Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΚΙΜΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΚΙΜΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Η Χαμένη Τιμή της Προφορικότητας


Έχω την αμυδρή εντύπωση ότι στην ομώνυμη ανάρτηση «Γιατί δεν πρέπει να διαβάζουμε», δεν πήρατε στα σοβαρά τους λόγους που εξέθεσα σχετικά με τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην πράξη της ανάγνωσης. Φαντάζομαι ότι σηκώσατε το φρύδι περιπαιχτικά, ότι χασκογελάσατε και ότι εκλάβατε τα όσα εξωφρενικά εξέθεσα σαν επιβεβαίωση, αντίθετα, της σπουδαιότητας και αναγκαιότητας των βιβλίων.


Με το παρόν σημείωμα θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι πλανάστε πλάνη μεγάλη και ότι 15 φιλόσοφοι και 29 συγγραφείς σπεύδουν να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές, ότι δηλαδή τα βιβλία χειραγωγούν, ευνουχίζουν και ότι αποτελούν όντως κίνδυνο για τη δράση, τη σκέψη, τη μνήμη, την επαφή με τα συναισθήματα και την πνευματική και συναισθηματική υγεία της ανθρωπότητας εν γένει.


Η σχέση της ανθρωπότητας με τα βιβλία δεν μετράει πολύ χρόνο, σε αντίθεση με την περίοδο της προφορικότητας που κράτησε για καιρό ακόμα και μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας. Διότι για δεκάδες χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι αφηγούνταν ιστορίες, μυθολογίες και μετέδιδαν θρησκευτικές και μαγικές γνώσεις που έχουν φτάσει ακόμα και ως εμάς. Μπορεί οι άνθρωποι να έμαθαν πρόσφατα να διαβάζουν, άλλοι δεν το έχουν ακόμα κατορθώσει, αλλά μπορούσαν πάντοτε να χορεύουν και να τραγουδούν και να αφηγούνται.


Ο Πλάτων παρά το ογκώδες συγγραφικό του έργο, παρουσιάζεται στον Φαίδρο σαν ο υπερασπιστής του προφορικού λόγου με ισχυρότατα επιχειρήματα.

Τί λέει δηλαδή;

Ότι οι πράξεις που ανασύρονται από τον γραπτό λόγο αναφέρονται πρώτον και καλύτερον σε σχέσεις εξουσίας, διαμέσου του δεσποτισμού που ασκείται πάνω στους αναλφάβητους από τον κλήρο, τους νομομαθείς και τους πολιτικούς.


Αντίθετα, η προφορική ανταλλαγή επιτρέπει την άμεση αμφισβήτηση, τον αντίλογο και τη διόρθωση. Επιτρέπει σ’ εκείνον που διατυπώνει την πρόταση ν’ αλλάξει γνώμη, να κάνει πίσω αν χρειαστεί, και να εκθέσει τις θέσεις του υπό το φως μιας έρευνας από κοινού και μιας εξερεύνησης που θα έχει γίνει με πολλούς. Συνοπτικά, η προφορικότητα διεκδικεί την αλήθεια, την εντιμότητα της αυτοδιόρθωσης, τη δημοκρατία.


Ο προφορικός λόγος μεταφέρει τη βιωμένη εμπειρία του παρελθόντος, η οποία με τον τρόπο αυτό μεταμορφώνεται σε παρόν. Αντιθέτως, άπαξ και εγκλωβιστεί στις γραμμές ενός βιβλίου απολιθώνεται και χάνει την αμεσότητα της απ’ ευθείας μετάδοσης.

Μια άλλη αντίρρηση του Πλάτωνα σχετικά με τον γραπτό λόγο, έχει να κάνει με την σταδιακή απώλεια της μνήμης, την οποία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, ο γραπτός λόγος κατατρώγει σαν το σαράκι. Ίσως, γι αυτό το λόγο, παρατηρείται τελευταία αύξηση των περιστατικών με Alzheimer, εξ αιτίας δηλαδή της αύξησης της αναγνωσιμότητας, σε αντίθετα με τα τελευταία επιστημονικά πονήματα που πρεσβεύουν ότι η ανάγνωση βοηθάει στην εξάσκηση και την ενδυνάμωση της μνήμης.


Η μοντέρνα εκπαίδευση μοιάζει όλο και περισσότερο με θεσμοθετημένη αμνησία. Αφήνει κενό το μυαλό του παιδιού από κάθε βιωμένη αναφορά. Περιορίζει το χρόνο στη στιγμή και ενσταλάζει ακόμα και στα όνειρα, αυτό το μάγμα ομοιογένειας και οκνηρίας.


Αργότερα στα ένδοξα πρωτοχριστιανικά χρόνια, οι ερημίτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις έφριτταν με τα βιβλία, και με κείνους που τα μελετούσαν. Η αδιάκοπη κυκλικότητα της προσευχής, η ταπείνωση της σάρκας και η πειθαρχία του στοχασμού λίγο χώρο άφηναν στην πολυτέλεια της ανάγνωσης, ή τουλάχιστον την έκαναν να φαίνεται εξαιρετικά καταστροφική.

Στην μετά τον Έρασμο χρυσή εποχή του βιβλίου αναπτύχθηκαν δυο κυρίως ρεύματα αμφισβήτησης του βιβλίου, σε οντολογικό θα έλεγα επίπεδο, (το οποίο είναι και αυτό που μ’ ενδιαφέρει), και όχι στη βάση κάποιου βλαπτικού για την εξουσία περιεχομένου.


Το πρώτο, θα μπορούσε να ονομαστεί «ακραίο ποιμενικό» και εκπροσωπείται από τον Ρουσώ και τον Γκαίτε, σύμφωνα με τον οποίον, «το δέντρο της σκέψης και της μελέτης παραμένει αιωνίως γκρίζο, ενώ το αντίστοιχο της εν δράσει ζωής, της ζωής-δύναμης και της ζωογόνου ορμής είναι πράσινο». Στην πραγματικότητα ολόκληρος ο ρομαντισμός διακατέχεται από αυτό το δόγμα της προσωπικής εμπειρίας «Το να αφήσουμε τα βιβλία να επηρεάζουν τη ζωή μας ή κάποιο ουσιώδες κομμάτι της, είναι για μας σαν να παραιτούμαστε ταυτοχρόνως από τους κινδύνους αλλά και από την έκσταση που προκαλεί αυτή η πρωτογενής, πρώτη επαφή με τα πράγματα».

