Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Η Καινούργια Αγορά των Διαλέξεων


Όταν πριν από κάμποσα χρόνια, λιγότερο πάντως από δέκα, μού ζητήθηκε να καταβάλω τον οβολόν μου για να παρακολουθήσω κάποια διάλεξη που προοριζόταν για το ευρύ κοινό, κυριολεκτικά τα έχασα. Ήταν η πρώτη φορά, που μια συνήθεια, που κατά παράδοση ακολουθούσαν παροπλισμένοι Πρόεδροι της Αμερικής, να βγαίνουν δηλαδή στη γύρα και να δίνουν διαλέξεις επί πολιτικών κυρίως θεμάτων έναντι αδράς αμοιβής, περνούσε και το κατώφλι της χώρας μας, όχι φυσικά από παροπλισμένους Πρωθυπουργούς, αλλά αυτή τη φορά από ενεργούς καθηγητές πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της δικής μας χώρας.

Με τα χρόνια το φαινόμενο πολλαπλασιάστηκε, ώστε σήμερα να αποτελεί λίγο πολύ και τη νόρμα, μόνο που οι ομιλίες δεν παρέχονται πλέον σαν μεμονωμένα προϊόντα, αλλά με το να μετονομάζονται σε σεμινάρια, προσφέρονται σε συσκευασία τριών, πέντε ή και δέκα ομιλιών, πράγμα που όπως φαίνεται ελαχιστοποιεί τα συνειδησιακά προβλήματα που προκύπτουν από την απαίτηση εισιτήριου εισόδου σε κάτι που θα όφειλε να παρέχεται δωρεάν.

Έτσι, είδαμε πριν λίγα χρόνια την κα Αρβελέρ να μάς χρεώνει για την παρακολούθηση ομιλίας της σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, με το ευτελές ποσό των 30 ευρώ, ενώ κάτι λιγότερο θα πρέπει να ήταν το αντίτιμο για την παρακολούθηση ομιλίας της συγγραφέως Ναντίν Γκόρτιμερ στο Μέγαρο. Μια ματιά να ρίξει κανείς στους πολυάριθμους κύκλους ομιλιών που οργανώνονται από το φθινόπωρο και μετά, κάθε χρόνο στην Αθήνα, θα διαπιστώσει ότι σε αυτά συμμετέχουν αρκετοί εν ενεργεία καθηγητές των πανεπιστημίων μας. Ρωτώντας κάποιους από αυτούς διαπίστωσα ότι δεν είχαν ιδέα ότι οι ακροατές τους είχαν ανοίξει πριν μπουν στην αίθουσα το πορτοφόλι τους, αν και πιστεύω ότι οι περισσότεροι το γνωρίζουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μοιράζονται στο τέλος και τη λεία, που, απ’ ότι υπολογίζω, θα πρέπει να παραείναι πλούσια.

Έχει μουδιάσει το χέρι μου να γράφω και να ξαναγράφω για το δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου και τον πρωτεύοντα ρόλο που θα πρέπει να παίζει στην κοινωνία, εκπαιδεύοντας όχι μόνο φοιτητές, αλλά και τον απλό κόσμο. Πράγματι, έτσι το είχα ζήσει το πανεπιστήμιο και τους καθηγητές τους, αν όχι πάντα πρόθυμους, τουλάχιστον ανιδιοτελείς στο να προσφέρουν το χρόνο και τη γνώση τους. Και σήμερα ακόμα, αυτό το είδος είναι και το πολυπληθέστερο. Γνωρίζω ακούραστους καθηγητές του Πολυτεχνείου, που εντελώς αφιλοκερδώς οργώνουν τα σχολεία, και όχι μόνο, της χώρας, προσφέροντας τις γνώσεις τους σε όσους το ζητήσουν. Αλλά δυστυχώς ο ιός της αγοράς και του κέρδους έχει εμφιλοχωρήσει και σε αυτόν, τον ιδιαίτερα ευαίσθητο, τομέα, ελαστικοποιώντας συνειδήσεις και μπερδεύοντας τους ρόλους.

Αυτές τις μέρες διαβάζω το πολύ καλό βιβλίο του άγγλου ιστορικού W. Guthrie, για τους Σοφιστές, από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας και το αναφέρω εδώ, επειδή εξεπλάγην από τις ομοιότητες που εντόπισα ανάμεσα στο πώς αντιλαμβανόταν η κατηγορία των φιλοσόφων αυτών την Εκπαίδευση και στο πώς την αντιλαμβάνονται σήμερα.

Εμφανίστηκαν την ίδια πάνω κάτω περίοδο με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και σκανδάλισαν τους Αθηναίους με την πρωτόγνωρη φιλοσοφία τους. Στον απόλυτο ιδεαλισμό του Πλάτωνα αντιτάσσουν τον εμπειρισμό και τον σχετικισμό της αλήθειας και της ηθικής. Στην πλήρη ανιδιοτέλεια του Σωκράτη αντιτάσσουν τον χρηματισμό και το εμπόριο της γνώσης. Οι Σοφιστές είναι οι πρώτοι οι οποίοι θεσπίζουν δίδακτρα για να διδάξουν στους νέους την αρετή, την τέχνη της ρητορικής και την τέχνη τού να γίνουν πολίτες, με σκοπό να αυξήσουν την πιθανότητα επιτυχίας τους στη διεκδίκηση πολιτικών αξιωμάτων. Και δεν χρεώνουν μόνο για τη διδασκαλία, αλλά και για τις δημόσιες διαλέξεις τους (επιδείξεις όπως τις έλεγαν) με ποσά που κυμαίνονταν από μισή, δύο και τέσσερις δραχμές.

Ο Σωκράτης φέρεται να παραπονείται, ειρωνικά βεβαίως, ότι οι γνώσεις του για τη σωστή χρήση της γλώσσας δεν είναι αρκετές, γιατί μπόρεσε να παρακολουθήσει μόνο τη διάλεξη της μιας δραχμής του Πρόδικου, καθ’ όσον δεν μπορούσε να διαθέσει τα χρήματα για την επίδειξη των πενήντα δραχμών.

Πραγματικά, όλο αυτό το γιουρούσι θα πρέπει να τού είχε πέσει πολύ βαρύ του Σωκράτη, ο οποίος επιπλέον όριζε ως Σοφιστή, οποιονδήποτε πουλούσε αντί χρημάτων τις γνώσεις του. Συμμερίζομαι απόλυτα τη διάθεση του Σωκράτη απέναντι στους Σοφιστές, και υποθέτω ότι κι εκείνος θα συμμεριζόταν τη δική μου απέναντι στην προαναφερθείσα συμπεριφορά των εκπαιδευτικών.

Η φιλοσοφία των Σοφιστών βρήκα να έχει και πολλά άλλα κοινά σημεία με το πνεύμα της σημερινής εποχής. Ίσως τα καταγράψω σε μια προσεχή ανάρτηση.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

"Περί Φωτίσεως" (των Ψηφοφόρων)


Ο Ζοζέ Σαραμάγκου είναι συγγραφέας από την Πορτογαλία. Κατά τη γνώμη μου, από τους πιο σημαντικούς, σε παγκόσμια κλίμακα. Γόνιμος ακόμα και μέχρι τώρα, αν και έχει προ πολλού ξεπεράσει τα ογδόντα, γράφει ακατάπαυστα, απομονωμένος από το 1991 στο Λανθαρότε, στα Κανάρια νησιά, αηδιασμένος από την απαγόρευση του βιβλίου του «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» στη χώρα του. Παρ’ ότι καταπιάστηκε με τη συγγραφή σε μεγάλη ηλικία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρωτύτερα το μολύβι και η γραφή τού ήταν άγνωστα, βραβεύτηκε το 1998 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.


Ο Σαραμάγκου, εκτός από ποίηση, δοκίμια, κριτική, θεατρικά έργα και διηγήματα, έχει γράψει και πάνω από 15 μυθιστορήματα, πολλά απ’ αυτά μεταφρασμένα και στα ελληνικά, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια εντελώς πρωτότυπη μυθοπλασία, με τα φανταστικά στοιχεία να είναι οργανικά συνδεδεμένα με τα πραγματικά, έτσι ώστε να διατηρείται στον αναγνώστη η αίσθηση του ρεαλισμού, παρ’ όλα τα άλογα, αλλόκοτα και υπερβατικά στοιχεία που χρησιμοποιεί για να προωθήσει τον μύθο. Κεντρικό μοτίβο της θεματολογίας του είναι η ολοένα πιο απρόσωπη και δυσχερής κοινωνική πραγματικότητα, η συντριβή του ανθρώπου από τις δυνάμεις της αγοράς, της μοναξιάς και του κράτους.


Χαρακτηριστικά, στο «Περί Τυφλότητος», (1995), περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την σταδιακή τύφλωση μιας ολόκληρης πολιτείας και την ολοκληρωτική απορύθμιση και κατάρρευση της κοινωνικής ζωής, από ένα πλήθος απελπισμένων που υπακούοντας μόνο στο ένστικτο αυτοσυντήρησης, επιδίδονται σε φρικιαστικές πράξεις. Η «Σπηλιά», γραμμένη το 2000 αναφέρεται στον εξοστρακισμό των ανθρώπων από τις παραδοσιακές εργασίες και εστίες τους λόγω της εμφάνισης στη γειτονιά τους ενός εμπορικού κέντρου μαμούθ. Στον «Άνθρωπο Αντίγραφο», (2002), περιγράφει την απώλεια ταυτότητας, το υπαρξιακό δράμα ενός μοναχικού δασκάλου ύστερα από την τυχαία ανακάλυψη ότι στην ίδια πόλη κυκλοφορεί κάποιος που είναι ακριβές αντίγραφο του ίδιου.


Θα σταθώ στο προτελευταίο του μυθιστόρημα, «Περί φωτίσεως», γραμμένο το 2006, όχι για την λογοτεχνική του αξία, την οποία θεωρώ αρκετά κατώτερη των προηγούμενων έργων του, αλλά για τη θεματολογία του. Και εδώ, όπως και στο «Περί Τυφλότητος», έχει σαν ήρωες ανώνυμους, ολόκληρο τον πληθυσμό μιας πόλης απ’ τη μία, και την κυβέρνηση απ’ την άλλη. Γίνονται εκλογές, όπως, καλή ώρα τώρα, και με το άνοιγμα της κάλπης το 70% των κατοίκων βρίσκεται να έχει ψηφίσει λευκό. Έντρομοι οι ιθύνοντες, προκηρύσσουν ξανά εκλογές για την επόμενη Κυριακή με την ελπίδα ότι κάποιο λάθος θα έχει γίνει και ότι οι ψηφοφόροι θα αντιληφθούν τις συνέπειες της πράξης τους. Φρούδες ελπίδες όμως! Η κάλπη, αυτή τη φορά βγάζει πάνω από 80% λευκό και 0% αποχή.

Ολόκληρο το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του γηραιού, αλλά ανατρεπτικού Σαραμάγκου, αναφέρεται στις γελοίες προσπάθειες του κράτους να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από αυτή την ενέργεια, και να τιμωρήσει τους πολίτες του για την, κατά τα άλλα συνταγματική και καθ’ όλα, νόμιμη χρήση της ψήφου τους. Περιγράφεται η διολίσθηση του δημοκρατικού κράτους προς τον ολοκληρωτισμό όταν έρχεται αντιμέτωπο με απρόβλεπτες καταστάσεις, μέσα από τη διοχέτευση «θεωριών συνομωσίας», με προβοκάτσιες που φτάνουν μέχρι ανατινάξεις δημοσίων χώρων αδιαφορώντας για τα θύματα, με τις εν ψυχρώ δολοφονίες ανεπιθύμητων πολιτών, με κατασκευές υπόπτων, με προσπάθειες χειραγώγηση της μάζας, λογοκρισία, κ.λ.π.


Η ανατρεπτικότητα του συγκεκριμένου βιβλίου έγκειται στο ότι ο συγγραφέας παρακάμπτει το σκόπελο τού να εξελιχτεί η ιστορία σ’ ένα κοινό αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου όλοι, από τον συγγραφέα, μέχρι τους ήρωες και τον αναγνώστη να ψάχνουν για τα κέντρα ανωμαλίας και τον αρχηγό μιας υποτιθέμενης συνομωσίας. Τίποτε απ’ όλα αυτά, τελικά, δεν συμβαίνει. Οι πολίτες, παρ΄ όλη την εγκατάλειψη της πόλης από την κυβέρνηση, την αστυνομία και τον στρατό, αντιδρούν με σύνεση και υπευθυνότητα, με αλληλεγγύη τόσο προς τους φίλους όσο και προς τους εχθρούς, και η ζωή τους, όπως πάντα, κυλάει ήρεμα χωρίς βιαιοπραγίες και εγκλήματα.


