Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ: Ο ΥΙΟΣ



(...Συνέχεια της τρίτης μέρας)


Άρχισε πάλι να με βρίζει, η καριόλα. Και μόνο που με βλέπει, τής ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Θαρρείς και με μισεί αυτή η γυναίκα. Μάνα μου είναι; Είναι ώρες που στ’ αλήθεια αναρωτιέμαι. Τι θέλει πια από μένα και δεν το βουλώνει; Τελείωσε, της είπα, Σχολείο δεν ξαναπάω. Ούτε στο Τεχνικό, ούτε πουθενά αλλού. Τέρμα για μένα τα γράμματα. Ούτε που ξέρω τι άλλο θέλω να κάνω. Αϊ σιχτίρ! Μήπως βρήκα ποτέ καμιά ησυχία σ’ αυτό το σπίτι να κάτσω να μαζέψω τα μυαλά μου; Τρία δωμάτια όλα κι όλα. Το ένα η μάνα κι ο άλλος, όποτε πατάει κατά δω, το άλλο η γριά με τις μεγάλες, στο σαλόνι τα μικρά και εγώ με τον Στέλιο, που αν δεν σταματήσει να μου ανακατεύει τα πράγματα θα τον κλειδώσω καμιά μέρα στη ντουλάπα να σκάσει να τελειώνουμε. Μήπως και κάθισε κανένας αναθεματισμένος να με ρωτήσει; Τι στο διάολο φταίω εγώ αν αυτοί τα κάνανε ρημαδιό στη ζωή τους; Όλο μου ζητάνε πράγματα να τους κάνω ή μου ζητάνε λόγο για πράγματα που δεν έκανα. Η μάνα κυρίως. Η γιαγιά, του πατέρα μου η μάνα, μέσα στη μούγγα, η άλλη, της μάνας μου, εξαφανισμένη. Αυτή παιδιά δεν μεγάλωσε, για τα εγγόνια της θα νοιαστεί;

Έχω που έχω ένα κουβάρι μπροστά μου να ξεδιαλύνω, έχω κιαυτή να μου φορτώνει τα μικρά. Τι τα ήθελε αφού δεν μπορεί να τα κουμαντάρει; Εγώ της τα ζήτησα; Αχ θεέ μου τι αμαρτίες πληρώνω; Και να φανταστείς πως ακόμα δεν πρόλαβα να κάνω και καμιά της προκοπής. Σκέψου τι θα γίνει σε λίγα χρόνια όταν θ’ αρχίσουν στ’ αλήθεια οι αμαρτίες να μετράνε. Τι σχέση έχω ‘γω μ’ αυτά τα μούλικα; Κορίτσια και μυξιάρικα. Ποιος με ρώτησε εμένα αν τα θέλω! Άλλοι τα κάνουν, σε άλλον τα φορτώνουν. Σκατογονείς!

Και πες μου τι κάνει αυτή όλη μέρα; Μια στο ένα δωμάτιο κλείνεται, μια στο άλλο. Γαμώτο μου, έχω ξεχάσει πια πως είναι το γέλιο, πως είναι να υπάρχει χαρά μες το σπίτι. Τι παιδικά χρόνια και κουραφέξαλα! Οι γελοίοι! Ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν;

