Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΩΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΩΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Η Πολιτική της Αφόδευσης


Όλο αυτό τον καιρό αισθανόμουν ένα βάρος να με πλακώνει, βάρος από ένα ανεξόφλητο χρέος, από μια τριλογία που ενώ είχε προ πολλού αναγγελθεί και είχε ανακινήσει ποικίλες προσδοκίες, εν τούτοις αδυνατούσε να ολοκληρωθεί, αφήνοντας το μπάνιο μισό, τη ντουζιέρα να στάζει νυσταλέα, και τον μπιντέ να ψάχνει απεγνωσμένα ν’ ανοίξει διάλογο με το ταίρι του, τη χέστρα, που όμως αργούσε να εμφανιστεί και να ολοκληρώσει το νόημα και τον σκοπό του ιδιαίτερου αυτού δωματίου.

Ώσπου αυτό, συνέβη ακριβώς σήμερα, όταν ψάχνοντας ένα τρόπο να εκφράσω τη δυσφορία μου για το ξεχείλισμα των ημεδαπών και αλλοδαπών οχετών (Βατοπέδι και οικονομική κρίση), έπεσα στην ενδιαφέρουσα εργασία της κυρίας Rose George, The Big Necessity, μια εμπνευσμένη ελεγεία για τους ήρωες της τουαλέτας, για τους πολυπληθείς και στερημένους ανώνυμους ήρωες των σλαμς, της αφρικανικής ενδοχώρας, της Ινδίας και των άλλων ομοειδών περιοχών.

Είναι επίσης μια εμβριθής ψυχολογική, βακτηριολογική και πολιτισμική μελέτη

για την κατά τόπους διαφοροποίηση της κουλτούρας της τουαλέτας και του κωλόχαρτου,

για τις τεχνολογικές καινοτομίες που εφαρμόστηκαν στο συγκεκριμένο αυτό μέσο αφόδευσης, από τους πάντα εφευρετικούς και πιθανόν δυσκοίλιους, Ιάπωνες,

για την ιστορική της εξέλιξη,

για την μαφία, Κινέζικη αν μη τι άλλο, που προσπάθησε να θέσει υπό τον έλεγχό της, στη δεκαετία του ’30, τη διάθεση του περιεχομένου των εκατομμυρίων δοχείων νυκτός των αμέριμνων κατοίκων της Σαγκάης,

για την πολιτικοποίηση των εντερικών λειτουργιών στη Νότια Αφρική, με τον διορισμό από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο του πρώτου στην ιστορία Υπουργού Τουαλέτας,

για τη μεγαλύτερη φιλανθρωπική οργάνωση της Ινδίας, η οποία έχει αναλάβει την κατασκευή και οργάνωση δημοσίων αφοδευτηρίων, και η οποία απασχολεί γύρω στα 50,000 άτομα,

για τις ιπτάμενες τουαλέτες της Αφρικής, στην πραγματικότητα πλαστικές σακούλες γεμάτες ούρα και κόπρανα που πετιούνται όπου νάναι,

για τη συχνότητα της πράξης και τη στατιστική των αποτελεσμάτων της αφόδευσης ανά χώρα και κοινωνική τάξη και

για χίλια δυο άλλα ενδιαφέροντα θέματα.

Σύμφωνα με την κα George, η εμφάνιση της τουαλέτας σηματοδοτεί την εμφάνιση του πολιτισμού, ενώ η προσπάθεια των μικρών παιδιών να μάθουν να χρησιμοποιούν το γιο-γιο συνιστά μια πρώτη απόπειρα κοινωνικοποίησης.

