Την πρώτη-πρώτη θέση στην ιεραρχία νευρικών κλονισμών καταλαμβάνει το τσαμπουκαλίδικο κλείσιμο από τον ιδιοκτήτη του παρακείμενου σπιτιού, της άκρης του δρόμου, με καρεκλοπόδαρα, πιθάρια, γλάστρες, τενεκέδες, κώνους, αλυσίδες και αυτοσχέδια παλούκια, με τσιμεντοκολώνες, μοτοσικλέτες παρκαρισμένες παράλληλα με το πεζοδρόμιο και όχι κάθετα, με σκοπό την εξασφάλιση μόνιμης, πάντα διαθέσιμης και φυσικά δωρεάν θέσης parking. Δύσκολα θα βρεις δευτερεύοντα δρόμο, που να μην υφίσταται την θρασύτατη αυτή υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας.
Και άντε, σε στιγμές μεγαλοθυμίας να του συγχωρήσεις την σακατεμένη καρέκλα. Αλλά, πόσο θράσος και πόσο πολύ διεστραμμένος θα πρέπει να είναι αυτός, για να επιχειρήσει τέτοιες περίτεχνες και μόνιμες κατασκευές, όπως τσιμεντοκολώνες για παράδειγμα, για να περιφράξει κάτι που δεν τού ανήκει; Εδώ θα μου πείτε ολόκληρα οικόπεδα φράζουν, δυο μέτρα δρόμος θα τους σταματήσει;
Εκεί που ποντάρουν είναι, ότι αυτός που θα θελήσει να παρκάρει στο συγκεκριμένο, παραβιασμένο χώρο, γνωρίζει ήδη ότι έχει πολλές πιθανότητες να υποστεί αντίποινα, όπως ξεφούσκωμα της ρόδας, γρατζούνισμα στα πλαϊνά, ξήλωμα του καθρέφτη, σπάσιμο του υαλοκαθαριστήρα και άλλα πολλά, όπως επίσης και μηδενική πιθανότητα να βρει τον δράστη.
Την βλέπω, κι ας είναι μισοσκότεινα, που κόβει βόλτες κοντά στα κάγκελα τής αυλής, κάνοντας τάχατες πως ποτίζει ένα βρωμόχορτο. Κάνω την αδιάφορη και πλησιάζω στο αυτοκίνητό μου, παρκαρισμένο κανονικά στο κράσπεδο, σ’ έναν ερημόδρομο.
Να μην το ξαναπαρκάρετε εδώ, μου λέει η φωνή με το λάστιχο. Καλά, της απαντάω, ήρεμα χωρίς να στρέφω το βλέμμα, δεν θα το ξανακάνω.
Πού να τα βάζεις τώρα με κυρά που έχει ριγμένο πλεχτό ροζ σάλι στους ώμους, το οποίο κυματίζει κι από πάνω σαν μπολερό. Φυσικά, ούτε την είσοδο κλείνω, ούτε το παράθυρο, ούτε προπαντός την αγία γκαραζόπορτα. Άσε, που δεν υπάρχει καν.
Γιατί, όμως; την ξαναρωτάω, όλο περιέργεια, μην και χάσω την ευκαιρία να εξερευνήσω μια ακόμα πτυχή του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Ξέρετε, είναι στενός ο δρόμος, και μπορεί κάποιος που θα περάσει να σας χτυπήσει.
Ααα!, κάνω, γεμάτη ευγνωμοσύνη. Σας ευχαριστώ. Μα είπα, ότι δεν θα το ξανακάνω.
Η κυρία παρ’ όλα αυτά, δεν το ράβει, το λάστιχο είναι εκεί στον ίδιο λάκκο, τώρα πια θα έχει πνίξει και τα διπλανά τσουκνιδόχορτα. Φαίνεται ότι η όρεξή της τραβάει κάτι παραπάνω από δυο κουβέντες.
Ξέρετε, συνεχίζει, δεν επιτρέπεται να παρκάρετε έξω από σπίτια. Εδώ, δεν το βλέπετε; Είναι σπίτι. Σπίτι!
Ναι της λέω, το βλέπω. Δεν θα ξαναπαρκάρω. Αρχίζω, να ψιλοχάνω την ψυχραιμία μου, αλλά δεν θα νευριάσω, δεν θα τής κάνω το χατίρι της σκρόφας.
Και γιατί απαγορεύεται; Ρωτάω όλο περιέργεια, δείχνοντας ακόμα διάθεση συμμόρφωσης.
Μα, ο άνδρας μου πήγε ωωως εκεί κάτω για να παρκάρει, της ξεφεύγει και μου σκάει το μυστικό, δείχνοντας ίσαμε δέκα μέτρα παρακεί.
