Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Το Μέλλον των Ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα


Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η χώρα έχει πάρει πια φόρα και κατρακυλάει. Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να πρωτογράψω! Τα ομόλογα των Ταμείων που εξαερώθηκαν; Τη ζημιά από το Βατοπέδι; Τη δολοφονία του Αλέξη; Την εξέγερση του Δεκέμβρη; Τη ΣΕΧΤΑ; Τις σφαίρες που αμολάει όπου βρει, ο καθ’ ένας διαταραγμένος ένστολος; Τις απανωτές απαγωγές; Τις θεαματικές αποδράσεις από φυλακές υψίστης ασφαλείας;

Α!!, γι αυτό το τελευταίο, μάλιστα, άρχισαν πάλι οι κραυγές και οι οιμωγές για το ανύπαρκτο κράτος, για τη διάλυση των φυλακών, για τη διαφθορά των δεσμοφυλάκων, για το αδιαχώρητο των φυλακών, για την κατάσταση των φυλακισμένων, για τη μάνα του Κίτσου και για το ξέφραγο αμπέλι της Καρδιτσομαγούλας και του Άνω Κορυδαλλού. .

Ειδικοί αναλυτές εκτιμούν ότι το πράγμα δεν πάει παραπέρα και ότι έφτασε πια η ώρα να παρθούν μέτρα σκληρά. Η Κυβέρνηση βέβαια καιρό τώρα, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παίρνει τα μέτρα της, (για να επανεκλεγεί), αλλά εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι, αυτά είτε δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, είτε ότι δεν είναι πολύ τολμηρά.

Σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση, που είναι και η σωστή, η Κυβέρνηση έπραξε αρκετά ορθά όταν ξεκίνησε ή συνέχισε τις ιδιωτικοποιήσεις. Και οι εταιρίες εξυγιάνθηκαν και κερδοφόρησαν, και το κράτος γέμισε τα ταμεία του με μπόλικο χρήμα να το διαθέσει στους φτωχούς και αναξιοπαθούντες. Όμως, κάπου εκεί η Κυβέρνησε ξέμεινε από μπαταρίες και το πράγμα δεν προχώρησε.

Δεδομένης της αναποτελεσματικότητας της Αστυνομίας και των προβλημάτων των φυλακών, τι πιο εύλογο λοιπόν, από το να απαλλάξει τους δυο αυτούς θεσμούς από την ρυπαρή αγκαλιά του φαύλου κράτους και να τούς παραδώσει στα στιβαρά χέρια των ιδιωτών;

Μην τρομάζετε! Το βήμα που θα έχει να κάνει, δεν θα είναι και πολύ μεγάλο. Ήδη λειτουργούν δεκάδες, να μην πω και εκατοντάδες εταιρίες security, με οργάνωση, management, υλική υποδομή και πειθαρχημένο προσωπικό, το οποίο με μια ταχύρυθμη εκπαίδευση, θα μπορούσε να αντεπεξέλθει με τον καλύτερο τρόπο στις περιστάσεις, μιας και δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτεί κάθε φορά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό λαό, αλλά στον προϊστάμενό του μόνο.

Εναλλακτικά, το κράτος θα μπορούσε να βγει στη γύρα, για ν’ αναζητήσει θεσμικούς επενδυτές για ολόκληρο το σώμα, όπως ακριβώς έκανε και με τις υπόλοιπες προβληματικές επιχειρήσεις. Κι επειδή θα αναρωτιέστε ποιο θα είναι το κέρδος του επενδυτή από τη συγκεκριμένη εξαγορά, θα σας απαντήσω ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι κερδοφορίας, ένας εκ των οποίων θα μπορούσε να είναι οι συνδρομές ή donations εκ μέρους αυτών που θα ήθελαν να προστατευθούν, όπως περίπου και με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Το συγκεκριμένο παράδειγμα δείχνει καθαρά ότι η ιδιωτικοποίηση της Αστυνομίας είναι ένας εφικτός στόχος, και δεν σκοπεύω να καταθέσω τώρα ολόκληρο το business plan.

Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και με τις φυλακές. Στην περίπτωση αυτή δεν θα χρειαζόμασταν να ξαναεφεύρουμε τον τροχό. Θα παίρναμε το know how από τις αμερικανικές ιδιωτικές φυλακές ή θα αγοράζαμε κάποιο franchise από ένα δοκιμασμένο μεγάλο οίκο του εξωτερικού. Μας αρέσει νομίζω, να είμαστε σαν τις θείτσες συνέχεια στη γκρίνια, για το πόσο στριμόκωλα είναι τα πράγματα στις φυλακές, για το πόσες κακοτεχνίες έχουν, για τα βουλωμένα μπάνια και το κακογυαλισμένο παρκέ. Η λύση είναι εδώ και φωνάζει! Ιδιωτικοποιώντας τες, και οι φυλακές θα πληθύνουν, και το σέρβις θα γίνει καλύτερο.

Οι μεγαλοληστές, παραχαράκτες, μιζαδόροι, καταχραστές, προμηθειολήπτες, και άλλες τινές ευγενείς ομάδες, από τις οποίες και σαφώς, δεν λείπει το χρήμα, θα μπορούν ν’ απολαμβάνουν καλύτερη θέση σε φυλακές, ας πούμε 5 αστέρων, με την υποχρέωση όμως να καταβάλουν κάποιο τίμημα για τους λιγότερο εύπορους, αλλά περισσότερο τίμιους συγκρατούμενούς τους. Δηλαδή, οι φυλακές με ιδιωτικό management, θα μπορούσαν να αποτελέσουν φυτώριο μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης και παράδειγμα προς μίμηση και για την υπόλοιπη κοινωνία.

Αφού θα ακολουθήσουμε το ίδιο μοντέλο και με τον στρατό, νομίζω ότι η Κυβέρνηση θα είναι πια ώριμη να ιδιωτικοποιήσει και τον ίδιο της τον εαυτό, σαν μια ύστατη πράξη αυτοθυσίας! Μα θα μου πείτε γίνεται; Και βέβαια γίνεται και παραγίνεται.

Πρώτα, πρώτα, μπορούμε να το ζητήσουμε εμείς οι ίδιοι. Δεν θα είμαστε άλλωστε οι πρώτοι. Εδώ και καιρό, μια χούφτα λαοί έχουν βγει στο μεϊντάνι και θερμοπαρακαλούν, «καλέ πάρτε μας, καλέ πάρτε μας!». Παλιά ήταν οι Αλβανοί, που τόχανε καημό να γίνουνε προάστιο της Αμερικής. Πιο πρόσφατα είναι οι Λετονοί, οι οποίοι, αφού η έκκλησή τους για αγορά από τους Σουηδούς δεν έτυχε ευμενούς υποδοχής, (είχε σκαλώσει η δουλειά στο πανωπροίκι), συνέταξαν ένα ωραίο γράμμα προς τον εξέχοντα κ. Ρομάν (Αμπράμοβιτς), για να καταχωρήσει κι αυτουνούς στα περιουσιακά του στοιχεία.

Δεδομένων των συνθηκών, ότι δηλαδή, και το ανάλογο ενδιαφέρον για αγοροπωλησίες κρατών υπάρχει, και μεγάλα κεφάλαια κυκλοφορούν για επενδύσεις, η Ελλάδα νομίζω ότι θα μπορέσει να πετύχει καλή τιμή και εμείς έναν καλύτερο ηγέτη.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Το Μαχαίρι και το Κόκκαλο


Έχω έναν καλό φίλο τον Παναγιώτη, ο οποίος που και που, όταν δεν παίρνει τα βουνά και τα λαγκάδια, ασχολείται και με τα μεγάλα θέματα της επιστήμης. Λύνει, δένει εξισώσεις και όλο μου λέει με παράπονο, πόσο τάχατες κοντά έφτασε στο αποτέλεσμα, αλλά να, την τελευταία στιγμή κάτι πήγε πάλι στραβά και αντί για λαγός βγήκε μόνο το πετραχείλι.

Σήμερα, παίρνοντας έμπνευση από τα τρέχοντα, μού έστειλε το καινούργιο του πόνημα να το αξιολογήσω. Η ικανοποίησή μου ήταν τόσο μεγάλη, που αποφάσισα να το δώσω στη δημοσιότητα.


Ιδού λοιπόν!


Έλληνες ερευνητές συμμετέχουν σε μεγάλο επιστημονικό πείραμα!!

Στο τελευταίο τεύχος του, το επιστημονικό περιοδικό magic planet, ασχολήθηκε με την δομή και την σχέση των δυο σωματιδίων που σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες υπάρχουν στον πυρήνα του ατόμου, και που είναι γνωστά στον επιστημονικό κόσμο σαν μαχαίρι και κόκαλο. Είναι γνωστό πόσο έχει απασχολήσει τους επιστήμονες όλου του κόσμου, η σχέση των δύο αυτών σωματιδίων, ο ηλεκτρονικός δηλαδή δεσμός που τα κρατάει σε μια απόσταση μεταξύ τους. Σύμφωνα με τις τελευταίες θεωρίες η απόσταση αυτή δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβάλλεται μέσα στον πυρήνα του ατόμου κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, έτσι ώστε να μην είναι ποτέ δυνατόν να μηδενιστεί. Πολλά σενάρια έχουν γραφεί για τις συνέπειες της σύμπτωσης των δύο αυτών σωματιδίων. Από πολύ αισιόδοξα, που αφορούν ειρηνικούς σκοπούς, δηλαδή την ιατρική, τις επικοινωνίες και τις μεταφορές , μέχρι και τα πιο απαισιόδοξα, που μιλούν για την καταστροφή του πλανήτη ακόμη και… του πλανητικού μας συστήματος! Το σίγουρο είναι ότι ενέργεια που θα εκλυθεί από την σύμπτωσή τους θα είναι εκατομμύρια φορές περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη γνωστή μέχρι σήμερα, όπως σχάση πυρήνων αντιύλη κλπ. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι επιστήμονες –και έλληνες!!- σ’ ένα από τα μεγαλύτερα πειράματα που έγιναν ποτέ, είναι ότι είναι αδύνατον αυτή η απόσταση να μηδενισθεί. Ας μην ανησυχούν λοιπόν οι απαισιόδοξοι:


Δεν πρόκειται ποτέ το μαχαίρι να φτάσει στο κόκαλο!!!

Αμερική-Ισραήλ: Εκλεκτικές Συγγένειες


Κάποια χρόνια πίσω, είχε πέσει στα χέρια μου ένα ενδιαφέρον βιβλίο, “Key Words in American Life: Understanding the United States”, γραμμένο από δυο καθηγητές πολιτισμικών σπουδών, ένα Γάλλο και έναν Αμερικανό, σχετικά με την κατανόηση του αμερικανικού λαού μέσα από την παρουσίαση, στην ιστορική τους προοπτική, βασικών λέξεων και εννοιών, οι οποίες διατρέχουν το συλλογικό του φαντασιακό και αποτελούν τη στόφα του. Ενδεικτικά, το βιβλίο εξετάζει την ιστορική προέλευση και το ιδεολογικό βάρος σε όλες τις περιόδους, εννοιών όπως, Σύνταγμα, Ελευθερία, Εφευρετικότητα, Εργασία, Σύνορο, Πρόοδος, Πλουραλισμός, Επιτυχία, Δημοκρατία, και άλλες πολλές. Τελευταία άφησα την έννοια της «Γης της Επαγγελίας» την οποία θα απομονώσω και θα αναπτύξω λίγο παρακάτω.