Οι φτωχές συνθήκες υγιεινής θεωρούνται υπεύθυνες για μια στις 10 ασθένειες, ενώ η πρόσβαση και μόνο σε τουαλέτα είναι ικανή να επιμηκύνει το χρόνο ζωής έως και 20 έτη. Παρά ταύτα 2.6 δισεκατομμύρια ανθρώπων στερούνται αυτής της δυνατότητας. Και δεν είναι μόνο η φτώχεια, είναι και οι ταξικές διακρίσεις που την επιτείνουν. Για παράδειγμα εκατομμύρια γυναίκες παρίες στην Ινδία είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να αδειάζουν τις τουαλέτες των ανωτέρων καστών και να μεταφέρουν το περιεχόμενο μέσα σε τεράστια καλάθια στο κεφάλι τους μέχρι τους χώρους απόθεσης. Φυσικά, ούτε λόγος για να πλυθούν μετά.

Ο τρόπος χρήσης της τουαλέτας σηματοδοτεί επίσης μεγάλες πολιτισμικές διαφορές. Φερ’ ειπείν άβυσσος χωρίζει τους λαούς που σκουπίζονται με χαρτί, από αυτούς που πλένονται με νερό, αυτούς που αφοδεύουν ιδιωτικά, από αυτούς που αφοδεύουν δημόσια, αυτούς που κάθονται στη λεκάνη, από αυτούς που κάθονται στα πόδια τους, κ.ο.κ. Οι Κινέζοι, με το να χρησιμοποιούν για αιώνες το περιεχόμενο των νυκτερινών τους δοχείων σαν λίπασμα, μπόρεσαν εύκολα στη σημερινή εποχή να περάσουν στη χρήση βιοαερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Το βιβλίο επίσης περιέχει πληθώρα χρήσιμων στατιστικών στοιχείων, όπως ότι το μέσο περιεχόμενο του παχέως εντέρου που εξέρχεται, ανέρχεται στα 250 περίπου γρ. και ότι κάθε αμερικανός χρησιμοποιεί κατά μέσο όρο 57 φύλλα χαρτιού τουαλέτας. Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι άνδρες δεν καταφέρνουν (οι άχρηστοι) να σκουπιστούν καλά και αφήνουν ευμεγέθη ίχνη στα σώβρακά τους. Ένα γραμμάριο κοπράνων περιέχει 10 εκατομμύρια ιούς και 100 αυγά σκουληκιών, ενώ μπορεί να λιπάνει 270 τετραγωνικά μέτρα αγρού.

Κοντολογίς το βιβλίο της κας George είναι ευρηματικό, πληροφοριακό, πολιτικό, διασκεδαστικό και φυσικά δεν πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη καμιάς τουαλέτας!

Υ.Γ. Το Βιβλίο αυτό και την παρουσίασή του την ψάρεψα από το NewScientist, τευχος 1 Νοεμβρίου. Νομίζω, ότι τώρα ξελάφρωσα κι εγώ από το βάρος του χρέους.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Aναζητώντας τον Χαμένο Μπιντέ.


Η απόφασή μου να ασχοληθώ με την κοινωνιολογία των ειδών υγιεινής ξεκίνησε μετά από έναν αθώο περίπατο επί της Κηφισίας, όπου μια τυχαία παρατήρηση ορισμένων χαρακτηριστικών της ντουζιέρας, (όπως η διαφάνεια των τοιχωμάτων της) με οδήγησαν, μετά από συνεχείς και ενδελεχείς παρατηρήσεις, να συγγράψω ως επιστέγασμα αυτών των ερευνών και το αντίστοιχο πόνημα. Επειδή όμως στην ερευνητική κοινότητα μια σειρά παρατηρήσεων σπάνια καταλήγει σε ένα και μόνο σύγγραμμα, διότι, μεταξύ άλλων, μαζί με την κύρια παρατήρηση υπάρχουν και αρκετές παράπλευρες σε γειτονικά ας πούμε αντικείμενα, κάπως σαν υποσημειώσεις στις κύριες σημειώσεις, και επειδή η ερευνητική εργασία είναι μια ατέρμονη διαδικασία παραγωγής πονημάτων, (και ουχί αποτελεσμάτων ή συμπερασμάτων, το κόλπο μπορώ να σας το αναλύσω), όπου η μια λεπτομέρεια πυροδοτεί καινούργιους συσχετισμούς και ανοίγει καινούργια πεδία προς διερεύνηση, μετά από όλη αυτή τη λογοδιάρροια, όπως είναι φυσιολογικό επεξέτεινα τις έρευνές μου και σε γειτονικά της ντουζιέρας πεδία όπως η χέστρα και ο μπιντές.