Εγώ όμως ξέρω τι θέλω να κάνω. Στ’ αλήθεια. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα είχα σηκωθεί εδώ και καιρό, θα έπαιρνα των ομματιών μου και θα είχα μπαρκάρει. Είχα ρωτήσει από δω κι από κει, είχα πιάσει τις άκρες. Δεν της είπα τίποτα όμως, γιατί θα την έριχνα στη μαύρη απελπισία. Την λυπάμαι γαμώτο μου. Μου σκίζεται η καρδιά που την βλέπω να ρετάρει. Κι ας κάνει την δυνατή και την ανέμελη. Βλέπω τα μάτια της ώρες-ώρες που γυαλίζουν απ τη λύσσα και την αγρύπνια, τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια και το αδιάκοπο σούρτα –φέρτα τη νύχτα απ΄ το δωμάτιο στην τουαλέτα κι από κει στην κουζίνα. Έλιωσε το πάτωμα απ’ το σύρσιμο και την αγρύπνια. Τι να κάνω όμως; Όταν παίρνω βαθιές ανάσες και πάω να της πω κάνα λόγο γλυκό, αυτή με την πρώτη μ’ αρπάζει απ’ τα μούτρα, παίρνει μπρος κι αρχίζει πάλι τα ίδια και τα ίδια. Μου σκίζεται διπλά η καρδιά. Να θέλω και να μην μπορώ. Να θέλει και να μην μπορεί. Άραγε το καταλαβαίνει; Να το καταλαβαίνω εγώ, κι αυτή όχι; Πώς γαμώτο φτάσαμε ως εδώ;

Θα σου πω εγώ. Για όλα φταίνε αυτά τα κορίτσια τα μυξιάρικα. Αν δεν ήταν αυτά θα ήμασταν πιο λίγοι και η μάνα μου θα ήταν άνθρωπος. Δεν θα ‘ταν αυτό το αλλόκοτο, αλλοπρόσαλλο αγρίμι με τα μάτια μονίμως πεταγμένα έξω. Θαρρείς κι από καμιά φορά θυμάμαι λιγάκι πως ήταν τα πράγματα πριν έρθουν αυτά και μας κάνουν άνω-κάτω. Τέσσερα κορίτσια, τα δύο, μ’ ένα πόνο, σε μια γέννα, τα άλλα δυο μέσα σε δυο χρονιές στη σειρά. Και κάθε φορά που κι απ’ ένα μωρό ερχόταν σ’ αυτόν το στάβλο, αντί για χαρά, τη γκρίνια έφερνε και την απελπισία. Ο πατέρας έβριζε τη μάνα, η μάνα έβριζε τον πατέρα που την έπιανε στον ύπνο και την κατάφερνε. Ο Στέλιος ήταν ο τελευταίος. Με το που ήρθε η μάνα με το μωρό απ’ το Νοσοκομείο ο πατέρας άρπαξε το μαχαίρι, της το ‘χωσε κάτω απ’ το πηγούνι και της είπε πως αν ξανάφερνε άλλο μπάσταρδο στο σπίτι θα την έσφαζε σαν το τραγί, κι αυτήν και το μωρό της.


Εγώ ήμουν μεγάλος, και τ’ άκουγα όλα. Έβλεπα τη μάνα που κιτρίνιζε, πιο άσπρη κι απ’ το πανί, ζαλικωνόταν το μωρό και έβγαινε σαν τη τρελή στους δρόμους. Άνοιγε την πόρτα κι ορμούσε όξω σαν την πλημμύρα. Σαν φράγμα που ‘σκασε. Κι αυτό γινόταν συχνά πυκνά. Πώς δεν την πάτησε κανένα αυτοκίνητο! Πώς δεν πήρε κανένα μωρό να το πνίξει, να το πετάξει σε κανέναν τενεκέ; Νομίζεις πολύ θέλει να σαλέψει ο άνθρωπος; Και να τη βλέπω, και να λιώνω, και να μην μπορώ να πέσω πάνω της και να της πω πόσο την αγαπώ, πόσο θέλω να την πάρω απ’ εδώ να την γλιτώσω. Μόνο εγώ κι αυτή, μακριά- μακριά, να ξαναβρεί τη γαλήνη της η γυναίκα, να ξαναγίνει άνθρωπος, να γίνει η μάνα μου. Να ξαναγίνουμε όπως παλιά.