Ο συγγραφέας δυστυχώς, τελειώνει την ιστορία του χωρίς να αφήσει τη φαντασία του να δώσει οριστική πολιτική λύση στο πρόβλημα. Μας αφήνει μετέωρους, όπως και την πόλη ολόκληρη. Αναγνωρίζει μάλλον, ότι η διερεύνηση της κατάστασης που θα προέκυπτε μέσα από μια γενικευμένη, και το τονίζω ξανά, νόμιμη χρήση του λευκού, θα ξεπερνούσε τις δυνατότητές του ως μυθοποιού. Το ίδιο, φαντάζομαι ότι θα ίσχυσε και για τον ίδιο τον νομοθέτη, όταν, το πάλαι ποτέ θεσμοθετούσε την λευκή ψήφο σαν ισότιμη με τις άλλες, τις στοχευμένες.

Το λευκό πάντως, μέσα σε αδιέξοδους καιρούς θα αποτελεί πάντα μια αξιοπρεπή κίνηση.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Ομοιοπαθητική και ο περί Μνήμης του Νερού Λόγος


Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης "Ομοιοπαθητική και το Placebo Effect"....

Ας αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τη σύνδεση placebo-effect και ομοιοπαθητικού αποτελέσματος και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη δράση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων από τη σκοπιά της Φυσικής.

Ως γνωστόν, τα ομοιοπαθητικά φάρμακα προκύπτουν από διαδοχικές αραιώσεις κάποιας δραστική ουσίας σε νερό ή αιθανόλη, αμφότεροι πολικοί διαλύτες. Σε πολύ μεγάλες αραιώσεις, 12C και 30C, όπου σύμφωνα με ένα από τα αξιώματα της ομοιοπαθητικής η δραστικότητα του φαρμάκου είναι και η μεγίστη, το διάλυμα δεν μπορεί να περιέχει ούτε ένα μόριο της διαλυμένης δραστικής ουσίας.

Αν λοιπόν, δεν είναι η δραστική ουσία αυτή που επιφέρει την ίαση, τότε ποιες ιδιότητες αποκτά το ομοιοπαθητικό νερό που το καθιστούν τόσο θεραπευτικό; Εξ αρχής, θεωρώ αδιαπραγμάτευτο το γεγονός ότι οι όποιες αλλαγές ιδιοτήτων θα πρέπει με κάποιο τρόπο να πιστοποιούνται πειραματικά. Οποιαδήποτε αλλαγή που δεν αποτυπώνεται σε κανένα πείραμα, προφανώς δεν εκλαμβάνεται σαν αλλαγή.

Το νερό είναι ένα απλό σχετικά υγρό, αποτελούμενο από τα γνωστά μας τριατομικά και πολικά μόρια Η2Ο. Το βίντεο στην αρχή του κειμένου δείχνει μια προσομείωση σε θερμοκρασία δωματίου. Οι κόκκινες μπάλες είναι τα οξυγόνα και οι άσπρες, τα υδρογόνα κάθε μορίου νερού.

Τα μόρια του νερού (ενώ τα ίδια είναι πολύ σταθερά), συνδέονται μεταξύ τους με ένα τρισδιάστατο δίκτυο υδρογονικών δεσμών, (δεσμοί ανάμεσα στο Υδρογόνο του ενός μορίου και του Οξυγόνου του γειτονικού του), οι οποίοι δεν είναι ούτε πολύ ισχυροί, όπως οι ομοιοπολικοί δεσμοί, αλλά ούτε πολύ και ασθενείς, όπως οι δεσμοί για παράδειγμα, που κρατούν τα ευγενή αέρια μεταξύ του και οι οποίοι, σε θερμοκρασία δωματίου, έχουν μέσο χρόνο ζωής της τάξης του 1ps, (10^(-12) sec). Δηλαδή, το δίκτυο αυτό, όντας σε μια συνεχή κίνηση, με τα μόρια να αλλάζουν συνεχώς τους γείτονές τους, δεν έχει μια σταθερή δομή που να το χαρακτηρίζει μακροσκοπικά, όπως π.χ. ένα στερεό. Η μόνη σταθερή δομή, είναι μικροσκοπική και αφορά τους τέσσερις πρώτους γείτονες ενός τυχαίου μορίου νερού, διατεταγμένους σε μια τετραεδρική διάταξη, (δείτε την παρακάτω εικόνα), χωρίς όμως ποτέ να είναι οι ίδιοι. Μόρια νερού φεύγουν, μόρια νερού έρχονται σε μια διαρκή κίνηση, όπως στο βίντεο. Και αυτό είναι όλο κι όλο που περιμένουμε από τη δομή του διαλύτη νερού σε θερμοκρασία δωματίου και κάτω από ατμοσφαιρική πίεση.





Ας δούμε τώρα, τα φαινόμενα τα οποία επικαλούνται οι ομοιοπαθητικοί για να δώσουν κάποια εξήγηση για την ιαματική δράση των φαρμάκων τους. Θα ασχοληθούμε μόνο με αυτά τα οποία έχουν κάποια φυσική υπόσταση, και όχι με εκείνα τα οποία εμπίπτουν στο χώρο της ασυναρτησίας, όπως η επίκληση της quantum entanglement, που ισχύει για αλλού και κάτω από πολύ περιοριστικές συνθήκες, άντε για δυο φωτόνια το πολύ και για τίποτε παραπέρα, ή η καταφυγή σε νόμους που ακόμα δεν έχουν ανακαλυφτεί, και οι οποίοι αναμένεται να ισχύσουν ειδικά για το ομοιοπαθητικό νερό και για κανένα άλλο συμπαντικό φαινόμενο.

Πρώτο και καλύτερο έρχεται το νεοπαγές φαινόμενο της μνήμης του νερού, όρος που αναδύθηκε μετά από το φιάσκο Benveniste το 1988 στο περιοδικό Nature, και τους ισχυρισμούς τους ότι το ομοιοπαθητικό νερό μπορεί να προκαλέσει βιολογική δράση. Αν και τα πειράματα λόγω έλλειψης επαναληψιμότητας, εγκαταλείφθηκαν, μάς έμεινε όμως αμανάτι, ο εν λόγω περί μνήμης όρος, ως το τελευταίο σημείο οπισθοχώρησης στη μάχη της ερμηνείας του πώς είναι δυνατόν το νερό, χωρίς να περιέχει καμιά ενεργό ουσία, να επιδεικνύει σημάδια ευφυΐας και να «θυμάται», μέσω διατήρησης της ανάλογης δομής, τις θεραπευτικές ουσίες τις οποίες είχε κάποτε διαλύσει.

Πριν μπούμε όμως στα χωράφια της βασικής φυσικής, ο ισχυρισμός αυτός στερείται αντοχής και στην ηπιότερη κριτική, μιας και το νερό αν είχε μνήμη, δεν θα υπήρχε λόγος να λειτουργεί αυτή επιλεκτικά, εντυπώνοντας μόνο τις συγκεκριμένες ουσίες. Κανονικά θα έπρεπε να κουβαλάει και όλο το παρελθόν του, οπότε τα περί μνήμης, ακούγονται δώρον-άδωρον. Άσε που η θεωρία αυτή θα έπρεπε να εξηγήσει και το γιατί η εν λόγω εύθραυστη δομή επιβιώνει της μηχανικής κατεργασίας, όταν το διάλυμα μετατρέπεται με λακτόζη σε χάπι.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι όλη η έρευνα περί νερού και των ιδιοτήτων του διεξάγεται από ταλαίπωρους φυσικούς και χημικούς σε ανάλογα τμήματα, μακριά από τις χορηγίες των φαρμακευτικών εταιριών οι οποίες ποσώς ενδιαφέρονται να επέμβουν με χρηματοδοτήσεις για το αν το νερό έχει την α ή τη β δομή, ή αν διαλύει το τάδε ή το δείνα μόριο. Επομένως, όλες οι φωνές για το δήθεν σαμποτάζ των ομοιοπαθητικών φαρμάκων από το επιστημονικό κατεστημένο στερείται βάσης. Οι εργασίες βασικής έρευνας, για να μείνουμε μόνο εδώ, δημοσιεύονται λόγω της πειστικότητάς και επαναληψιμότητάς τους και όχι βάσει της ιδεολογίας των ερευνητών που τις διεξάγουν.

Όσες προσπάθειες και αν έγιναν να εντοπισθούν σταθερές δομές στο υγρό νερό, ακόμα και υπό τη μορφή μικρών κρυστάλλων ή συσσωματωμάτων (clusters), απέτυχαν από κάθε άποψη. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να το υποστηρίζει έστω και σαν αμυδρή πιθανότητα. Άλλωστε ο μικρός χρόνος ζωής του δικτύου των υδρογονικών δεσμών που σπάνε συνεχώς και ξανασχηματίζονται, αποκλείει τούτο το ενδεχόμενο. Λόγω αυτής της μεταβλητότητας του δικτύου, παρατηρούνται τοπικές μεταβολές της πυκνότητας του νερού, οι οποίες όμως δεν ζούνε για πολύ, αλλά «μεταναστεύουν» κάπου αλλού και συνεπώς διαδίδονται. Αυτά τα πυκνώματα και αραιώματα λοιπόν, απέχει πολύ από το να ονομαστούν clusters. Αλλά ακόμα και να υπήρχαν, το ερώτημα που θα τα συνόδευε θα ήταν το «so what?».

Ας έρθουμε τώρα στην περίπτωση το νερό δρα σαν διαλύτης. Αν η ουσία είναι πολική ή φορτισμένη, (όπως τα άλατα που σπάνε στα συστατικά τους ιόντα), τότε δημιουργείται γύρω της ένα κέλυφος από μόρια νερού τα οποία αναλόγως της ουσίας, ποικίλουν σε αριθμό, (μικρός πάντως) και καταστρέφουν την τοπική τετραεδρική δομή του υγρού. Αν τώρα η ουσία είναι μη πολική, όπως το μεθάνιο ή τα ευγενή αέρια, και η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλή, γύρω στους -20 βαθμούς κελσίου, τότε το κέλυφος από μόρια νερού που σχηματίζεται γύρω της, έχει μια ιδιαίτερη πολυεδρική, αποτελούμενη κυρίως από πεντάγωνα, και γενικά πιο στιβαρή δομή, που εμπίπτει στην κατηγορία των clathrates. Σε θερμοκρασία δωματίου όμως, ο πολύ μικρός χρόνος ζωής των υδρογονικών δεσμών, αποκλείει την μακροβιότητα των εν λόγω δομών, οι οποίες και δεν έχουν παρατηρηθεί. Αναφέρθηκα στα clathrates, για το λόγο ότι τους δόθηκε αυξημένη σημασία και κάπως περισσότερες από ό,τι επέτρεπε το μπόι τους, δυνατότητες.

Το παρακάτω σχήμα δείχνει το κέλυφος από μόρια νερού γύρω από το κατιόν Να+


Ακόμα περισσότερο, όταν οι ουσίες απομακρυνθούν, το δίκτυο των υδρογονικών δεσμών επανέρχεται στην πρότερή του κατάσταση. Δεν υπάρχουν τρύπες στο νερό σε υγρή κατάσταση και κάτω από κανονικές συνθήκες. Το ίδιο ισχύει και με τη διάλυση πιο πολύπλοκων amphiphilic ουσιών που μπορούν και σχηματίζουν νηματοειδείς δομές, micelles, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Η κατάσταση μπορεί να αλλάξει όταν το νερό βρεθεί κάτω από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, ή ισχυρά ηλεκτρικά πεδία ή μεγάλες πιέσεις. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει αλλαγή δομής, και όντως διατήρηση αυτής για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα μετά την απομάκρυνση του εξωτερικού αιτίου, αλλά τέτοιες συνθήκες είναι αρκετά ακραίες για να τις λάβουμε υπ’ όψιν μας στην προκειμένη περίπτωση.


