Αν κάποιος βγει μια βόλτα στο δρόμο και ρωτήσει έτσι στην τύχη γιατί μακελεύουν τις συντάξεις, τη μία και μοναδική απάντηση, που θα πάρει, θα είναι ότι τα λεφτά των Ταμείων απλά φαγώθηκαν. Μέχρις εδώ καλά. Αν όμως προχωρήσει λίγο παρακάτω και ρωτήσει ποιοι τα φάγανε τα λεφτά, εκεί οι απαντήσεις διίστανται.
Α. ΕΚΔΟΧΗ
Οι πιο πολλοί θα κοιτάξουν πάλι γύρω τους και θ’ αρχίσουν να απαριθμούν περιπτώσεις γειτόνων, συγγενών, γνωστών και φίλων που είτε βγήκανε στη σύνταξη νωρίς για τον άλφα ή βήτα λόγω, είτε εκμεταλλεύτηκαν τρύπες του νόμου για να εισπράξουν συντάξεις που δεν τις δικαιούνταν. Θα θυμηθούν, για παράδειγμα, τη γυναίκα που βγήκε στα 50 με ανήλικο παιδί, θα θυμηθούν το μπατζανάκη που βγήκε κι εγώ δεν ξέρω στα πόσα, λόγω αναπηρίας, θα θυμηθούνε την Μαρίκα που έφυγε απ’ τον ΟΤΕ με εθελούσια, ή από την Αττικής, πάλι με εθελούσια στα σαρανταφεύγα, θα φέρουν στη μνήμη τον τάδε στρατιωτικό, μια χαρά τζόβενο στα σαραντακάτι του, που είναι τώρα κι αυτός στη σύνταξη και κάνει βάρδια τα πρωινά σε ταξί, κ.ο.κ
Και οι περιπτώσεις αρχίζουν να σωρεύονται μες’ το μυαλό και να το πνίγουν. Αν κατορθώσει όμως να διατηρήσει για λίγο την ψυχραιμία του, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες απ’ αυτές που ανακάλεσε, δεν ήταν περιπτώσεις απατεωνιάς, αλλά χρήσεις καθ’ όλα νόμιμων δικαιωμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης. Δικαιωμάτων, που είτε είχαν σαν στόχο την ελάφρυνση ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων, είτε την ελάφρυνση των ίδιων των κρατικών υπηρεσιών από πλεονάζον προσωπικό.
Γίνεται λοιπόν φανερό, ότι αυτό που ενοχλεί δεν είναι η κατάχρηση, αλλά αυτό το ίδιο το κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο του οποίου, μέσα σε μια περίοδο μερικών δεκαετιών έχει πλέον απολέσει αρκετές από τις πρότερες ποιότητές του, ώστε κάτι που παλιότερα αναγνωριζόταν σαν τέτοιο, σήμερα να προσλαμβάνεται σαν κατάχρηση, ανευθυνότητα και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Και εδώ νομίζω ότι είναι το ζουμί της όλης ιστορίας, η μετάλλαξη δηλαδή, και το ξέφτισμα των αισθημάτων αλληλεγγύης της κοινωνίας, που αποτελούν και τη μαγιά για να «πιάσουν» οι κοινωνικές πολιτικές. Η αναγκαιότητα ύπαρξης κοινωνικού κράτους, κατεδαφίζεται μεν στην πράξη, από την άλλη όμως έχει ουσιαστικά κατεδαφιστεί και στη συνείδηση αρκετών, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα. Διότι ναι μεν κοινωνικές πολιτικές συνεχίζουν να υφίστανται, υφίστανται όμως με διαφορετικό πρόσωπο, όπου το κράτος αντί να παρέχει και να αναγνωρίζει δικαιώματα, παρέχει κατά το δοκούν φιλευσπλαχνία, την οποία μπορεί και να αίρει χωρίς να λογοδοτεί και να δεσμεύεται. Εύγλωττο παράδειγμα των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ δικαιώματος και φιλευσπλαχνίας αποτελούν 1) η πρόσφατη άρση της καταβολής της δεύτερης δόσης του επιδόματος αλληλεγγύης στις αδύναμες ομάδες, αυτοστιγμεί και παραχρήμα, χωρίς δεύτερη κουβέντα δηλαδή και 2) η μετατροπή της 13ης και 14ης σύνταξης και μισθού σε επιδόματα, τα οποία και, σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, καθόλου δεν αποκλείεται να έχουν την ίδια με αυτό τύχη.
