
Η απόφασή μου να ασχοληθώ με την κοινωνιολογία των ειδών υγιεινής ξεκίνησε μετά από έναν αθώο περίπατο επί της Κηφισίας, όπου μια τυχαία παρατήρηση ορισμένων χαρακτηριστικών της ντουζιέρας, (όπως η διαφάνεια των τοιχωμάτων της) με οδήγησαν, μετά από συνεχείς και ενδελεχείς παρατηρήσεις, να συγγράψω ως επιστέγασμα αυτών των ερευνών και το
αντίστοιχο πόνημα. Επειδή όμως στην ερευνητική κοινότητα μια σειρά παρατηρήσεων σπάνια καταλήγει σε ένα και μόνο σύγγραμμα, διότι, μεταξύ άλλων, μαζί με την κύρια παρατήρηση υπάρχουν και αρκετές παράπλευρες σε γειτονικά ας πούμε αντικείμενα, κάπως σαν υποσημειώσεις στις κύριες σημειώσεις, και επειδή η
ερευνητική εργασία είναι μια ατέρμονη διαδικασία παραγωγής πονημάτων, (και
ουχί αποτελεσμάτων ή συμπερασμάτων, το κόλπο μπορώ να σας το αναλύσω), όπου η μια λεπτομέρεια πυροδοτεί καινούργιους συσχετισμούς και ανοίγει καινούργια πεδία προς διερεύνηση, μετά από όλη αυτή τη λογοδιάρροια, όπως είναι φυσιολογικό επεξέτεινα τις έρευνές μου και σε γειτονικά της ντουζιέρας πεδία όπως η
χέστρα και ο
μπιντές.
Θα έχετε παρατηρήσει εσχάτως ότι όλο και πιο πολλοί ιστοριογράφοι, η πλειονότητά τους θα έλεγα, στρέφουν τη ματιά τους από τα πεδία των μαχών και τα
γιαταγάνια του Νικηταρά, σε πιο ειρηνικές δραστηριότητες και σε καθημερινά αντικείμενα και συμπεριφορές, στην καταγραφή δηλαδή της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, αντί της προσφιλούς στρατιωτικής, (σχολή Annales). Δείτε για παράδειγμα τη θύελλα αντιδράσεων που ξεσήκωσε το πρόσφατο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού εξ αιτίας αυτής ακριβώς της αντίληψης των συγγραφέων του. Μιας και είμαι μια απ’ αυτούς που ασπάζονται τη θέση ότι η ανθρώπινη εμπειρία εγγράφεται περισσότερο στην καθημερινότητά της παρά στα πεδία των μαχών, όπου εκεί εγγράφεται η βούληση των αρχόντων, (νόμιμη και αυτή δεν αντιλέγω), αποφάσισα να ασχοληθώ με την
κοινωνιολογία του μπιντέ σαν
ενδεικτικό κι αυτό αντικείμενο της εξελικτικής πορείας της ελληνικής κοινωνίας.
Χωρίς να διεκδικώ τον πλούτο και τη διεισδυτικότητα της μελέτης ενός
Ηλία Πετρόπουλου, θα αναφέρω ότι ο μπιντές ήταν έργο Παριζιάνων επιπλοποιών της εποχής του Λουδοβίκου ΙΕ (τέλος 17ου, αρχές του 18ου αιώνα), η πρώτη αναφορά σε αυτόν έγινε το 1710 (σώπα!!) και σχετίστηκε με τον αξιότιμο κύριο Christophe Des Rosiers κατασκευαστή μπιντέδων για την βασιλική οικογένεια, (κοινώς
χεστήκαμε γι αυτή την πληροφορία). Τον μπιντέ για κάποιο λόγο, (δεν είναι δύσκολο να τον μαντέψετε!), τον οικειοποιήθηκαν αμέσως οι κύριοι και οι κυρίες της αριστοκρατίας, και όταν οι επαναστατημένοι γάλλοι επικράτησαν, πέρασαν από λεπίδι όχι μόνο αυτούς τους ίδιους, αλλά και τους μπιντέδες τους οι οποίοι φαίνεται ότι φάνταζαν στα μάτια τους σαν τα κατ’ εξοχήν
σύμβολα της αντεπανάστασης και της οπισθοδρόμησης.