Πριν λίγο καιρό, με τη νέα ισραηλινή επίθεση στη Γάζα και την σφαγή που ακολούθησε, καθώς και με την επιβεβαίωση για άλλη μια φορά της φιλο-ισραηλινής στάσης των Αμερικανών, αναβίωσε στο μυαλό μου ένα παλιό ερώτημα σχετικά με το τι μπορεί να είναι αυτό που κάνει το δέσιμο των δυο αυτών λαών τόσο ισχυρό. Φυσικά υπάρχει η πραγματιστική εξήγηση περί των στρατηγικών πλεονεκτημάτων μιας τέτοιας συμμαχίας, πλεονεκτήματα όπως ο έλεγχος μιας πετρελαιοπαραγωγού ζώνης και η διαίρεση των Αράβων της περιοχής, αλλά και πάλι η εξήγηση αυτή δεν μου φαινόταν και τόσο επαρκής.

Ώσπου σήμερα οι δυο προηγούμενοι παράγραφοι ήρθαν και έπεσαν η μια πάνω στην άλλη, και νομίζω ότι η σύμπτωση αυτή έδωσε ένα καινούργιο νόημα στην ισχυρή, έως σκανδαλώδη, αμερικανο-ισραηλινή φιλία, η οποία, ομολογουμένως, ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια μιας συμβατικής συμμαχίας δυο κρατών με κοινά συμφέροντα.

Αν πάμε πίσω στο χρόνο, οι πρώτοι πουριτανοί άποικοι που, διωγμένοι από τα μέρη τους είτε για θρησκευτικούς λόγους, είτε επειδή είχαν χάσει τη γη τους, ξεμπάρκαραν στις ακτές της Νέας Αγγλίας γύρω στο 1630, συνέκριναν τους εαυτούς τους με τον εκλεκτό λαό της παλαιάς Διαθήκης και συνταυτίζονταν με τους Εβραίους κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Ήταν πολύ εύκολο γι αυτούς να συγκρίνουν τις ταλαιπωρίες που είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια του πολύμηνου ταξιδιού τους διασχίζοντας τον ωκεανό, με τις αντίστοιχες των Εβραίων διασχίζοντας την έρημο του Σινά. Ο δε καινούργιος τόπος ταυτιζόταν με τη Γη της Επαγγελίας, όπως έχει καταγραφεί σε ποικίλα βιβλία εκείνης της περιόδου, ενώ οι φυλές των γηγενών Ινδιάνων παρομοιάζονταν με τους Χανανίτες, οι οποίοι είχαν καταλάβει και κατοικούσαν στην Παλαιστίνη.
Από τότε και για τρεις περίπου αιώνες, οι άποικοι συνέχιζαν να βαφτίζουν τα παιδιά τους με εβραϊκά ονόματα της παλαιάς Διαθήκης, και η Βοστόνη απετέλεσε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, σημαντικό φιλοσημιτικό κέτρο. Η θεοκρατική δε οργάνωση των πρώτων αποικιών, ενδυνάμωσε επιπλέον την αναλογία με τις φυλές του Ισραήλ. Κατά τους 17ο και 18ο αιώνες τα Εβραϊκά ήταν η γλώσσα των μορφωμένων, ενώ οι χαιρετιστήριες ομιλίες στο Harvard δίνονταν στην ίδια γλώσσα.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η Εβραϊκή ηγεμονία στην αμερικανική πολιτική οφείλεται εν πολλοίς στην ιδεολογική συνάφεια των δυο λαών, η οποία περιλαμβάνει παρόμοιους μύθους για την ίδρυση των κρατών τους. Το ότι οι δυο αυτοί λαοί μοιράζονται και αρκετά χαρακτηριστικά και αξίες από πολύ παλιότερες εποχές, νομίζω ότι αρκούν για να δώσουν μια εξήγηση για την ξεχωριστή θέση που έχει το Ισραήλ στην καρδιά και την πολιτική της Αμερικής.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Η Σημασία της Βλακείας στην Επιστημονική Έρευνα


Πριν από λίγες μέρες έπεσε στα χέρια μου άρθρο κάποιου Martin Schwartz από το πανεπιστήμιο της Virginia με τον αρκετά εκκεντρικό τίτλο, «Η σημασία της βλακείας στην επιστημονική έρευνα». (Ναι, ξέρω, έχω καλό χέρι και όλο κάτι τέτοια περίεργα άρθρα τραβάω απ’ τον κορβανά του internet). Επειδή αυτό το blog έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με το επίμαχο θέμα της βλακείας, καθώς και αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς, όπως δείχνει η πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή, και επειδή μέσω αυτού του άρθρου θα μπορούσα επί τέλους να αποδώσω το ασήμαντο ερευνητικό μου έργο στην πλεονάζουσα ευφυΐα μου και όχι στην απύθμενη νοητική μου ανεπάρκεια, αποφάσισα να στρωθώ και να το διαβάσω μετά μεγίστης προσοχής.

Τι θέλει λοιπόν να πει ο ποιητής; Ποιους βαθυστόχαστους συλλογισμούς επιστρατεύει για να ανατρέψει δεδομένα αιώνων, ότι βλακεία και επιστημονική έρευνα δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν; Βέβαια, όσοι παροικούν την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα περί αντιθέτου, αλλά, άντε τόλμα να βγεις στη ρούγα να το πεις, χωρίς να κινδυνεύεις να σε ξεφωνίσουν.

Ο συλλογισμός του κυρίου καθηγητή αποδείχθηκε απλός, και, φευ!, αρκετά πειστικός. Εν περιλήψει, λέει τα εξής:

Γενικώς, ως καλός φοιτητής θεωρείται εκείνος ο οποίος διαβάζει μια δεδομένη ύλη, την αφομοιώνει επαρκώς, και στη συνέχεια περνάει με ευκολία όλα τα tests και τα μαθήματα, στις πλείστες δε των περιπτώσεων, με πολύ καλό βαθμό. Κάνει τις εργασίες του, δείχνει να παίζει το αντικείμενο στα δάχτυλα, πάει και τις τσάρκες του, για να μην τον λένε και φύτουλα, και φυσικά, δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που θα αμφισβητήσει ότι ο φέρελπις αυτός νέος δεν είναι και ευφυής.

Όταν όμως ο πολλαπλώς διαγνωσμένα ευφυής αυτός νεαρός, θελήσει να εντρυφήσει στα σκοτεινά μονοπάτια της υψηλής έρευνας, για την οποία φέρεται ταγμένος, τότε, αργά ή γρήγορα ανακαλύπτει ότι αδυνατεί να δώσει απαντήσεις σε αρκετά από τα ερωτήματα που θέτει. Ενώ τούτο αποτελεί εύλογη αδυναμία, γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει έρευνα, να χτυπάς δηλαδή κλειστές πόρτες, μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων αν θα πάρεις και αν ποτέ, απάντηση, ο ευφυής νεαρός που είναι εθισμένος στις σωστές απαντήσεις, αρνείται να προσαρμοστεί στην ιδέα της άγνωστης ύλης, λιποψυχεί, θεωρεί τον εαυτό του ανίκανο και βλάκα, και ενίοτε λακίζει για πιο ευκολοπάτητα μονοπάτια.

Αντιθέτως, ένας νεαρός, ο οποίος προσέρχεται προετοιμασμένος για να μην έχει πάντα έτοιμες τις απαντήσεις, με κίνδυνο να θεωρηθεί από τους αμύητους ομοίους του ακόμα και βλάκας, έχει την υπομονή να χτυπάει κλειστές πόρτες, να βάζει ερωτήματα, να προσπαθεί, ν’ αποτυγχάνει, αποδεχόμενος τον κίνδυνο να μην κατορθώσει ποτέ να πάρει μια απάντηση σωστή. Αυτός ακριβώς ο τύπος του νεαρού είναι κατάλληλος για έρευνα, αποφαίνεται ο Prof. Schwartz, και είναι αυτός τον οποίον κατονομάζει βλάκα!

Γιατί λοιπόν, τα έγραψα όλα αυτά; Νομίζω, ότι το επιμύθιο είναι ορατό, όπως και οι εφαρμογές που έχει στην πραγματική ζωή. Δηλαδή, θέτοντας ερωτήματα ή κάνοντας κινήσεις που μπορούν να απαντηθούν/δικαιωθούν από ένα ρεπερτόριο έτοιμων απαντήσεων/παραδειγμάτων, μπορεί μεν, να διασώζουμε την αυτοπεποίθησή μας και να αφήνουμε ατσαλάκωτη την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, στην πραγματικότητα όμως, είναι η βουτιά στα βαθιά, αυτή που θα φέρει κάποια σημαντική αλλαγή. Και όσο πιο άνετα αισθανόμαστε με την πιθανότητα να είμαστε μέτριοι και να κάνουμε και λάθη, τόσο πιο πολύ θα είμαστε ανοιχτοί στο άγνωστο, στην έκπληξη και στις μεγάλες ανακαλύψεις στη ζωή.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Περί Κρίσης και Πάλι: Μια Άλλη Οπτική



Στο τελευταίο τεύχος του Newsweek βρήκα ένα ενδιαφέρον άρθρο του Zachary Karabell ο οποίος, παραθέτοντας οικονομικά στοιχεία, προσπαθεί να ανασκευάσει το μύθο ότι ο μέσος αμερικανός τα τελευταία χρόνια ζούσε σε υπερβολικό χρέος και πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων. Μπορεί, αυτό όντως να συνέβη σε ορισμένες ομάδες ανθρώπων, αλλά συγκρινόμενοι με την Wall Street, η οποία χρεωνόταν 30 φορές περισσότερο από τα κεφάλαια που διέθετε, οι αμερικανοί καταναλωτές συμπεριφέρθηκαν με αρκετή σύνεση.

Και τώρα να δούμε τι μας λένε οι αριθμοί.
Στο τέλος του 2007, το χρέος των καταναλωτών σε κάρτες και δάνεια εκτός στεγαστικών, ανερχόταν στα $2.6 τρισεκατομμύρια, το οποίο μεταφράζεται σε $8.500 κατά κεφαλή, ενώ το 2003, το ίδιο χρέος ανερχόταν σε $2 τρισεκατομμύρια, δηλαδή υπήρξε όντως μια αύξηση. Την ίδια στιγμή όμως, τα στεγαστικά δάνεια από $5 τρισεκατομμύρια το 2005 διογκώθηκαν σε περισσότερα από $10 τρισεκατομμύρια το 2008. Επειδή όμως, σ’ όλο αυτό το διάστημα, τα επιτόκια παρέμεναν χαμηλά και σταθερά, μπορεί το συνολικό χρέος σε απόλυτους αριθμούς να αυξήθηκε, το ποσοστό όμως επιβάρυνσης του εισοδήματος των νοικοκυριών για την εξυπηρέτηση των δανείων, και των στεγαστικών συμπεριλαμβανομένων, μεταβλήθηκε ελάχιστα, δηλαδή από 13% το 2000 σε 14.3% το 2008. Εκτιμώντας την καθαρή αξία των νοικοκυριών (σπίτια, αυτοκίνητα, μισθοί, συντάξεις, ρευστό και μετοχές) σε $59 τρισεκατομμύρια, το χρέος εκτιμώμενο σε $13 περίπου τρισεκατομμύρια για το 2008, αντιπροσωπεύει το 22% της αξίας, ενώ σε ποσοστό του ΑΕΠ της Αμερικής, ($14,34 10^12), πλησιάζει το 100%! (Η συμπλήρωση αυτή είναι δική μου).

Συγκριτικά, το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών αγγίζει τα $0.115 τρισεκατομμύρια, δηλαδή το 37% του ΑΕΠ. (Μια χαρά είμαστε δηλαδή, και μη μας ματιάσουν!).

Σύμφωνα λοιπόν με τον αρθρογράφο, το μεγαλύτερο κομμάτι της μεσαίας τάξης της Αμερικής, κάπου το 90% και περισσότερο, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, και δεν είναι αυτό που κάνει τις στατιστικές να λοξοδρομούν. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες ιστορίες τρόμου απ’ ότι δηλώνει η πραγματικότητα, και ότι το πρόβλημα είναι με τη Wall Street και όχι με τη Main Street, ακόμα και αν η ανεργία βρίσκεται σε άνοδο.

