγγραφα αυτά δείχνουν με ανάγλυφο τρόπο ότι τα μέτρα λιτότητας που είχε πάρει η Ιταλία πριν από την ένταξή της, ήταν απλά βιτρίνα, είτε αποτελούσαν λογιστικά τρικ, είτε αποσύρονταν όταν εξέλιπε η πολιτική πίεση. Η βασική επιδίωξη του Κολ ήταν μια: να αποδείξει ότι η Γερμανία ακόμα και μετά την επανένωση παρέμενε βαθιά ευρωπαϊκή και ότι το νέο νόμισμα θ’ αποτελούσε τρόπον τινά εγγύηση ειρήνης.
Παρ’ όλα αυτά αξιωματούχοι της καγκελαρίας είχαν εκδηλώσει εξ αρχής τις ανησυχίες τους. Θαρρείς από καθαρή εύνοια της τύχης, καθώς πλησίαζε η ημερομηνία ένταξης, η Ιταλία βρέθηκε να πληροί στο ακέραιο όλες τις απαιτήσεις, παρ΄ όλη τη φήμη που είχε αποκτήσει για τους συστηματικά μη ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς της. Η θεραπεία της οικονομίας φαινόταν σαν να είχε συμβεί από κάποιο θαύμα. Τον Φεβρουάριο του 1997, στην επομένη μιας Γερμανο-Ιταλικής συνόδου κορυφής, γερμανός αξιωματούχος είχε μάλιστα ισχυριστεί γεμάτος έκπληξη ότι τα νούμερα που έδινε η Ρώμη ήταν και κατά πολύ μικρότερα από αυτά που είχαν υπολογιστεί από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ.
Την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ, Φεβρουάριος του 1992, το χρέος της Ιταλίας ανερχόταν στο διπλάσιο του ορίου του 60%, ενώ ανάμεσα στα 1994-1997 αυτό είχε ελαττωθεί μόνο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που έκανε πολλούς στη Γερμανία, όπως για παράδειγμα τον Klaus Regling, σημερινό γενικό διευθυντή του EFSF, να αμφιβάλλουν για το κατά πόσον η Ιταλία θα μπορούσε να τα καταφέρει. Παρ’ όλα αυτά η μόνιμη επωδός των πολιτικών ήταν ότι η Ιταλία, σαν ιδρυτικό μέλος της τότε ΕΟΚ δεν ήταν δυνατόν ν’ αφεθεί απ’ έξω.
Ο σκεπτικισμός αυτός αντανακλάται σε διάφορα έγγραφα. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1997 ο γερμανός υπουργός οικονομικών σημειώνει ότι η Ρώμη έχει παραλείψει πολλά μέτρα περικοπών εξ αιτίας του πολιτικού κόστους. Στις 22 Απριλίου ο εκπρόσωπος του Κολ δηλώνει ότι «δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα η Ιταλία να ικανοποιήσει τα κριτήρια». Η ίδια ανησυχία αποτυπώνεται και στις 5 Ιουνίου του ιδίου έτους, σε έκθεση του οικονομικού τμήματος της Καγκελαρίας, όπου αναφέρεται ότι «το αναπτυξιακό προφίλ της Ιταλίας παραμένει μέτριο» και ότι «η πρόοδος στο συμμάζεμα έχει υπερεκτιμηθεί».
Οι επιφυλάξεις συνεχίζονται και το επόμενο έτος. Ο πρώην κύριος διαπραγματευτής στο Μάαστριχτ, Horst Köhler, με επιστολή του στον Καγκελάριο Κολ, στην οποία επισυνάπτει και έκθεση του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών του Αμβούργου, εκφράζει την πεποίθηση ότι η Ιταλία αποτελεί ειδικό ρίσκο για το ευρώ. Παρ’ όλες όμως τις προειδοποιήσεις ο Κολ συνεχίζει να κωφεύει. «Όχι χωρίς την Ιταλία», είναι το πολιτικό του σύνθημα. Άλλωστε, η Ιταλία πάντα έδειχνε καλή συμπεριφορά προς τις Βρυξέλλες, σε αντίθεση με τους Γάλλους υπό τον Ντε Γκολ, ή με τους Άγγλους, υπό την Θάτσερ.
Τα ντοκουμέντα που ήρθαν στο φως υποδηλώνουν ότι η κυβέρνηση Κολ εξαπάτησε τόσο τους γερμανούς πολίτες, όσο και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στην αγωγή ενάντια στην υιοθέτηση του ευρώ, που είχαν καταθέσει τότε τέσσερις γερμανοί ακαδημαϊκοί, η κυβέρνηση απάντησε ότι δεν αναμένεται για την Ιταλία απόκλιση από τα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Από τη μια μεριά, ο Κολ επεδείκνυε αμέριστη εμπιστοσύνη στον τότε Πρωθυπουργό Romano Pronti και τον υπουργό οικονομικού σχεδιασμού Carlo Ciampi, από την άλλη όμως, όπως διηγείται ο ιστορικός Hans Woller, η κατάσταση εκείνη την εποχή στην Ιταλία δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Για ν’ ανοίξει κάποιος μια επιχείρηση χρειαζόταν 60 μέρες, οι ιταλοί δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν εφημερίδες τα μεσημέρια γιατί τα περίπτερα ήταν κλειστά για φαγητό, ενώ πολλοί από το 1.5 εκατ. αναπήρων έχαιραν άκρας υγείας.