Ααααα!, την αρπάζω στον αέρα. Να φύγω εγώ, για να έρθει ο άντρας σου εδώ! Ε! Αυτός δεν κινδυνεύει να τον χτυπήσουν; Γκιόσα, έ, Γκιόσα!
Το παραπάνω, είναι ένα από τα περιστατικά που μου συμβαίνουν συχνά πυκνά. Σ’ ένα από αυτά δοκίμασα να βγάλω το πρώτο μου εξάσφαιρο, αλλά αστόχησα . Ευκαιρίες μου δόθηκαν πολλές, αλλά αργότερα.
Τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία νευρικών κλονισμών καταλαμβάνει η συνάντηση με αυτοκίνητο το οποίο κινείται αντίθετα από την επιτρεπόμενη φορά. Μού τη δίνει η αναρχία που επικρατεί στους δευτερεύοντες δρόμους στις γειτονιές των νοικοκυραίων και η εγκληματική αδιαφορία γι αυτόν που έρχεται αμέριμνος από απέναντι. Εδώ κανείς δεν υπακούει σε τίποτα. Και μόνιμη πληγή οι ντελιβεράδες. Ας έβλεπα έστω και έναν να πηγαίνει ορθά!
Μα πιο πολύ μου τη δίνει ο οδηγός ο οποίος ενώ έρχεται ανάποδα, και καραπαρανομεί, αντί να κάνει πίσω, ή τέλος πάντων να βρει μια γωνιά και να λουφάξει, συνεχίζει να στέκεται μουλαρωμένος στη μέση του δρόμου και να ζητά με τον τρόπο του από τον οδηγό που πηγαίνει σωστά να οπισθοχωρήσει. Την πρώτη μου φυλακή, 5 χρόνια αρχικά, την έφαγα επειδή καθάρισα έναν τέτοιον εγκληματία. Λίγα ήταν, γιατί όλοι στο δικαστήριο μού είπαν ότι είχα δίκαιο, αλλά για τα μάτια του κόσμου έπρεπε κάπως να με δικάσουν.
Μικρότερης έντασης ταραχή παθαίνω όταν συναντώ αυτοκίνητο που έρχεται επίσης από απέναντι, κανονικά αυτή τη φορά, αλλά λόγω στενότητας του δρόμου δεν οπισθοχωρεί, αν και είχε τη δυνατότητα να ελέγξει το δρόμο από πριν και να περιμένει. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βγάζω το εξάσφαιρο, αλλά σβήνω τη μηχανή, βγάζω το βιβλίο μου και περιμένω ήσυχα-ήσυχα όσο χρειαστεί, μέχρι να το πάρει απόφαση ο απέναντι και να ξεκουμπιστεί.
Την τρίτη θέση στην ιεραρχία νευρικών κλονισμών κατέχει η κατάληψη θέσης parking από αλητάμπουρα, την οποία θέση έχεις ήδη κιαλάρει προ πολλού, έχεις ανάψει τα alarm, έχεις βάλει και την όπισθεν, είσαι δηλαδή σε φουλ εξάρτηση για να κάνεις εφόρμηση και, την στιγμή που πάει η ευτυχία σου να ολοκληρωθεί, έρχεται από πίσω και σου την παίρνει. Τα επόμενα 4 χρόνια φυλακή, τα έφαγα επειδή ξάπλωσα έναν τέτοιο τύπο. Δεν έχω παράπονο, κι αυτά τα χρόνια λίγα ήταν. Θα μπορούσαν να ήταν και λιγότερα, γιατί την ώρα της απολογίας μου ολόκληρο το δικαστήριο είχε σηκωθεί όρθιο και χειροκροτούσε.
Την τέταρτη θέση, στην ως άνω ιεραρχία, κατέχει η ημι-κατάληψη δικής μου θέσης parking, στο δικό μου σπίτι. Ημι-κατάληψη σημαίνει να παρκάρει κάποιος όχι ακριβώς στη δική σου θέση, αλλά δίπλα, όμως τόσο κοντά που στην πραγματικότητα ο ελεύθερος χώρος που σου αφήνει να μην αντιστοιχεί παρά σε μια μηχανή, άντε και με τις μπαγκαζιέρες της επάνω. Καί σου πιάνει το χώρο καί δεν στον πιάνει! Σκέφτηκα, ότι για τέτοια περιστατικά, ιεραρχημένα σαν τέταρτα, δεν αξίζει να γίνει κανείς φονιάς.
Λοιπόν, αγαπητοί μου, θα σταματήσω κάπου εδώ. Νομίζω ότι έγινα κατανοητή. Δεν είναι η κίνηση, το μποτιλιάρισμα, τα κορναρίσματα, το κλείσιμο στο δρόμο, που μου τη δίνουν, όσο η κουτοπονηριά αδέρφια μου, η κουτοπονηριά και η αλητεία!