Το δεύτερο κύμα αμφισβήτησης θέτει ερωτήματα όπως: «ως προς τι τα βιβλία μπορούν να υπηρετήσουν την ανθρωπότητα που υποφέρει:» και εκπροσωπείται από κάποιους ρώσους αναρχικούς και μηδενιστές στην καμπή του 19ου αιώνα (τους Ναρόντνικους;), αλλά και από τον Τολστόι, όταν σε κάποια στιγμή αποκηρύσσοντας τα μυθιστορήματά του είπε: « η υψηλή λογοτεχνία άσκησε καταστροφική επιρροή επιδρώντας στον αυθορμητισμό, στην ηθική υπόσταση ανδρών και γυναικών. Υποστήριξε τις έννοιες του ελιτισμού, της υπακοής στην εγκόσμια εξουσία, ευνόησαν ένα απατηλό εκπαιδευτικό σύστημα και τη διαστροφή της ελαφρότητας.


Και πάλι στη Ρωσία οι λενινιστές και οι φουτουριστές ποιητές ζήτησαν να καταστραφούν δια πυρός οι βιβλιοθήκες που κρύβουν όλο το δηλητήριο του παρελθόντος, μαραίνουν την ψυχή και ευνουχίζουν τη φαντασία και πάει λέγοντας.


Δεν θα ήθελα να επεκταθώ στο κάψιμο των βιβλίων σε διάφορες περιόδους της ιστορίας από φονταμενταλιστές κάθε πλευράς, για το λόγο ότι οι πράξεις αυτές καθοδηγούνταν όχι από ολοκληρωτική άρνηση των βιβλίων, αλλά από ένα ορισμένο τους περιεχόμενο το οποίο οι εκάστοτε εξουσίες πολιτικές ή θρησκευτικές έκριναν επικίνδυνο για τις μάζες.


Όλα όσα παρατέθηκαν στις παραπάνω γραμμές, δηλαδή σκέψεις και παρατηρήσεις μεγάλων ποιητών και φιλοσόφων, δεν έρχονται παρά σαν επίρρωση των επιχειρημάτων που ανέπτυξα σε προηγούμενη ανάρτηση. Αν θελήσετε να τα αγνοήσετε ή να τα απορρίψετε θα πρέπει να εξηγήσετε σαφώς τους λόγους που σας οδηγούν να το πράξετε, όπως επίσης και το αντίθετο, το γιατί δηλαδή σε άλλες περιπτώσεις, άλλες ρήσεις των εν λόγω ποιητών και φιλοσόφων χρησιμοποιούνται προς επικύρωση κάποιων άλλων λεγομένων σας.
Για να είμαστε δίκαιοι δηλαδή και όχι καιροσκόποι....

ΥΓ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ανάρτησης οφείλεται στο βιβλίο του George Steiner, «Η σιωπή των Βιβλίων» από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ: Ρωσία-Γερμανία


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν πάει πολύς καιρός που συνειδητοποίησα ότι οι χώρες που μου κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον είναι δυο, οι εξής: Γερμανία και Ρωσία. Κι αυτό συνέβη όταν, σαν σε επιφώτιση, διέκρινα την αιτία που με έκανε να τις αντιμετωπίζω, αυτές τις τόσο διαφορετικές εκ πρώτης όψεως, σαν ένα ταιριαστό ζευγάρι.

Τι κοινό, λοιπόν, μπορεί να έχει η καπιταλιστική Γερμανία με τη (πάλαι ποτέ) σοσιαλιστική Ρωσία; Οι Γότθοι με τους Σλάβους; θα ρώταγε κάποιος ανυποψίαστος, και δικαίως άλλωστε, όπως και οι περισσότεροι, που δεν θέλησαν ν’ αναρωτηθούν ποτέ για το πόσο ρηχοί και αβασάνιστοι μπορεί να είναι μερικοί επαναλαμβανόμενοι και στερεοτυπικοί χαρακτηρισμοί για τις ετικέτες που μπαίνουν στα πράγματα και που από την πολλή χρήση κανείς δεν μπαίνει πια στον κόπο να σκεφτεί αν πράγματι η ετικέτα αντιπροσωπεύει την ουσία και το περιεχόμενο αυτών τα οποία ονοματίζει και περιγράφει.

Κι όμως, αν σκαλίσουμε λιγάκι την ιστορία αυτών των χωρών και πάμε κάπως πιο πίσω από τον 20ο αιώνα, βλέπουμε ότι αμφότερες έμειναν πίσω από το κύμα του Διαφωτισμού που σάρωσε την Ευρώπη, για διαφορετικές όμως αιτίες η κάθε μια τους. Και η Ελλάδα βέβαια έμεινε εκτός, αλλά ποιος σκοτίζεται γιαυτή τη χώρα. Μικρό το ειδικό της βάρος για να επηρεάσει τα τεκταινόμενα. Η Γερμανία όμως; Η Ρωσία; Γίγαντες και οι δυο κι όχι μόνο στην έκταση και τον πληθυσμό, μα και στη σκέψη και στην ώθηση που έδωσαν στις εξελίξεις της ηπείρου μας, αλλά και παγκοσμίως. Από διαφορετική αφετηρία φυσικά και οι δυο.