Διευκρινίζω, ότι όλα τα προηγούμενα αφορούν στη δράση του ομοιοπαθητικού νερού σε πολύ μεγάλες αραιώσεις, όπου δεν υπάρχει επισήμως δραστική ουσία. Για τη δράση του, σε περίπτωση που όντως περιέχει ενεργό ουσία, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη.

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Ομοιοπαθητική και το Placebo Effect


Το placebo effect βρίσκεται στο κέντρο της διαμάχης ανάμεσα στην ομοιοπαθητική και την κλασική ιατρική. Ως γνωστόν οι «αλλοπαθητικοί» γιατροί και όχι μόνον αυτοί, αλλά και οι νόμοι της φύσης, θεωρούν ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα με τις πολύ μεγάλες αραιώσεις τους δεν μπορούν να περιέχουν ούτε ένα μόριο της δραστικής ουσίας, οπότε σε περιπτώσεις όπου αυτά φαίνεται να δρουν, το φαινόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί παρά στο placebo effect.

Από τη μεριά τους, οι υποστηρικτές της ομοιοπαθητικής ιατρικής μην αποδεχόμενοι το φαινόμενο placebo, διότι αν το έκαναν θα έμεναν χωρίς δουλειά, αποδίδουν τη δράση των φαρμάκων στη «μνήμη» του διαλύτη, που κατά κύριο λόγο είναι το νερό, στην ικανότητα δηλαδή του νερού να διατηρεί την ιδιαίτερη δομή που είχε αποκτήσει, εν όσω βρισκόταν σε αυτό διαλυμένη η ενεργός ουσία. Στην πραγματικότητα, βέβαια, υπάρχουν πολλοί λόγοι όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει, αλλά ας αφήσουμε τη σχετική φιλολογία για άλλη φορά.

Σχετικά με την ομοιοπαθητική ιατρική υπάρχουν δυο μεγάλα κεντρικά ερωτήματα γύρω από τα οποία έχει αναπτυχθεί μια έντονη διαμάχη. Το ένα ερώτημα αφορά στο αν η ομοιοπαθητική γιατρεύει και το άλλο, στο αν το placebo effect, στο οποίο εδράζεται η ερμηνεία της ομοιοπαθητικής θεραπείας, είναι πραγματικό ή όχι.

Σχετικά με το πρώτο, υπάρχουν ποικίλες κλινικές έρευνες, από τις οποίες, όσες διενεργήθηκαν σωστά, (double blind randomized controlled trials) και σε μεγάλο δείγμα ασθενών, δεν προέκυψαν κάποιες θετικές, εκτός στατιστικού σφάλματος, αποκλίσεις. Αλλά και αυτό το θέμα είναι εξ ίσου μεγάλο, οπότε θα το αφήσω έξω προς το παρόν.

Προς το παρόν θα δεχτώ σαν αληθινή την πρόταση ότι τα ομοιοπαθητικά φάρμακα σε ορισμένες περιπτώσεις γιατρεύουν, οπότε αν αποκλείσω τα φαινόμενα «μνήμης» του νερού, σαν ανυπόστατα, τότε δεν μένει παρά να εξετάσω από πιο κοντά το placebo effect.

Το φαινόμενο placebo δεν είναι κάποιος μυστήριος μηχανισμός που θεραπεύει, αλλά ένα περίπλοκο πλέγμα ψυχολογικών μηχανισμών που αναπτύσσονται γύρω από μια ιατρική θεραπεία, είτε αυτή βασίζεται σε φαρμακευτικά προϊόντα που λειτουργούν, είτε βασίζεται σε αδρανείς ουσίες ή διαδικασίες. Ενώ το placebo μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να δράσει θεραπευτικά, σε άλλες περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει είναι ότι αλλάζει τη συναισθηματική προσέγγιση του ασθενούς, ας πούμε προς τον πόνο. Δεν είναι ότι ο πόνος παύει να υφίσταται,. Εκείνο που αλλάζει είναι η πρόσληψή του, η οποία γίνεται ηπιότερη.

Πόσο στα σοβαρά, όμως, μπορούμε να πάρουμε το placebo effect; Μπορεί να υπάρξει βελτίωση του ασθενούς με μόνη την προσδοκία ότι θα θεραπευτεί από κάποιο φάρμακο, για το οποίο όμως δεν γνωρίζει ότι είναι τζούφιο; Εδώ οι απόψεις διίστανται, διότι η αποτίμηση της κατάστασης του ασθενούς βασίζεται εν πολλοίς σε υποκειμενικές εκτιμήσεις, κυρίως του ασθενούς του ίδιου. Σε αυτές τις περιπτώσεις το placebo δείχνει να δουλεύει, ενώ όπου η κατάσταση του ασθενούς αποτιμάται με αντικειμενικές εργαστηριακές μεθόδους, δεν σημειώνεται καμιά διαφορά. Τα placebos δεν λειτουργούν σε ασθενείς που κοιμούνται ή είναι αναίσθητοι, και δεν φέρνουν μεταβολή στην αρτηριακή πίεση, στην περιεκτικότητα του αίματος σε ζάχαρο, χοληστερίνη κ.λ.π. Έχουν αποτέλεσμα μόνο σε συμπτώματα που δεν μπορούν να αξιολογηθούν μετρώντας τα, όπως πονοκέφαλος, δυσφορία, κατάθλιψη, φαγούρα κ.λ.π.

Αλλά και πάλι οι γιατροί διαφωνούν, αντιλέγοντας ότι τα placebos μπορούν όντως να φέρουν και μετρήσιμες μεταβολές, όπως εξαφάνιση έλκους, ή διεύρυνση των αεραγωγών σε ασθματικούς, ή ελάττωση της εντερικής φλεγμονής σε περιπτώσεις κολίτιδας κ.λ.π.

Και επειδή οι αντιφάσεις δεν σταματούν εδώ, θα αναφέρω και μια πρόσφατη κλινική μελέτη που διεξήχθη σε δυο ομάδες ασθενών, στη μια εκ των οποίων δόθηκε placebo και στην άλλη κανένα απολύτως φάρμακο, και η οποία δεν διαπίστωσε καμιά διαφορά ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο. Άντε λοιπόν να βγάλουμε συμπέρασμα.

Πάντως, ανεξάρτητα τού τι λέει η συγκεκριμένη κλινική μελέτη, υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι τα placebos γενικά δουλεύουν, και μάλιστα με ένα αυστηρά ιεραρχημένο τρόπο. Φερ’ ειπείν, έχουν δει ότι οι ενέσεις φέρνουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα από τα χάπια, ότι τα μεγαλύτερα χάπια είναι πιο αποτελεσματικά από τα μικρά, ότι το χρώμα δεν είναι καθόλου αδιάφορο κ.ο.κ.

Εφ’ όσον αποδεχτούμε ότι το placebo effect είναι όντως πραγματικό, μιας και συγκεντρώνει τις περισσότερες θετικές μαρτυρίες, θα πρέπει τότε να δώσουμε στοιχειωδώς και κάποιες πληροφορίες για το μηχανισμό δράσης του. Και τέτοιες υπάρχουν. Οι κυριότερες υποθέσεις προέρχονται από την ψυχολογία και είναι:

1. Η προσδοκία, η οποία ενίοτε μάς κάνει να βλέπουμε και να αισθανόμαστε πράγματα που δεν υπάρχουν,

2. Το κίνητρο τού να γίνει κάποιος καλά μπορεί να επιδράσει τελικά με θετικό τρόπο.

3. Η ύπαρξη εξαρτημένων αντανακλαστικών, σύμφωνα με τα οποία το φάρμακο είναι πάντα συνδεδεμένο με θεραπεία

4. Η ενδογενής παραγωγή οπιοειδών στο αντίκρισμα του φαρμάκου, όταν πρόκειται για πόνο.
και σγουπς!!
5. Το γονίδιο(!!!) του placebo, η τελευταία φαντασίωση των gene hunters!

Έχει βρεθεί ότι οι παραπάνω ψυχολογικοί μηχανισμοί συνδέονται με την έκκριση ορισμένων ουσιών στον εγκέφαλο ή στο σώμα, οι οποίες εγγυώνται την υλική και όχι μεταφυσική βάση του placebo effect.

Σε επόμενο ποστ σκοπεύω να εξετάσω τα είδη των ασθενειών οι οποίες είναι περισσότερο επιρρεπείς στο placebo. Κάτι μου λέει ότι είναι οι ίδιες ασθένειες τις οποίες ισχυρίζεται ότι θεραπεύει η ομοιοπαθητική. Αν και το πεδίο τόσο του placebo όσο και της ομοιοπαθητικής είναι αρκετά γλιστερά, ώστε να κυριαρχούνται από αντιφατικά αποτελέσματα που πολλές φορές αναιρουν το ένα το άλλο. Πάντως αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να τα χαρτογραφήσουμε.


Για το αντίθετο του placebo, το nocebo-effect δείτε εδώ.

Αρκετά στοιχεία του ποστ είναι από το ομώνυμο άρθρο του περιοδικού Skeptic.


Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Who is the Boss??



Η παραπάνω φωτογραφία είναι από τη διαφήμιση μιας ημερίδας, (μισής μερίδας ουσιαστικά), που έλαβε χώρα την προηγούμενη εβδομάδα σε ερευνητικό ίδρυμα της χώρας με σκοπό, υποτίθεται, την παρουσίαση κάποιου νέου αντι-γηραντικού παράγοντα, ο οποίος θα περιλαμβάνεται στην καινούργια σειρά καλλυντικών προϊόντων της εταιρίας που τα παρασκευάζει και τα εμπορεύεται.

Ποιο είναι το παράξενο;

1. Η σημειολογία της εικόνας είναι πεντακάθαρη. Στην κεφαλή, με δυσανάλογα μεγάλα ως προς τα υπόλοιπα γράμματα, εμφανίζεται η εταιρία-πάτρωνας και από κάτω, με σαφώς μικρότερου μεγέθους γραμματοσειρά, μην τυχόν και λαθέψουμε τις ιεραρχίες, τα «τσιράκια», τα οποία τυχαίνει να είναι κάποιοι «παρακατιανοί» εταίροι, όπως το πανεπιστήμιο Αθηνών, ο «Δημόκριτος» και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

2. Η εν λόγω εταιρία για να έχει τους συγκεκριμένους εταίρους, σημαίνει ότι, ευφυώς ποιούσα, δεν διαθέτει η ίδια ερευνητική υποδομή, που θα τής δέσμευε R&D κεφάλαια για κτήρια, προσωπικό και εξοπλισμό, οπότε και καταφεύγει σε δημόσια ιδρύματα για να της κάνουν τη δουλειά. Φυσικά όχι με το αζημίωτο, πληρώνει το κάτι τις της, ή συμπράττει μέσω κοινής χρηματοδότησης, αλλά αυτό δεν την απενοχοποιεί από το να συμπεριφέρεται όπως ο συμπαθής κύριος της γνωστής έκφρασης «εγώ με τον παρά μου, ... και την κυρά μου».

3. Κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό από τη συγκεκριμένη φωτογραφία, είναι ότι η ψευδο-ημερίδα αυτή, για λόγους ευνόητους, δηλ. εταιρικού ανταγωνισμού, ήταν κλειστή στο κοινό. Η πρακτική αυτή όμως, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το ρόλο των δημοσίων ερευνητικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, όπου η παραγόμενη έρευνα θα πρέπει να είναι διαφανής και ανοιχτή στην κοινωνία.

Τι γίνεται λοιπόν όταν τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα καλούνται να συμπεριφερθούν σαν παραρτήματα εταιριών, σαν μονάδες παροχής υπηρεσιών προς αυτές, και όταν οι εταιρίες ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν το know how, τις υποδομές, τους χώρους και το ερευνητικό προσωπικό ιδρυμάτων που συντηρούνται από δημόσιους πόρους; Χρησιμοποίησα την συγκεκριμένη εταιρία σαν παράδειγμα ενός γενικότερου φαινομένου που παρατηρείται εδώ και πολύ καιρό στον ευρωπαϊκό, και κατ’ επέκταση και στον ελληνικό χώρο, όπου ερευνητικές προτάσεις τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης, δηλαδή χρηματοδότησης, μόνον όταν συμπράττουν με εταιρίες και όταν στοχεύουν στην παραγωγή ενός τελικού εμπορεύσιμου προϊόντος, το οποίο φυσικά εμπίπτει στους εμπορικούς σχεδιασμούς της εταιρίας.

