Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Χρονικό από την Κοπή μιας Πίττας....




Την Κυριακή το πρωί όπως πάντα ξύπνησα, πλύθηκα, ντύθηκα, βλαστήμησα και άνοιξα το ράδιο για να πληροφορηθώ τον νέο αριθμό των κυβερνητικών στελεχών που είχαν εκπαραθυρωθεί.


Σήμερα ειδικά, διπλοβλαστήμησα γιατί έπρεπε απ’ τ’ αξημέρωτα να τρέχω στα κορφοβούνια για την κοπή της πίττας του συλλόγου μου, του οποίου παρεμπιπτόντως δεν είμαι ούτε καν μέλος, ούτε συνδρομή δίνω, (από τσιφουτιά κι όχι από παροχή ελλιπών υπηρεσιών), ούτε περπατάω μαζί τους, (γενικώς δεν περπατάω, μιας και στο φούρνο για να πάω ταξί παίρνω). Παρ’ όλα αυτά δεν ξέρω πως, ένοιωσα την ηθική υποχρέωση να παρευρεθώ στην τελετή, για να μη με λένε γαϊδούρι και μου κόψουν και την καλημέρα οι φίλοι μου που είναι αληθινοί ορειβάτες και όχι γιαλαντζί όπως εγώ.

Η κοπή πίττας αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή ενός συλλόγου, διότι πιθανόν η συνάθροιση μελών και φίλων να δίνει τη δυνατότητα στους ιθύνοντες, τής από πρώτο χέρι διαπίστωσης της απήχησής τους, μέσω της απ’ ευθείας καταμέτρησης των παρευρισκομένων. Κοντολογίς, είναι η μεγάλη μέρα που η αναπόφευκτη σύγκριση με προηγούμενες χρονιές μπορεί να οδηγήσει είτε σε ξεφαντώματα είτε σε κλάματα.

Έφτασα αγουροξυπνημένη στον τόπο συνάντησης, στις παρυφές της Πάρνηθας. Θαμπώθηκα από το πλήθος τον ήδη συγκεντρωμένων, πολλοί μάλιστα είχαν έρθει, όπως πληροφορήθηκα και από το προηγούμενο βράδυ να πιάσουν στασίδι μπροστά στην πίττα για να επιβλέπουν, μην και κάνει κανείς τη ζαβολιά και σουφρώσει στα κλεφτά το κομμάτι με το φλουρί.

Κάποιος καλοπροαίρετος θα έλεγε ότι ο κόσμος ήταν όντως πολύς. Εγώ όμως δεν έλεγα να πειστώ παρά μόνον όταν είδα την συντρόφισσα Καλλιόπη (σ. Κ) να περιφέρεται με 4 κινητά και όχι με τα 2 όπως την είχαμε συνηθίσει. Είχε φτιάξει μάλιστα και μια τιάρα με δυο σταυρωτά ελάσματα, όπου στο άκρο του καθενός είχε στερεώσει το καθένα απ’ αυτά. Με το που κτυπούσε κάποιο, ένας μικρός μοχλός που ενεργοποιείτο αυτόματα, γύριζε την τιάρα καταλλήλως ώστε το ενεργό κινητό να έρχεται και να εφαρμόζει απαλά-απαλά στη θέση του αυτιού της. Είχε μάλιστα και αμορτισέρ ώστε να μην καταπονείται το σύστημα όταν η σ.Κ. έπρεπε να συντονίζει δύσκολες αναβάσεις σε κακοτράχαλες πλαγιές. Ήταν πανέμορφη μ’ αυτό το εργαλείο που, επί πλέον της έδινε και μια εξωκοσμική διάσταση, κάτι σαν super-cyber-ορειβάτισσα, να πούμε.

Η σ. Κ. έβγαλε μια χαρταπιάνγκα με ονόματα και μας καταμέτρησε. Όλοι νόμισαν ότι η όλη ενέργεια είχε να κάνει με διεθνείς κανονισμούς ασφαλείας, «security reasons» όπως είθισται να λέγεται εσχάτως. Μόνο εγώ ήξερα την αλήθεια και χαμογέλασα πονηρά κάτω απ’ τα μουστάκια μου.