Προς το παρόν θα αναφερθώ μόνο στις αιτίες, κυρίως μέσα από τις ιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, που ο Διαφωτισμός δεν μπόρεσε να πιάσει ρίζες στις χώρες αυτές. Τις βασικές διαφορές ανάμεσα στις δυο αυτές πρωτεύουσες κοσμοθεωρήσεις της δυτικής σκέψης, ανάμεσα δηλαδή στον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό, θα τις θεωρήσω γνωστές και δεν θα τις σκιαγραφήσω επί του παρόντος. Ίσως το επιχειρήσω κάποια άλλη φορά.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Στην Γερμανία του 18ου αιώνα, ο Διαφωτισμός πέρασε και δεν ακούμπησε. Αυτό όμως που ρίζωσε και θέριεψε ήταν το Ρομαντικό κίνημα, που ενώ κιαυτό εκπροσωπούσε την χειραφέτηση της αστικής τάξης όπως και ο Διαφωτισμός, εν τούτοις πήρε τη μορφή μιας «πληβειακής συγκινησιοκρατίας», κι επομένως το αντίθετο της αγέρωχης και δύστροπης νοησιαρχίας των ανωτέρων τάξεων. Ενώ η μεσαία τάξη στη Γαλλία και στην Αγγλία εξακολουθούσε να έχει πλήρη συναίσθηση της θέσης της στην κοινωνία και ποτέ δεν εγκατέλειψε τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού, η γερμανική μεσαία τάξη πέρασε κάτω από τον έλεγχο του ρομαντικού ανορθολογισμού πριν περάσει καν από το σχολείο του ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός περιορίστηκε στα πανεπιστήμια και ανάμεσα στους λόγιους και τους ακαδημαϊκούς. Δεν διείσδυσε ποτέ σθεναρά στην δημόσια ζωή, στην κοινωνική και πολιτική σκέψη των πλατειών μαζών ή στην ίδια τη μεσαία τάξη. Τουναντίον διαστρεβλώθηκε και γελοιοποιήθηκε.

Το γιατί συνέβη αυτό είναι μια μακρά ιστορία η οποία ξεκινάει από τον 16ο αιώνα, με την παρακμή των βορειο-γερμανικών εμπορικών πόλεων προς όφελος των ολλανδικών και αγγλικών κέντρων και με την συνεπαγόμενη παρακμή και αποδυνάμωση της γερμανικής αστικής τάξης. Στη Γαλλία, οι ευγενείς γαιοκτήμονες ήταν αρκετά διορατικοί ώστε ν’ αφήσουν το εμπόριο και τη βιομηχανία στα χέρια της ανερχόμενης αστικής τάξης καθώς και μερίδα του διοικητικού μηχανισμού, ενώ στην Αγγλία έως και συνασπίστηκαν μαζί της εναντίον του βασιλιά. Οι γερμανοί ευγενείς έπραξαν το ακριβώς αντίθετο, γύρισαν την πλάτη στη μεσαία τάξη η οποία παραγκωνίστηκε και εξαθλιώθηκε και συμμάχησαν με αυτούς που δεν έπρεπε, δηλαδή με τους ηγεμόνες.

Οι συνέπειες της αδυναμίας αυτής της αστικής τάξης να δρομολογήσει και να πρωτοστατήσει στις εξελίξεις σαν φορέας ενός νέου και δυναμικού πνεύματος, ήταν η επικράτηση ενός άκρατου ιδεαλισμού, αδιαφορίας για τις κοινωνικές συνθήκες, την πολιτική και πολιτιστική ζωή. Η σκέψη έγινε ενατενιστική, θεωρητική, μη πραγματική και ανορθολογική. Την έλλειψη πρακτικού νου την έκαναν αρετή και την αποκάλεσαν ιδεαλισμό, εσωτερικότητα, ενόραση, θρίαμβο πάνω στους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, ενώ την έλλειψη εξωτερικής ελευθερίας την μετουσίωσαν στο ιδανικό της εσωτερικής ελευθερίας.



ΡΩΣΙΑ: ΚΟΙΝΟΤΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Η πρώτη ουσιαστική επαφή της Ρωσίας με τη Δύση έγινε από τον Μεγάλο Πέτρο το 1696, ο οποίος σε ηλικία 24 ετών, με συνοδεία ευγενών, παπάδων, γραμματικών, μουσικών, μαγείρων και εθελοντών, ένα σύνολο δηλαδή, από διακόσια πενήντα άτομα, αποφάσισε να επισκεφτεί την Ολλανδία, Βενετία, και Αγγλία με σκοπό να πάρει μαθήματα ναυπηγικής τέχνης.


Χωρίς να έχει γνωρίσει Μεταρρύθμιση, Αντιμεταρρύθμιση και Αναγέννηση, η Ρωσία παρέμενε σε μια κατάσταση μεσαιωνικής στασιμότητας, και ιδιόρρυθμης ακυβερνησίας. Αγνοώντας πλήρως την επιστήμη και την τεχνική της εποχής, την μοντέρνα κλασική οργάνωση και την όποια ανεξιθρησκεία, το ρωσικό κράτος υστερούσε καταφανώς απέναντι στα ευρωπαϊκά κράτη του 17ου αιώνα. Η κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ρωσία εκείνη την εποχή είναι λίγο-πολύ γνωστή με τον Τσάρο στην κορυφή της πυραμίδας, με μια κληρονομική και μια άλλη χαμηλότερη αριστοκρατία, με μια συρρικνωμένη έως ανύπαρκτη αστική τάξη και με μια πελώρια μάζα χωρικών μουζίκων και δουλοπάροικων. Ό,τι το νέο και καινοτόμο προερχόταν από την πρωτοβουλία των ανώτερων τάξεων, ενώ καθετί το αυτόχθονο, το ορθόδοξο και το αμιγώς εθνικό αναδυόταν από τη λαϊκή ψυχή. Θεωρώντας ότι οι Ρώσοι έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και να ξεφύγουν από την παράδοση του μεσαιωνικού κόσμου ο νεαρός Πέτρος όταν στέφθηκε τσάρος αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα ακαριαία, επιφέροντας έτσι τη ρήξη με το μεσαιωνικό και ορθόδοξο παρελθόν. Έμεινε στο εξωτερικό για πάνω από 18 μήνες με απώτερη βλέψη να εισαγάγει στη Ρωσία τον άγνωστο δυτικό πολιτισμό. Πράγμα που το κατάφερε με το στανιό. Ανάμεσα στις υπερβολές ήταν ότι γυρνώντας επέβαλε αλλαγή ενδυμασίας και τυπικού προσαρμοσμένων στα δυτικά πρότυπα και υποχρέωσε όχι μόνο τους ευγενείς αλλά όλο τον ρωσικό λαό, των ιερωμένων και των μουζίκων μόνον εξαιρουμένων, να κόψουν ακόμα και τις γενειάδες τους, σαν υπέρτατη ένδειξη του νέου πνεύματος που επρόκειτο να επικρατήσει. Οι Μεταρρυθμίσεις του Πέτρου δεν παρέμειναν φυσικά σαυτούς τους τομείς μόνο, αν και είχαν έντονο συμβολικό χαρακτήρα αλλά πέρασαν και σε τομείς διοίκησης και οργάνωσης του κράτους, όπως και στην ίδρυση μιας νέας πόλης, σ’ ένα βαλτότοπο στη Βαλτική, την Αγία Πετρούπολη, η οποία επρόκειτο να γίνει η νέα πρωτεύουσα της αναδιαρθρωμένης αυτοκρατορίας.