Ψάχνοντας τα αρχεία με στατιστικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, διαπίστωσα ότι μόνο το 0.2% των ελληνικών επιχειρήσεων χρηματοδοτούν ερευνητικές δραστηριότητες και εξ αυτών μόνο το 45% διαθέτουν δικές τους υποδομές. Ενώ, οι μισές περίπου από τις ερευνητικές τους δράσεις αφορούν βελτίωση ήδη υπαρχόντων προϊόντων, υπηρεσιών και διαδικασιών παραγωγής και όχι δημιουργία νέων. Είναι λοιπόν φυσικό να αναζητούν συνεργασίες, επί πληρωμή, με δημόσια ερευνητικά κέντρα.

Τις προάλλες, δημιουργήθηκε σάλος στην Αγγλία όταν τα διάφορα ερευνητικά συμβούλια της χώρας, τα οποία αποφασίζουν το 90% της χρηματοδότησης της ακαδημαϊκής έρευνας, έβγαλαν φετφά, σύμφωνα με τον οποίο όσοι αναζητούν δημόσιους πόρους θα πρέπει πρώτα να αποδεικνύουν την συμβολή που θα έχει η προτεινόμενη έρευνα στην οικονομία πρωτίστως. Όπως σχολιάζει ο G. Monbiot, ο δημοσιογράφος του Guardian που έφερε το θέμα στην επιφάνεια, ενώ η μεταφορά της επιστημονικής γνώσης στην οικονομία μπορεί να δράσει θετικά, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο όταν η απαίτηση για οικονομική ανταποδοτικότητα γενικευτεί σε κάθε μορφή γνώσης.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι άλλη γνώση παράγουν (αν παράγουν) οι εταιρίες, αφού ελάχιστα διαθέτουν στην βασική έρευνα και περισσότερο στις βελτιώσεις και εφαρμογές, και άλλου είδους γνώση τα δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα. Η γνώση δεν είναι μόνο εμπορεύσιμο προϊόν, είναι επίσης και χαρά και ομορφιά, διείσδυση στα μυστικά του κόσμου και εξερεύνηση, αλλά και ίσως και ένα μελλοντικό προϊόν.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Προσθετική Μυαλών


Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς άρχισε όλη αυτή η ιστορία με τις προσθετικές για λόγους βασικά αισθητικής, μερών σώματος, σίγουρα κάμποσες δεκαετίες πιο πίσω, με νύχια στην αρχή, μετά με μαλλιά, μετά με βυζιά, μετά με πέη και πιθανόν και με κάποια άλλα δευτερεύοντα μέλη που προς στιγμήν, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, μού διαφεύγουν.

Κι αφού τα είδαμε, τα συνηθίσαμε και πάψαμε να τα προσέχουμε, παρά μόνον όταν από το πολύ τιγκάρισμα η σιλικόνη έρεε ποτάμι απ’ τα μπατζάκια, και όταν πια η αντίστοιχη αγορά φτάνοντας πια σε κορεσμό, κόντευε να βάλει λουκέτο, κάποιες ντουζίνες νοματαίων, από αρχαιολόγους, ανθρωπολόγους, τεχνολόγους, νευρολόγους και φιλοσόφους, (οι τελευταίοι σίγουρα σε ρόλο μαϊντανού, για να συγκρατούν τάχατες τα καβαλημένα τεχνοφρικιά), ένωσαν τις δυνάμεις τους κάποια νυχτιά στο Βερολίνο, με σκοπό να την αναστήσουν, εισηγούμενοι την πιο καινοτόμο υπηρεσία που μπορούσε κανείς να φανταστεί στον 21ο αιώνα, αυτή της προσθετικής μυαλού.

Κατ’ αρχήν δεν ήταν και πολύ άσχημη η ιδέα, αν σκεφτεί κανείς την επιδημία νέκρωσης εγκεφαλικών κυττάρων που ενέσκηψε στον πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες. Και πού καιρός να περιμένουμε τη φυσική επιλογή να κοπιάσει και να φτιάξει τα πράγματα! Θα αργήσει που θ’ αργήσει, άσε που υπάρχει κι ο κίνδυνος να βγει και σε λάθος μεριά.

Αν αφήσουμε κατά μέρος τη γενετική μηχανική, γιατί παρ’ όλο το σπρώξιμο, γονίδιο που να το τσιγκλάς και να αυξάνει την ευφυΐα δεν έχει προς το παρόν ακόμα βρεθεί, δεν μένει τίποτε άλλο πιο προσιτό και εύκολο, από την προσθετική. Και σε τι θα συνίσταται αυτή; Απλά, απλούστατα. Είτε από ένα μικρό βαλιτσάκι με συνθετικό μυαλό, κατά προτίμηση ρεπλίκα του μυαλού του Αϊνστάιν, που θα το σέρνεις πάντα μαζί σου και θα το συμβουλεύεσαι στα δύσκολα, είτε, το πιο πιθανό, από ένα κύκλωμα μικροτσίπ που θα κουβαλάς στην τσάντα και αναλόγως των περιστάσεων θα το προσαρμόζεις σε κάποια εξωτερική περιοχή του εγκεφάλου, κάτω από καμιά πιάστρα δηλαδή, ή πίσω από κανένα σκουλαρίκι, για να μην γινόμαστε και ρεζίλι που καταφεύγουμε στα τεχνητά και στα έτοιμα.

Αν εσείς δυσκολεύεστε να το χωνέψετε, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον Dr. Λάμπρο Μαλαφούρη, νευρο-αρχαιολόγο στο Cambridge, (πάλι οι δικοί μας καβάλα στην πρωτοπορία), ο οποίος πιστεύει ότι η εγκεφαλο-προσθετική είναι το μόνο διαθέσιμο, λογικό (και αναγκαίο) βήμα, για την ενίσχυση της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου. Κι ας παλεύετε εσείς τάλαινες γονείς με μουρουνόλαδο, φρέσκο ψάρι, και γάλα, Βέλτσο, Μότσαρτ και Ντεριντά να διεγείρετε τα εγκεφαλικά κύτταρα των βλαστών σας. Ό,τι και να κάνετε, θα μοιάζει απλή βόλτα με παπάκι, ενώ δίπλα σας θα περνούν σφεντόνα τα παιδιά Φερράρι των γειτόνων, με την τελευταία λέξη της προσθετικής στα κρανία τους. Και άντε μετά να τα πιάσεις! Και άντε μετά να εξηγείς στα παιδάκια σου ότι δεν ήταν το μουρουνόλαδο αυτό που έφταιγε.

Τώρα, αν κάπου στο βάθος, σαν σώφρονες άνθρωποι, διαβλέπετε και κάποιο ηθικό πρόβλημα, μη θορυβείστε. Υπάρχουν στην ομήγυρη και μια αρμαθιά φιλόσοφοι γιαυτόν ακριβώς το λόγο: Για να το επιλύσουν!

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

ΟΙ Έμποροι του Φόβου


Μπορεί η γρίπη που ενέσκηψε, τον τελευταίο καιρό να μην είναι πια το πρώτο θέμα στις ειδήσεις, μπορεί τα θύματα που εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο να μην ήταν αντίστοιχα των προσδοκιών των επιδημιολόγων, μπορεί αυτοί που τελικά νόσησαν να μην ξεπέρασαν τους 5000, αλλά παρ’ όλα αυτά, οι μιντιακοί διαχειριστές της επιδημίας και οι ρυθμιστές των κατάλληλων δόσεων πανικού που θα διοχετεύσουν στην κοινωνία, δεν λένε να το βάλουν κάτω.

Μπορεί οι αρχικές τους δηλώσεις, κάτω από το κράτος και τη σιγουριά της ειδημοσύνης τους να ήταν καταιγιστικές, και να συσσώρευαν χωρίς φρένο τα μηδενικά το ένα πίσω απ’ το άλλο, ανεβάζοντας απερίσκεπτα μέρα με τη μέρα τον αριθμό των πιθανών θυμάτων από 2000 ας πούμε στην αρχή, στα 200,000, και μετά ξαφνικά στα 2,000,000 και στα 200,000,000 τελικά, αλλά τώρα που η πραγματικότητα εμφανίζεται αρκετά διαφορετική, δεν λένε πάλι να υποστείλουν τη σημαία του πανικού, μην τυχόν και αισθανθούμε λιγάκι χαλαροί βρε αδερφέ, και συνεχίζουν να προειδοποιούν για καινούργια επικείμενη επιδημία, το φθινόπωρο πιθανόν, από ένα νέο άγνωστο αλλά παρ’ όλα αυτά, φονικό στέλεχος του γνωστού μας πλέον ιού.

Θα θεωρούσα όλη αυτή την εκστρατεία και τα μέτρα εντελώς δικαιολογημένα, αν δεν ήμουν αρκετά καχύποπτη για τον τρόπο που διάφορες κοινωνικές ομάδες, πέρα από τις απανταχού μαμάδες που ήταν και οι πρώτες διδάξασες, χρησιμοποιούν τον φόβο και τον πανικό, σαν όπλα δηλαδή, διαχείρισης του κοινωνικού συναισθήματος με σκοπό την προώθηση ιδίων συμφερόντων. Το φαινόμενο δεν είναι νέο, κι ούτε εντοπίζεται μόνο στην περίπτωση επιδημιών ή θεμάτων που άπτονται της υγείας του πληθυσμού.

Ο Frank Furedi σε πρόσφατο άρθρο του στο spiked online μας ξεναγεί ευχάριστα σε όλες τις γωνιές της σύγχρονης αγοράς του φόβου και μας φέρνει σ’ επαφή με καθ’ έναν από τους εμπόρους της.

1. Το πρώτο μαγαζί που συναντάμε, το κρατούν οι έμποροι της Ηθικής, από τη θρησκευτική όμως σκοπιά, γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σύμφωνα με αυτούς, μαζί και μ’ ένα τσούρμο από αυτόκλητους προφήτες και γεροντάδες που σέρνουν από πίσω τους, το κακό παραμονεύει σε κάθε γωνιά, σαν τιμωρία για το ηθικό ξεστράτισμα της κοινωνίας. Έτσι κάθε θεομηνία, σεισμός ή καταποντισμός ερμηνεύεται κάτω από την οπτική της θείας τιμωρίας και τους δίνει την ευκαιρία να βγούνε στο προσκήνιο.
Αγαπημένη τους λέξη: «Αμαρτία».

2. Δίπλα ακριβώς, βρίσκεται το κατάστημα με τους εμπόρους της Ηθικής, αλλά από την κοσμική σκοπιά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ευυπόληπτους οργανισμούς με σιδερωμένο προφίλ, που έχουν αναλάβει εργολαβία την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για κάθε είδους κακό που μπορεί να εμφιλοχωρήσει στην κοινωνία. Με τη βοήθεια επιστημονικών μεθόδων αποδεικνύουν την επιδείνωση συγκεκριμένων κοινωνικών προβλημάτων, όπως νεανική παραβατικότητα, κατάχρηση του ιντερνέτ, κ.α., τα οποία τοποθετούν στο επίκεντρο των εκστρατειών τους και των οποίων η μη έγκαιρη αντιμετώπιση θα επιφέρει ανεπίστρεπτες κοινωνικές κατακρημνίσεις.
Αγαπημένη τους έκφραση: «Αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου».

3. Τρίτο μαγαζί παρακάτω, ευάερο και ευήλιο στεγάζει το σινάφι των ειδικών, οι οποίοι με την εγκυρότητα της γνώμης τους ανεβάζουν το status της ιδιότυπης αυτής αγοράς. Ειδικοί επί παντός επιστητού, όπως κλιματική αλλαγή, ενεργειακό πρόβλημα, ξεστράτισμα αστεροειδών που απειλούν να διαλύσουν τη Γη, μελανές οπές που εγκαθίστανται στα υπόγεια της Γενεύης, κ.α., προειδοποιούν και αναγορεύουν κάποιους περιφερειακούς και ελάχιστα τεκμηριωμένους κινδύνους σε πρωτεύοντες και αναπότρεπτους. Κατά κανόνα δε, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης συνοδεύεται και από μια καθαρογραμμένη αίτηση χρηματοδότησης περαιτέρω ερευνών.
Αγαπημένη τους φράση: «Η έρευνα δείχνει ότι...».

