Η συζήτηση για την Παιδεία και δη την τριτοβάθμια στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως εθνικού ή μη διαλόγου, συντηρείται καιρό τώρα μέσα από συνεχή αρθρογραφία στον τύπο, με μόνιμη επωδό την έκκληση για την ανάληψη ευθύνης από όλους τους ενδιαφερομένους, δηλαδή, από όλους μας. Και εδώ φαίνεται να τελειώνουν όλα, με την ρημάδα την ευθύνη να συνεχίζει να υπερίπταται, χωρίς να καταφέρνει να προσγειωθεί και να υλοποιηθεί από συγκεκριμένες πράξεις.
Η αιτία της δυστοκίας αυτής, φαντάζομαι ότι είναι η αδυναμία εξεύρεσης ενός κοινού τόπου συνεννόησης μεταξύ δυο χοντρικά αντιτιθέμενων αντιλήψεων, εκ των οποίων η μια πρεσβεύει έναν τύπο εκσυγχρονισμού, ετεροκαθοριζόμενου από τις εκάστοτε απαιτήσεις της αγοράς, βάσει κριτηρίων οικονομικής κυρίως αποτελεσματικότητας, κατά τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, ενώ η άλλη προτάσσει το όραμα μιας αυτόνομης και περισσότερο ουμανιστικής παιδείας που θα εκπαιδεύει εκτός των άλλων και δημοκρατικούς και ελεύθερους πολίτες με γνώση αλλά και κρίση.
Ενώ το πρότυπο του πανεπιστημίου που έχει στο μυαλό της η πρώτη πλευρά είναι υπαρκτό και εύκολο να πραγματοποιηθεί δια της απλής αντιγραφής από άλλες χώρες, το είδος του πανεπιστημίου που πρεσβεύει η δεύτερη, χρειάζεται αρκετή δόση αφαίρεσης, αλλά και πειραματισμό, ώστε να πάρει σάρκα και οστά, χωρίς οι αρχικές καλές προθέσεις να μετουσιωθούν σε δύσμορφα και προβληματικά σχήματα. Επί του δεύτερου αυτού θέματος, δεν έχω αυτή τη στιγμή κάτι πρακτικό να προτείνω, αλλά θα σταθώ λιγάκι σε κάποιες στρεβλώσεις που έχουν παρατηρηθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της Βρετανίας ύστερα από την, για μερικές ήδη, δεκαετίες, εφαρμογή του εκσυγχρονιστικού προτύπου.
Για τον σκοπό αυτό θα στηριχτώ σε μια σειρά άρθρων του Frank Furedi, καθ. Κοινωνιολογίας στο Παν. του Kent, και έμπειρου πανεπιστημιακού δασκάλου με συνεχή παρέμβαση στα δημόσια πράγματα της Αγγλίας, αλλά και σε άλλα δημοσιεύματα του αγγλικού τύπου.
Συγκεκριμένα, θα αναφερθώ στις συνέπειες και τα αποτελέσματα του «ανταγωνισμού» μεταξύ των πανεπιστημίων 1) στην ποιότητα της εκπαίδευσης και 2) τη νοοτροπία των φοιτητών.
Η είσοδος του ανταγωνισμού για την προσέλκυση φοιτητών και τη συνεπακόλουθη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, είχε σαν βασική συνέπεια τη μετατροπή τους, για να χρησιμοποιήσουμε όρους «αγοράς», από πωλητές σε αγοραστές, γεγονός που άλλαξε δραματικά τη συμπεριφορά και τη σχέση μεταξύ φοιτητών και πανεπιστημίου υποσκάπτοντας την ακεραιότητα και τον ηγετικό ρόλο του δεύτερου.
Αν βάλουμε το πανεπιστήμιο στη θέση του «πωλητή», τότε οι φοιτητές είναι εκείνοι οι οποίοι πρέπει να εργαστούν σκληρά για ν’ αποδείξουν ότι αξίζουν κι ότι το πανεπιστήμιο οφείλει να τους πάρει στα σοβαρά.
Σ’ ένα πανεπιστήμιο που κατέχει τη θέση του «αγοραστή», οι σχέσεις πλέον αντιστρέφονται. Τώρα, είναι η σειρά του πανεπιστημίου ν’ αποδείξει ότι έχει εκείνες τις ιδιότητες που θα το κάνουν ελκυστικό στον πελάτη, δηλαδή, στον επίδοξο φοιτητή, με αποτέλεσμα, εκτός από μερικά πανεπιστήμια ελίτ, να βρίσκεται κάτω υπό συνεχή πίεση της αποδοχής, αντίθετα με ότι συμβαίνει με τους φοιτητές.