Μπορεί να υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος των τοξικών δανείων, αλλά εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές έχουν αρχίσει ήδη τις περικοπές των εξόδων, φροντίζουν την αποπληρωμή των δανείων τους και αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους με ρυθμούς ρεκόρ. (Δυστυχώς, δεν αναφέρει τα ποσοστά αύξησης των ως άνω μεγεθών).

Η άποψή του είναι, ότι άπαξ και επιτευχθεί οικονομική σταθερότητα, η μεσαία τάξη θα ξαναγυρίσει σούμπιτη στις αγαπημένες της καταναλωτικές συνήθειες.

Πολύ αισιόδοξο σας βρίσκω κε Karabell, και μακάρι να έχετε δίκαιο!



Να εκφράσω τώρα και τη δική μου απορία: ο κόσμος, ας πούμε στην Ελλάδα, δεν ξοδεύει όπως ξόδευε πριν από ένα χρόνο, γιατί δεν έχει χρήματα ή γιατί φοβάται και εμφανίζεται συγκρατημένος εξ αιτίας των προβλέψεων για τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και αύξηση της ανεργίας; Θα μου απαντήσετε ότι ούτε πέρσυ, ούτε πρόπερσυ είχε χρήματα, αλλά ξόδευε με δανεικά, ενώ τώρα δεν μπορεί να ξοδέψει γιατι είναι δύσκολο να δανειστεί. Και θα ρωτήσω πάλι, γιατί αυτό να είναι αναγκαστικά κακό, γιατί να μην κάνουμε ένα reset και να ζούμε με μεγαλύτερη σύνεση, όπως και οι γονείς και οι παπούδες μας;


Επίσης, γιατί οι τράπεζες δεν δανείζουν πλέον; Είναι γιατί φοβούνται την αδυναμια αποπληρωμής των δανειοληπτών, είναι γιατί μεταφέρουν κεφάλαια σε θυγατρικές στα Βαλκάνια ή είναι γιατί τα κεφάλαια που πέρνουν σαν στήριξη από το κράτος τα ξαναδανείζουν στο ίδιο με μεγαλύτερο επιτόκιο;


Υ.Γ. Αισιόδοξη στάση ως προς την κατάσταση της βιομηχανίας, την οποία παρουσιάζει ως κάτοχο κεφαλαίου μισού τρισεκατομμυριου δολαρίων και με πολύ μικρότερο χρέος απ' ότι το 1999, κρατάει και το άρθρο
«The Myths Of The Recession» by Barrett Sheridan, στο ίδιο τεύχος.

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Πόλεις


Οι πόλεις είναι πιο ελκυστικές όταν ο ήλιος λάμπει. Ο ήλιος κατά τεκμήριο είναι ευεργέτης των πόλεων. Δεν είναι όμως, ότι τις κάνει πιο όμορφες. Μπορεί να φωτίζει και ν’ αναδεικνύει τα καλά τους, αλλά συνάμα βγάζει στη φόρα και τις ασκήμιες τους. Ο ήλιος, αντίθετα, κάνει τους ανθρώπους, να βλέπουν τις πόλεις τους πιο όμορφες. Τους βγάζει απ’ το καβούκι τους, τους ζεσταίνει, τους χαλαρώνει κι από κει και πέρα τη δουλειά της μεταμόρφωσης την κάνει η καλή ψυχολογία.

Αντίθετα, οι πόλεις ομορφαίνουν απ’ το χιόνι. Είναι το τελειότερο υλικό για να κρύψει εξαμβλώματα, να στρογγυλέψει ατέλειες, να βελτιώσει την αισθητική και των πιο μεγάλων τερατουργημάτων. Ακόμα και τα χειρότερα εκθέματα μιας πόλης, όπως τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και οι σωροί των σκουπιδιών εξευγενίζονται στην όψη και γίνονται περισσότερο αποδεκτά στα βλέμματα. Είναι απαλό, είναι λείο, είναι μαλακό, είναι εύπλαστο, χαρακτηριστικά που όπως και το βελούδο, μεταδίδουν μια αίσθηση εφησυχασμού και ηρεμίας. Είναι ένα δώρο αναπάντεχο, που φτάνει στη γη χωρίς τυμπανοκρουσίες και απειλητικά προμηνύματα, παρά ακροπατώντας αθόρυβα και διακριτικά, μην και ταράξει, ή επιβαρύνει κι άλλο θαρρείς, την ευάλωτη ψυχική διάθεση των κατοίκων. Κι επιπλέον, είναι λευκό, χρώμα της καθαρής ψυχής, που δίνει χώρο το βράδυ στ’ αστέρια ν’ αστραποβολήσουν, διαχέοντας το φως τους πάνω απ’ τις στέγες της πόλης αδιακρίτως, και φέρνοντας κάτι απ’ την κοσμική γαλήνη στα κρεβάτια και τα όνειρα των ανθρώπων.

Αυτό που σκοτώνει τις πόλεις είναι η υγρασία. Μπορεί και η άμμος, μα δεν έχω την ανάλογη εμπειρία για να την περιγράψω. Την υγρασία όμως την ξέρω καλά. Δεν είναι βροχή, που λες ότι κάποια στιγμή θα έρθει και θα περάσει, θα πλύνει, θα καθαρίσει και μετά όπου νάναι θα ξεπροβάλει κι ο ήλιος για ν’ αναδείξει το θεάρεστο έργο της. Πόλεις ξηρές που ζούνε κι αναπνέουνε στη σκόνη, πως και πως περιμένουν τη βροχή για να ξεπλύνει τα ψηλά τζάμια, αυτά που είναι αδύνατον να τα καθαρίσεις απ’ έξω, να ποτίσει τ’ ανεμικά δεντράκια στα πεζοδρόμια, ν’ αναστήσει προς στιγμή το ξερόχορτο που χαροπαλεύει.

Η υγρασία όμως, είναι άλλο πράγμα. Είναι ύπουλη, είναι διαβρωτική σαν οξύ, είναι πανταχού παρούσα, δεν αφήνει τίποτα που να μην το μαγαρίζει, κι είναι αδύνατον να της ξεφύγεις και να προστατευθείς. Είναι ένα σύννεφο βαρύ, που σαν θανατικό κατακάθεται ράθυμο και κακόβουλο μέσα στις πόλεις. Τρυπώνει στα γόνατα και τις αρθρώσεις, στραβώνει και παραμορφώνει τα κόκαλα, φωλιάζει στα σεντόνια και τις κουβέρτες, ξεφτίζει τους τοίχους, αλλοιώνει τα χρώματα, γδέρνει το τσιμέντο απ’ τις κολώνες, κατατρώγει ό,τι σιδερικό βρεθεί μπροστά της, κι αφήνει πίσω της γκρεμίλες, σκουριά, και το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα και τη μυρωδιά της μούχλας. Θαρρείς κι είναι το σαράκι που κατατρώγει σιγά σιγά την πόλη απ’ τα θεμέλιά της, και την σπρώχνει στην παρακμή και τον θάνατο.

Υγρασία: είναι το νερό που γλύφει μονίμως τις προσόψεις, είναι τα φαγωμένα πεζοδρόμια και τα ραγισμένα μωσαϊκά, τα μαγαζιά που παραμένουν κρύα ακόμα κι όταν θερμαίνονται, είναι οι δρόμοι, οι μονίμως βρεγμένοι και μες’ τη γλίτσα, κι είναι η γκριζάδα στον ορίζοντα που δεν θα πάψω να τη συνδέω με ασθενοφόρα που τσιρίζουν και με επίμονα κορναρίσματα αλαφιασμένων οδηγών. Επίσης, είναι οι ξέσκεποι σταθμοί λεωφορείων, που φυτρώνουν σε λασπωμένες αλάνες στις παρυφές των πόλεων, οι χαλασμένες τουαλέτες και τα καζανάκια που τρέχουν, οι ξεχαρβαλωμένες καρέκλες στα βρώμικα καφενεία, τα νοτισμένα, λερά τζάμια και ο λειψός φωτισμός, τα σπασμένα λούκια που μονίμως ξερνάνε νερό στα πεζοδρόμια, οι μυρωδιές του κάτουρου σε μουσκεμένες γωνιές σπιτιών και πάρκων, οι σκοτεινές είσοδοι, οι φορτωμένες με λιπαρό αέρα και βαριές μυρωδιές, τα μονίμως κλειστά παντζούρια με τις γρίλιες να λείπουν, οι βρώμικες κουρτίνες που έχουν ξεφύγει από τους γάντζους και κάνουν κοιλιά, οι μοναχικοί γλόμποι που κρέμονται σαν την αγχόνη απ’ το ταβάνι φωτίζοντας γυμνούς, υγρούς τοίχους, σπαρμένους εδώ κι εκεί με κάποια αδέσποτα καρφιά, υγρασία είναι οι κυρτωμένες φιγούρες των ανθρώπων, υγρασία είναι το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι και ο Stalker του Ταρκόφσκι.

Οι πόλεις με υγρασία και ζέστη είναι αποπνικτικές, κι αδύνατον να τις περπατήσεις. Το ίδιο κι όταν συνδυάζουν υγρασία με παγωνιά, που είναι σαν να σού σφίγγουν το κεφάλι με τανάλια.. Παρόμοια, κι όταν είναι ξερές και σκονισμένες, ή αφημένες απροστάτευτες στο έλεος ενός τυραννικού ήλιου. Πόλεις δύσκολες κι αφιλόξενες.

Η πιο όμορφη πόλη θα ήταν αυτή, που θα άφηνε την αύρα της θάλασσας να μεταφέρει τις μυρωδιές και τη φρεσκάδα της και στο πιο απομακρυσμένο στενό της, θα ήταν αυτή που θα άφηνε τη μυρωδιά του πεύκου να κάθεται σαν ευεργετικό σύννεφο όλο το χρόνο πάνω από τα σπίτια της, θα ήταν αυτή που θα άφηνε τις βροχές να ποτίσουν τα παρτέρια και τους κήπους της, τόσο, όσο για να είναι ανθισμένα την άνοιξη, που θα έφερνε χιόνι, τόσο, όσο θα χρειάζονταν τα παιδιά για να φτιάξουν χιονάνθρωπους και οι μεγάλοι για να ξαναγίνουν παιδιά.

Η πιο όμορφη πόλη θα ήταν αυτή που δεν θάθελε κανένας να την εγκαταλείψει.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Το Πλήθος


Τους δεσμούς με το αυτοκίνητο, συνήθως τους ξεκόβουμε σιγά-σιγά. Από φόβο, μην και η ξαφνική αποκοπή μάς προκαλέσει αστάθεια, ίσως και κάποιο ισχυρό σοκ. Ξεκινάμε πρώτα από το περίπτερο και τον φούρνο της γειτονιάς. Ασφαλής, κλασσική διαδρομή, ιδανική για αρχαρίους. Αφού δοκιμάσουμε, με επιφύλαξη και με τη μύτη του παπουτσιού την άσφαλτο, και αφού βεβαιωθούμε ότι δεν πρόκειται να μας ρουφήξει προς τα μέσα, τότε αποφασίζουμε να ακουμπήσουμε και ολόκληρο το πέλμα. Ξεθαρρυμένοι πλέον και γεμάτοι αυτοπεποίθηση αποτολμάμε ν’ ακουμπήσουμε και το άλλο πόδι, και βήμα το βήμα ανακαλύπτουμε ότι τα πόδια μας δεν είναι ακόμα νεκρά, κι ότι τα κουτσοκαταφέρνουμε για καμιά εκατοσταριά μέτρα, μαζί με την επιστροφή. Πρώτη έξοδος, ένας θρίαμβος!