Παρ’ όλα αυτά η Ρωσία παρέμεινε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία διατηρώντας τις προνεωτερικές της δομές σχεδόν αμετάβλητες. Η τεράστια μάζα των χωρικών διασπαρμένη σε μια εξ ίσου τεράστια έκταση παρέμεινε απληροφόρητη και αδιάφορη σε ό,τι νεωτερικό εξυφαινόταν στην Αγία Πετρούπολη. Τέτοιες δομές και προδιαθέσεις βαθιά ριζωμένες στη ρωσική κουλτούρα, αυτές που συγκρότησαν την περιλάλητη «ρωσική ψυχή» περιελάμβαναν 1) την προτεραιότητα του κοινοτικού πνεύματος έναντι του ατομικιστικού εγωισμού, 2) τον εξισωτισμό, 3) το δικαίωμα στην έξωθεν συντήρηση (κατάλοιπο της δουλοπαροικίας), 4) τη μοιρολατρία και τις πάσης φύσεως δεισιδαιμονίες, 5) την εξάρτηση και τη λατρεία της γης, (μητέρα), 6) τη λατρεία του αυτοκράτορα (πατέρας), 7) τον σεβασμό στην κοπιαστική χειρωνακτική εργασία, 8) τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη ροπή προς τη μεταφυσική.

Στην Ρωσία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η αστική τάξη, το ήθος και το πνεύμα της παρέμειναν ξένα προς την δεσπόζουσα ρωσική νοοτροπία και ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η τάξη αυτή όχι μόνο ποτέ δεν επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία, αλλά και που ποτέ δεν συγκροτήθηκε σε σώμα με αυτοσυνείδηση. Το βαθιά ριζωμένο κοινοτικό πνεύμα θεωρούσε σαν εξοβελιστέες τις προσπάθειες ανάληψης πρωτοβουλίας, ρίσκου και αποκοπής απ’ την κοινότητα, τη συσσώρευση χρημάτων, την επιδίωξη κερδοφορίας, όλες δηλαδή τις πρακτικές που υπογράμμιζαν και εξασφάλιζαν τη συνοχή της αστικής τάξης.

Στη Ρωσία δεν υπήρξε ποτέ αστική επανάσταση, ούτε αστική Δημοκρατία, παρά μόνον για μια σύντομη περίοδο μερικών μηνών πριν τους Μπολσεβίκους, στις αρχές του 1917, υπό τον Κερένσκυ. Έκτοτε αγνοείται η τύχη της, ακόμα και μέχρι σήμερα.

ΣΥΝΟΨΗ

Συνοψίζοντας τα κύρια σημεία της σύντομης αυτής ιστορικής διαδρομής στις δυο χώρες, θα τολμούσα να πω ότι η ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο οφείλεται στην απουσία της διαφωτιστικής παράδοσης. Με το μεν ρομαντικό πνεύμα να αναπτύσσεται και να ριζώνει στη Γερμανία, με την δε ισχυρή κοινοτιστική παράδοση να ανθίσταται και να επιβιώνει στη Ρωσία. Αμφότερες οι πολιτισμικές αυτές πρακτικές εγκαλούν περισσότερο στα συγκινησιακά παρά στα ορθολογιστικά στοιχεία και βρίσκονται σε αντίθεση με τον ορθολογιστικό υπολογισμό και την οργάνωση της αστικής τάξης εκεί όπου εδραιώθηκε και πήρε στα χέρια της τις εξελίξεις. Και στις δυο χώρες παρατηρείται απουσία μιας εύρωστης και πολυπληθούς αστικής τάξης.

Στη Γερμανία είδαμε ότι οι αστοί ποτέ δεν κατάφεραν να χειραφετηθούν από τους γαιοκτήμονες, το ίδιο και οι διανοούμενοι. Ο Γερμανικός Ρομαντισμός αναπτύχθηκε σαν καθαρή αντίδραση προς τον Διαφωτισμό και το πρωτείο του ορθού Λόγου που διακήρυσσε. Αντ’ αυτού οι Ρομαντικοί έβαζαν πιο πάνω από τη λογική τα συναισθήματα, τη φαντασία, τη διαίσθηση, τα πάθη, τα ορμέμφυτα, τον σκοτεινό εσωτερικό κόσμο, καθώς και την παράδοση ενάντια στην πρόοδο. Οι ολοκληρωτισμοί, είτε μαύροι, είτε κόκκινοι δεν είναι παρά τα κακά παιδιά, οι αναγκαστικές απολήξεις και συνέπειες ενός αχαλίνωτου ρομαντισμού. Έτσι, δεν μου φαίνεται καθόλου τυχαίο πως η απουσία των Διαφωτιστικών αξιών τόσο από τη Γερμανία όσο και τη Ρωσία άφησε ελεύθερο το πεδίο για την εδραίωση αφ΄ενός του Ναζισμού, αφ’ ετέρου του Σταλινισμού.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που απαντάται στην ψυχοσύνθεση των δυο αυτών λαών που εξετάζουμε είναι το βαθύ αίσθημα κατωτερότητας που βίωναν σε σχέση με τους άλλους λαούς, οι ηττημένοι Γερμανοί σε σχέση με τους πολιτικά, πολιτιστικά και στρατιωτικά ανώτερους Γάλλους και οι Ρώσοι σε σχέση με ολόκληρη της Δύση η οποία τους εκλάμβανε σαν τη δυτική απόληξη της Ασίας, ενώ οι ίδιοι ήθελαν να αισθάνονται σαν το ανατολικό κομμάτι της Ευρώπης.