Ο Σύλλογος είχε επιστρατεύσει όλα τα πούλμαν της δυτικής αττικής για να μας ανεβάσουν στο καταφύγιο μην τυχόν και κακοπάθουμε, και βγούμε μουρτζούφληδες και με στραπατσαρισμένες φάτσες στις αναμνηστικές φωτογραφίες, εκεί ειδικά όπου έπρεπε να φαινόμασταν καλοζωισμένοι και τρισευτυχισμένοι που περπατάμε μ' αυτή τη μάρκα συλλόγου και όχι με κάποια άλλη. Αλλά οι ορειβάτες παρεξηγήθηκαν και απαίτησαν να πάνε με τα πόδια και μάλιστα από το πιο κακοτράχαλο μονοπάτι. Η σ. Κ. τα έχασε και έτρεξε στα μαγαζιά να προμηθευτεί σκοινιά, καραμπίνερ και μποντριέ γιατί όλοι είχαν μουλαρώσει και δεν λέγανε να προχωρήσουν. Το θεώρησαν προσβολή που θέλανε να τους ρίξουνε έτσι ξεδιάντροπα στην ξεπέτα με κανένα ψευτοπερπατηματάκι του εξάωρου.


Αφού βρέθηκαν τα σκοινιά, ακόμα και οι τριχιές και οι σπάγκοι και τα κορδόνια, λόγω της απρόσμενης λαοπλημμύρας, η σ. Κ. μας μοίρασε και από μια τσάπα για να κόβουμε και από κανένα χορτάρι καθώς θα ανεβαίναμε. Για να μας διπλοευχαριστήσει, έτσι ορεξάτους και φουλαριστούς όπως μας είδε, και όχι από κανενός είδους ιδιοτέλεια όπως θα νομίσατε οι κακεντρεχείς. Εγώ, όμως, που είχα μυστικές πληροφορίες από τα headquarters του συλλόγου, γνώριζα ότι όλο αυτό το σκηνικό δεν ήταν παρά στημένο, και ότι οι τσάπες δεν ήταν παρά μια αναμνηστική δόση εμβολίου για την «εθελοντική» εργασία που μας προόριζαν ξανά κι αυτό το καλοκαίρι.

Μετά από δέκα περίπου ώρες ανάβασης φτάσαμε όλο χαρά και ζωντάνια στο «Καταφύγιο», το νέο απόκτημα του συλλόγου. Τρίβαμε τα μάτια μας από το θάμπος και το κάλλος. Προφανώς μας είχαν εξαπατήσει γιατί αυτό που αντικρίσαμε δεν ήταν παρά ένα θεόρατο τρίπατο παλάτι με αίθουσες συναυλιών, χορού, και ένα θέατρο στο υπόγειο για να ανεβαίνουν τα έργα των ταμειακώς ενημερωμένων μελών του, και χαριστικά και των φίλων των μελών του. Ακόμα, υπήρχε πρόβλεψη και για όπερα καθώς και για μια πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων στην ταράτσα. Παρά ταύτα το θεωρήσαμε σκάνδαλο, που εμείς οι ταπεινοί και φτωχοί ορειβάτες ωθούμασταν να συνυπάρχουμε με τέτοιου είδους πολυτέλειες. Το πήραμε σαν πρόκληση στην τιμιότητα και ιδεολογία μας, σαν οργανωμένο σχέδιο εκμαυλισμού μας και προτιμήσαμε να στριμωχτούμε στο περίπτερο του κήπου, και ειδικά στην άβολη οβάλ αίθουσα με τους καθρέπτες. Εγώ που δεν είμαι ορειβάτισσα, δεν ένιωσα καμιά τύψη και την έκανα κατά παλάτι μεριά, όπου και έριξα τους ύπνους μου στη βασιλική σουίτα.




Κάποια στιγμή πετάχτηκα απότομα από κωδωνοκρουσίες, τυμπανοκρουσίες και εμβατήρια. Έσκυψα απ΄ το παράθυρο και είδα τον αρχιεπίσκοπο με όλη του τη συνοδεία από σαράντα παπαδοπαίδια και τρεις αρχιμανδρίτες να προσέρχονται στην τελετή της κοπής. Στη σεμνή αυτή τελετή ευλογήθηκαν και κόπηκαν 27 πίττες ενώ τα 23 από τα 27 φλουριά έτυχαν σε μέλη της κεντρικής επιτροπής του συλλόγου. Τύχη, τύχη φώναζε το πλήθος των ορειβατών και τους έραινε με ροδοπέταλα. Τα υπόλοιπα τέσσερα έτυχαν κατά σειρά στο Χριστό, στις Παναγίες γενικώς, στην Παναγία την Ορειβάτισσα ειδικώς, και το τελευταίο και τυχερό στο Καταφύγιο να το προστατεύει ο θεός από το μάτι και τις πυρκαγιές. Έτσι, όλα τα πλούσια δώρα που είχαν εξαγγελθεί, όπως ταξίδια στον Μαυρίκιο, Μερσεντές κάμπριο και τζακούζι είχαν κληρωθεί στον σύλλογο και την Αγία Οικογένεια και σε μας τίποτα. Κανείς μας όμως δεν έβγαλε μιλιά, γιατί είμαστε πολύ θρήσκοι και θεοσεβούμενοι. Άμα πιάσει καμιά χιονοθύελλα στο βουνό ή καμιά μπόρα όλοι κλάνουμε μέντες και το ρίχνουμε στις προσευχές, τα τάματα και τις γονυκλισίες.