Μιας και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αυτά τα δυο συγχέονται, τεχνηέντως και σκοπίμως θα πρόσθετα, μια ανοιχτή συζήτηση περί της φύσεως του κοινωνικού κράτους θα ήταν παραπάνω από απαραίτητη. Δύσκολοι καιροί για κάτι τέτοιο, μιας και η κοινωνία σαν τέτοια δεν ήταν ποτέ της σε χειρότερες στιγμές.
Β. ΕΚΔΟΧΗ
Ας πάμε τώρα και στην άλλη, τη μικρότερη πληθυσμιακή κατηγορία, η οποία στην ερώτηση ποιοι τα φάγανε τα λεφτά των Ταμείων, θα απαντούσε ότι τα λεφτά φαγώθηκαν «αλλιώς». Σ’ αυτό λοιπόν το «αλλιώς» προτίθεμαι να αφιερώσω κάποιες παραπάνω γραμμές, παρουσιάζοντας την πονεμένη ιστορία των Ταμείων ήτις ξεκινάει ήδη από το 1950.
Κατ’ αρχήν, οι παράγοντες που θεωρητικώς επηρεάζουν την υγεία των ασφαλιστικών ταμείων, κατά σειρά παρουσίασης και όχι σπουδαιότητας, είναι οι ακόλουθοι:
- Οι εθελούσιες έξοδοι,
- Το δημογραφικό,
- Η αύξηση της ανεργίας,
- Η εισφοροδιαφυγή και οι ανείσπρακτες εισφορές από
4α) ανασφάλιστη εργασία και
4β) διαγραφές και ευνοϊκές ρυθμίσεις οφειλών,
- H μη απόδοση οφειλών από το κράτος
- O τζόγος.
Προς το παρόν και πριν αρχίσουμε την εξιστόρηση, ας αφήσουμε στην άκρη τις εθελούσιες εξόδους και το δημογραφικό, παράγοντες, προφανώς, πέραν της βούλησης των εργαζομένων.
Με την επιβάρυνση των ταμείων λόγων των εθελουσίων εξόδων δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ στο παρόν σημείωμα, λόγω έλλειψης στοιχείων, αλλά και διάθεσης να ψάξω περαιτέρω.
Για το δημογραφικό έχω υπ’ όψιν μου τα εξής δεδομένα.
Πρώτα την έκθεση της ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η οποία δια στόματος Ρομπόλη αποφαίνεται (2007), ότι το δημογραφικό δεν θα αποτελέσει πρόβλημα, παρά σε 20 από τώρα χρόνια. (Περιοδικό Αντί, Οκτώβρης 2007).
Και δεύτερον, τη δημοσίευση του Θ. Μαριόλη με τίτλο «Το Υποτιθέμενο και το Πραγματικό Πρόβλημα του Ασφαλιστικού Συστήματος» που αναρτήσαμε εδώ, στην οποία η κρίση των Ταμείων περιγράφεται κατά κύριο λόγο ως κρίση ταμειακή, λόγω εισφοροδιαφυγής και ανασφάλιστης εργασίας, μιας και η αναλογία ανέργων και συνταξιούχων ανά εργαζόμενο, της τάξης του 0.63, είναι αφενός, αισθητά μικρότερη από το 2, που αποτελεί και το όριο κατάρρευσης του ασφαλιστικού, και, αφετέρου, απολύτως αντίστοιχη με αυτήν που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες (π.χ. Γερμανία, Ισπανία, Φινλανδία, όπου κυμαίνεται ανάμεσα στο 0.57 και το 0.67).
Επιπλέον, λόγω της διαφαινόμενης οικονομικής επιβράδυνσης εξ αιτίας των νέων μέτρων, είναι περισσότερο από σίγουρο ότι το προσδόκιμο ζωής των ελλήνων είτε θα μειωθεί κάτω από τα σημερινά επίπεδα, είτε θα υπάρξει επιβράδυνση του ρυθμού αύξησής του, παράγοντες οι οποίοι αναμένεται να μεγαλώσουν κι άλλο το λόγο εργαζομένων προς συνταξιούχους, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμητής θα παραμείνει σταθερός. Το ότι δεν θα παραμείνει, αλλά θα μειωθεί, όπως καταλαβαίνετε είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να χρεωθεί στο δημογραφικό.
Η αύξηση της ανεργίας, αναμένεται να επιδεινώσει την κατάσταση των Ταμείων, αλλά δεν μπορούμε να χρεώσουμε κι αυτό στους εργαζόμενους. Το αντίθετο μάλιστα.