4. Οι ακτιβιστές της υγείας και του υγιεινού τρόπου ζωής έχουν στήσει τους πάγκους τους σε πιο κεντρικό σημείο. Δικαιολογημένα, γιατί έχουν και τη μεγαλύτερη και εκλεκτότερη πελατεία. Αυτό που πουλάνε είναι το ενδιαφέρον για τη σωματική και ψυχική μας υγεία. Ψαρεύουν στους υπαρξιακούς φόβους του κόσμου και πλασάρουν το υγιεινό lifestyle. Φυσικά, με marketing το φόβο, που ξεκινάει από τα μικρόβια μέχρι τα κάθε λογής μόρια που τρώμε ή αναπνέουμε. Η ζωή μας συλλαμβάνεται σαν μια διαρκής απειλή και τελικά σαν μια αρρώστια.
Αγαπημένη τους έκφραση: «Αποτελεί κίνδυνο για την υγεία».

5. Οι περιβαντολόγοι έχουν εσχάτως αναβαθμιστεί σε παίχτες πρώτης γραμμής. Παίζουν τα σενάρια καταστροφής στα δάχτυλα, ανεβάζουν κατεβάζουν θερμοκρασίες και στάθμες θαλασσών με μεγάλη ευκολία και πειθώ. Το κλίμα είναι ο πιο σύγχρονος φόβος, τον οποίον δεν τον αφήνουν φυσικά ανεκμετάλλευτο, αλλά τον στρέφουν στην πράσινη κατανάλωση για να εκτονωθεί .
Αγαπημένη λέξη: «τοξικό».

6. Εκεί όμως που γίνεται της τρελής είναι το μαγαζί με τους κάθε λογής θεραπευτές, γκουρού και συμβουλάτορες της ψυχικής μας υγείας. Η ζωή, η παρελθούσα και η παρούσα εκλαμβάνεται σαν μια απειλή, γεμάτη πληγές και τραύματα. Το ίδιο και η οικογένεια, και το στενό περιβάλλον.
Μαγική λέξη: «Αυτοεκτίμηση».

7. Το πιο παλιό μαγαζί ανήκει στους εμπόρους της τρομοκρατίας, της ληστείας, της εγκληματικότητας, της λαθρομετανάστευσης. Είναι εντελώς αναγνωρίσιμοι και από τους πρώτους θαμώνες στα παράθυρα των βραδινών δελτίων.
Αγαπημένη έκφραση: « Υπάρχει αύξηση της εγκληματικότητας».

8. Και τέλος έχουμε τους αληθινούς και καταξιωμένους επαγγελματίες, όπως είναι οι ασφαλιστές, οι προμηθευτές οπλικών συστημάτων, οι πωλητές αντικλεπτικών και χρηματοκιβωτίων, δηλαδή όλοι αυτοί οι οποίοι βγάζουν το ψωμάκι τους από την εξαργύρωση του φόβου σε όλες του τις μορφές.
Αγαπημένη τους φράση: «Πρώτη μας μέριμνα, η ασφάλειά σας».

Όλες οι προηγούμενες κατηγορίες, παρά τα διαφορετικά τους συμφέροντα, ενισχύουν την καταστροφολογία συνολικά, καθώς όλες μαζί συμβάλουν στη δημιουργία ενός κλίματος, όπου η προώθηση της ανησυχίας και του φόβου στην κοινωνία, εκλαμβάνεται σαν μια φυσιολογική επιδίωξη.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Λίγες Σκέψεις για την Παράνομη Μετανάστευση


Αν και η απαράδεκτη κατάσταση στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας δεν είναι ορθό ν’ αποδοθεί εξ’ ολοκλήρου στους λαθρομετανάστες, μιας και τα ναρκωτικά, το λαθρεμπόριο και η πορνεία κατέχουν πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος στην περιοχή, παίρνοντας αφορμή από την πρωτοβουλία της κίνησης πολιτών για τη διάσωση του ιστορικού κέντρου, θα ήθελα να εκθέσω κάποιες γενικές σκέψεις, που με τρώνε καιρό τώρα, για το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης στην χώρα μας και την αναπόφευκτη, λόγω διεθνών συγκυριών, διόγκωσή του.

Η Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες βρίσκεται σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση, μιας και έχει πάρα πολλές πύλες εισροής μεταναστών, δηλαδή απ’ όλα τα βόρεια χερσαία σύνορα και απ’ όλα τα νοτιοανατολικά παράλια, και μόνο μια πύλη εκροής, αυτή του λιμανιού της Πάτρας. Στην Ιταλία και Ισπανία κατ’ αναλογία, συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή ενώ οι μετανάστες εισέρχονται από τις νότιες θαλάσσιες οδούς, έχουν τη δυνατότητα μέσω των βορείων χερσαίων τους συνόρων να προωθούνται στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου άλλοι θα κληθούν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.

Άρα η Ελλάδα φαίνεται να έχει πρόβλημα. Πόσο μεγάλο όμως είναι αυτό; Τα στοιχεία που έδωσε ο Σταύρος Λυγερός χθες σε ρεπορτάζ στην Καθημερινή της Κυριακής, δείχνουν μια σημαντική αύξηση του αριθμού μεταναστών που εισέρχονται λαθραία στη χώρα μας, ώστε οι συλλήψεις από 51,000 που ήταν το 2003, να εκτοξευθούν στις 146,300 το 2008. Την διόγκωση αυτή δε, δεν θα την απέδιδα για ευνόητους λόγους στην αποτελεσματικότητα των ελληνικών διωκτικών αρχών.

Πριν αρχίσουμε να συζητάμε για λύσεις και προοπτικές, τις οποίες δεν γνωρίζω εκ των προτέρων, θα ήθελα να παρουσιάσω μια εικόνα λίγο πολύ ακριβή του όγκου της λαθρομετανάστευσης και της εθνοτικής σύνθεσης των λαθρομεταναστών, εγχείρημα πολύ δύσκολο από τη φύση του. Για το λόγο αυτό άντλησα πρόσφατα στοιχεία από την ενδελεχή έκθεση-μελέτη του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής με τίτλο: «Εκτίμηση του όγκου των αλλοδαπών που διαμένουν παράνομα στην Ελλάδα», Απρίλιος 2008.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν οι συντάκτες πολλές πηγές, όπως εκτιμήσεις των συλλόγων των ίδιων των μεταναστών, εκτιμήσεις λιμενικών και αστυνομικών αρχών, εκτιμήσεις δήμων, εκτιμήσεις της ΕΣΥΕ κ.α., κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των αλλοδαπών που διαμένουν παράνομα στην Ελλάδα είναι μεταξύ 172,250 και 209,402 σε σύνολο 800,000 έως 1,000,000 μεταναστών.

Ας κάνουμε ένα κόπο παραπάνω και ας δούμε ποια είναι η σύνθεση των «παρανόμων», σύμφωνα με τη χώρα προέλευσής τους. Βάσει εκτιμήσεων λοιπόν των Αστυνομικών και Λιμενικών Αρχών για το 2007, οι χώρες προέλευσης είναι:

Αλβανία 71,232
Ιράκ 11,772
Αφγανιστάν 9,737
Ιράν 586
Πακιστάν 2,080
Μπαγκλαντές 664
Γεωργία 1,371
Σομαλία 3,105 και
Παλαιστίνη 4,691


Παρατηρούμε δηλαδή ότι ο μεγαλύτερος αριθμός λαθρομεταναστών, ένα 68%, προέρχεται από την Αλβανία, πράγμα που το μαρτυρούν και οι συλλήψεις στα χερσαία σύνορα, που ανέρχονται στο 61% του συνόλου. Οι παράνομοι δε λαθρομετανάστες από τρίτες χώρες, σαν τάξη μεγέθους είναι γύρω στους 30,000.


Η άποψή μου είναι ότι η λαθρομετανάστευση των Αλβανών δεν αποτελεί μείζον πρόβλημα που θα μας απασχολεί για πολλά ακόμα χρόνια. Διότι αφ’ ενός ένα 50% από αυτούς μπαινοβγαίνει στη χώρα εκτελώντας εποχιακές εργασίες, οπότε δεν διαμένει μόνιμα εδώ όντας ανενεργό, οι περισσότεροι παράνομοι αλβανοί έχουν ήδη συγγενείς που διαμένουν και εργάζονται νόμιμα στην Ελλάδα, οπότε είναι δύσκολο να εξαθλιωθούν αν δεν εργάζονται, η Αλβανία σαν χώρα κάποια στιγμή είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα αναπτυχθεί οικονομικά, οπότε και θα πάψει να διώχνει τους κατοίκους της, και τέλος-τέλος η Αλβανία έχει μικρό σχετικά πληθυσμό, οπότε δεν αντιπροσωπεύει τον ίδιο κίνδυνο με άλλες ασιατικές χώρες. Ακόμα δηλαδή και όλοι οι αλβανοί να μεταναστεύσουν, δεν θα είναι τόσοι πολλοί, όπως εάν μετανάστευαν όλοι οι Πακιστανοί, για παράδειγμα.

Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου είναι πώς αντιμετωπίζουμε τους υπόλοιπους 30,000. Ποιες είναι θεωρητικά οι λύσεις; 1). τους απελαύνουμε, 2). τους κρατάμε, 3). άλλους τους απελαύνουμε, άλλους τους κρατάμε και 4). προωθούμε την οικονομική ανάπτυξη των χωρών τους ώστε να παραμείνουν και να εργαστούν στις εστίες τους.

Η απέλαση, σαν λύση, παρουσιάζει πολλά προβλήματα διότι οι χώρες καταγωγής τους αρνούνται να τους δεχτούν και διότι κοστίζει. Υπάρχει και το ανθρωπιστικό πρόβλημα, για το τι θα απογίνουν όταν επιστρέψουν στις πατρίδες τους.

Το να αφήσουμε τα σύνορα ανοιχτά, δεν νομίζω ότι κανένας το λογαριάζει σαν βιώσιμη λύση, για προφανείς λόγους. Οι προφανέστεροι από αυτούς είναι η ικανότητα απορρόφησής τους από την ελληνική οικονομία και ο αναμενόμενος συνωστισμός στα σύνορα. Παρά ταύτα, μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο σε συνεργασία με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, αν δηλαδή αποφάσιζαν όλες μαζί να ανοίξουν τα σύνορα και να μοιράσουν τους μετανάστες στα εδάφη τους, νομιμοποιώντας τους ταυτόχρονα. Δεν γνωρίζω να υπάρχει τέτοια σκέψη. Θα μου φαινόταν όμως περίεργο αν υπήρχε, γιατί η μεταναστευτική πίεση στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι μικρή, αναλογικά με τον πληθυσμό τους.

Η τρίτη εκδοχή είναι αυτή που εφαρμόζεται άτσαλα σήμερα. Το ερώτημα στην περίπτωση αυτή είναι τι κάνουμε με αυτούς που δεν απελαύνονται και δεν νομιμοποιούνται, και οι οποίοι είναι οι συντριπτικά περισσότεροι. Στην πραγματικότητα μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος αφήνονται ελεύθεροι και μάλιστα στην τύχη τους. Εδώ χρειάζεται η χώρα να έχει την πολυθρύλητη μεταναστευτική πολιτική.

Η τέταρτη εκδοχή, περί της απ’ ευθείας οικονομικής βοήθειας, δεν είναι στο χέρι της Ελλάδας να την υλοποιήσει. Αλλά ακόμα και αν το επιχειρούσε, το αποτέλεσμα δεν θα φαινόταν παρά σε βάθος χρόνου, ενώ η κατάσταση απαιτεί γρήγορες διευθετήσεις.

Έχω όμως την ταπεινή εντύπωση ότι ένα σύνολο 30,000 παράνομων μεταναστών, κυρίως ασιατών όπως είδαμε παραπάνω, δεν είναι δα και ένα τεράστιο νούμερο που δεν θα μπορούσε να απορροφηθεί από την τρέχουσα αγροτική κυρίως οικονομία. Οπότε, είναι αδικαιολόγητο να αφήνονται έρμαια στα χέρια των οποιωνδήποτε και να εξαθλιώνονται.