Έτσι απλά, μαθαίνουμε να ξαναπερπατάμε, μια τέχνη που την χάσαμε νωρίς απ’ τη ζωή μας. Σαν το παιδί, που αφ’ ότου καταφέρει να σταθεί στα πόδια του ορθό, κυριεύεται από την ακατάσβεστη επιθυμία εξερεύνησης, το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα εμφανίζεται και στον ενήλικα που ξαναβρίσκει τα πόδια του. Ο μπακάλης, μόλις δυο τετράγωνα μακρύτερα απ’ τον φούρνο γίνεται ο επόμενος στόχος, πιθανόν ο χασάπης λίγο παραπέρα να γίνει ο επόμενος, αλλά από κει και μετά, αν ξεπεράσουμε το φράγμα των πρώτων τετραγώνων, το κίνητρο είναι πια το άγνωστο και η πόλη η ίδια. Έτσι, δειλά-δειλά ξανακερδίζουμε την όρθια στάση και ξαναανακαλύπτουμε τους ανθρώπους.

Δεν κατάλαβα ποτέ, πώς γωνιά τη γωνιά, δρόμο το δρόμο, η πόλη τελικά κατάφερνε να με καταπιεί. Πώς γινόταν και βρισκόμουνα χιλιόμετρα μακριά απ’ την αφετηρία μου, πώς όσο κούραση κι αν ένοιωθα, δεν ήθελα με τίποτε να σταματήσω να περπατώ και να χαζεύω. Η Αθήνα μου αρέσει γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Είναι ατέλειωτη, είναι δαιδαλώδης και σε διευκολύνει να χαθείς ή μάλλον σου επιτρέπει ν’ αφεθείς στο χάσιμο, δίχως ιδιαίτερες έγνοιες για το πώς θα επιστρέψεις ή για το αν θα είσαι ασφαλής στα σοκάκια που παρασύρθηκες. Και δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά και όλες οι μητροπόλεις που μου αρέσει να επισκέπτομαι, για έναν και μόνο λόγο. Για να τις περπατήσω.

Τώρα πια, δεν πάω ούτε για τα μουσεία τους, τις πινακοθήκες και τα θεάματα, ούτε καν για τα πάρκα τους, παρά μόνο για τους δρόμους, τις γειτονιές, τα σπίτια τους, όσο κι αν είναι ίδια μεταξύ τους, για τη χαρά που νοιώθω ανακαλύπτοντας τις λεπτομέρειες των κτηρίων, από τα πιο ταπεινά παράθυρα, έως τις πιο περίτεχνες προσόψεις, αλλά και πάλι δεν είναι τα κτήρια αυτά καθ αυτά που με αιχμαλωτίζουν, αλλά τα κτήρια εκείνα που κλείνουν μέσα τους ανθρώπους, που μυρίζουν φαΐ που σιγοψήνεται, ή τζάκι που καπνίζει, που αντηχούν φωνές και γαυγίσματα, που κλείνουν πρόσωπα και σκιές, σπίτια ζωντανά, σπίτια ζυμωμένα με αίμα και σάρκα, σπίτια με ιστορίες καλά φυλαγμένες πίσω τους, ιστορίες που με κεντρίζουν να τις μαντέψω ή ακόμα περισσότερο ιστορίες που θάθελα να μού τις διηγηθούν.

Γυρίζω και ξαναγυρίζω, μπορεί και από τους ίδιους δρόμους, με την ίδια πάντα επιθυμία να τραβήξω τις κουρτίνες, να δρασκελίσω το κατώφλι και να δω ένα προς ένα τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω τους. Τι κι αν οι ζωές τους δεν θα ‘ναι τίποτε το συγκλονιστικό, τίποτε το διαφορετικό απ’ αυτές που είδα να ξετυλίγονται τριγύρω όλα τα χρόνια της ζωής μου. Και τι μ’ αυτό; Μήπως όλα τα χιλιάδες, τα εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία που γράφτηκαν μέχρι τώρα, λένε και τίποτε περισσότερο από τις ιστορίες που ήδη ξέραμε; Κι όμως, ξανά και ξανά τρυπώνουμε λαίμαργοι στις σελίδες τους να παθιαστούμε και να ρουφήξουμε διάφορα κομμάτια ξένης ζωής, πασχίζοντας συνάμα να ανασυνθέσουμε το παζλ και της δικής μας.

Οι πόλεις μυρίζουν ανθρώπους. Πολύ γνώριμη και επίμονη μυρωδιά. Κι απ’ την άλλη τόσο δυνατή, που ναρκώνει. Άμα εθιστείς, δεν την αποχωρίζεσαι κι ακόμα πιο δύσκολα την αλλάζεις.

Οι πόλεις είναι θάλασσες, που άμα αφεθείς, παρασύρεσαι, ταξιδεύεις και γνωρίζεις. Συνωστίζομαι στα πεζοδρόμια, διασταυρώνω το βλέμμα μου με τα εκατοντάδες άλλα βλέμματα, στέκομαι στις διαβάσεις και χαζεύω το πλήθος που έρχεται απ’ απέναντι. Με το θράσος που αντλώ απ’ την ανωνυμία, δεν διστάζω να αντικρίσω τον άλλον κατάματα και να τον περιεργαστώ. Πρόσωπα στρογγυλά, μακρόστενα, οβάλ, χαρούμενα, αδιάφορα, ανέμελα ή φορτωμένα με έγνοιες, νεανικά και καλοφτιαγμένα, αυλακωμένα και γέρικα, όλες οι ποικιλίες, όλος ο μπαξές της φύσης στα μάτια μου.


Προσπαθώ να καταλάβω από πού προέρχεται η συγκίνηση, μα πιο πολύ η πίκρα που νοιώθω κάθε φορά που αντικρίζω το πλήθος. Είναι ένα συναίσθημα ιδιαίτερο και καθόλου το ίδιο με αυτό που έχω όταν συναντώ τον καθένα χωριστά.

Τι είναι λοιπόν το πλήθος; Ένας κόσμος, ίδιος και απαράλλαχτος όπως κι εγώ, που μοίρα κοινή μάς ένωσε, ώστε να τύχει να βρισκόμαστε συνταξιδιώτες στο ίδιο το καράβι, την ίδια εποχή. Προορισμό; Μην το ρωτάτε. Ο ίδιος για όλους, κι ίσως να είναι αυτός που μάς δένει. Σκέφτομαι ότι σε εβδομήντα, ογδόντα χρόνια από σήμερα κανείς από αυτούς που συναντώ στις διαβάσεις δεν θα βρίσκεται εδώ. Θα έχει αντικατασταθεί από έναν ίδιο κι απαράλλαχτο κόσμο, που και αυτός θα πηγαινοέρχεται άσκοπα, σκοτώνοντας κι αυτός το χρόνο, μέχρις ότου να έρθει κι αυτουνού η ώρα να συναντήσει τη μοίρα του. Κι η δυστυχία είναι ότι κανένας δεν θα προσέξει ότι αυτό το νέο πλήθος που θα έρθει, δεν θα είναι το ίδιο με το παλιό.


Λήθη λοιπόν και ανακύκλωση.

Κι η πόλη, μαιευτήριο μαζί και νεκροταφείο.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Η Ελλάδα της Πλάκας



Δεν είναι πρωτόγνωρο οι άνθρωποι να αναγκάζονται να καταφεύγουν σε κατηγοριοποιήσεις, προσπαθώντας να βρούνε κάποιο μπούσουλα στην ποικιλότητα και πολυπλοκότητα της κοινωνία. Και όταν οι παλιές δεν λειτουργούν, γιατί ξέφτισαν τα κριτήρια, βρίσκονται νέες. Έτσι στις μέρες μας εφευρέθηκε η κατηγορία της «παράλληλης Ελλάδας», για την οποία μιλήσαμε λίγο καιρό πριν. Από απελπισία για το κακό που φωνάζει γύρω μας, φτιάξαμε στο μυαλό μας ένα κήπο του καλού, έναν κοινωνικό μικροπαράδεισο τελικά, για να βρίσκει καταφύγιο η ελπίδα αυτών, που ακόμα μπορούν κι ανακουφίζονται στη σκέψη των παραδείσων. Κι αν τους χτίζουμε και δίπλα μας, τόσο το καλύτερο.

Εγώ αυτή την Ελλάδα δεν την πολυβλέπω, φαίνεται πως τα γυαλιά μου παραείναι μαύρα. Βλέπω όμως μια άλλη Ελλάδα, την «Ελλάδα της πλάκας», αυτή του «έλα μωρέ, και τι μας πειράζει, δεν βλέπεις που έχει πλάκα;».

Άμα ρωτήσεις κανέναν, αν βλέπει το εναλλακτικό δελτίο του Star, το πιο πιθανό είναι να σου απαντήσει με ένα κατηγορηματικό «Όχι», παλεύοντας φανερά με τον καθωσπρεπισμό και τις αντιστάσεις του. Το «Ναι» πάλι, προέρχεται από τους απελευθερωμένους, απ’ αυτούς δηλαδή που έχουν πάει παραπέρα, που έχουν ξεπεράσει το προηγούμενο στάδιο των αντιστάσεων και το μελλοντικό, των ενοχών. Και ποιο είναι το άλλοθι αυτών των δεύτερων; Μα, το «έχει πλάκα». Η ίδια «πλάκα» γίνεται και με την «Espresso» για παράδειγμα και τα διάφορα ομοειδή με αυτήν περιοδικά, και με τα ποικιλότροπα shows στην τηλεόραση των ατάλαντων και πυροβολημένων, και με τα δελτία ειδήσεων, τα άλλα, εννοώ, τα «σοβαρά», κι αυτά είναι για την «πλάκα», γιατί ποιος λόγος σοβαρός υπάρχει για να τα παρακολουθεί κανείς; Για να σπάσει πλάκα με το κωμικό και γελοίο των ηθοποιών, που ιδρώνουν πασχίζοντας να παίξουν το ρόλο τους, και που τους παρακολουθεί για τη χαρά και μόνο να ανακαλύπτει την παρακμή, και να επισημαίνει τις τρύπες και τις αντιφάσεις τους.

Η πλάκα όμως είναι ότι πολλοί τα παρακολουθούν και ότι πολλοί αγοράζουν τα σχετικά έντυπα και ότι και όσοι ασκούνε κριτική εγκλωβίζονται και αυτοί στη φωλιά της πλάκας.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι όλο και πιο πολύ βυθιζόμαστε στο βολικό χυλό της πλάκας, γιατί η «πλάκα» είναι χαλαρή και ανεύθυνη, δεν απαιτεί ούτε σκέψη, ούτε σοβαρότητα, ούτε προσπάθεια, ούτε λογοδοτήσεις και αιτιολογήσεις, γιατί η «πλάκα» είναι κι από μόνη της μια εξήγηση που φτάνει και περισσεύει, γιατί η «πλάκα» είναι το τελευταίο όπλο της «Ελλάδας της πλάκας».

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Εργαλειακή Χρήση της Αγάπης



"Η Αγάπη κατεβάζει τη χοληστερίνη"


"Η Αγάπη κάνει καλό στην καρδιά"


"Η Αγάπη μειώνει το στρες"


"Η Αγάπη κάνει καλό στην υγεία"


Τα παραπάνω είναι κάποιες σκόρπιες φράσεις που κατάφερα να συγκρατήσω από μια καινούργια διαφήμιση, που είδα χτες στην τηλεόραση.


Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αγάπη συνδέεται με την Υγεία. Χρόνια τώρα συνηθίζαμε να κλείνουμε τα γράμματα προς τα αγαπημένα μας πρόσωπα με τη φράση "Με Αγάπη και Υγεία, δική σου Μαρία" . Που και που πλειοδοτούσαμε, βάζοντας και μια "Χαρά" στο τέλος.