Θα έχετε παρατηρήσει εσχάτως ότι όλο και πιο πολλοί ιστοριογράφοι, η πλειονότητά τους θα έλεγα, στρέφουν τη ματιά τους από τα πεδία των μαχών και τα γιαταγάνια του Νικηταρά, σε πιο ειρηνικές δραστηριότητες και σε καθημερινά αντικείμενα και συμπεριφορές, στην καταγραφή δηλαδή της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, αντί της προσφιλούς στρατιωτικής, (σχολή Annales). Δείτε για παράδειγμα τη θύελλα αντιδράσεων που ξεσήκωσε το πρόσφατο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού εξ αιτίας αυτής ακριβώς της αντίληψης των συγγραφέων του. Μιας και είμαι μια απ’ αυτούς που ασπάζονται τη θέση ότι η ανθρώπινη εμπειρία εγγράφεται περισσότερο στην καθημερινότητά της παρά στα πεδία των μαχών, όπου εκεί εγγράφεται η βούληση των αρχόντων, (νόμιμη και αυτή δεν αντιλέγω), αποφάσισα να ασχοληθώ με την κοινωνιολογία του μπιντέ σαν ενδεικτικό κι αυτό αντικείμενο της εξελικτικής πορείας της ελληνικής κοινωνίας.

Χωρίς να διεκδικώ τον πλούτο και τη διεισδυτικότητα της μελέτης ενός Ηλία Πετρόπουλου, θα αναφέρω ότι ο μπιντές ήταν έργο Παριζιάνων επιπλοποιών της εποχής του Λουδοβίκου ΙΕ (τέλος 17ου, αρχές του 18ου αιώνα), η πρώτη αναφορά σε αυτόν έγινε το 1710 (σώπα!!) και σχετίστηκε με τον αξιότιμο κύριο Christophe Des Rosiers κατασκευαστή μπιντέδων για την βασιλική οικογένεια, (κοινώς χεστήκαμε γι αυτή την πληροφορία). Τον μπιντέ για κάποιο λόγο, (δεν είναι δύσκολο να τον μαντέψετε!), τον οικειοποιήθηκαν αμέσως οι κύριοι και οι κυρίες της αριστοκρατίας, και όταν οι επαναστατημένοι γάλλοι επικράτησαν, πέρασαν από λεπίδι όχι μόνο αυτούς τους ίδιους, αλλά και τους μπιντέδες τους οι οποίοι φαίνεται ότι φάνταζαν στα μάτια τους σαν τα κατ’ εξοχήν σύμβολα της αντεπανάστασης και της οπισθοδρόμησης.

Με την γαλλική επανάσταση αρχίζει δυστυχώς και η σταδιακή παρακμή του είδους, σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξοριστεί στα μπουρδέλα και τις παστρικές. Με μια τέτοια πορεία και με τη φήμη που τον συνόδευε, δεν ήταν δυνατόν να κάνει σταδιοδρομία στο εξωτερικό και ειδικά στις ευγενείς χώρες Αγγλία και Αμερική. Εκεί ούτε στα πουριτανικά τους μπουρδέλα δεν υπήρχε περίπτωση να τον δεχτούν. Όπως ακριβώς και σήμερα.


Και τότε, ήμασταν εμείς που τον καλοδεχτήκαμε. Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινε αυτό, ο Πετρόπουλος έχει πεθάνει για να το διερευνήσει, αλλά εκπλήσσομαι που η ντόπια αστική μας τάξη είχε την ευφυΐα να κατανοήσει από τόσο νωρίς τη συνάφειά της με τους οίκους ανοχής και τα λειτουργικά τους αντικείμενα.