Όμως μια μεταναστευτική πολιτική του σήμερον θα πρέπει να έχει ισχύ και αποτελεσματικότητα και αύριο. Το αύριο όμως δεν προμηνύεται να είναι το ίδιο με το σήμερα, αλλά αρκετά πιο πιεστικό. Πώς θα είναι προετοιμασμένη η χώρα να αντιμετωπίσει την πλημμυρίδα των μεταναστών πού ολοένα θα διογκώνεται; Και αυτό δεν αποτελεί μόνο πρόβλημα της Ελλάδας όπως ξέρουμε, αλλά και ολόκληρου του κόσμου.

Τα ερωτήματα κατά την άποψή μου είναι καθαρά. Οι απαντήσεις όμως δύσκολες γιατί είναι κατά πολύ και ηθικής τάξης.

Θέλουμε να ανοίξουμε τα σύνορα σε όλους τους μετανάστες; Μπορούμε να απορροφήσουμε όλους όσους θα χτυπήσουν την πόρτα μας; Αν ναι, ας αναλογιστούμε όμως ταυτόχρονα, ότι είμαστε η πύλη της Ευρώπης στην Ασία και ότι η Ασία είναι πολύ φτωχή και πολυάριθμη.

Θέλουμε να τους αποκλείσουμε εντελώς; Και ανέφικτο είναι και απάνθρωπο. Πολλοί από μας θα ξεσηκώνονταν.

Τότε τι κάνουμε; Το αφήνουμε στην τύχη; Όσους πιάσουμε κι όσους αφήσουμε; Όσοι τα κατάφεραν κι όσους τους πήρε το κύμα; Είναι όμως δίκαιο αυτό; Αν η Ελλάδα ζητήσει, ας πούμε, από την Ευρωπαϊκή Ένωση μεγάλη χρηματοδότηση ώστε να καταστεί απροσπέλαστο φρούριο και υποθετικά η ΕΕ συγκατανεύσει, θα το θελήσουμε σαν άνθρωποι με συνείδηση; Θα διεκδικούσαμε, ας πούμε, αυτά τα κονδύλια σε μια διαδήλωση; Δεν το νομίζω. Δηλαδή θέλουμε μεν να έχουμε δίχτυα, αλλά δίχτυα με τρύπες; Δεν είναι όμως και πολύ τίμια η στάση αυτή.

Δεν ξέρω, μπορεί να τα βλέπω όλα μαύρα και από λάθος μεριά. Αλλά, επιθυμώ διακαώς να βρω μια σαφή και καθαρή απάντηση στο τι θέλουμε σαν χώρα. Επιπλέον, αν έπρεπε να επιλύσω το μεταναστευτικό, θα πάλευα πολύ με τη συνείδησή μου και στο τέλος θα τα παράταγα από ανημπόρια...

Κυριακή 10 Μαΐου 2009

"Δώστε μας πίσω την πόλη μας"

"Δώστε μας πίσω την πόλη μας"

Σας προσκαλούμε να συμμετάσχετε στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας/συνέντευξη τύπου για την κατάσταση στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, την Τετάρτη 13 Μαίου 2009, 6μμ, στο ξενοδοχείο Dorian Inn, Πειραιώς 17.


ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ



Το πρόβλημα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας δεν είναι πρόβλημα μεταναστών - είναι πρόβλημα ανεξέλεγκτης λειτουργίας παράνομων κυκλωμάτων, με την "ύποπτη" ανοχή της πολιτείας.

Οι κάτοικοι, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και στις γειτονικές περιοχές συνενώνουμε τις δυνάμεις των συλλόγων και φορέων που μας εκπροσωπούν σε μια κίνηση για την επείγουσα διάσωση και ανάπλαση του λεγομένου "ιστορικού τριγώνου" (όπως περικλείεται από τις οδούς Αθηνάς, Πειραιώς και Ερμου), που έχει μετατραπεί σε γκέτο ανομίας, διαφθοράς και ασύλληπτων κερδών για παράνομα κυκλώματα διαφόρων ειδών. Σκοπός της Κίνησης να διαμαρτυρηθούμε, να παρέμβουμε με προτάσεις και να στραφούμε με κάθε νόμιμο τρόπο εναντίον αυτών που φέρουν την ευθύνη για το κατάντημα αυτό.

1. Πολιτιστικός Σύλλογος "Παναθήναια"
2. Ένωση Συλλόγων Γονέων & Κηδεμόνων του 3ου διαμερίσματος της Αθήνας 3. Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών « Ε.Σ.Α.»
4. Ηλεκτρονικό περιοδικό για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς "Monumenta" (www. monumenta.org)
5. Σύλλογος Κεραμεικού-Γκάζι-Ρουφ "Μέγας Αλέξανδρος"
6. Σύλλογος Καταστηματαρχών Υγειονομικού Ενδιαφέροντος "Η Παλιά Πόλη" 7. Ένωση Ξενοδόχων Αττικής
8. Εξωραϊστικός Σύλλογος "Ο ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ "
9. Σύλλογος κατοίκων και επαγγελματιών «Τα Εξάρχεια»
10. Σύνδεσμος Ιχθυεμπόρων-Ιχθυοπωλών Κεντρικής Αγοράς Αθήνας
11. Σύλλογος Καταστηματαρχών Μοναστηρακίου «Ο Ήφαιστος»
12. «Θησέας» Εξωραϊστικός-Πολιτιστικός-Οικολογικός Σύλλογος Ομονοίας και γύρω περιοχών




Οι σύλλογοι και ενεργοί πολίτες που συμμετέχουμε σε αυτή την κίνηση αποποιούμαστε κάθε είδους ρατσισμό προς αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας, αλλοδαπούς και μη και αποδεχόμαστε αυτονοήτως το παρακάτω ψήφισμα, που έγινε ομοφώνως αποδεκτό κατά την ίδρυση μας:



ΨΗΦΙΣΜΑ

-- Καταγγέλλουμε τη συνειδητή υποβάθμιση του "ιστορικού τριγώνου", που οφείλεται στις πράξεις και στις παραλείψεις της πολιτείας, με την ανοχή και την αδιαφορία της οποίας, η περιοχή μετατράπηκε από πρότυπο προσπάθειας αναβάθμισης την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, σε "αποθήκη ψυχών" και ανεξέλεγκτο γκέτο ανομίας και εξαθλίωσης, το 2009.
-- Απαιτούμε την άμεση ενεργοποίηση όλων των φορέων της πολιτείας (Δήμος, Νομαρχία, συναρμόδια Υπουργεία) και τη μεταξύ τους συνεργασία, χωρίς τις συνήθεις δικαιολογίες "οτι αυτά είναι αρμοδιότητες άλλων".
-- Απαιτούμε την άμεση ανακοίνωση χρονοδιαγράμματος, για την εκπόνηση ενός οργανωμένου ρυθμιστικού σχεδίου (στα πρότυπα του αντιστοίχου για την Πλάκα, στις αρχές της δεκαετίας του '90), που θα αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, με άμεσους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους.
-- Απαιτούμε τη συγκρότηση ειδικού επιτελείου (task force), στελεχωμένου από τις υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας, που θα αναλάβει να αντιμετωπίσει και να καταδιώξει συστηματικά τα κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος, που λυμαίνονται το "ιστορικό τρίγωνο" (ναρκωτικά, πορνεία, εκμετάλλευση λαθρομεταναστών με παράνομα "υπνωτήρια", παρεμπόριο).
-- Απαιτούμε τη διαρκή και συστηματική (βάσει σχεδίου) αστυνόμευση της περιοχής - και όχι αποσπασματικά αστυνομικά μέτρα, με τη στάθμευση μιας κλούβας, που απλώς μεταφέρει το πρόβλημα "λίγο παρακάτω". Δεν είναι δυνατόν ο αρμόδιος αντιδήμαρχος για τη Δημοτική Αστυνομία, να δηλώνει "οτι οι υπάλληλοι της φοβούνται να μπουν στο γκέτο", λίγες δεκάδες μέτρα από το Δημαρχείο και το Αρχηγείο της.
-- Απαιτούμε την άμεση ενεργοποίηση των υπηρεσιών πρόνοιας του κράτους και του Δήμου Αθηναίων (με τους χιλιάδες υπαλλήλους), ώστε να αντιμετωπιστεί βάσει οργανωμένου σχεδίου, η έλλειψη περίθαλψης στους αρρώστους (ναρκομανείς και άλλους) και αναξιοπαθούντες, που κατακλύζουν την περιοχή.-- Απαιτούμε την άμεση μεταφορά της μονάδας του ΟΚΑΝΑ, καθώς η περιοχή (με τη συγκέντρωση τόσων δραστηριοτήτων αλλά και μεταναστών) αποτελεί προνομιακό χώρο, για τη δράση των εμπόρων ναρκωτικών.
-- Καταγγέλλουμε το σοβαρό πρόβλημα υγιεινής που έχει δημιουργηθεί. Η περιοχή έχει μετατραπεί σε δημόσιο ουρητήριο και αφοδευτήριο. Απαιτούμε την εκπόνηση σχεδίου καθαριότητας, όλες τις ώρες της ημέρας (και όχι μόνο τη νύχτα), καθώς και την ουσιαστική μελέτη για την απομάκρυνση των εστιών μόλυνσης. Ζητούμε ουσιαστική ανακύκλωση - και όχι το απορριμματοφόρο να ρίχνει στον ίδιο κάδο σκουπίδια και ανακυκλώσιμα υλικά, που με τόσο κόπο έχουν διαχωρίσει οι δημότες.
-- Απαιτούμε τον διαρκή έλεγχο των χρήσεων γης, αδειών και συνθηκών ασφαλείας και υγιεινής (άδειες καταστημάτων, ηχορύπανση, χωροταξική διευθέτηση, παράνομο παρκάρισμα και φορτοεκφόρτωση), λόγω και του συνωστισμού που παρατηρείται, σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας και της εβδομάδας.
-- Απαιτούμε μέτρα για την επαναφορά της κοινωνικής ζωής στην περιοχή και τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού, με τη δημιουργία σχολείων, παιδικής χαράς, ΚΑΠΗ και άλλων κοινωνικών παροχών.
-- Δηλώνουμε διατεθειμένοι να συμμετάσχουμε ενεργά και εθελοντικά ως πολίτες, στην οποιαδήποτε συστηματική προσπάθεια αναβάθμισης της περιοχής.


τηλέφωνα επικοινωνίας:
Βάσω Νικολακοπούλου (Πρόεδρος "Παναθήναια") 6974300211
Αδάμ Κωστίκας (αρχιτέκτων) 6977486526Νίκος
Περάκης (σκηνοθέτης) 6977455730
Κωνσταντίνος Ζουγανέλης (ιδιοκτήτης Guru Bar) 6932269947

Σάββατο 9 Μαΐου 2009

Θετικοί vs Κοινωνικοί Επιστήμονες


Στην προηγούμενη ανάρτηση για τις «Δυο Κουλτούρες» είχα αναφερθεί περιγραφικά μόνο στην ύπαρξη του χάσματος ανάμεσα στους κοινωνικούς και θετικούς επιστήμονες, κυρίως μέσα από την παρουσίαση παραδειγμάτων από τον καθημερινό βίο, που το πιστοποιούν. Στην πραγματικότητα όμως, δεν ασχολήθηκα καθόλου με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά καθ’ ενός, εκ των (χοντρικά) δυο διαφορετικών τρόπων εννοιολόγησης της πραγματικότητας, οι οποίοι, φυσικά είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τις ιδιαιτερότητες του γνωστικού αντικειμένου των μεν και των δε.

Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι το ίδιο το προς εξέταση αντικείμενο υπαγορεύει και τους τρόπους προσέγγισής του, τη δομή της σκέψης αυτών που θα ασχοληθούν μαζί του, τα εργαλεία και τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουν, αλλά και τις απαιτήσεις και τις αξιώσεις που εγείρουν από αυτό. Επειδή κάθε «κουλτούρα» διαμορφώνεται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αντικειμένου της, για να προσδιορίσουμε τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της κουλτούρας, θα πρέπει να εντοπίσουμε πρώτα τα ειδοποιά χαρακτηριστικά των αντικειμένων τους.