Οι Pronti-Ciampi, έχοντας γνώση των προβλημάτων ζήτησαν δυο φορές την αναβολή της ένταξης, αίτημα όμως που απορρίφθηκε από τον Κολ. Στην πραγματικότητα, αυτό που ένοιαζε περισσότερο τον καγκελάριο ήταν να τελειώνει με τις εκκρεμότητες της ένταξης πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 1998. Ο αντίπαλός του, ο σοσιαλδημοκράτης Schröder, γνωστός ευρωσκεπτικιστής, είχε πολλές πιθανότητες να κερδίσει, πράγμα που τελικά συνέβη με τη σύμπραξη των πρασίνων.
Στο τέλος βέβαια, οι Ιταλοί εκπλήρωσαν τυπικά τα κριτήρια του Μάαστριχτ, κάτω όμως από ένα συνδυασμό δημιουργικής λογιστικής και ευνοϊκών εξωτερικών συγκυριών. Όσον αφορά τα λογιστικά τρικ, ο Ciampi αποδείχτηκε ικανότατος ζογκλέρ. Εισήγαγε, για παράδειγμα, έναν ευρωπαϊκό φόρο και κατάφερε να πουλήσει χρυσό από τα εθνικά αποθέματα στην κεντρική τράπεζα, μειώνοντας έτσι τα ελλείμματα. Όσον αφορά τις εξωτερικές συνθήκες, πράγματι έτυχε εκείνη την περίοδο η Ιταλία να επωφεληθεί από ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Και οι δυο αυτοί παράγοντες δεν πέρασαν απαρατήρητοι τόσο από την Καγκελαρία, όσο και από ολλανδούς αξιωματούχους, οι οποίοι επέμεναν ότι αν η Ιταλία δεν πάρει επιπλέον μέτρα δεν μπορεί να γίνει δεκτή στην Ευρωζώνη. Ως συνήθως, ο Κολ προέβαλε ισχυρή άρνηση.
Πολλοί ήταν πλέον εκείνοι στη Γερμανία που είχαν αντιληφθεί τις ιταλικές λαθροχειρίες. Αλλά κανείς δεν τολμούσε να επιβάλει κυρώσεις. Ο Κολ έδειχνε να εμπιστεύεται τον Ciampi ο οποίος υποσχόταν ότι σύντομα η Ιταλία θα βρεθεί στο δρόμο της αρετής. Αμ δε! Δεν πέρασαν τρεις μήνες αφ’ ότου η Ιταλία εξασφάλισε την ένταξή της και τα πράγματα άρχισαν να ξεστρατίζουν. Τον Ιούλιο του 1998, ο γερμανός πρεσβευτής στη Ρώμη έγραφε ότι οι Ιταλοί είχαν εξασθενίσει τόσο από τη «λιτότητα», που η κυβέρνηση έκανε ένα μικρό διάλειμμα για να τους ξεκουράσει. Μόνο που το διάλειμμα, σύντομα έγινε ο κανόνας. Ακόμα και μετά την αλλαγή φρουράς στη καγκελαρία, η στάση της Γερμανίας δεν έδειχνε ν’ αλλάζει. Ο οικονομικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στη Ρώμη, σε αναφορές του προς τη Βόννη τον Οκτώβριο του 1998, έγραφε ότι οι Ιταλοί αντί να περικόπτουν δαπάνες, διοχετεύουν τα επιπλέον φορολογικά έσοδα σε κοινωνικές παροχές, και ότι ζητούν περισσότερη ελαστικότητα και ελευθερία από τα σφιχτά δεσμά του Μάαστριχτ.
Εν πάση περιπτώσει η συνέχεια είναι γνωστή. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι και ο γερμανικός προϋπολογισμός πριν από την ένταξη, κάθε άλλο παρά υποδειγματικός ήταν, και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι και αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο στην επίδειξη επιείκειας από τη Γερμανία. Αν και το εξωτερικό χρέος ήταν λίγο πάνω από το 60% του ΑΕΠ, εν τούτοις η τάση ήταν σαφώς ανοδική, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Στην ένσταση των Ολλανδών, ο Κολ έφερε σαν δικαιολογία το κόστος της επανένωσης με την πρώην Ανατολική Γερμανία και το θέμα έμεινε εκεί.
Ο Kurt Biedenkopf, μέλος του κεντρο-δεξιού CDU και τότε κυβερνήτης της Σαξονίας, ήταν ο μόνος ο οποίος είχε καταψηφίσει τη νομισματική ένωση στη Βουλή. «Η Ευρώπη δεν ήταν έτοιμη γιαυτό το βήμα», σημειώνει. «Υπήρχαν σημαντικές διαφορές με όρους οικονομικής επίδοσης ανάμεσα στις διάφορες χώρες της ένωσης. Πολλοί πολιτικοί στη Γερμανία θεωρούσαν ότι το ευρώ θα μπορούσε να λειτουργήσει ακόμα και χωρίς κοινά θεσμικά όργανα και χωρίς μεταφορές οικονομικών πόρων. Απλά, ήταν αφελείς».
Όπως τονίζουν οι συντάκτες του Spiegel, η σημερινή αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, παρά τις μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές λιτότητας δεν διαφέρει σε τίποτε από την παλαιά. Ακόμα και το νεοπαγές σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν αποτελεί σημαντική πρόοδο, λόγω έλλειψης κεντρικών θεσμικών οργάνων που θα μπορούν να επιβάλουν κυρώσεις σε όσα κράτη το καταστρατηγούν. Όλες οι προσπάθειες δεν αποτελούν παρά μικρά βήματα προς το πουθενά. Η λύση; Σύμφωνα πάλι με τους αρθρογράφους, δομικές μεταρρυθμίσεις, γερμανικό μοντέλο συνετής οικονομικής διαχείρισης, οικονομική διακυβέρνηση εντός της ευρωζώνης και κοινός υπουργός οικονομικών. Και βλέπουμε…