Κι αυτή, τίποτε να μην βλέπει, να μ’ έχει στην άκρη και να με βρίζει και να με χαντακώνει. Ανεπρόκοπο να μ’ ανεβάζει, ανεπρόκοπο να με κατεβάζει. Φίδι, ε! φίδι! Να κάθομαι κοτζάμ άντρας σούζα και να με βρίζει και ‘γω, ο μαλάκας, να τα υπομένω όλα αυτά για χάρη της, για την κωλοκατάσταση να δω πώς θα ξεκαθαρίσει. Πού να φύγω; Ποιο μπάρκο; Θα την φάνε την έρμη. Κάθομαι και κρατάω καραούλι. Αυτή δεν το βλέπει, δεν το καταλαβαίνει. Πού να καταλάβει ότι μ’ έχει λιώσει η έγνοια, ότι δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από πάνω της, ότι στέκομαι πάνω από ένα βάραθρο, με το ένα πόδι εδώ με το άλλο εκεί, μην μπορώντας να αποφασίσω σε ποια μεριά θέλω να πάω.

Μέρα τη μέρα όλο και αφήνει τα πράγματα να ρημάξουν εδώ μέσα. Σαν να ‘χει αποφασίσει ν’ αφήσει το καράβι να μπατάρει, κι όσους πήρε μαζί του, πήρε. Μια άγρια ακινησία έχει καθίσει το σπίτι στο χώμα. Ανατριχιάζω και που το σκέφτομαι. Τίποτε δε σαλεύει, όλα στην τύχη τους. Μου σφίγγεται η ψυχή. Κόμπος δένεται το στομάχι μου. Τα έντερα βγάλανε πληγές, Δεν είναι φαΐ αυτό που τρώω. Λίμα γίνεται που γδέρνει τα σωθικά. Ώρες-ώρες βλέπω το θανατικό να έρχεται. Δεν γίνεται, λέω, εδώ που φτάσαμε, κάποια στιγμή θα έρθει να ταρακουνήσει τα πνεύματα. Ανθρώπου χέρι αδύνατον να βρεθεί τόσο δυνατό που ν’ αλλάξει την κατάσταση. Μόνο ο χάρος έχει τη δύναμη να το κάνει. Με πιάνει σύγκρυο που το σκέφτομαι, αν και πιάνω στα κλεφτά τον εαυτό μου να το θέλει, να παρακαλάει το θανατικό να έρθει, σα λύτρωση, σα κάτι δυνατό και τελεσίδικο, μπας και ξεκαθαρίσει τίποτε.

Και τα μικρά, τι τα χρειαζόμαστε; Κι αυτά μες τη δυστυχία είναι. Και νομίζει κανείς λογικός ότι θα μπορέσουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι, να νοιώσουν τη χαρά, τον πόνο, το γέλιο; Αποκτηνώνονται σιγά-σιγά όπως και οι περισσότεροι εδώ μέσα. Στράφι θα πάνε. Μαγιά που ξίνισε πριν γίνει καν ψωμί. Μηχανές που θα τρώνε και θα χέζουν είναι το καλύτερο που μπορείς να περιμένεις από δαύτα. Ο πατέρας φεύγοντας νόμισε ότι σώθηκε. Βλάκας είναι και χέστης. Αχ αυτή η πνιγηρή ακινησία μού είναι σα θηλιά στο λαιμό. Δεν την αντέχω άλλο την αγωνία. Ας την τραβήξει κάποιος να γλιτώσω.

Σήμερα, θα πάω να την βρω. Δεν θα της μιλήσω. Μόνο θα πέσω στα πόδια της. Θα τα αγκαλιάσω και θα την ικετέψω να μ’ ακούσει. Να με καταλάβει. Να με πάρει στα σοβαρά ότι την θέλω τη μάνα μου. Ότι δεν είμαι ρεμάλι, ότι έχω σχέδια εγώ. Ότι θα φύγω στα καράβια και ότι θα την πάρω μαζί μου. Ότι θα την πάω όπου θέλει να ζήσει σαν άνθρωπος. Στην Κίνα, στην Αργεντινή, στα νησιά του Πάσχα. Όπου θέλει η μανούλα μου.