Ας πάμε τώρα στους υπόλοιπους, 4 έως 6, παράγοντες που αποτελούν και την καρδιά του προβλήματος.
Τα Ταμεία χάνουν πολλά χρήματα από την αδήλωτη και εντελώς ανασφάλιστη εργασία, την οποία ο Σ. Ρομπόλης υπολογίζει στο 25% των εργαζομένων, δλδ, σε 1,100,000 εργαζόμενους. Σχετικά με τη μερικώς ασφαλισμένη εργασία, τα στοιχεία δείχνουν ότι ένας έλληνας που απασχολείται για 25 ημέρες ασφαλίζεται κατά μέσο όρο για 17 μέρες, ενώ ένας αλλοδαπός, για 14. Σύμφωνα με το Υπ. Εργασίας (11/1/2010) η εισφοροδιαφυγή αγγίζει το 30%, όταν στην ΕΕ κυμαίνεται μεταξύ 5-10%. Ανέρχεται δε σε 8 δις ευρώ το χρόνο, και οι ανείσπρακτες εισφορές σε άλλο τόσο (7,5 δις ευρώ), την ώρα που το οργανικό έλλειμμα του ΙΚΑ βρίσκεται στα 1,200 δις, που αντιστοιχεί στο 1/13 των οφειλών προς αυτό.
Η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία αποτελούν τον ένα πόλο της εισφοροδιαφυγής. Ο άλλος, είναι οι διαγραφές χρεών οφειλετών προς τα Ταμεία και οι πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις για μεγάλου ύψους οφειλόμενες εισφορές. Σύμφωνα με τον πρόεδρο των εργαζομένων του ΙΚΑ για το 2007, η εισφοροδιαφυγή ξεπερνούσε τα 2 δις ευρώ, με τον ένα στους 6 εργαζόμενους να είναι ανασφάλιστοι και με τη μία στις 7 επιχειρήσεις να μην γνωρίζουν κατά πού πέφτει το ΙΚΑ. Μόνο από τα χρέη των τραπεζών στα πέντε ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων που εντάχθηκαν πρόσφατα στο ΙΚΑ, το ταμείο επιβαρύνθηκε με 405,6 εκατ. ευρώ. Οι οφειλές 263 φαρμακευτικών εταιρειών μόνο για την τελευταία 4ετία ανέρχονται σε 350 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά 39.000 επιχειρήσεις (το 18% του συνόλου) που δήλωσαν ότι απασχολούν προσωπικό το 2009, δεν πλήρωσαν καθόλου εισφορές. Από αυτές, 850 χρωστούν διαπιστωμένα από το ίδιο ΙΚΑ, πάνω από 500.000 ευρώ η κάθε μία. Κι όλα αυτά λόγω της ηθελημένης ή μη αδυναμίας ελέγχου, με τα 13 ειδικά ελεγκτικά κέντρα να μην λειτουργούν ή να υπολειτουργούν.
Αν τα στοιχεία περί εισφοροδιαφυγής που έδωσε ο ΥΠΟΙΚ για το 2010, (8 δις), και ο πρόεδρος των εργαζομένων του ΙΚΑ για το 2007, (2 δις), είναι σωστά, παρατηρούμε στην τριετία μια ιλιγγιώδη αύξηση, της τάξης των 300%. Παρά ταύτα ανείσπρακτες εισφορές είναι αρκετά δύσκολο να υπολογιστούν με ακρίβεια, οπότε καλό είναι να διατηρούμε μερικές επιφυλάξεις. Για παράδειγμα σε κάποιο άλλο άρθρο, ο Ρομπόλης τις ανεβάζει για το έτος 2007 στα περίπου 4 δις. Κατά κανόνα δε το κράτος από το 1955 κατορθώνει και εισπράττει μόνο το 10-12% των οφειλών.
Ας δούμε τώρα και ποια είναι η στάση του κράτους απέναντι στα Ταμεία. Όχι μόνο σήμερα, αλλά διαχρονικά. Ας είναι καλά ο Γ. Δραγασάκης ο οποίος σε άρθρο του στην ΑΥΓΗ της 6/5/2007 κάθισε και υπολόγισε την αφαίμαξη της περιουσίας τους από το 1950 και εντεύθεν, μέχρι το 2006.
Χοντρικά, διακρίνει 3 φάσεις.