Εν πάση περιπτώσει, για να μη μακρηγορήσω υπήρχαν κάποιες εποχές που οι μπιντέδες αποτελούσαν το πρώτο και καλύτερο αξεσουάρ του αστικού, μικροαστικού σπιτιού. Άσχετο, αν κανένας δεν το χρησιμοποιούσε γιατί ήταν πάντα γεμάτος με σφουγγαρόπανα, εσώρουχα και κάλτσες για πλύσιμο, τσιμπιδάκια, μανταλάκια, απορρυπαντικά, κατσαρίδες και τρίχες, άπειρες τρίχες, από κάθε σημείο του σώματος. Σκέτη μπίχλα. Μπορεί το πλυντήριο να μην χώραγε στο μπάνιο και να το θρονιάζαμε ακόμα και στο σαλόνι, αλλά ο μπιντές παρέμενε ασάλευτος στη θέση του. Ιεροσυλία να τον ξηλώσεις, έγκλημα κατά της αξιοπρεπείας του ατόμου να τον απαρνηθείς. Έτσι λοιπόν μεγαλώσαμε, με χαρές και με τραγούδια, με μπιντέδες και φιλιά.


Ώσπου οι μικροαστοί, γίνηκαν νεόπλουτοι. Και τότε τι λογικά θα περίμενε κανείς; Την μετεξέλιξη του «αναλογικού» μπιντέ σε «ηλεκτρονικό», ή την αλά Japan, integration της χέστρας και μπιντέ σε ένα πολυεργαλείο, σε ένα πολυμηχάνημα με ποικίλες και διαφοροποιημένες χρήσεις.


Άντ’ αυτού η νέα τάξη που ακολούθησε την μικροαστική, απετέλεσε και τον νεκροθάφτη του μπιντέ. Ως δια μαγείας ο μπιντές εξαφανίστηκε από τα διαμερισματόσπιτα και πέρασε στο χοντροντούλαπο της ιστορίας παρά τις φιλότιμες προσπάθειες φίλεργων ερευνητών να τον εκσυγχρονίσουν, ακόμα και να τον αυτοματοποιήσουν.


Το ερώτημα αυτό της εκθρόνισης απασχόλησε αρκετά την ευγενή τάξη των κοινωνιολόγων, χωρίς όμως να μπορέσουν να δώσουν ως τα τώρα τελεσίδικη απάντηση. Σίγουρα, δεν ήταν η στενότης χώρου, ούτε η αλλαγή των αντιλήψεων περί σωματικής υγιεινής των νεοελλήνων. Αυτές οι τελευταίες μπορεί και να προόδευσαν με το χρόνο. Και ούτε πιστεύω ότι τα σπίτια παλιότερα ήταν πιο ευρύχωρα από τα σημερινά.


Παρά το γεγονός ότι ο μπιντές τελικά μπορεί να εξορίστηκε από την εισαγωγή νέων λατρευτικών αντικειμένων του μπάνιου, όπως μπανιέρες και ντουζιέρες τζακούζι, home cinemas και αδιάβροχα laptops, εν τούτοις το μυστήριο του χαμένου μπιντέ θα παραμένει αδιευκρίνιστο και θα στοιχειώνει τα βράδια της αϋπνίας μου.