Η απλή όμως αντικατάσταση του "Και", που στο τέλος του εν λόγω γράμματος αναφερόταν στην Υγεία και την Αγάπη σαν δυο χωριστές, αυθύπαρκτες και αυτόνομες έννοιες, με ένα υπόρρητο "Γιά", που στην ουσία υποτάσσει την Αγάπη στην εξυπηρέτηση της Υγείας, δείχνει το πόσο αβίαστα και ομαλά έχουμε ενσωματώσει την "εργαλειακή ορθολογικότητα" στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε τον κόσμο σήμερα.


Εργαλειακό Λόγος, είναι ο τύπος εκείνος της λογικής, που ασχολείται με τα μέσα και όχι με τους σκοπούς, θεωρώντας τούς τελευταίους λογικούς μόνον εφ’ όσον εξυπηρετούν δικές του επιδιώξεις και είναι τελείως ξένος με τον τύπο εκείνο της λογικής που πρεσβεύει ότι ένας στόχος μπορεί να είναι λογικός και χρήσιμος από μόνος του.
Στο παράδειγμα δηλαδή, της διαφήμισης που ανέφερα στην αρχή, αντί η Αγάπη να αποτελεί αξία από μόνη της, θεωρείται λογικό αίσθημα, μόνον εφ' όσον εξυπηρετεί την Υγεία, τη μακροζωία, ή το όποιο άλλο θέλετε .


Μήπως όλα αυτά τα βλέπουμε καθημερινά και κάπου αλλού;

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Η Σκοτεινή Πλευρά του Φιλιού


Είπα να γράψω κι εγώ ένα επετειακό άρθρο για την άγια μέρα που ξημερώνει, για να μην με νομίσετε και άκαρδη. Για τις καρδιές, δηλαδή, που αύριο θα κοκκινίσουν, για τις καρδιές που θα πουληθούν - ζαχαρένιες, σοκολατένιες, καραμελένιες, χάρτινες -, για το καψουροτράγουδο που θα πλημμυρίσει τα σπίτια, τα μαγαζιά και τους δρόμους, για το σεφτέ που θα κάνουν τα λουλουδάδικα, για το παραμύθι που θα χαϊδέψει παρθένα αυτιά, για τα ποτά που θα υποβοηθήσουν τα συναισθήματα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, για τις αγκαλιές που μοιραία θ’ ανοίξουν, προτού μαραθούν κατά το τέλος της γιορτής, για τα φιλιά που θα ακολουθήσουν, για, για, για,....Τι είπα; Για τα φιλιά;

Παναγία μου και Χριστέ μου! Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που επιδίδονται σε τέτοιου είδους επικίνδυνες πράξεις; Καλά δεν τους μίλησε κανείς για τις στρατιές των μικροβίων, των βακτηριδίων και των ιιδίων, που παραμονεύουν μαζί με τα σάλια να γλιστρήσουν στο άλλο στόμα και να επιτεθούν; Για τον στρεπτόκοκκο που μπορεί να φωλιάζει στις πτυχές του ξένου λαιμού και που καραδοκεί να βρει ένα πέρασμα για να μετακομίσει σε μια άλλη κατοικία, που την φαντάζεται περισσότερο άνετη και φιλόξενη; Αμ, για τα κακόβουλα μονοπύρηνα που τρελαίνονται για τσουλήθρες πάνω στους χλιαρούς πίδακες των σιελογόνων αδένων; Για τον ύπουλο έρπη που μπορεί να ξυπνήσει ζόρικα και στο θυμό του επάνω να περάσει ακόμα και μέσα από τα δόντια; Και για όλες τις υπόλοιπες τρομαχτικές αποικίες των καταχθόνιων μικροσκοπικών εχθρών, που από το ταρακούνημα του εισβολέα μπορούν να ξεσηκωθούν και να σημάνουν επίθεση και εισβολή;

Τι είναι αυτό λοιπόν, που κάνει τους ανθρώπους, παρ’ όλους τους ανωτέρω κινδύνους να συνεχίζουν ν’ ανταλλάσσουν φιλιά και να εκτίθενται; Μπορεί να είναι οι ορμόνες που διεγείρονται από το ντάπα-ντούπα, παρέα με μια συμμορία από νευροδιαβιβαστές, για να προάγουν λέει, τους κοινωνικούς δεσμούς και το σεξ, και μαζί μ’ αυτά και την ανθρωπότητα. Ε!, αν είναι για το καλό της ανθρωπότητας, τι να κάνουμε, θα τα αντέξουμε αυτά τα ξεσηκώματα των νευροδιαβιβαστών!

Άλλοι λένε, ότι οι άνθρωποι φιλιούνται, όταν ξαφνικά φλασάρουν και πηγαίνοντας προς τα πίσω, αναθυμούνται τις ωραίες στιγμές που πέρναγαν αγκαλιά με το στήθος της μανούλας. Γι αυτό μην το πολυπιστεύετε, λένε οι ανθρωπολόγοι, το φιλήδονο στόμα που σας πλησιάζει. Δεν έρχεται για σας, για τη μανούλα κίνησε και πάει.
Μπορεί βέβαια να έρχεται και για άλλονα σκοπό. Εφοδιασμένο με μυστικό αποκωδικοποιητή, να συλλέξει όλα τα buses των bits and bytes που εκπορεύουν οι ορμόνες σας, να τα αναλύσει και ν’ αποφανθεί αν πρόκειται να είστε εσείς η τυχερή που θα ευνοηθείτε από το σπέρμα του.

Μπορεί όμως, να γίνεται κι αλλιώς, Να έρχεται από σαγήνη για το κόκκινο χρώμα των χειλιών σας, αταβιστικό κατάλοιπο της εποχής που το στόμα, πιο σοφό από ποτέ, έψαχνε όχι για κόκκινα χείλη να φιλήσει, αλλά για φρούτα κατακόκκινα και ώριμα να χορτάσει. Από τότε, λένε μας έμεινε και το κόκκινο χρώμα και οι δυνατοί συμβολισμοί του. Πάρτε για παράδειγμα, τους χιμπατζήδες και τους μπαμπουίνους με του φιλήδονους κατακκόκινους κώλους τους. Και πριν προλάβετε να προβάλετε αντιρρήσεις, ρωτήστε πρώτα και τις χιμπατζίνες και τις μπαμπουίνες να σας πουν.

Βάσει λοιπόν αυτών, δεν χρειάζεται να αναρωτιέστε τι είναι αυτό που κάνει ένα ζευγάρι χείλη να σας αναστατώνει. Είναι το ώριμο φρούτο που περιμένετε να γευτείτε! Και αντίθετα, δεν χρειάζεται ούτε λεπτό να σκοτιστείτε για τα χείλη που σας απωθούν. Απλά, δεν είναι τα χείλη που βλέπετε, αλλά τα δυο κατακόκκινα κωλομέρια μιας τριχωτής μαϊμούς!

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Καινοτομικό Κουίζ

Το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει απασχολήσει και στο παρελθόν την ιστοκόγχη αυτή, σχετικά με την επιβράβευση επιχειρήσεων, ανταγωνιστικών σε προϊόντα που σχετίζονται με τον ύπνο.

Χθες συγκεκριμένα, είχαμε την ανακοίνωση των πολιτικών δράσεων για το 2009, σχετικών με την ενίσχυση της καινοτομίας, μέρος δε των μέτρων αυτών δημοσίευσε το in.gr, συνοδεύοντάς τα μάλιστα και με την ακόλουθη φωτογραφία.




Αυτό που σας ζητάω να βρείτε είναι τι περιέχει ο εικονιζόμενος δοκιμαστικός σωλήνας.

α) γάλα εβαπορέ

β) φαινυλακετυλαίνιο

γ) παπαρέλαιο

δ) σπέρμα

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Εκδοχές για την Προέλευση της Θρησκευτικής Πίστης



Το ερώτημα, τι κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν σε κάποιο θεό ή σε κάποια υπερφυσική δύναμη, ανήκει στην κατηγορία αυτών που δεν έχουν βρει ακόμα μια ικανοποιητική απάντηση. Όπως είναι κατανοητό, το ερώτημα δεν αφορά την πίστη σε μια συγκεκριμένη θεότητα, αλλά την ίδια την πηγή της πίστης, μιας και αυτή φαίνεται να αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο, παρόν σε όλες τις κοινωνίες και πολιτισμούς και μάλιστα με ρίζες βαθιές.

Μέχρι πρότινος η εξεύρεση απάντησης ανήκε στη δικαιοδοσία της κοινωνιολογίας, με τον Durkheim να έχει διατυπώσει μια ενδιαφέρουσα, για μένα θεωρία, κατά την οποία η πηγή του θρησκευτικού συναισθήματος δεν είναι παρά η ιεροποίηση της ίδιας της κοινωνίας. Ή κάπως έτσι.

Από την άλλη μεριά υπάρχει και η ανθρωπολογική θεωρία, ότι η θρησκεία αποτελεί μια εξελικτική προσαρμογή του ανθρώπου, για να εξασφαλίσει την συνοχή και την επιβίωση της ομάδας σε δύσκολα περιβάλλοντα, ώστε μέσω αυτής να μπορέσει να περάσει τα γονίδιά του στην επόμενη γενιά. Αν διαβάσει κανείς το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Εξάπλωση του Χριστιανισμού» του κοινωνιολόγου των θρησκειών Rodney Stark, εκδ. Άρτος Ζωής, θα βρει αρκετά επιχειρήματα υπέρ της θέσης αυτής. Για παράδειγμα, ο Stark αποδίδει την εξάπλωση του Χριστιανισμού στην αλληλεγγύη των πρώτων χριστιανών, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την καλύτερη περίθαλψη, άρα και μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσής τους κατά τη διάρκεια των μεγάλων επιδημιών ευλογιάς το 165 μΧ και μάλλον ιλαράς το 251 μ.Χ, οι οποίες και αποδεκάτισαν έως και το 1/3 του πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει, η αναλογία χριστιανών προς εθνικούς μετά τις επιδημίες ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ’ ότι πριν.

Στην προκειμένη εκδοχή διατυπώθηκαν διάφορες αντιρρήσεις, μια από τις οποίες είναι ότι η πίστη στην μετά θάνατον ζωή, που ενυπάρχει σε πολλές θρησκείες, δεν συνάδει με την εδώ και τώρα επιβίωση και το εδώ και τώρα πέρασμα των γονιδίων.

Τέλος, υπάρχει και η νευροφυσιολογική εκδοχή, New Scientist, 7 February 2009, σύμφωνα με την οποία η θρησκεία αποτελεί φυσικό επακόλουθο του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό. Για να προλάβουν τυχόν αντιρρήσεις, δεν θεωρούν ότι η ροπή προς τη θρησκεία είναι εντυπωμένη σε ειδική θέση στον εγκέφαλο από κατασκευής του, όπως για παράδειγμα η γλώσσα, αλλά ορισμένες από τις γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου συνεργάζονται ώστε να καταστεί δυνατή η υπερφυσική σκέψη. Επιβεβαίωση της θεωρίας αυτής έρχεται από πειράματα σε παιδιά, τα οποία έχουν μια φυσική τάση να πιστεύουν σε πνεύματα, θεούς, δαίμονες και ξωτικά, τάση η οποία δεν εξαλείφεται εντελώς στην ενήλικο ζωή, παρ’ όλο τον εξορθολογισμό. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, ο λόγος που το μυαλό μπορεί να φανταστεί τα πνεύματα και τους θεούς οφείλεται στο γεγονός ότι φιλοξενεί δυο διαφορετικά και αυτόνομα γνωστικά συστήματα, ένα για τα ζωντανά αντικείμενα και άλλο για μορφές ζωές τις οποίες δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις.