α) τη φάση της παθητικής διαχείρισης από το 1951-1993, την οποία και ονομάζει τη φάση της μεγάλης κλοπής,
β) τη φάση από το 1994-2004, την οποία ονομάζει φάση του ενεργητικού τζόγου και
γ) την τελευταία φάση των δομημένων ομολόγων και του τζόγου.
Αναλυτικά:
η φάση α) χαρακτηρίζεται από αρνητικές αποδόσεις, εξανέμιση των όποιων πλεονασμάτων, και αφαίμαξη μεγάλου μέρους των εισφορών των εργαζομένων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως επέβαλε ο αναγκαστικός νόμος 1611/1950, τα διαθέσιμα των ταμείων κατετίθεντο υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία τοκίζονταν με ένα επιτόκιο που καθοριζόταν από τη Νομισματική Επιτροπή. Μέχρι και το 1993, η αναφερόμενη στον πίνακα "απόδοση" δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας επενδυτικής ή άλλης ενεργητικής διαχείρισης, αλλά ταυτίζεται με το εκάστοτε διοικητικά οριζόμενο επιτόκιο. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου το επιτόκιο αυτό οριζόταν σε επίπεδα χαμηλότερα από το τρέχον επιτόκιο ταμιευτηρίου καθώς και από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα την αρνητική απόδοση και τη μείωση της πραγματικής αξίας των καταθέσεων.
Ενδεικτικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας το επιτόκιο έμεινε στο 4%, ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 15,5% το 1973 και στο 26,8% το 1974. Μόνο στα δύο αυτά έτη τα πλεονάσματα των ταμείων έχασαν το 1/3 της αξίας τους. Η αφαίμαξη όμως συνεχίστηκε για όλη την περίοδο με ελάχιστες εξαιρέσεις τόσο επί κυβερνήσεων Ν.Δ. όσο και επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ.
Το πιο σκανδαλώδες είναι ότι, ενώ την περίοδο αυτή οι δανειακές ανάγκες του κράτους αυξάνονταν, δεν επετράπη στα ταμεία να επενδύουν τα διαθέσιμά τους σε τίτλους του δημοσίου. Έτσι, πέραν της απώλειας λόγω του πληθωρισμού και των χαμηλών επιτοκίων, τα ταμεία είχαν μεγάλα διαφυγόντα κέρδη λόγω της μη επένδυσής τους σε ομόλογα του Δημοσίου, τα οποία, μάλιστα, τότε είχαν πολύ υψηλά επιτόκια.
Η φάση β) χαρακτηρίζεται από μια πρώτη προσπάθεια ενεργητικής διαχείρισης της περιουσίας των ταμείων. Ήδη, με τους νόμους που είχαν ψηφιστεί επί Ν.Δ. (ν. 2042/92) είχε επιτραπεί στα ταμεία να επενδύουν μέχρι 20% των διαθεσίμων τους σε μετοχές και ακίνητα, ενώ για τους τίτλους του δημοσίου δεν υπήρχαν περιορισμοί. Αυτή όμως η προσπάθεια επιχειρείται χωρίς σαφή στρατηγική και χωρίς τις θεσμικές και άλλες υποδομές που μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει για να είναι ασφαλής και αποδοτική για τα ταμεία.
Το καθεστώς των κομματικών διοικήσεων διατηρείται, τα ταμεία μένουν ανοργάνωτα, ακόμη και χωρίς ισολογισμούς, ενώ το σύστημα υποστήριξης των ταμείων, όπως και εκείνο της εποπτείας τους παραμένει διάτρητο, η αναγκαία κατάρτιση εξειδικευμένων στελεχών δεν υλοποιείται.
Σα να μην έφτανε αυτό, την ώρα που η χρηματιστηριακή φούσκα ωρίμαζε και πολλοί θεσμικοί παράγοντες, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανησυχούσαν, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιλέγει εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να αυξήσει το όριο επενδύσεων σε μετοχές από 20% στο 23% (ν.2676/99), ενώ επιτρέπει με ευκολία την υπέρβαση και του ορίου αυτού. Η "ενεργητική διαχείριση", δηλαδή, προσδέθηκε σε μια λογική "τζόγου" και η χειραγώγηση από την κυβέρνηση συμπληρώνεται πλέον από μια νέα χειραγώγηση από τις αγορές.