«...Τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν΄ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: 'Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. 'Εστησα το αυτί και κατάλαβα. 'Ολο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας....»,

έγραφε ο Μάριος Χάκκας στον «Μπιντέ» γύρω στο 1970. Σήμερα, μετά τόσα χρόνια η χώρα δονείται από έναν άλλον θόρυβο, πιο βίαιο και πιο δυναμικό αυτή τη φορά, αυτόν από τον παφλασμό του νερού στο τζακούζι.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Οι Διαφανείς Ντουζιέρες ως Καθρέφτης των Ταξικών Διαφορών



Η Κηφισίας είναι ό,τι πιο σύγχρονο, ό,τι πιο ευρωπαϊκό έχει να επιδείξει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Θα έλεγα ίσως ότι είναι ο μοναδικός δρόμος που φέρνει κάπως προς Ευρώπη, ειδικά συγκρινόμενος με την Μεσογείων, τον δεύτερο τη τάξει δρόμο, που προς το παρόν ανεβαίνει μεν δυναμικά, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά φαντάζει ακόμα σαν το φτωχό συγγενή που τρέχει να προλάβει.

Βέβαια είναι και η Βουλιαγμένης, αλλά δεν έχει αποκτήσει ακόμη τη γκλαμουριά και τη φινέτσα της Κηφισίας. Για άλλους κεντρικούς αντιπροσωπευτικούς δρόμους της πρωτεύουσας ούτε λόγος να γίνεται, για την Αχαρνών π.χ. ή τη Λιοσίων, ή την Λεωφόρο Καβάλας, ή το ποτάμι, ή την Ιερά Οδό. Καμιά τους δεν φτάνει την Κηφισίας η οποία παραμένει by far η βασίλισσα των αθηναϊκών κεντρικών οδών. Μπορεί να σας τη δίνει ο babis, μπορεί να σας εξοργίζει το πάρκο των γυάλινων γραφείων, αλλά ομολογείστε ότι από κει πρωτοπερνάτε τους ξένους επισκέπτες σας όταν θέλετε να τους δείξετε την σύγχρονη Αθήνα· πρώτα από την βωβούπολη δηλαδή και όχι από τη Λιοσίων. Αυτή η συγκεκριμένη εκδρομή, αν επιμένετε σε πλουραλισμούς και αντικειμενικότητες στις ξεναγήσεις, μπορεί να γίνει από το δεύτερο ή τρίτο ταξίδι τους και μετά, όταν θα έχετε εξοικειωθεί κάπως μαζί τους και όταν δεν θα υπάρχει πλέον ο κίνδυνος η Λιοσίων να τους καταστρέψει την εικόνα που έχουν για τη μεγάλη μας πόλη. Ήδη, θα έχουν δει τόσα πολλά τα μάτια τους που δεν θα υπάρχει πλέον περιθώριο ν’ αλληθωρίσουν κι άλλο.

Θα σας παρακαλέσω, να μην θεωρήσετε διαστροφή τη συνήθειά μου να απολαμβάνω κάποιες φορές έναν απογευματινό περίπατο στον παράδρομο κατά μήκος της Κηφισίας. Είναι τότε που με πιάνει μια φαγούρα να θέλω να μπω μέχρι τα μπούνια στο θόρυβο και στο καυσαέριο, να νοιώσω στο πετσί μου εκ βαθέων τι πάει να πει πόλη, μητρόπολη, μεγαλούπολη, να βουλώσουν τα αυτιά μου απ’ τα κορναρίσματα και τα μαρσαρίσματα και τα ρουθούνια μου από τις εξατμίσεις των φορτηγών και των λεωφορείων και προ πάντων να χαζέψω τις βιτρίνες, που τις καημένες λόγω θέσης δεν βρίσκεται εύκολα περιπατητής να τις παρατηρεί και να τις χαϊδεύει, όπως για παράδειγμα τις βιτρίνες της Ερμού που τις καταβροχθίζουν καθημερινά χιλιάδες μάτια.

Δεν χρειάζεται φυσικά να περιγράψω το είδος των εμπορευμάτων της Λεωφόρου. Τα πάντα, στην πολυτελή τους εκδοχή. Ό,τι έχει, τρόπος του λέγειν, η Γ. Σεπτεμβρίου, αλλά εδώ στον υπερθετικό.