Αφού μαζέψαμε τα αποφάγια, σκουπίσαμε και ξεσκονίσαμε το περίπτερο καθώς και το παλάτι, από φιλότιμο κυρίως, μιας και είχε μείνει ασκούπιστο και με τα ασημικά και το παρκέ αγυάλιστα από το καλοκαίρι, την κάναμε κατά κάτω μεριά. Μετά από κανένα εφτάωρο περπατηματάκι, και αφού είχαμε χωνέψει τις πίττες που ντερλικώναμε μέχρι να πετύχουμε, ματαίως όπως απεδείχθη αργότερα, το φλουρί, φτάσαμε στο εξοχικό κέντρο «Sir Mitsos» στο οποίο και παρατέθηκε δεξίωση μετά εδεσμάτων και αφρώδους οίνου.
Σερβιτόροι με λιβρέες περιφέρονταν ανάμεσα στους καλεσμένους με το μάτι άγρυπνο μην τυχόν και λείψει τίποτε. Σε κάποια στιγμή μπούκαρε και η βασιλική ορχήστρα της περιοχής με κλαρίνα και ζουρνάδες, οπότε και έγινε το σώσε.

Δεν το κρύβω, πως είμαστε ένας πολύ χορευταράδικος σύλλογος. Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν φτάνουμε σε καμιά βουνοκορφή, έτσι από χαρά ρίχνουμε και από κανένα τσάμικο. Εδώ θα κωλώναμε! Του βγάλαμε τα μάτια του τσάμικου και του συρτού και του μπάλλου και του χασαποσέρβικου και του καλαματιανού. Ούτε το παράρτημα της Ραλούς Μάνου να ήμασταν. Λυγερόκορμες κοπέλες και ευθυτενή παλικάρια κουνιόντουσαν με χάρη και σβελτάδα στις πίστες και ανάβανε πόθους και ξυπνούσανε πάθη. Η σ. Κ. δεν πρόφταινε να ρίχνει εκατόευρα στη ορχήστρα, να ρίχνει στροφές και να μερακλώνεται.

Αποφασίσαμε να το διαλύσουμε όταν άρχισαν να καταφτάνουν στο μαγαζί οι πελάτες της επόμενης μέρας. Μάζεψα τα απομεινάρια μου και κίνησα κατά την πόρτα. Είδα διάφορα παλικάρια-ορειβάτες να φεύγουν αγκαλιά με κοπέλες-ορειβάτισσες. Χάρηκα που επί τέλους κάνουν και κάτι χρήσιμο οι ορειβατικοί.

Άντε παιδιά και του χρόνου και καλά ζευγαρώματα. Και για κουμπάρα, δεν θέλει και πολύ σκέψη! Η σ. Κ. είναι εδώ! Και σας περιμένει.

2 σχόλια:

Νικόλαος Παπουτσής είπε...

CYNICAL καλή μου... κι εγώ που σε παρεξήγησα...που να φανταστώ όμως ότι θα πάρεις σβάρνα το βουνό για να
παρ ευρεθείς στην μεγάλη της πίτας κοπή!!!
Ταπεινή ? όχι... αλλά σεμνή ναι!!!
Όσο για τα φλουριά τι να πεις?
Και το τζακούζι αλλά και το αμάξι είναι χρήσιμα αξεσουάρ, ακόμη και για την παναγία την ορειβατούσα...
Άντε!!! και του χρόνου με υγειά
να πάρουμε τα βουνά

cynical είπε...

Ευτυχώς που υπάρχουν κιαυτά (τα βουνά) για να μας δίνουν την ευκαιρία να κοιτάζουμε, πού-και-πού τα πράγματα αφ' υψηλού.
Φιλιά