«...Όσοι δεν είναι σε θέση να καυχηθούν για μεγάλα πολιτικά, στρατιωτικά ή πολιτισμικά επιτεύγματα ή για κάποια λαμπρή παράδοση τέχνης ή στοχασμού αναζητούν παρηγοριά και δύναμη στην ιδέα της ελεύθερης και δημιουργικής ζωής του πνεύματος εντός τους, που δεν μολύνεται από τη διαφθορά της εξουσίας ή της επιτήδευσης. Αυτό συναντάται στα έργα των γερμανών ρομαντικών και στη συνέχεια των Ρώσων σλαβόφιλων. Η εξύμνηση κάποιου λαμπρού φανταστικού η πραγματικού παρελθόντος και η αναμονή ενός ακόμη πιο ένδοξου μέλλοντος, αυτό το μεσσιανικό θέμα απηχείται έντονα τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Ρώσους». I. Berlin

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυο λαοί έχουν και άλλα τους στοιχεία κοινά. Κάθε άλλο. Συγκρίνονται μόνον όσον αφορά την τάση τους για παράδοση σε εξωλογικά στοιχεία. Αντιθέτως ο Γερμανικός λαός χαρακτηρίζεται από την ισχυρή βούληση, πράγμα που απουσιάζει από τον Ρωσικό, ο οποίος χαρακτηρίζεται μάλλον από την τάση του για υποταγή και εθελοδουλία. Τώρα γιατί μυθοποιήθηκε τόσο, (από την ισχυρή σλαβόφιλη μερίδα, π.χ. Ντοστογιέφσκι) έχει μάλλον να κάνει με τις ανάγκες αυτών που μυθοποιούν, παρά με το ίδιο το αντικείμενο που μυθοποιείται.


INFO:

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Τί προσδοκώ από την τέχνη του γραπτού λόγου;

Κατά καιρούς, δημοσιογράφοι κυρίως, ρωτούν τους συγγραφείς γιατί γράφουν. Αυτοί οι τελευταίοι, αν κατορθώσουν και βάλουν το χέρι στην καρδιά και κρατηθούν με επιδεξιότητα, μακριά από τους πειρασμούς και τους σκοπέλους της μεγαλοστομίας και της εύκολης ρητορικής, δύσκολα θα μπορέσουν να δώσουν σαφή και συγκεκριμένη απάντηση. Θα έλεγα ότι η ερώτηση είναι μάλλον αυτοαναφορική. Γράφουν, γιατί έτσι! Γιατί απλά τους αρέσει να γράφουν, γιατί αυτό θυμούνται να έκαναν πάντοτε. Γράφουν, γιατί πιθανόν αυτό να μπορούν να κάνουν καλλίτερα. Ακόμα, γιατί τους αρέσει να μπερδεύονται και να παιδεύονται με τις λέξεις, αντί με τα χρώματα, ή τις νότες, ή το τίποτα. Ίσως γράφουν, γιατί θέλουν να ξορκίσουν κάποιο δαίμονα μέσα τους. Ίσως γράφουν, γιατί θέλουν να μάθουν. Άλλά σίγουρα γράφουν, γιατί τους αρέσει να παίζουν.


Οι λέξεις είναι παιχνίδια, κάνουν θόρυβο, τόσους πολλούς και διαφορετικούς θορύβους, όσες είναι κι αυτές. Βγάζουν ήχους όπως και οι νότες, ήχους οξείς, ήχους μπάσους, ήχους κουδουνιστούς, ήχους κελαρυστούς. Άλλοτε μιμούνται ήχους της φύσης, άλλοτε αυτονομούνται και κάνουν τα δικά τους, φτιάχνουν τον δικό τους κόσμο. Άλλες είναι κακομούτσουνες και στρυφνές, αιχμηρές και κακόηχες, άλλες όμως είναι χάρμα αυτιών να τις ακούς, αέρινες, αρμονικές, στρογγυλεμένες, χαϊδεύουν τ’ αυτιά και μαζί μ’ αυτά και τη ψυχή. Ο ποιητής τις βάζει στο χαρτί, όπως κι ο μουσικός βάζει τις νότες στην παρτιτούρα.

Οι λέξεις είναι παιχνίδια, χτίζουν νοήματα. Άπειροι, λένε, είναι οι τρόποι να συνδυάσεις τα 24 γράμματα της αλφαβήτας και να φτιάξεις λέξεις. Ακόμα πιο άπειροι όμως οι τρόποι να ταιριάξεις τις λέξεις μεταξύ τους και να φτιάξεις προτάσεις. Κι όσο πάμε πιο πέρα απ’ τις προτάσεις, σε μεγαλύτερα σχήματα, τόσο το άπειρο βαθαίνει κι απειρίζεται! Τι ατέλειωτο παιχνίδι κι αυτό! Οι λέξεις, οι νότες και τα τούβλα έχουν: έμφυτη την ικανότητα δόμησης της σκέψης και του κόσμου οι πρώτες, των ήχων οι δεύτερες, των πόλεων τα τελευταία. Τούβλο στο τούβλο χτίζονται τα σπίτια, απ’ τα σπίτια οι γειτονιές, απ’ τις γειτονιές οι πόλεις, μετά οι χώρες, και τέλος ο πλανήτης όλος. Λέξη στη λέξη χτίζονται οι ιστορίες, τα νοήματα κι οι ερμηνείες. Και μετά άλλα νοήματα και άλλες, τελείως αλλιώτικες ερμηνείες, όσοι και οι τρόποι συνδυασμού των λέξεων είπαμε. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και οι κανόνες, που σαν τροχονόμοι βρίσκονται εκεί για να ξεσκαρτάρουν το νοητό από το α-νόητο νόημα. Κανόνες, που όπως και σ’ όλα τα παιχνίδια, έτσι κι εδώ τους βάζει η λογική, η εμπειρία από τη μακρόχρονη χρήση της γλώσσας και η περατότητα του κόσμου. Δεν μπορείς δηλαδή, ούτε ζητείσαι να περιγράψεις κάτι που δεν υπάρχει.