Η κύρια διαφορά των αντικειμένων, νομίζω ότι προέρχεται από το γεγονός ότι η Φύση μπορεί να μαθηματικοποιηθεί, ενώ η Κοινωνία όχι. Η Φύση διέπεται από ακριβείς Νόμους, ενώ τα κοινωνικά φαινόμενα όχι. Η Φύση είναι ντετερμινιστική, ενώ στα κοινωνικά φαινόμενα παρεισφρύει η ενδεχομενικότητα. Επειδή προβλέπω ότι σχετικά με το «ντετερμινιστικό» θα υπάρξουν ενστάσεις, λόγω Χάους και Κβαντομηχανικής κυρίως, θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρέκβαση και να πω ότι η ενασχόληση με το χάος δεν είναι παρά μια πολύ πρόσφατη δραστηριότητα, πράγμα που σημαίνει ότι τα «γονίδια» των ανθρώπων είναι εμποτισμένα με αυστηρές σχέσεις αιτίου αιτιατού προς τις οποίες είναι προσανατολισμένοι και τις οποίες και αναζητούν, ότι το χάος, παρ’ όλα αυτά μπορεί να είναι και ντετερμινιστικό και ότι το χάος, παρά το όνομά του έχει και κανόνες και νόμους. Από την άλλη μεριά μπορεί η κβαντική φυσική να είναι πιθανοκρατική, ακολουθεί όμως και αυτή πολύ αυστηρούς νόμους και εξισώσεις οι οποίες μπορούν να κάνουν ακριβέστατες προβλέψεις, όχι συγκεκριμένων γεγονότων, αλλά κατανομών.

Οι φυσικές επιστήμες δεν νοούνται έξω από το πείραμα και την επαλήθευση, πράγμα που στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι εφικτό στο εργαστήριο. Στις κοινωνίες, από την άλλη μεριά δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν πειράματα, οπότε, πριν τη χρήση ποσοτικοποιημένων και στατιστικών τεχνικών, που είναι σχετικά πρόσφατες, οι κοινωνικοί επιστήμονες ήταν απαλλαγμένοι από το τεκμήριο της πραγματικότητας, οπότε θεωρούσαν ότι οι θεωρίες τους θα μπορούσαν αιωνίως να διαφεύγουν της επικύρωσης. Κατασκευαστές θεωριών υπάρχουν και στις φυσικές επιστήμες, μόνο που δεν μπορούν να σταθούν από μόνοι τους, ξέχωρα δηλαδή από τους πειραματικούς.

Η δυνατότητα λοιπόν επαλήθευσης ή μη, των αντικειμένων τους που είναι η Φύση απ’ τη μια και η Κοινωνία απ’ την άλλη, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο επηρεασμού και της εν γένει κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Ένας φυσικός επιστήμονας, για παράδειγμα. είναι περισσότερο προδιατεθειμένος στο να επιμείνει σε επιχειρήματα και τεκμήρια, που να εξηγούν γεγονότα της καθημερινότητάς του, από ότι ένας κοινωνικός επιστήμονας. Ο φυσικός επιστήμονας έχει εκπαιδευτεί στο ότι για όλα στη Φύση υπάρχουν εξηγήσεις, οι οποίες είναι στο χέρι του να αναζητηθούν, ενώ στην Κοινωνία οι αιτιότητες δεν είναι προφανείς, δεν μπορείς να τις αξιολογήσεις βάσει της επίπτωσής τους σε ένα ιστορικό ή κοινωνικό γεγονός, και ότι σχεδόν πάντα τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πολυαιτιακά. Οι εγγενείς αυτές αδυναμίες του προσδιορισμού επ’ ακριβώς του κοινωνικού φαινομένου, περιμένουμε να διαμορφώνουν και τη δομή της σκέψης των κοινωνικών επιστημόνων, αλλά και τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουν τα καθημερινά γεγονότα.

Τα μαθηματικά είναι συνήθως αμείλικτα. Λύνοντας κάποιες εξισώσεις παράγεις ένα και μοναδικό αποτέλεσμα το οποίο είτε είναι έγκυρο και γίνεται αποδεκτό, είτε όχι οπότε και απορρίπτεται. Αυτό στην πράξη, προδιαθέτει του θετικούς επιστήμονες στο να αναμένουν τη μια και μοναδική λύση και στα κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία είναι κατά κανόνα ασαφή και ως προς τα αποτελέσματα και ως προς τις αιτίες. Ένας θετικός επιστήμονας σαν μόνες εξηγήσεις θα δεχτεί είτε το «είναι», είτε το «δεν είναι». Ένας κοινωνικός επιστήμονας, από την άλλη, είναι ευχαριστημένος και με το «μπορεί» ή και με το «ίσως».

Σήμερα, με την ενασχόληση των φυσικών επιστημόνων με όλο και πιο περίπλοκα συστήματα, για τα οποία όπως είδαμε και πριν, αποφαίνονται κατόπιν «διαβούλευσης» και όχι με τις στέρεες βεβαιότητες του παρελθόντος, και με την υιοθέτηση εκ μέρους των κοινωνικών επιστημόνων ποσοτικών τεχνικών που συμβάλλουν στην εξοικείωσή τους με αυτό που ονομάζεται επαλήθευση και λογοδοσία στα γεγονότα, πιστεύω ότι και οι νοοτροπίες τους και ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τη Φύση οι μεν και την Κοινωνία οι δε, θ’ αρχίσουν σταδιακά να συγκλίνουν.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Οι Δυο Κουλτούρες


Σαν σήμερα, 7η του Μάη, και πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, το 1959, ο C.P. Snow, βρετανός επιστήμονας και μυθιστοριογράφος συνάμα, έδωσε μια διάλεξη στο Cambridge με τίτλο «The two cultures and the scientific revolution», στην οποία εξέφραζε τη διαπίστωση για την ύπαρξη αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα στους φυσικούς επιστήμονες και τους επιστήμονες των ανθρωπιστικών, λογοτεχνικών σπουδών, στην αδυναμία συνεννόησης των οποίων απέδιδε και την αδυναμία εξεύρεσης λύσης στα προβλήματα του κόσμου. Η διάλεξη αυτή, η οποία προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, έγινε στη συνέχεια βιβλίο, το οποίο από κάποιους επαινέθηκε, από άλλους όμως επικρίθηκε σφοδρά για την ασάφεια των ορισμών του περί κουλτούρας και τη ρηχότητα των επιχειρημάτων του. Δεν βαριέσαι όμως, ζήλιες είναι αυτές...

Είτε έτσι όμως, είτε αλλιώς, το βιβλίο επέζησε για να δει αρκετές εκδόσεις και να καταταγεί ανάμεσα στα 100 δημοφιλέστερα της εποχής του, ενώ ακόμα και σήμερα η αρχική του διαπίστωση περί χάσματος, παραμένει άκρως επίκαιρη, προκαλώντας αρκετές θερμές συζητήσεις εντός και εκτός της academia. Μάλιστα, τις προσεχείς ημέρες η Ακαδημία Επιστημών της Νέας Υόρκης διοργανώνει και ημερίδα με τίτλο «The Two Cultures in the 21st Century», με σκοπό την εξέταση της ασυμφωνίας ανάμεσα στις δυο αυτές κουλτούρες και του τρόπου με τον οποίον η επιστήμη διαχέεται στο ευρύ κοινό.

Επικαλούμενη την δική μου εμπειρία, πιστεύω ότι ο δημόσιος χώρος βρίσκεται περισσότερο κάτω από την κηδεμονία των επιστημόνων των κοινωνικών σπουδών παρά κάτω από αυτή των φυσικών επιστημόνων. Δείτε για παράδειγμα, τον αριθμό φιλολογικών και ανθρωπιστικού περιεχομένου περιοδικών και βιβλίων που κυκλοφορούν στη χώρα μας, σε σύγκριση με τα εκλαϊκευμένα επιστημονικά περιοδικά και βιβλία, καθώς και τον χώρο που αφιερώνουν οι εφημερίδες στις επιστήμες, ο οποίος είναι και αυτός δυσανάλογα μικρός. Για να μην πω, ότι και αυτό που εκλαμβάνεται και διαδίδεται από τους δημοσιογράφους εκλαϊκευτές σαν επιστήμη και επιστημονική ανακάλυψη είναι τις περισσότερες φορές ό,τι πιο φαιδρό και αλλόκοτο, (στα όρια συνήθως μεταξύ επιστήμης και φαρσοκωμωδίας), αλιεύουν από τα περιθώρια των επιστημονικών περιοδικών. Δεν πρέπει να έχετε παράπονο, γιατί αρκετά από αυτά τα θέματα, τα έχω σατιρίσει πολλάκις απ’ αυτό το blog.

Για του λόγου το αληθές, αναλογιστείτε την επαγγελματική προέλευση των πολιτικών και διαχειριστών της εξουσίας και λογαριάστε πόσοι από αυτούς είναι δικηγόροι, πολιτικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι κ.λ.π. και πόσοι προέρχονται από τις φυσικές επιστήμες. Σας αποτρέπω όμως από το να το κάνετε, γιατί μάλλον δεν θα βρείτε κανένα και θα χάσετε άδικα το χρόνο σας.

Ας δούμε όμως και ποιο είναι το σύνηθες περιεχόμενο των συζητήσεων σε φιλικές συναναστροφές. Και πάλι η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τις κοινωνικής επιστήμες, τη λογοτεχνία και την τέχνη και σχεδόν ποτέ γύρω από τις επιστήμες. Επιπλέον, ενώ οι της απέναντι όχθης, (όπως αναφέρει ανεκδοτολογικά ο C. P. Snow), δεν θα αισθανθούν καθόλου άβολα αν πιαστούν να μην γνωρίζουν τον δεύτερο, ας πούμε, νόμο της θερμοδυναμικής, οι τής ημετέρας όχθης θα στιγματιστούν ανεπανόρθωτα αν δεν είναι σε θέση ν’ απαριθμήσουν τρία τουλάχιστον έργα του Σαίξπηρ. Δεν διαβλέπετε εδώ μια τεράστια, υπέρ ημών των φυσικών, αδικία;

Και να τελειώνανε εδώ οι διακρίσεις, ποιος να το ‘λεγε! Δυστυχώς, επεκτείνονται και σε άλλες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, όπως στην ανταλλαγή δώρων. Όσα επιστημονικά, εκλαϊκευτικά φυσικά, βιβλία τολμώ να χαρίσω σε γιορτές, σχεδόν πάντα κάνουν χρήση της κάρτας ανταλλαγής τους. Ενώ, όσα βιβλία μού χαρίζουν, ποτέ δεν προέρχονται από τα ράφια των επιστημών, μιας και οι φίλοι θεωρούν πάντα υποχρέωσή τους να με καταστήσουν κοινωνό των δικών τους γνωστικών πεδίων, ενώ οι ίδιοι ποτέ δεν διανοούνται να καταβάλουν έστω και μια μικρή προσπάθεια για να καταστούν κοινωνοί και του δικού μου. Πείτε μου, δεν αποτελεί αυτή η διάκριση προσβολή;

Βέβαια, κάποιοι στη συνέχεια θα κατηγορήσουν και τους θετικούς επιστήμονες για αλαζονεία, μιας και ένας μαθηματικός θεωρεί δεδομένο ότι ένας φιλόσοφος αδυνατεί να κατανοήσει τα μαγικά σημάδια των εξισώσεών του, ενώ ο ίδιος έχει την εντύπωση ότι μπορεί άκοπα να διεισδύσει στο φιλοσοφικό σύμπαν του άλλου. Η αλήθεια όμως είναι, ότι έχω συναντήσει περισσότερους φυσικούς που προσπαθούν να φιλοσοφήσουν, παρά κοινωνιολόγους που προθυμοποιούνται να σεργιανίσουν λιγάκι και στα δικά μας χωράφια.

Από όσα εξέθεσα στα προηγούμενα γίνονται λοιπόν φανερά δυο πράγματα. Πρώτα, ότι η κοινωνία στέκεται κουμπωμένη στην επιστημονική γνώση και σε απόσταση. Ειδικά τώρα που οι επιστημονικές πρόοδοι θέτουν ανοιχτά ηθικά διλήμματα, τα οποία για να μπορέσει να τα διαπραγματευθεί θα πρέπει να έχει μια κάποια επιστημονική κατάρτιση. Και δεύτερο, ότι η ολοένα και μεγαλύτερη εξειδίκευση στις σπουδές και η στροφή των πανεπιστημίων προς την επαγγελματική κατάρτιση κυρίως, παρά προς την καλλιέργεια, βαθαίνει ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στις θετικές και τις κοινωνικές επιστήμες.