Όπως έχει αποδειχθεί και στο χώρο της αγοράς, η προώθηση των προϊόντων δεν γίνεται με βάση την ποιότητά τους και μόνον, αν και αυτό σαν στρατηγική πώλησης όλο και φθίνει, αλλά με βάση άλλες ιδιότητες που συνδέονται με το lifestyle ας πούμε, και οι οποίες είναι διαφορετικές από αυτές για τις οποίες το συγκεκριμένο προϊόν έχει σχεδιαστεί. Την ίδια τάση βλέπει κανείς σήμερα και στο επίπεδο όπου διεξάγεται ο ανταγωνισμός των πανεπιστημίων, κύρια μέριμνα των οποίων είναι η εξασφάλιση «φιλικής ατμόσφαιρας», οι καλές εγκαταστάσεις διαμονής, ως προϋποθέσεις μιας αξέχαστης φοιτητικής ζωής, η δημιουργία εξωτικών τμημάτων, ακόμα και οι προσφορές στα δίδακτρα!
Αλλά οι παρεκκλίσεις δεν σταματούν εδώ. Οι απατήσεις των πελατών έχουν άμεση επίπτωση και στο ακαδημαϊκό κομμάτι, διαστρεβλώνοντάς το. Αν η μέριμνα των περισσοτέρων πανεπιστημίων είναι να προσελκύσουν φοιτητές-«αιμοδότες», τότε αυτό δεν θα συμβεί αν το πανεπιστήμιο και οι καθηγητές δεν είναι γενικώς «καλοί» μαζί τους. Η καλοσύνη αυτή έχει μεταφραστεί με τους εξής τρόπους,
1) σε πληθωρισμό των καλών βαθμών,
2) σε κολακεία των φοιτητών,
3) σε παραποίηση βαθμολογιών στις εξετάσεις και όχι μόνο σε πανεπιστήμια που καταλαμβάνουν μονίμως τις τελευταίες θέσεις των περιώνυμων League Tables, και
4) σε αύξηση φαινομένων λογοκλοπής στις φοιτητικές εργασίες.
Αν, όπως λέγει ο Furedi, αυτό που μετράει πλέον είναι το brand name, οι αποκαλύψεις για απάτες, όσες φυσικά θα δίνονται στη δημοσιότητα, θα συνεχίζονται. Στην πραγματικότητα, όμως, η διοίκηση δεν είναι και πολύ πρόθυμη να βγάζει τ΄ άπλυτα των ιδρυμάτων τους στη φόρα, για να μην αποθαρρυνθεί η πελατεία. Είτε τα αγνοεί, είτε υποτιμά την έκταση και τη σημασία τους.
Σύμφωνα λοιπόν με μια έρευνα του Times Higher Education Supplement ανάμεσα σε 1022 φοιτητές σε 119 ιδρύματα, βρέθηκε ότι η απάτη είναι ένα αρκετά διαδεδομένο σπορ. Συγκεκριμένα 1 στους 6 φοιτητές παραδέχτηκε ότι αντέγραψε από εργασία φίλου του, ενώ το ίδιο παραδέχονται και οι καθηγητές τους ότι ισχύει, σε ποσοστό γύρω στο 20% με 22%.
Το πιο θλιβερό γεγονός όμως είναι ότι αντί να ληφθούν αυστηρά μέτρα, τόσο η λογοκλοπή όσο και η αντιγραφή αντιμετωπίζονται σαν μια παθολογική κατάσταση, σαν μια ψυχολογική δήθεν διαταραχή του φοιτητή ο οποίος αντί να τιμωρηθεί στέλνεται για ...θεραπεία, για ν’ αποκτήσει τα κατάλληλα «skills» ώστε ν’ αποφεύγονται τέτοιου είδους πρακτικές στο μέλλον. Ενδεικτικά, ανάμεσα στο 2004-2005 ο αριθμός των μαθητών που πιάστηκαν να εξαπατούν στα Α-levels αυξήθηκε κατά 27%, δηλαδή στους 4.500 περίπου χιλιάδες.
Σχετικά με το πρόβλημα της λογοκλοπής, ο Observer σε άρθρο του, το αναφέρει σαν απότοκο της πτώσης των ακαδημαϊκών standards, εξ αιτίας της εμπορευματοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Καθώς ο σκοπός των πανεπιστημίων γίνεται ολοένα και πιο νεφελώδης, απομακρυνόμενος από τα εκπαιδευτικά ιδανικά, τόσο η ίδια η ακαδημαϊκή ακεραιότητα θα τείνει να συμβιβάζεται με ανήθικες πρακτικές. Στην εποχή που οι δάσκαλοι ενθαρρύνονται να αντιμετωπίζουν τους μαθητές τους σαν πελάτες, η ακαδημαϊκή ζωή χάνει κάθε νόημα, καθώς αδυνατεί να καλλιεργήσει την αίσθηση του ιδεαλισμού που είναι απαραίτητος για την αναζήτηση της γνώσης.