Οι συγγραφείς γράφουν, γιατί θέλουνε κάτι να πουν. Ο καθένας όμως έχει κάτι να πει. Όλοι έχουν βιώματα, εμπειρίες, προσωπικές ιστορίες, κι όλοι, είτε έτσι είτε αλλιώς, βρίσκουν τρόπο και τις αφηγούνται, στα παιδιά τους, στους συντρόφους τους, στους φίλους τους. Άλλωστε, δεν γίνεται κι αλλιώς. Όλοι έχουμε ανάγκη απ’ αυτό τ’ αλισβερίσι, να μορφοποιήσουμε δηλαδή, να δώσουμε υπόσταση, να μεταφέρουμε με σύμβολα κατανοητά αλλά και κώδικες κοινούς τα όνειρα, τα συναισθήματα, τα φαντάσματα, τις σκέψεις που άλλοτε μας θρέφουν και άλλοτε μας στοιχειώνουν. Αυτό το συνοθύλευμα των ακατάστατων, ακατανόμαστων πραγμάτων, συνειδητών και ασυνείδητων, αυτό το ποτάμι που άλλοτε φουσκώνει σαν χείμαρρος και πάει να μας πνίξει, που ψάχνει απεγνωσμένα μια πόρτα να περάσει, αυτό το ασπρισμένο νερό που στροβιλίζεται και χτυπιέται στα τυφλά, μη ξέροντας πού να πάει και πώς να ημερέψει, αυτή την άγνωστη, τυραννική δύναμη, αυτήν πασχίζει να τιθασεύσει ο άνθρωπος, ονομάζοντάς την, περιγράφοντάς την, κι έτσι κατανοώντας την.

Είναι λάθος να νομίζουμε ότι οι λέξεις μάς βοηθούν να εκφράσουμε τις σκέψεις μας. Αντίθετα, μας βοηθούν να σκεφτούμε. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει σκέψη. Η γλώσσα είναι το εργαλείο, η σμίλη, που δίνει μορφή και υπόσταση στο αδιαμόρφωτο χάος που βρίσκεται μέσα μας, σ’ αυτό που διαισθανόμαστε ότι υπάρχει, αλλά εν πολλοίς παραμένει άγνωστο και άπιαστο. Είναι ο μηχανισμός που δίνει όνομα και κατά συνέπεια αποκρυσταλλώνει σε συμπαγείς, διακριτές μορφές τον εσωτερικό μας, νοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Είναι το όχημα που μεταφέρει και κοινωνεί τις μορφές αυτές, αναγνωρίσιμες πλέον με σάρκα και οστά, στον εξωτερικό κόσμο. Η σχέση ανάμεσα στις λέξεις και τη σκέψη θα λέγαμε ότι είναι διαλεκτική. Η σκέψη δεν μορφοποιείται παρά μόνο μέσα από τη χρήση των κατάλληλων λέξεων, ενώ από την άλλη μεριά, μια αδύναμη σκέψη δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στη φτώχεια της γλώσσας που την υποστηρίζει. Κοντολογίς, ο λόγος και ο Λόγος πάνε πάντα παρέα. Η Τέχνη, και ειδικότερα η γραφή πραγματώνει τόσο την επικοινωνία με τους άλλους όσο και την κατανόηση του εαυτού και του άλλου.

Οι αριθμοί είναι και αυτοί σύμβολα. Είναι και αυτοί άπειροι, όπως και άπειρες οι μεταξύ τους σχέσεις. Διέπονται από κανόνες, δομούν την πραγματικότητα και μάλιστα διατείνονται πως την αναπαριστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια και ορθότητα. Επίσης την ερμηνεύουν και επί πλέον μπορούν και να την προεκτείνουν και στο μέλλον, συχνά με επιτυχία. Το να χειρίζεσαι και να παίζεις με τους αριθμούς είναι και αυτό μια τέχνη και όχι μόνο τεχνική. Θέλει, πέρα από γνώση ταλέντο και μεράκι. Και όμως κάτι λείπει απ’ αυτούς. Ακόμα κι αν όλοι οι άνθρωποι ήταν κάτοχοι της γλώσσας των αριθμών δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιώσουν ούτε την επικοινωνία με τους άλλους ούτε την κατανόηση του εαυτού και των άλλων. Διότι απλούστατα οι αριθμοί, με όποιον τρόπο και να τους ταιριάξεις, μπορεί να παράγουν νόημα, δεν μπορούν όμως να ανακινήσουν, ούτε να μεταφέρουν συναισθήματα. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζεται η μοναδικότητα και η δύναμη των λέξεων.