Τα περισσότερα πανεπιστήμια θετικής κατεύθυνσης έχουν αναγνωρίσει αυτή τη διάσταση, από καιρό, αν και έχω την εντύπωση ότι η εισαγωγή μαθημάτων ανθρωπιστικής κατεύθυνσης γίνεται περισσότερο για τα μάτια και τους τύπους, παρά για την ουσία. Και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουν οι φοιτητές, δηλ. τα έχουν κοινώς γραμμένα. Δεν ξέρω αν αντίστοιχες κινήσεις καλής θέλησης, έστω και εικονικώς, γίνονται και από τις ανθρωπιστικές σχολές, διότι

«Η Τέχνη χωρίς την Επιστήμη θα ήταν τόσο ζοφερή, όσο και η Επιστήμη χωρίς την Τέχνη».

Μάλλον όμως ζούμε σε μια εποχή, που είναι αρκετά ζοφερή για να μπορεί ν’ αναγνωρίσει την αξία της παραπάνω πρότασης και να κινηθεί αναλόγως.

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Το Αόρατο Χέρι των Γονιδίων


Μόλις προχτές, στην προηγούμενη δηλαδή ανάρτηση, γράφαμε για την ιστορική εξάρτηση των θεωριών, για το πώς δηλαδή οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες υπεισέρχονται στον τρόπο δόμησής τους και στο είδος των ερωτημάτων που διατυπώνουν. Οι θεωρίες, παρά το γεγονός ότι επιδιώκουν την αχρονικότητα και την αντικειμενικότητα, στην πραγματικότητα φέρουν, άλλες πολύ άλλες λίγο, την σφραγίδα της εποχής τους.

Με βάση λοιπόν τα προηγούμενα, δεν θα μπορούσα να βρω αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα από τις θεωρίες των εξελικτικών ψυχολόγων για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Βασικός ισχυρισμός τους είναι ότι οι κοινωνικές σχέσεις απορρέουν από γενετικούς υπολογισμούς, δηλαδή από ασύνειδες συμπεριφορές και «υπολογισμούς» των γονιδίων με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ατομικής γενετικής αποσκευής, ανάγοντας τις κοινωνικές σχέσεις σε προϊόν ιδιωφελούς ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων. Τα άτομα αυτά ή τα γονίδιά τους, σύμφωνα με τη θεωρία, υπολογίζουν τα συμφέροντά τους με βάση μια λογική οφέλους-κόστους, που σκοπό έχει τη διάδοση του γενετικού υλικού στις επόμενες γενιές μέσα από τη φυσική επιλογή.

Προφανώς δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να καταλάβουμε ότι η αντίληψη αυτή του γενετικού ατομικισμού στηρίζεται ρητά ή υπόρρητα στις πολιτισμικές αξίες της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, βάσει της οποίας οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να αναχθούν στις σχέσεις αγοράς.

Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ο, με κραυγαλέο τρόπο, εμποτισμός των βασικών υποθέσεων της ψυχολογικής αυτής θεωρίας, που θέλει να δρέψει μάλιστα και δάφνες αντικειμενικότητας, από το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε παρά τις εμφανείς της αδυναμίες στο να εξηγήσει τις περίπλοκες μορφές κοινωνικότητας στους διάφορους πολιτισμούς, αντί να αναρωτηθεί για τις υποθέσεις της και να τις αναθεωρήσει, προτιμά να προβεί ως και σε επινοήσεις πληθώρας φανταστικών γονιδίων, όπως γονίδιο για την συζυγική πίστη, γονίδιο για τον αλτρουισμό, γονίδιο για την υποταγή, γονίδιο για τη γκρίζα λογιστική, γονίδιο που οδηγεί το χιμπατζή να δώσει μισό κιλό κρέας στον αδελφό του, γονίδιο που συνιστά στους πιθήκους να αγαπούν τους άλλους πιθήκους που έχουν θηλάσει από το στήθος της μητέρας τους, και τέλος πάντων έως και γονίδιο για το μουνί της Χάιδως, και να απαλείψει το ρόλο του πολιτισμού και της μάθησης.

Θα ξέφευγα από τον σκοπό μου, αν παρουσίαζα λεπτομερέστερα τις προκείμενες και τις τρύπες της θεωρίας αυτής. Αυτό, για όσους ενδιαφέρονται, γίνεται με πολύ τεκμηριωμένο τρόπο στο βιβλίο της Susan MacKinnon «Νεοφιλελεύθερη γενετική», εκδ. Του Εικοστού Πρώτου.

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

H Iστορία της Aντικειμενικότητας


Τις προάλλες παρευρέθηκα σε μια διάλεξη για την ιστορία της αντικειμενικότητας, ο τίτλος της οποίας έκανε πολλούς από τους ακροατές να αναρωτηθούν για την ορθότητά του, αποδίδοντάς τον μάλλον σε τυπογραφικό λάθος, καθ ότι το πιο σωστό θα ήταν η διάλεξη να πραγματευόταν, αντ’ αυτού την αντικειμενικότητα της Ιστορίας, μιας και δεν είναι εύκολα κατανοητό κάποιο γεγονός που θεωρείται αντικειμενικό να διαθέτει και ιστορία, δηλαδή να αλλάζει ο βαθμός αξιοπιστίας του σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα. Τότε, κρίσεις ή γνώσεις που κατοχυρώνονται σαν αντικειμενικές θα έρχονταν σε αντίφαση με τον εαυτό τους αν άλλαζαν με τα χρόνια.

Εξετάζοντας ο ομιλητής Θόδωρος Αραμπατζής, αν. καθ. του ΜΙΘΕ, τις διαφορετικές εκδοχές της αντικειμενικότητας και τα περιεχόμενα της έννοιας αυτής, καταλήγει ότι οφείλει να πληρούται τουλάχιστον μια από τις επόμενες τρεις διαφορετικές προϋποθέσεις:
1) η αμεροληψία και αποστασιοποίηση του υποκειμένου από το υπό εξέταση αντικείμενο,
2) η πλήρης εξάλειψη του υποκειμένου, αντικαθιστώντας το από το πείραμα και τις στατιστικές τεχνικές, ή
3) η απόλυτα πιστή αναπαραγωγή της φύσης, η λεγόμενη και «θέα από το πουθενά», προϋπόθεση φυσικά άκρως ουτοπική.

Η εξασφάλιση της αντικειμενικότητας αποτελεί καθήκον της Επιστημονικής Μεθόδου, η οποία συνίσταται από
1) την Παρατήρηση,
2) το Πείραμα, η ανάκριση δηλαδή της φύσης κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες,
3) τη μαθηματικοποίηση / ποσοτικοποίηση της γνώσης με την επινόηση και κατασκευή θεωριών και μοντέλων και
4) την επιλογή θεωρίας μέσα από ένα σύνολο ανταγωνιστικών θεωριών.

Κάθε ένα λοιπόν από τα προηγούμενα συστατικά στοιχεία φέρει την σφραγίδα της εποχής του και είναι ιστορικά διαμορφωμένο.

Αν σταθούμε προς το παρόν στην Παρατήρηση, διαπιστώνουμε ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι όλοι βλέπουμε τα ίδια πράγματα και με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, ενώ στον 17ο αιώνα το αντικειμενικό ήταν σύμφυτο με τη σύλληψη της λανθάνουσας, ιδεατής και εξιδανικευμένης μορφής των φυσικών πραγμάτων, από την εποχή αυτή και μετά, η έννοια του αντικειμενικού συνάδει με την εξάλειψη της υποκειμενικότητας και της παρέμβασης του παρατηρητή. Στην εποχή μας δε, η αντικειμενικότητα πειραματικών αποτελεσμάτων, ιδίως εκείνων που εξάγονται από την παρατήρηση πολύπλοκων φυσικών φαινομένων, αποτελεί προϊόν «διαβούλευσης», ορίζεται δηλαδή ως το προϊόν της κρίσης ειδικών επιστημόνων χωρίς να μπορεί να υπαχθεί εξ ολοκλήρου σε λογαριθμικούς κανόνες. Και τούτο, διότι η παρατήρηση αυτή καθ’ αυτή είναι θεωρητικά προσδιορισμένη, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την θεωρία η οποία και την κατευθύνει.

Κοντολογίς παρατηρητές με διαφορετικές θεωρητικές πεποιθήσεις εκτός από το γεγονός ότι διεξάγουν διαφορετικά πειράματα, βλέπουν και αξιολογούν το ίδιο φαινόμενο με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τη βαρύτητα που κατέχει στην εν λόγω θεωρία που υιοθετούν και η οποία αποτελεί και την αφετηρία για το ποιες παρατηρήσεις και πειράματα θα διεξαχθούν.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το πείραμα. Πάλι πίσω στον 17ο αιώνα, τα πειράματα διεξάγονταν δημοσίως, και δεν ήταν υποχρεωτικό να συνδέονται με κάποια θεωρία, όπως συμβαίνει σήμερα, όπου καλούνται να την νομιμοποιήσουν ή να την απορρίψουν.

Οι θεωρίες κυρίως, είναι αυτές που πρώτες απ’ όλες υπόκεινται σε ιστορική εξάρτηση. Και στο σημείο αυτό δεν εννοώ την εξέλιξη, βελτιστοποίηση ή και εγκατάλειψη των θεωριών εν όψει νέων τεχνικών και πειραματικών αποτελεσμάτων, αλλά την εξάρτησή τους από κοινωνικές και πολιτισμικές επιρροές οι οποίες υπεισέρχονται στον τρόπο που δομούνται και στο είδος των ερωτημάτων που τίθενται απαιτώντας απαντήσεις. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η επίδραση των βικτοριανών ηθών στη διαμόρφωση της θεωρίας της εξέλιξης και του ανορθολογικού κλίματος της εποχής της Βαϊμάρης, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στη σύλληψη της κβαντικής θεωρίας.

Αν οι θεωρίες λοιπόν υποφέρουν στη σύγχρονη εποχή από κρίση αντικειμενικότητας, όπως την ορίσαμε στην αρχή του κειμένου, πού πάει τότε η εγκυρότητα της επιστήμης; Εκπορθείται και αυτή από τη λαίλαπα του σχετικισμού;

Ευτυχώς όχι, γιατί υπάρχει ένα σύνολο υπερκείμενων καλά θεμελιωμένων θεωριών, όπως η κλασσική και κβαντική μηχανική, η ειδική και γενική θεωρία της σχετικότητας, ο ηλεκτρομαγνητισμός κ.α., οι οποίες αναπαριστούν με μεγάλη ακρίβεια τη φυσική πραγματικότητα, την ερμηνεύουν και επιπλέον αποτυπώνονται σε πληθώρα τεχνολογικών προϊόντων που προκύπτουν σαν εφαρμογές των ως άνω θεωριών. Οι θεωρίες αυτές παρέχουν τα δομικά στοιχεία για την επινόηση όμως πληθώρας υποκείμενων μοντέλων τα οποία ενσωματώνουν υποθέσεις για την περιγραφή επί μέρους φαινομένων και τα οποία αναλόγως της πολυπλοκότητάς τους, τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται λανθασμένα ή αναποφάσιστα και συνεπώς εγκαταλείπονται. Για να εγκαταλειφθεί η υπερκείμενη θεωρία θα πρέπει η συσσώρευση αντιτιθέμενων αποδείξεων να είναι τόσο μεγάλη, ώστε οποιαδήποτε τροποποίηση των υποθέσεων και βελτίωση των υποκείμενων μοντέλων να αδυνατεί να αναπαράξει τα πειραματικά αποτελέσματα.

Αν θεωρήσουμε ότι εκεί έξω υπάρχει μια μόνη και μοναδική αλήθεια που μένει να ανακαλυφτεί, τότε οι σωστές υποθέσεις και τα ερωτήματα που βάζει κάθε εποχή θα επιταχύνουν την αποκάλυψή της. Αν όχι, απλώς θα την επιβραδύνουν.

Μακρύ λοιπόν το ταξίδι, ευτυχώς δηλαδή, για να μην ξεμείνουμε ποτέ από δουλειά και πλήξουμε!



Υ.Γ. Σχετικές με το θέμα παλιότερες αναρτήσεις μου είναι οι;