Μια γλύκα χύθηκε στο πρόσωπο. Αισθάνθηκα τους πόρους να ανοίγουν και το δέρμα να μαλακώνει. Άκουσα θόρυβο στην κουζίνα και πλησίασα. Ήταν εκεί μέσα μόνη. Έτρεξα αποφασισμένος, με δύναμη κατά πάνω της.

Φύγε, αναθεματισμένο, γκάρισε. Θα με λιώσεις. Δεν με βλέπεις που κρατάω αυγά στο χέρι. Τι θέλεις πάλι ανεπρόκοπε! Άντε σύρε στην κάμαρή σου, να μην σε βλέπω και συγχίζομαι!

10 σχόλια:

nelly είπε...

Τον ειχα για πιο ρεμαλι το γιο...

(εβαλες που εβαλες φωτο,βαλε μια πιο κοντινη!)

Ανώνυμος είπε...

θα συμφωνήσω με τη nelly .

PN είπε...

Σιγά-σιγά το φτιάχνουμε βλέπω το λογοτεχνικό παρεάκι. Το βλέπω το βιβλίο να τελειώνει οσονούπω. Εγώ πάντως θα περιμένω αντίτυπο με χειρόγραφη αφιέρωση!!!!

cynical είπε...

@nelly. Κοίτα ποιά μιλάει!!! για τη φωτό εννοώ!. Σιγά-σιγά θα μου ζητήσετε και μια πανοραμική των δοντιών και δακτυλικά αποτυπώματα!

Μπορεί να είναι ρεμάλι ή και να μην είναι αλλά η μανούλα πάντα μανούλα θα είναι.

Καλά δεν βλέπετε καθόλου ταινίες με τη Μαφία; Μπορεί να είναι Exterminators και Killers αλλά στη μανούλα όλα τα αγόρια κάθονται σούζα!

cynical είπε...

@de profundis, διάβασε τα σχόλια για τη Νέλλη σχετικά με το γιό.

cynical είπε...

Γειά σου VK. Την αφιέρωση θα την κάνω μετά χαράς. Αλλά, βρε παιδί μου θα σας παρακαλούσα το βιβλίο να το αγοράζατε. Να μου αφήσει και κανένα φράγκο αυτή η ρημαδο-οικογένεια!

Swell είπε...

@Nelly, de Profundis: Καλά στη φωτογραφία βρήκατε να σταθείτε; Δεν εντυπωσιαστήκατε από το μεγαλείο της σχέσης;

cynical είπε...

@swell, αυτονών παιδί μου, το δάσος τους δείχνεις, στο δάχτυλο μένουν.
Είναι τόσο το σπάραγμα που δεν τ' αντέξαν να το δουνε.

Ανώνυμος είπε...

Για λόγους ίσης μεταχείρησης των ανάγνωστών παρακαλώ όταν απευθύνεσαι στον swell το παιδι να μπαίνει με διπλά εισαγωγικά.
Δεν αναφέρθηκα στη φωτό απλά δεν περιμένα τόσα ελαφρυντικά γιά το γιό.

cynical είπε...

@de Profundis. Ζητώ ταπεινά συγνώμη που παρανόησα σχετικά με φωτό και αποκαθιστώ την αλήθεια με την υπόσχεση να μην βγάλω ποτέ αυθαίρετα συμπεράσματα στη ζωή μου. Never again. This is a promise!

Καλά θα σου κάνω το χατίρι με το """παιδί""", (έβαλα κι ένα παραπάνω να σ' εξευμενίσω),αλλά την επόμενη φορά τόσο εσύ όσο και ο swell σ' αυτό εδώ το blog, θα μπαίνετε μόνο με την επίδειξη της αστυνομικής σας ταυτότητας. Για να μην σας στείλω στο πένταθλο, ώστε να κρίνω εξ ιδίων από τις επιδόσεις.
Τρομάρα σας!