Με την γαλλική επανάσταση αρχίζει δυστυχώς και η σταδιακή παρακμή του είδους, σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξοριστεί στα
μπουρδέλα και τις παστρικές. Με μια τέτοια πορεία και με τη φήμη που τον συνόδευε, δεν ήταν δυνατόν να κάνει σταδιοδρομία στο εξωτερικό και ειδικά στις
ευγενείς χώρες Αγγλία και Αμερική. Εκεί ούτε στα πουριτανικά τους μπουρδέλα δεν υπήρχε περίπτωση να τον δεχτούν. Όπως ακριβώς και σήμερα.

Και τότε, ήμασταν εμείς που τον καλοδεχτήκαμε. Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινε αυτό, ο Πετρόπουλος έχει πεθάνει για να το διερευνήσει, αλλά εκπλήσσομαι που η ντόπια αστική μας τάξη είχε την ευφυΐα να κατανοήσει από τόσο νωρίς τη συνάφειά της με τους οίκους ανοχής και τα λειτουργικά τους αντικείμενα.
Εν πάση περιπτώσει, για να μη μακρηγορήσω υπήρχαν κάποιες εποχές που οι μπιντέδες αποτελούσαν το πρώτο και καλύτερο αξεσουάρ του αστικού, μικροαστικού σπιτιού. Άσχετο, αν κανένας δεν το χρησιμοποιούσε γιατί ήταν πάντα γεμάτος με σφουγγαρόπανα, εσώρουχα και κάλτσες για πλύσιμο, τσιμπιδάκια, μανταλάκια, απορρυπαντικά, κατσαρίδες και τρίχες, άπειρες τρίχες, από κάθε σημείο του σώματος. Σκέτη μπίχλα. Μπορεί το πλυντήριο να μην χώραγε στο μπάνιο και να το θρονιάζαμε ακόμα και στο σαλόνι, αλλά ο μπιντές παρέμενε ασάλευτος στη θέση του. Ιεροσυλία να τον ξηλώσεις, έγκλημα κατά της αξιοπρεπείας του ατόμου να τον απαρνηθείς. Έτσι λοιπόν μεγαλώσαμε, με χαρές και με τραγούδια, με μπιντέδες και φιλιά.
Ώσπου οι μικροαστοί, γίνηκαν νεόπλουτοι. Και τότε τι λογικά θα περίμενε κανείς; Την μετεξέλιξη του «αναλογικού» μπιντέ σε «ηλεκτρονικό», ή την αλά Japan, integration της χέστρας και μπιντέ σε ένα πολυεργαλείο, σε ένα πολυμηχάνημα με ποικίλες και διαφοροποιημένες χρήσεις.
Άντ’ αυτού η νέα τάξη που ακολούθησε την μικροαστική, απετέλεσε και τον νεκροθάφτη του μπιντέ. Ως δια μαγείας ο μπιντές εξαφανίστηκε από τα διαμερισματόσπιτα και πέρασε στο χοντροντούλαπο της ιστορίας παρά τις φιλότιμες προσπάθειες φίλεργων ερευνητών να τον εκσυγχρονίσουν, ακόμα και να τον αυτοματοποιήσουν.
Το ερώτημα αυτό της εκθρόνισης απασχόλησε αρκετά την ευγενή τάξη των κοινωνιολόγων, χωρίς όμως να μπορέσουν να δώσουν ως τα τώρα τελεσίδικη απάντηση. Σίγουρα, δεν ήταν η στενότης χώρου, ούτε η αλλαγή των αντιλήψεων περί σωματικής υγιεινής των νεοελλήνων. Αυτές οι τελευταίες μπορεί και να προόδευσαν με το χρόνο. Και ούτε πιστεύω ότι τα σπίτια παλιότερα ήταν πιο ευρύχωρα από τα σημερινά.
Παρά το γεγονός ότι ο μπιντές τελικά μπορεί να εξορίστηκε από την εισαγωγή νέων λατρευτικών αντικειμένων του μπάνιου, όπως μπανιέρες και ντουζιέρες τζακούζι, home cinemas και αδιάβροχα laptops, εν τούτοις το μυστήριο του χαμένου μπιντέ θα παραμένει αδιευκρίνιστο και θα στοιχειώνει τα βράδια της αϋπνίας μου.
«...Τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν΄ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: 'Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. 'Εστησα το αυτί και κατάλαβα. 'Ολο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας....»,
έγραφε ο Μάριος Χάκκας στον «Μπιντέ» γύρω στο 1970. Σήμερα, μετά τόσα χρόνια η χώρα δονείται από έναν άλλον θόρυβο, πιο βίαιο και πιο δυναμικό αυτή τη φορά, αυτόν από τον παφλασμό του νερού στο τζακούζι.