Σαν αναγνώστες, απολαμβάνουμε τη μουσικότητα και την ομορφιά τους, είτε τής κάθε μιας χώρια, είτε όταν συνεργάζονται ή συγκρούονται σε παρέα. Ευφραινόμαστε, όταν με την εύστοχη εκλογή τους και το περίτεχνο πλέξιμο των προτάσεων γινόμαστε κοινωνοί των πιο λεπτών αποχρώσεων των καταστάσεων, των σχέσεων και των νοημάτων που περιγράφουν. Όλη η προσπάθεια της Τέχνης, είτε ζωγραφική είναι αυτή, είτε μουσική, είτε γραφή, είτε χορός, είναι να δοθεί μορφή, να εκφραστεί το ανείπωτο, το αρχέγονο, η ουσία και το κέντρο των πραγμάτων. Είναι απόπειρες ανακατασκευής της πραγματικότητας με κάποιον άλλον νέο τρόπο, ώστε ο δημιουργός να πλησιάσει κάπως αυτό που και άλλοι αποπειράθηκαν να κάνουν, αλλά διαφορετικά και με άλλα μέσα, από άλλες αφετηρίες. Αλλά στο τέλος, πάντα κάτι λείπει. Όσο κι αν ακονίζεται ο λόγος, όσο κι αν οξύνεται το αισθητήριο, όσο κι αν συσσωρεύονται οι εμπειρίες και οι γνώσεις, η προσέγγιση της πραγματικότητας δεν γίνεται παρά ασυμπτωτικά. Παραμένει πάντοτε προσέγγιση. Και αυτό το λίγο κάτι, αυτό το έλλειμμα, είναι η φωτιά που συντηρεί την προσπάθεια, που κρατάει την μηχανή της δημιουργίας αναμμένη εδώ και αιώνες, από τις πρώτες μέρες που ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος στα πόδια του και απέκτησε συνείδηση του κόσμου γύρω του.

Οι συνειδητοί και μακροχρόνιοι αναγνώστες κάποια στιγμή θα μπούνε στον πειρασμό να γίνουν και οι ίδιοι δημιουργοί. Να αρχίσουν και αυτοί να πειραματίζονται με το ανακάτωμα και το παιχνίδι των λέξεων. Να φωτίσουν κάποιες γωνιές μέσα τους, κάποιες πτυχές γύρω τους. Ο πειρασμός του λόγου είναι μεγάλος. Κυρίως, διότι νομίζουμε ότι τον κατέχουμε, αφού είναι το πρώτο που μαθαίνουμε να κάνουμε αφ’ ότου γεννιόμαστε. Πολύ γρήγορα όμως αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι έτσι, ότι το χαρτί, όσο και να πασχίζουμε, αδυνατεί να γεμίσει και ότι οι λέξεις που καταγράφουμε, πόρρω απέχουν απ’ αυτό που θα θέλαμε να εκφράζουν. Και από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η μάχη, αλλά και η δημιουργία.

Εν κατακλείδι, για να δώσω επιτέλους μιαν άμεση απάντηση στο ερώτημα που ορθά-κοφτά θέτει ο τίτλος, και για να μην το διακινδυνεύσω να βρεθώ εκτός θέματος, (μιας και οι έμμεσες απαντήσεις και όσα εξυπονοούνται στις προηγούμενες παραγράφους μπορούν εύκολα να παραβλεφθούν σαν φλυαρίες, ή ακόμα και να εκληφθούν σαν υπεκφυγές ενός αδύναμου Εγώ), θα ήθελα εντίμως (!) και με παρρησία να αναφέρω ότι, αυτά που προσδοκώ από την καλλιέργεια του γραπτού κυρίως λόγου είναι 1) η ανάπτυξη της ικανότητας του σκέπτεσθαι, 2) η διερεύνηση/κατανόηση του κόσμου, του εαυτού και των άλλων και 3) το παιχνίδι. Φυσικά, όλα τα προηγούμενα μπορούν να επιτευχθούν όχι μόνο διαμέσου του γραπτού λόγου, αλλά και διαμέσου μιας οποιαδήποτε άλλης τέχνης ή επιστήμης. Αλλά, το γιατί διαλέγουμε να εκφραστούμε/διερευνήσουμε/κατανοήσουμε με αυτόν ή τον άλλον τρόπον έχει, εν πολλοίς, να κάνει με έξεις, συνάφειες, εκλεκτικές συγγένειες, κοινωνικές παραστάσεις, κοινωνικές καταβολές και επιρροές, αλλά πιθανόν και με το DNA, έτσι, για να μπάσουμε και τη βιολογία μέσα στους ρυθμιστικούς παράγοντες, όπως οι καιροί το απαιτούν.

Και για να μη ξεχνάμε τον Bourdieu, η κατοχή γλωσσικού κεφαλαίου προσδίδει status και εξουσία σ’ αυτόν που το διαθέτει. Η εξουσία δε, που είτε de facto ασκεί συμβολικά, ή που θα μπορούσε, ουσιαστικά, να ασκήσει διαμέσου της χειραγώγησης και επηρεασμού των άλλων, πάντα θα αποτελεί πειρασμό και μια ελκυστική δυνατότητα επιλογής!

Η Σημειολογία του Πάχους

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν και συγκεκριμένα στη περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, ας πούμε στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα και λίγο αργότερα, θα δούμε ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη αντιστοιχία ανάμεσα στις κοινωνικές διαστρωματώσεις και τις σωματικές αναπαραστάσεις των μελών τους. Έτσι το πρωτοεμφανιζόμενο εργατικό προλεταριάτο προσλαμβάνεται σαν υπερβολικά καχεκτικό, ενώ οι ανώτερες τάξεις σαν υπερβολικά ευτραφείς. Οι αντιστοιχίσεις αυτές δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα, μιας και η τροφή, η οποία δεν ήταν ποτέ ικανοποιητική σε ποσότητα τα προηγούμενα χρόνια ακόμα και για τους ευγενείς, συνέχισε να αποτελεί αγαθό σε σπάνη για τους φτωχούς της περιόδου εκείνης, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε πλέον στα ανώτερα αστικά στρώματα. Κατά συνέπεια το πάχος αποτελούσε όντως σύμβολο κοινωνικού status.

Τα πράγματα άλλαξαν κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα, όταν για πρώτη φορά η ανθρωπότητα βάδιζε πλέον στην εποχή της μετα-σπάνης. Η ραγδαία ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στις χώρες της Δύσης μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο εξασφάλισε πλεόνασμα τροφής για όλο το δυτικό κόσμο. Έτσι η χωρίς φειδώ κατανάλωση τροφής έπαψε να αποτελεί σημαντικό κοινωνικό διακριτικό στοιχείο, αφού όλοι πια είχαν πρόσβαση σ’αυτή, η δε παχυσαρκία προσέλαβε πολύ αρνητικά χαρακτηριστικά.