Η δυνατότητα όμως, του μυαλού να φανταστεί τους θεούς δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην και στη δημιουργία της θρησκείας Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο αποτελεί μια άλλη σημαντική ιδιότητα του εγκεφάλου, που είναι η αίσθηση της αρχής της αιτίας-αποτελέσματος, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος διαβλέπει παντού ένα σχέδιο και ένα σκοπό, ακόμα και εάν, όπως ισχυρίζονται, αυτός τυχαίνει να είναι και άθεος. Και αυτό επιβεβαιώνεται από μελέτες που έγιναν πάλι σε παιδιά και τα οποία ήταν 7 στις 10 φορές πρόθυμα να απαντήσουν ότι ο φυσικός κόσμος είχε δημιουργηθεί από τον θεό.

Η θρησκευτική πίστη, λοιπόν, και με τη βούλα της επιστήμης, αποτελεί εγγενή ιδιότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου, με το αντίστοιχο κύκλωμα βαθιά τυπωμένο, και όσοι νομίζουμε ότι είμαστε άθεοι απλώς κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας! Παρ’ όλα αυτά, μπορεί οι άθεοι να μην είναι τόσο άθεοι, αλλά όπως και να το κάνουμε αποτελούν ανώτερη ράτσα, διότι η αθεΐα απαιτεί προσπάθεια, ενώ η θρησκεία και πίστη δεν είναι παρά ο εύκολος δρόμος.

Φυσικά, τόσο η εκδοχή της προσαρμογής, όσο και η ιδέα του ενδογενούς κυκλώματος της πίστης σε υπερφυσικά αντικείμενα, μπορούν να συνυπάρχουν, διότι μπορεί μεν στοιχεία του κυκλώματος να προϋπήρχαν στον εγκέφαλο, συνέβη όμως να επιλεγούν, καθ’ ότι οι ομάδες συνειδητοποίησαν ότι η θρησκεία θα συνεισέφερε στην επιβίωσή τους. Και ο Dawkins φαίνεται μάλλον να συμφωνεί.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Οι Αντιφάσεις του Νεοφιλελευθερισμού


Η κλασική φιλελεύθερη παράδοση στηρίχθηκε κυρίως στο αίτημα της Ελευθερίας. Ιδιαίτερα, στο αίτημα της αρνητικής ελευθερίας, που σημαίνει ελευθερία από κάθε εσκεμμένο καταναγκασμό και βία. Αντίθετα, η θετική ελευθερία, που σημαίνει επιθυμία του ατόμου να είναι αυτεξούσιο και κύριο του εαυτού του, ή αλλιώς, «ελευθερία για να...», δεν κατέκτησε την πρώτη θέση στην ατζέντα της, για το λόγο ότι τέτοιου είδους ελευθερίες, που σχετίζονται με διεκδικήσεις και επιθυμίες είναι δύσκολο να οριοθετηθούν και να ικανοποιηθούν.

Άλλα κεντρικά στοιχεία του φιλελευθερισμού αποτελούν ο Ατομικισμός, δηλαδή αξία του ατόμου έναντι οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, ο Ορθολογισμός, δηλαδή πίστη στην ικανότητα των ατόμων να κρίνουν καλύτερα από τον οποιοδήποτε το δικό τους συμφέρον, η Ισότητα, πολιτική και νομική, αλλά όχι κοινωνική, η Ανοχή, δηλαδή πίστη στον πλουραλισμό, η Συναίνεση και ο Συνταγματισμός.

Ο Νεο-φιλελευθερισμός αποτελεί σύγχρονη εκδοχή του φιλελευθερισμού ο οποίος στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ελευθερία του ατόμου και της αγοράς, κυρίως δε της χρηματοπιστωτικής αγοράς, (Hayek, Friedman). Περί αυτών αναφερθήκαμε σε κάποια έκταση στην προηγούμενη ανάρτηση. Η έννοια της ελευθερίας στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα αποκτά όμως, ένα διαφορετικό και περισσότερο εντοπισμένο περιεχόμενο, αυτό της «οικονομικής ελευθερίας» ή της ελευθερίας του επιχειρείν μέσα από απρόσκοπτο και ελεύθερο ανταγωνισμό και με το κράτος να παραμένει όσο το δυνατόν αμέτοχο. Όσο δεν είναι δυνατό να δώσουμε μια συνεκτική εικόνα του τυπικού νεοφιλελεύθερου κράτους, άλλο τόσο δεν είναι εφικτό να το απαλλάξουμε και από τις αντιφάσεις του.

Ας δούμε πρώτα, πώς συγκρίνεται η έννοια της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ όπως αυτή ορίζεται στον κλασικό φιλελευθερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό.
1. Η νεοφιλελεύθερη ελευθερία του επιχειρείν και η έμφαση που δίνεται στη διατηρήση καλού επιχειρηματικού κλίματος καταστρατηγεί τα συλλογικά δικαιώματα των εργαζομένων. Δηλαδή η ελευθερία της επιχείρησης (που και αυτή νοείται νομικά σαν άτομο) υπερισχύει της ελευθερίας των ατόμων.

2. Η ελευθερία των ατόμων γίνεται το άλλοθι για να καταδιωχτούν μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης και εργατικών συνδικάτων, καθ’ ότι περιορίζουν τη θέληση του εργαζόμενου να διαπραγματευθεί ατομικά βάσει των ικανοτήτων και της εμπειρίας του.

3. Η ελευθερία και ευελιξία της εργασίας μεταφράζονται σε ελευθερία και ευελιξία του κεφαλαίου για συσσώρευση κέρδους. Ενώ, η φτώχεια που δημιουργεί αποτελεί μια άλλη μορφή καταστρατήγησης της ελευθερίας.

4. Η αναγνώριση της ελευθερίας του ατόμου γίνεται μπούμερανγκ εναντίον του, με το να αποδίδονται αποκλειστικά σε αυτό όλες οι ευθύνες για τις αποτυχίες του. Ενώ, όμως τις αποτυχίες του ατόμου οφείλει να τις επωμιστεί το ίδιο το άτομο και όχι η κοινωνία, μιας και δεν θεωρείται συνυπεύθυνη για λανθασμένες επιλογές ή για την ατομική ανικανότητα, εν τούτοις δεν απαιτείται ο ίδιος βαθμός υπευθυνότητας και ανάληψης του κόστους από τις εταιρίες, όταν αυτές αποτυγχάνουν. Στην περίπτωση αυτή, αντιθέτως, επιστρατεύεται η κοινωνία για τη σωτηρία τους.

Βλέπουμε δηλαδή μια κατάφωρη καταστρατήγηση όχι μόνο των ατομικών ελευθεριών, για τις οποίες κόπτονται, αλλά και της έννοιας της ισότητας ανάμεσα στα άτομα, η οποία προκύπτει από την διόγκωση των οικονομικών ανισοτήτων, σε βαθμό πέρα από αυτό που θα εδικαιολογείτο από τις απλές φυσικές διαφορές ικανοτήτων, εκπαίδευσης και ταλέντου.

Η δεύτερη μεγάλη αντίφαση μεταξύ διακηρυκτικών αρχών και πραγματικότητας βρίσκεται και στην έννοια της ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.
1. Η εξασφάλιση καλού επιχειρηματικού κλίματος που αποτελεί και το κύριο μέλημα του νεοφιλελευθερισμού, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με βασικές κρατικές παρεμβάσεις, νομοθετήσεις, αλλά και προπαγάνδα ή αυταρχισμό για την απόσπαση συναίνεσης μεταξύ των εργαζομένων ή για την πειθάρχησή τους.

2. Η διείσδυση των εταιρικών συμφερόντων στον κυβερνητικό σχηματισμό αποτελεί το πρώτο βήμα για την εκδήλωση στη συνέχεια στοχευμένων κρατικών παρεμβάσεων. Τα σύνορα ανάμεσα στο κράτος και την εταιρική εξουσία γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα κρατικού παρεμβατισμού, όχι μόνο τώρα με αφορμή την πρόσφατη κρίση αλλά και παλιότερα στις προηγούμενες πρόσφατες κρίσεις. Ακριβώς αυτού του είδους η αντίφαση χρησιμοποιείται και σαν άλλοθι από τους θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου για να δικαιολογήσουν την αποτυχία του, την οποία εμμέσως έτσι αναγνωρίζουν.

Μια άλλη μεγάλη αντίφαση παρατηρείται ανάμεσα στην απροϋπόθετη υποστήριξη της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ από τη μια, και στην αποσάθρωσή της από την άλλη, με την αποδυνάμωση έως και απαξίωση των εθνικών κοινοβουλίων και την ολοένα και μεγαλύτερη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε μη αιρετούς υπερεθνικούς οργανισμούς.

Επίσης, ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ αντί να ομαλοποιεί τις αγορές και να κατεβάζει τις τιμές λειτουργεί προς την κατεύθυνση δημιουργίας μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων και προς την εξόντωση των μικρών επιχειρήσεων.

Πραγματικά, απορώ πώς κατέστη δυνατόν ένα τέτοιο ατελές, ανάλγητο και άκρως αντιφατικό μοντέλο, δημιούργημα μιας μικρής μόνο κάστας ακαδημαϊκών οικονομολόγων, να κυριαρχήσει για 30 και βάλε χρόνια σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο.

Η κυριότερη απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι η εν λόγω οικονομική πρακτική παρήγαγε πλούτο. Αν το δούμε από τη σκοπιά των δυτικών κοινωνιών της Ινδίας και της Κίνας, όντως παρήγαγε πλούτο, αν και ένα αδιευκρίνιστο ακόμα κομμάτι αυτού ήταν πλασματικός, όπως αποδείχτηκε τελευταία, με τη διαφορά όμως ότι ο πλούτος αυτός συγκεντρώθηκε στα χέρια των πλουσιότερων ήδη στρωμάτων, ενώ η διάχυση προς τα φτωχότερα ήταν μηδαμινή. Για παράδειγμα στην Αφρική ενώ το κατά κεφαλήν ημερήσιο εισόδημα ήταν 0.6 δολάρια, αυτό ανέβηκε στο 1 δολάριο. Αλλά, αν δούμε την μεγέθυνση σε παγκόσμιο επίπεδο, από το 3.5% που ήταν τη δεκαετία του 1960, αυτή έπεσε στο 2.4% κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1970, για να κατρακυλήσει στο 1.4% και στο 1.1% κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Το ίδιο μικρό ποσοστό μεγέθυνσης συνεχίστηκε επίσης και κατά τη δεκαετία του 2000. Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Ντέιβιντ Χάρβεϊ, «Νεοφιλελευθερισμός», σελ. 203. Το μεγαλύτερο όμως κομμάτι της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν έγινε στην παραγωγική οικονομία, αλλά στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στις τεχνολογίες πληροφορίας και στη διασκέδαση, όπως ταινίες, βίντεο, βιντεοπαιχνίδια, μουσική, διαφήμιση. Αλλά το μέγιστο των μεγίστων από τα επιτεύγματα του νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν παρά η δημιουργία πλούτου από την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της γης και από την κερδοσκοπική εκμετάλλευση δημοσίων και φυσικών αγαθών, όπως ενέργεια, νερό, παιδεία, υγεία, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες.

Αυτός ήταν με λίγα λόγια ο πλούτος που γέννησε ο νεοφιλελευθερισμός και αυτός εν πολλοίς πλασματικός και τζούφιος. Μετά τη σημερινή κρίση, αυτό που θα μείνει ως υστεροφημία για τις επόμενες γενιές, θα είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν το πιο ληστρικό, δόλιο και καταστροφικό σύστημα που πέρασε ποτέ από τη Γη.

Κατά τα άλλα, κάποιοι σ’ αυτή τη χώρα συνεχίζουν ακόμα ν’ αναμασούν τις μπουρδολογίες του και να ξεπουλάνε.