Μια απ’ τις διαφορές είναι στο μέγεθος. Πάρτε τα έπιπλα για παράδειγμα. Κάτι μικρά στενόχωρα καναπεδάκια, στην Γ. Σεπτεμβρίου, κάτι τρίμετρους καναπέδες για άπλες, ξάπλες και φαρδιές αγκαλιές, στην Κηφισίας. Για στριμωγμένα δυάρια και τριάρια στην Γ. Σεπτεμβρίου, για μεζονέτες δίπατες και τρίπατες στην Κηφισίας. Ανάλογοι λοιπόν κι οι καναπέδες, ορίζουν με το μέγεθος πώς θα ‘πρεπε η αγάπη να βολεύεται: με τον πόντο στα δυτικά, να ξεχειλίζει ανεμπόδιστα και να διπλοτεντώνεται με τον πήχη στα βόρεια.

Τα ίδια και στις κουζίνες. Από μακριά κάνουν μπαμ τα σπίτια για τα οποία προορίζονται. Με νεροχύτες στη μέση, με διπλούς και τριπλούς φούρνους, σαν να υπάρχει περίπτωση τελικά κάποια νοικοκυρά να μπει στον κόπο να τα χρησιμοποιήσει όλα αυτά. Αλλά είπαμε εδώ όλα παίζουν στον υπερθετικό.

Μια άλλη σημαντική διαφορά είναι στη διαφάνεια των υλικών. Πάρτε για παράδειγμα τις καμπίνες των ντους. Μετά από πολύωρες παρατηρήσεις και διασταυρώσεις δεδομένων σε διάφορα καταστήματα επί της λεωφόρου, ναι, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι ντουζιέρες της Κηφισίας, εντελώς διαφανείς, είναι σαφώς πιο ξεδιάντροπες από τις αμμοβολισμένες ντουζιέρες της Γ. Σεπτεμβρίου, οι οποίες ακόμα κρατάνε τα ηθικά προσχήματα μιας εργατικής τάξης, που παρά τις προσδοκίες του Λένιν και άλλων συγκαιρινών του ουτοπιστών, ότι δήθεν θα αποτελούσε πρωτοπορία και κεφαλή των εξελίξεων, μετά από τόσα χρόνια εξακολουθεί να παραμένει οπισθοδρομική και σεμνότυφη.

Και δεν είναι αυτή η εξήγηση η μόνη. Είναι και τα σώματα τα οποία εκτρέφονται στις παρυφές της Κηφισίας με τα γιγάντια γυμναστήρια, που με τον ιδρώτα σταγόνα-σταγόνα τσιτώνουν κοιλιακούς, σμιλεύουν τρικέφαλους, φουσκώνουν τετρακέφαλους, αλφαδιάζουν πλάτες και σφίγγουν στήθια και καπούλια. Πάνε οι εποχές που τα γιαπιά έφταναν και περίσσευαν για να χτίζουν σώματα ο Παπαμιχαήλ κι οι όμοιοί του. Πώς να τα κρύψεις λοιπόν αυτά τα σώματα; Η διαφανής ντουζιέρα δεν είναι παρά η ελάχιστη δυνατή έκθεση, ο πιο επιτρεπτός συμβιβασμός, για να μην μείνουν εντελώς αθέατα αυτά τα κομψοτεχνήματα.

Αλλά εμένα μου έμεινε τελικά η απορία. Γιατί τελικά τέτοια σπατάλη, οι φαρδείς καναπέδες της Κηφισίας να φιλοξενούν τα τόσα συμμαζεμένα σώματα ενώ τα στενόχωρα καναπεδάκια της Γ. Σεπτεμβρίου να αναγκάζονται πολλές φορές να στριμώχνουν μπόγους και μιαν ανοικονόμητη πλαδαρότητα;


Για να κατανοήσετε πλήρως την τελευταία παράγραφο, θα πρέπει αναγκαστικά να διαβάσετε το άρθρο η «Σημειολογία του Πάχους» στο οποίο επιχειρώ μια ταξική ανάλυση του φαινομένου. Ευχαριστώ για την κατανόησή σας.