Μέρος των πλεονασμάτων των ταμείων αξιοποιήθηκε για την "τόνωση της κεφαλαιαγοράς" και για τη διευκόλυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτός ο δίδυμος στόχος συνοψίζει την πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου. Οι κυβερνήσεις της περιόδου ανέχθηκαν ή και καλλιέργησαν χρηματιστηριακές κερδοσκοπικές αυταπάτες, αντί να προστατεύσουν τα ταμεία απ' αυτές. Έτσι, πολλά ταμεία ενεπλάκησαν σε κερδοσκοπικά παιχνίδια ερήμην των μελών τους. Και όσα ταμεία από ανάγκη ή από φόβο πούλησαν τις μετοχές τους στη φάση της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου κατέγραψαν μεγάλες ζημιές.
Στη φάση γ) τα Ταμεία, χωρίς ειδική τεχνογνωσία, διαφάνεια και δημοκρατική συγκρότηση εμπλέκονται ακόμα περισσότερο σε επενδυτικούς κινδύνους με τα γνωστά αποτελέσματα των δομημένων ομολόγων και της μεγάλης χασούρας.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση, έτσι αδύναμα όπως τα βρίσκει από την περιπέτεια του χρηματιστηρίου, στο οποίο χάθηκαν γύρω στα 3.5 δις ευρώ, έρχεται και τα αποτελειώνει. Συγκεκριμένα, η εικόνα τους στο τέλος του 2008 δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Οι απώλειες των επενδεδυμένων κεφαλαίων σε μετοχές που υπέστησαν καθίζηση, κατά ~82% τραπεζικές, αγγίζουν περίπου το 80%, εντός ενός έτους, ή αλλιώς τα 3,8 δις ευρώ. Τα αμοιβαία κεφάλαια σημειώνουν απώλειες της τάξεως του 32%, ενώ τα δομημένα ομόλογα που διατηρούν τα Ταμεία στα χαρτοφυλάκιά τους εμφανίζουν απώλειες της τάξεως του 40%.
Οι δε συνολικές απώλειες μέχρι τον Φεβρουάριο του 2009 ήταν της τάξης των 5,5 δις ευρώ. Σκεφτείτε λοιπόν τι γίνεται σήμερα.
Στο ασφαλιστικό μας σύστημα οι εισφορές προέρχονται από τρεις διαφορετικές μεριές, από τους ασφαλισμένους, από τους εργοδότες και από το κράτος. Το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να καταθέτει ποσό ίσαμε το 1% του ΑΕΠ στα ασφαλιστικά ταμεία. Αν τα είδατε βέβαια ποτέ εσείς, να μάς το πείτε. Για παράδειγμα στον Προϋπολογισμό του 2008, το ποσό της κρατικής επιχορήγησης που εγγράφεται για το ΙΚΑ είναι μόνο 1.900 δισ. ευρώ, αντί των 3.386 δισ. που είναι υποχρεωμένο βάσει το Νόμου (άρθρο 4 παρ. 1α Ν.3029/2002) να δώσει.
Το πόσα έχουν χάσει τα Ταμεία μόνο από το κράτος δεν το γνωρίζω, και αμφιβάλω αν κανείς το γνωρίζει έστω και στο περίπου. Με στοιχεία του ΠΑΣΟΚ οι οφειλές του κράτους προς τα ταμεία αυξήθηκαν από 2,7 δις το 2003 σε 11 δις ευρώ το 2008, (αύξηση 307%). Αντιστοίχως η ιατροφαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 120%. Οι οφειλές των Ταμείων προς τα νοσοκομεία εκτοξεύθηκαν κατά 417%, ενώ δραματικές αυξήσεις εμφανίζουν τα ελλείμματα των μεγάλων Ταμείων. Μόνο το έλλειμμα στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών από 35 εκατ. το 2003 έφθασε πέρυσι τα 600 εκατ. ευρώ.
Για να δούμε το μέγεθος της καταστροφής των ταμείων από το κράτος, ας αντιστοιχίσουμε τις οφειλές του για το 2008 (11 δις) με το ολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει για συντάξεις, (23 δις). Και αν δούμε το σύνολο των εισφορών των εργαζομένων που είναι πάλι 23 δις, βλέπουμε τότε καθαρά την αιτία που τα ταμεία αυτή τη στιγμή έχουν τεράστια ελλείμματα και τα οποία προφανώς αγνοούν όσοι δηλώνουν υπέρμαχοι της εκδοχής Α, ότι δηλαδή τα λεφτά των ταμείων φαγώθηκαν από την Μαιρούλα, την Καιτούλα, και τον μπαρμπα Μήτσο.