Τα πράγματα ακολούθησαν εφ’ εξής μια τέτοια δυναμική, ώστε σήμερα οι αντιστοιχήσεις ανάμεσα στην θέση που κατέχει κάποιος στην κοινωνική κλίμακα και στο σωματικό βάρος του να έχουν πλήρως αναστραφεί. Ενώ τα παλαιά στερεότυπα συνεχίζουν λόγω αδράνειας λίγο πολύ να υφίστανται, η πραγματικότητα είναι τέτοια ώστε συνεχώς τα διαψεύδει. Εξετάζοντας τις ποικίλες εικόνες ανθρώπων του βιομηχανικού κόσμου, με τις οποίες καθημερινά μας κατακλύζει ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος, διαπιστώνουμε ότι η παχυσαρκία και η σωματική πλαδαρότητα δεν προσδιορίζουν πλέον τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, αλλά μάλλον το αντίθετο. Οι εύπορες τάξεις, όσο περισσότερο εύπορες γίνονται τόσο περισσότερο στρέφονται σε λιτότερη διατροφή. Τό πρώτο μέλημα κάποιου που ανέρχεται στην κοινωνική ιεραρχία είναι να στραφεί προς το σώμα του, να αδυνατίσει, να γυμναστεί, και ν’ αρχίσει τον ανηλεή αγώνα ενάντια στις θερμίδες, τα λιπαρά και τα σάκχαρα. Μ’ αυτό το τρόπο θεωρεί ότι ενσωματώνεται καλλίτερα στη νέα του τάξη.

Πώς έγινε λοιπόν και άλλαξαν τα πρότυπα της ομορφιάς, διότι περί αυτού πρόκειται τελικά, από το ευτραφές, πλαδαρό γυναικείο σώμα της Αναγέννησης με τις πολλές καμπύλες και τις απανωτές διπλώσεις, στο ακραία μονοδιάστατο σώμα της Τουίγκι?

Οι προνομιούχες τάξεις ανέκαθεν καθόριζαν τα κοινωνικά πρότυπα τα οποία διαχέονταν προς τις υποδεέστερες τάξεις που έτειναν να τα οικειοποιηθούν, και κατά συνέπεια αυτές οι ίδιες καθόριζαν και το πρότυπο της ομορφιάς. Επειδή ένα αδύνατο σώμα προϊδέαζε για μεγαλύτερη επιρρέπεια σε ασθένειες, για την αιτιολογία των οποίων δεν γνώριζαν τότε και πολλά, τούτο το πρότυπο δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθεί. Επί πλέον, επειδή μόνον οι εύπορες τάξεις είχαν τη δυνατότητα να εκτρέφουν και να συντηρούν ένα μεγάλο σώμα, δεν ήταν δύσκολο να το επιβάλλουν σαν δικό τους διακριτικό στοιχείο και, στη συνέχεια, ως πρότυπο ομορφιάς και σε όλα τα κατώτερα στρώματα.

Στη σημερινή εποχή, η κυρίαρχη κουλτούρα, εφ’ όσον εξέλιπε η διάκριση λόγω τροφής, διακατέχεται, αντιθέτως από το πρότυπο ενός νεανικού, καλογυμνασμένου και καλοσχηματισμένου σώματος, οι δε εξωτερικές συγκυρίες οι οποίες συνέβαλλαν στην επικράτηση του προτύπου αυτού μπορούν να συνοψιστούν σχηματικά στα παρακάτω κύρια σημεία:

Πρώτον, στο ξεπέρασμα του κατοχικού συνδρόμου. Οι κοινωνίες δεν έχουν πλέον ανάγκη, όπως είδαμε, να φετιχοποιούν τη τροφή, και οι άνθρωποι δεν χρειάζονται ενστικτωδώς να τη συσσωρεύουν εν είδη λίπους, όπως πολλά θηλαστικά, για να τη χρησιμοποιήσουν όταν οι σοδιές τύχει να καταστραφούν από τον κακό καιρό, την επέλαση του Αννίβα ή τη μήνι του Θεού.

Δεύτερον, στην επικράτηση και εμπέδωση της εξατομίκευσης, γεγονός που ευνοεί τη στροφή και την ενασχόληση περισσότερο με τον εαυτό και λιγότερο με τον άλλον ή τους άλλους. Μέσα στα ίδια πλαίσια, η ενασχόληση με το σώμα συνοδεύεται επίσης από την ενασχόληση με την ψυχή, με το πνεύμα (σπανιότερα), έως και με τον ομφαλό (συχνότερα).

Τρίτον, στην ανάδυση και εδραίωση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού, με την μετατόπιση που έχει κάνει από την βιομηχανική παραγωγή στις υπηρεσίες και την έμφαση που έχει δώσει στην κατανάλωση. Μέσα στα πλαίσια αυτά, το σώμα και η ενασχόληση με αυτό έχουν εμπορευματοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να συντηρούν μια τεράστια βιομηχανία υπηρεσιών με ασύλληπτα κέρδη. Το σώμα έχει κατατμηθεί σε δεκάδες επί μέρους σημεία, κάθε ένα από τα οποία εξυπηρετείται και από μια ανάλογη εξειδικευμένη υπηρεσία.

Ο δε συνεχιζόμενος εντοπισμός της παχυσαρκίας, ενδεικτικά, στα κατώτερα στρώματα, μπορεί να αναζητηθεί στον παραδοσιακότερο τρόπο της κοινωνικής τους οργάνωσης, κυρίως για οικονομικούς λόγους, αλλά και στην μικρότερη διεισδυτικότητα που έχει η σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού, μαζί με τις πρακτικές και την κουλτούρα που τον συνοδεύει, στους κόλπους τους.