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Φυσικο-Οικονομικό Μοντέλο περί Νεο-Φιλελευθερισμού


Μιας και έχω αντιληφθεί ότι βασικά οικονομικά μοντέλα υιοθετούν αρκετές έννοιες από τον κόσμο των φυσικών επιστημών, όπως αλληλεπίδραση, ισορροπία, ανάδραση, διαταραχή, σταθερότητα κ.λ.π., αποφάσισα να καταθέσω ένα φυσικο-οικονομικό μοντέλο για την αντίφαση μεταξύ παραδοχών και αποτελεσμάτων του κλασικού φιλελεύθερου μοντέλου.


Δυο από τις κεντρικές ιδέες αυτού, είναι η ελευθερία των αγορών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός, καθ’ όσον θεωρείται ότι μέσω αυτών επιτυγχάνεται η καλύτερη κατανομή των πόρων. Όπως θα φανεί και από την παρουσίαση των συστατικών του στοιχείων, οι ελεύθερες αγορές δεν αποτελούν παρά έναν ιδεότυπο, ένα μοντέλο δηλαδή, και μάλιστα πολύ απλοποιημένο και ιδεατό, που είναι μεν χρήσιμο στους θεωρητικούς, όπως συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες, ώστε να μπορούν να συλλάβουν και να περιγράψουν με αδρές γραμμές το πολύπλοκο φαινόμενο του καθορισμού των τιμών, αλλά δεν είναι χρήσιμο, όταν παίρνοντάς το κατά γράμμα, έχουμε την εντύπωση ότι μπορούμε κιόλας να αναπαραστήσουμε το οικονομικό φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις. Και το χειρότερο είναι, όταν θελήσουμε τα αποτελέσματα αυτού του μοντέλου με τις ανεδαφικές του παραδοχές, να το κάνουμε και πράξη. Αυτό αν μη τι άλλο, λέγεται «Bad Science». Ευτυχώς, οι φυσικοί δεν έχουν τέτοιες αυταπάτες.


Το concept των ελεύθερων αγορών προϋποθέτει τρία κατά τη γνώμη μου πράγματα. Πρώτον, την πλήρη απουσία απάτης ή βίας, φυσικής ή συμβολικής ανάμεσα στους συναλλασσόμενους. Δεύτερον, την απουσία κάποιας εξωτερικής αρχής (κράτος) που να παρεμβαίνει και να ρυθμίζει τις τιμές, καθ΄ ότι αυτές θεωρείται ότι αποτελούν το καταστάλαγμα μιας σειράς ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών των δρώντων, οπότε και δεν είναι δυνατόν να είναι γνωστές εκ των προτέρων ώστε να επιβληθούν εξωτερικά, όπως σε μια σχεδιασμένη οικονομία. Και τρίτο, την απόλυτη ισοτιμία και ανεξαρτησία των οικονομικών παιχτών.


Ας αρχίσουμε από την τρίτη προϋπόθεση, την οποία την θεωρώ και την πλέον σημαντική παράμετρο του μοντέλου και ας εξετάσουμε κατά πόσον αυτή μπορεί να σταθεί. Έτσι, σαν ισοτιμία νοείται ότι κανένας από τους δρώντες δεν έχει κάποιο πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους, ενώ ανεξαρτησία σημαίνει ότι κάθε υποκείμενο δρα αποκλειστικά με γνώμονα το αποκλειστικά δικό του συμφέρον και χωρίς να δέχεται εξωτερικές επιδράσεις από τους ομοίους του.


Ας υποθέσουμε ότι στον χρόνο t=0 η κατανομή των πόρων ανάμεσα στους δρώντες είναι ακριβώς η ίδια και ότι όλοι αυτοί αρχίζουν να συναλλάσσονται εν πλήρη ισοτιμία. Επειδή δε, πρόκειται περί ανθρώπων και όχι περί μηχανών, είναι λογικό να μην είναι προικισμένοι όλοι με το ίδιο φυσικό κεφάλαιο, δηλαδή κάποιοι να είναι περισσότερο έξυπνοι ή περισσότερο καπάτσοι από τους υπόλοιπους. Στη φυσική, αυτό θεωρείται ως small perturbations, δηλαδή ως μικρές διαταραχές από την κανονικότητα. Οι μικρές αυτές διαταραχές ή αποκλίσεις, δεν θα έπαιζαν κανένα σημαντικό ρόλο, αν οι δρώντες δεν αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, όχι σαν ζευγάρια (pair interactions) αγοραστών-πωλητών, αλλά σαν ομάδες ή δίκτυα, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, (many body interactions).


Αν οι δρώντες ήταν πραγματικά ανεξάρτητοι τότε, πράγματι θα μπορούσε να καθοριστεί μια τιμή. Και αυτό το λέγω μετά βεβαιότητας, διότι το μοντέλο των ανεξαρτήτων ζευγαριών αγοραστών-πωλητών δεν είναι καθόλου διαφορετικό από το μοντέλο των ανά δυο αλληλεπιδρώντων Ν σωματίων, της στατιστικής μηχανικής. Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε όντως να καθορίσουμε μέσες τιμές μεγεθών, όπως μέση ενέργεια, μέση ορμή και θερμοκρασία. Και η οικονομική τιμή, στο εν λόγω μοντέλο των ελευθέρων αγορών, δεν είναι παρά το καταστάλαγμα, μια μέση δηλαδή τιμή, ενός πολύ μεγάλου αριθμού (Ν) συναλλαγών μεταξύ ζευγαριών αγοραστών-πωλητών.

Στην πραγματικότητα όμως οι συναλλαγές δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση μόνο των δύο. Οι πληροφορίες διαχέονται ταχύτατα και οι άνθρωποι αποφασίζουν βάσει και τού τι κάνει ο άλλος και ο παράλλος, άσε και που οι αποφάσεις τους δεν είναι πάντα ορθολογικές. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι τιμές να μην ακολουθούν τον optimum μέσο όρο, αλλά να αποκλίνουν πολύ ή λίγο και να κάνουν αρκετές φορές του κεφαλιού τους.

Η αλληλεπίδραση όμως μεταξύ των δρώντων έχει και μια άλλη μεγαλύτερη συνέπεια, που είναι η ενίσχυση των αρχικών μικρών αποκλίσεων των παικτών από την ισότητα. Με πραγματικούς δηλαδή όρους, κάποιος που θα μπορέσει λόγω φυσικών χαρισμάτων να επωφεληθεί στο ελάχιστο από κάποιον με τον οποίον συναλλάσσεται, (χωρίς βία και χωρίς απάτη), αυτή την ωφέλεια μπορεί κάλλιστα στο χρόνο, να την αυξήσει με ένα σύνολο μετέπειτα επωφελών συναλλαγών. Εκμεταλλευόμενος δε, πληροφορίες που αντλεί από αριθμό ομοίων και συνεργατών, είναι δυνατόν οι αποκλίσεις αυτές, με την πάροδο του χρόνου και μέσω θετικών αναδράσεων, (feedbacks), να ενισχυθούν και να δημιουργήσουν στο αρχικά ομογενές κοινωνικό σώμα, συσσωματώματα, διαφοροποιημένα ως προς τον πλούτο και κατά συνέπεια την ισχύ. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή δημιουργούνται τα μονοπώλια, ενώ όταν τα συσσωματώματα των ομοίων, αρχίσουν να επικοινωνούν μεταξύ τους, έχουμε την περίπτωση των καρτέλ. Αμφότερα, αποτελούν σύμπτωμα της αλληλεπίδρασης των παικτών και της ενίσχυσης των αρχικών μικροδιαφορών τους. Βλέπουμε λοιπόν, πώς το απλοποιημένο μοντέλο των ελευθέρων αγορών, με τις υποθέσεις της ισοτιμίας και ανεξαρτησίας των παικτών, αδυνατεί να περιγράψει σημαντικές συνιστώσες της πραγματικής οικονομικής ζωής.

Κάτω λοιπόν από τις συνθήκες αυτές της ανισορροπίας, για να ισχύσει η δεύτερη προϋπόθεση του μοντέλου, που είναι η απουσία εξωτερικής ρυθμιστικής αρχής των τιμών, εισάγεται ο ad hoc όρος της περίφημης «αυτορύθμισης» των αγορών που επιτυγχάνεται μέσω της εθελοντικής συνεργασίας των παιχτών. Αυτό θα μπορούσε πράγματι να οδηγήσει στη δυνατότητα καθορισμού μιας δίκαιης τιμής και στην κατανομή του πλούτου βάσει μιας γκαουσιανής, ας πούμε καμπύλης, γύρω από μια μέση τιμή, αν η αγορά εκλαμβανόταν σαν ένα μηχανικό σύστημα με μικρές διαφοροποιήσεις ή απουσία αλληλεπιδράσεων μεταξύ των παικτών. Στην πραγματικότητα όμως επειδή δεν ισχύουν οι προηγούμενες προϋποθέσεις παύει και η δυνατότητα καθορισμού δίκαιων κανόνων, ακριβώς λόγω της εμφάνισης κέντρων αυξημένου πλούτου και ισχύος.
Θα τελειώσω το κείμενο στο σημείο αυτό χωρίς να έχω καταλάβει τι σημαίνει αυτορύθμιση της αγοράς, αν έχει παρατηρηθεί ποτέ τέτοιου είδους ρύθμιση και κυρίως τους μηχανισμούς μέσω των οποίων, αν και εφ’ όσον, επιτυγχάνεται. Η έννοια είναι και αυτή δανεισμένη από τις φυσικές επιστήμες και τη βιολογία, όπου παρατηρούνται φαινόμενα αυτο-οργάνωσης της ύλης. Στην περίπτωση όμως αυτή οι μηχανισμοί είναι γνωστοί.

Αυτορύθμιση, έτσι όπως την καταλαβαίνω εγώ, αλλά και σύμφωνα με τον ορισμό του Hayek, σημαίνει απουσία εξωτερικής παρεμβατικής αρχής, όπου η θέσπιση των κανόνων της αγοράς γίνεται μέσα από διαβούλευση ή συμφωνία των παικτών. Εφ όσον όμως, όπως δείξαμε προηγουμένως, το μοντέλο αυτό παράγει ισχυρούς παίκτες και διότι δεν βάζει όρια στην ελευθερία του πλουτισμού, τότε πώς θα αποσπάσει την συναίνεση αυτών των τελευταίων για τον αυτοπεριορισμό τους; Δεν φαίνεται μάλλον ανεδαφικό;

Μια άλλη απορία επίσης. Στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου μοντέλου υπάρχει η έννοια του “trial and error”, βάσει της οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να δοκιμάσει κάτι καινούργιο και φυσικά να αποτύχει, μέχρις ότου κάποιος άλλος καταφέρει αυτό το οποίο θα θελήσει η αγορά. Δηλαδή εμμέσως παραδέχεται ότι για κάθε επιτυχία υπάρχουν πολλοί άλλοι οι οποίοι απέτυχαν, θυσία στην πραγματικότητα στην ανακάλυψη, που επιτεύχθηκε μόνο και μόνο επειδή αυτοί έκαναν λάθος. Και όταν λέμε αποτυχία, δεν εννοούμε μόνο ψυχολογικό στραπάτσο, αλλά πολύ πιθανόν και οικονομικό. Εφ’ όσον λοιπόν η πρόοδος και το καλό του συστήματος απαιτούν τέτοιες ανθρωποθυσίες, γιατί απ’ την άλλη μεριά δεν αποδέχεται την ύπαρξη κοινωνικού κράτους για να τους περιθάλπει;
Αυτά προς το παρόν.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Βραδυνό Διάγγελμα της Cynical




ΑΚΟΥΣΤΕ ME ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ...



ΥΓ. Σ' ευχαριστώ Νομάδα για την ιδέα!

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Η Καλοσύνη της «Παράλληλης Ελλάδας»


Ένα σύστημα πολλών σωμάτων, όπως είναι για παράδειγμα μια κοινωνία, δεν μπορεί όπως είναι φυσικό να προσδιοριστεί από τα χαρακτηριστικά καθενός εκ των μελών του. Κανείς δεν πρόκειται να συγκρατήσει τόσες πολλές πληροφορίες, οι οποίες για το λόγο αυτό καταντούν και άχρηστες. Αντίθετα, ένα πολύπλοκο σύστημα προσδιορίζεται καλύτερα βάσει ενός μικρού σχετικά αριθμού διακριτών κατηγοριών στις οποίες και διαμοιράζονται τα μέλη του.

Χοντρικά, τέτοιες μεγάλες και περιεκτικές κατηγορίες μπορεί να προκύψουν αν λάβουμε υπ’ όψιν μας είτε το φύλο, είτε τον πλούτο, είτε την πολιτική κλίση, είτε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, είτε την επαγγελματική ενασχόληση των μελών της ομάδας. Συνήθως, μέσα σε μια κοινωνία μιλάμε για άνδρες ή γυναίκες, για πλούσιους ή φτωχούς, για συντηρητικούς ή προοδευτικούς, για δεξιούς ή αριστερούς, για τάξεις, για στρώματα, ή παπλώματα, για χριστιανούς, για μουσουλμάνους, για εργάτες, για αγρότες, κ.λ.π. Παλιότερα σε άλλες εποχές μιλούσαμε επίσης για δούλους ή ελεύθερους, για αριστοκράτες ή μουζίκους, αλλά όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί δεν αποτελούσαν ξέχωρη κατηγορία, αλλά ενέπιπταν σε μια από αυτές που περιγράψαμε παραπάνω.

Από την εποχή Μπους του νεώτερου και εντεύθεν, είχαμε το προνόμιο να γνωρίσουμε και μια νέα κατηγορία, μαζί με την αντίθετή της φυσικά, οι οποίες ήταν ποιοτικά εντελώς διαφορετικές από αυτές που ξέραμε μέχρι τώρα για να κατατάσσουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Έτσι, μέσα από ένα ξαναμοίρασμα χαρτιών και ανθρώπων, γεννήθηκε απ’ τη μια μεριά η κατηγορία των «καλών» και από την άλλη, η κατηγορία των «κακών». Για πρώτη φορά, δηλαδή, η κοινωνία έσπασε σε ομάδες βάσει αποκλειστικά ηθικών κριτηρίων τα οποία ανήκαν επιπλέον και στον αξιακό κώδικα της γνωστής θρησκευόμενης, νεο-συντηρητικής δεξιάς. Οι ηθικές κρίσεις ξέραμε επίσης ότι εφαρμόζονται κυρίως σε άτομα και συμπεριφορές και όχι σε ολόκληρα κοινωνικά στρώματα. Κάνοντας επίσης, από κεκτημένη ταχύτητα, και μια παράλληλη μεταφορά προς την πολιτική, αρχίσαμε να την αξιολογούμε κι αυτή με δανεικούς ηθικούς όρους, και να συζητάμε για ηθικές ή ανήθικες πολιτικές, λησμονώντας ότι η ηθική αποτιμά συμπεριφορές ατόμων και όχι πολιτικές πράξεις. Ο πολιτικός ο ίδιος μπορεί σαν υποκείμενο να χαρακτηρίζεται ηθικός ή ανήθικος, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και με μια πολιτική ενέργεια. Αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί με όρους αποτελεσματικότητας ή συμφέροντος για το κοινωνικό σύνολο ή αλλιώς. Κλείνει η παρένθεση.

Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, μαζί με τις τόσες αλλαγές που συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία, μάς προέκυψε και μια πρωτόφαντη κατηγορία, δημιούργημα κυρίως μιας ναρκισσευόμενης πνευματικής ελίτ, που μοίρασε αλλιώτικα τα χαρτιά, η μεγαλοκατηγορία της «παράλληλης Ελλάδας», που εισχώρησε και στο δημόσιο λεξιλόγιο για να περιγράψει μια άλλη, «καλή» αυτή τη φορά Ελλάδα, αυτή δηλαδή, που πασχίζει και δουλεύει, αυτή που είναι ευσυνείδητη και φιλότιμη, αυτή που μάχεται για το «καλό» και την προκοπή τη δικής της και του τόπου, που δεν κλέβει, δεν σφάζει, δεν μαχαιρώνει, που δρα με «σύνεση» και ορθολογισμό, που δεν φωνάζει, που δεν διαμαρτύρεται, που δημιουργεί απρόσκοπτα και συνεχώς, που πράττει το «σωστό», που έχει ήθος, που πορεύεται με ευθύνη, που έχει τα μάτια στραμμένα στο μέλλον και όχι στο παρελθόν, που, που, που..., σε αντίθεση προφανώς με την «αντι-παράλληλη» καθώς φαίνεται Ελλάδα, που πράττει ακριβώς τα αντίθετα και μας οδηγεί εις τον αφανισμόν και το διεθνές ρεζίλι!

Μια Ελλάδα δηλαδή, που εμφανίζεται να έχει απολέσει όλα της τα ταξικά χαρακτηριστικά, και η οποία δεν κατοικείται παρά από μια φάρα «καλών» από τη μια μεριά και μια φάρα «κακών» από την άλλη, βάσει ενός αποκλειστικά ηθικού διαχωρισμού, με στοιχεία που θαρρείς και έχουν ξεπηδήσει από το οπλοστάσιο της προτεσταντικής ηθικής και δη της εργασιακής. Οι Έλληνες δηλαδή της περίφημης «παράλληλης Ελλάδας» δεν είναι πολιτικοί δρώντες, αλλά ηθικά υποκείμενα, δεν ζούνε σε μια κοινωνία κι ένα κράτος με συγκεκριμένες δομές και πολιτικές που επιφέρουν τις όποιες λειτουργίες ή δυσλειτουργίες, αλλά προσλαμβάνονται ως άτομα μεμονωμένα και αποκομμένα από το σύμπαν μέσα στο οποίο αναγκάζονται να υπάρξουν και το οποίο εν πολλοίς είναι και η γενεσιουργός αιτία των στρεβλώσεων και της κοινωνικής παθολογίας.

Δεν ξέρω, αλλά αυτή η ιστορία κάπως μου κάθεται βαριά στο στομάχι , μιας και εξ ορισμού τα παράλληλα ούτε επικοινωνούν, ούτε ποτέ συναντιούνται. Και αυτό δεν είναι καλή δουλειά...

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Πρόταση για Μεταφορά του Πανεπιστημιακού Ασύλου


Δυστυχώς, απ’ ότι φαίνεται ο πολυαναμενόμενος περί Παιδείας Διάλογος μάλλον μας τελείωσε προτού καν αρχίσει. Κάποιοι έκριναν ότι δεν είναι σωστό και δημοκρατικό, να αρχίσει ένας διάλογος χωρίς προηγουμένως να έχει προγραμματιστεί προκαταρκτικός διάλογος για το πώς θα διεξαχθεί ο Διάλογος, άλλοι, (ΚΚΕ), τού έδωσαν μια μούντζα ευθύς εξ αρχής, γιατί ένας διάλογος με Νεο-Δημοκράτες είναι μη δημοκρατικός εξ ορισμού, ενώ άλλοι, (ΟΛΜΕ), προφανώς πιο διακριτικοί, απαίτησαν όχι τις μαζικές, αλλά τις ιδιαίτερες με την κυβέρνηση, διαλογικές κουβέντες, με τη λογική τού «εμείς τα ξέρουμε καλύτερα», «τι μας κουβαλήσατε τώρα εδώ μαζί με τους άσχετους και τη πλέμπα;», ή τη λογική τού «μια και τόφερε η κουβέντα, και δεν βλέπουν και οι άλλοι, δεν κάνετε τα στραβά τα μάτια για καμιά αυξησούλα, σαν αμοιβή για τον κόπο που θα κάνουμε να διαλογιστούμε;».

Κρίμα, λοιπόν, διότι τα δυο μεγάλα, μα τι λέω; τρισμέγιστα προβλήματα της Παιδείας μας, το Εξεταστικό και το Άσυλο θα συνεχίζουν να σέρνονται, παραμένοντας για μια ακόμα εκατονταετία άλυτα.

Δεν ξέρω για το Εξεταστικό, θα το αφήσω προς το παρόν στην άκρη, αλλά για το Άσυλο, κάτι δεν μου χτυπάει καλά στο μάτι. Αν δεχτούμε, ότι, όπως ορίζει και ο νόμος, χρειαζόμαστε το Άσυλο για να εξασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στα πανεπιστήμια, δεν θα έπρεπε τότε να δεχτούμε ταυτόχρονα και τον επόμενο συμπληρωματικό συλλογισμό, ότι η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών εκτός πανεπιστημίων βρίσκεται υπό διωγμόν, και ότι η υπόλοιπη κοινωνία τελεί υπό καθεστώς γενικευμένης λογοκρισίας; Και αν τραβήξουμε ακόμα πιο μακριά τη βαλίτσα και δεχτούμε ότι όντως το στόμα μας και το μυαλό μας βρίσκονται υπό κατοχή, τότε δεν θα ήταν λογικό να ζητήσουμε το Άσυλο, όχι μόνο να μην καταργηθεί, αλλά να επεκταθεί και στην υπόλοιπη στενάζουσα κοινωνία; Εφ’ όσον όμως, ένα τέτοιο αίτημα δεν έχει προς το παρόν υποβληθεί, παίρνω το θάρρος να συμπεράνω ότι η κοινωνία μας μάλλον δεν πάσχει από ελευθερία λόγου και σκέψης.


Γιατί τότε χρειαζόμαστε το Άσυλο; Μήπως εξ αιτίας συναισθηματικών λόγων, ως ανάμνηση των χαλεπών εκείνων εποχών, όπου όντως η χώρα ήταν φιμωμένη; Μήπως, για λόγους προληπτικούς, μην και τύχει, σε κάποιο απώτερο μέλλον, και ξαναβρεθούμε δεμένοι χειροπόδαρα, οπότε καλόν είναι να μεριμνούμε από το σήμερα, ώστε να μην ξηλώσουμε κάτι το οποίο μπορεί και να μας ξαναχρειαστεί; Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, το Άσυλο δεν είναι κάτι που αφορά το παρόν. Ή μήπως και το αφορά;

Σύμφωνα λοιπόν με μια εξήγηση που μαζί της φαίνεται να συντονίζεται κάποια μερίδα της κοινωνίας, το πανεπιστημιακό άσυλο χρησιμεύει για να μπορούν οι φοιτητές και οι άλλοι, είτε να ταμπουρώνονται, είτε να καταφεύγουν εκεί όταν καταδιώκονται από την Αστυνομία, κατά τη διάρκεια συμπλοκών.

Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε θα είχα μια άλλη καλύτερη ιδέα να προτείνω. Αντί να βλέπουμε το ίδιο κάθε φορά έργο, του μπες-βγες, ξανά-μανά στη Νομική και το Πολυτεχνείο, αντί τις καταστροφές να τις υφίστανται οι ίδιοι και οι ίδιοι και τα ίδια και τα ίδια κτήρια, μήπως θα ήταν καλύτερα να αφήναμε τα πανεπιστήμια στην ησυχία τους και να εξετάζαμε την πιθανότητα, για να υπάρξει αποκέντρωση και άπλωμα των κινητοποιήσεων, οι καταδιωκόμενοι φοιτητές, σπουδαστές και οι άλλοι να καταφεύγουν στο άσυλο των εκκλησιών, οι οποίες και πολλές είναι, και διάσπαρτες σε κάθε γειτονιά είναι, και ασφαλείς είναι. Με τον τρόπο αυτό και τα πανεπιστήμια θα ξαναβρούνε τον πρωταρχικό τους ρόλο, και η Εκκλησία θα έχει την ευκαιρία να ασκήσει κοινωνική και λαϊκή πολιτική.