Κατά καιρούς, δημοσιογράφοι κυρίως, ρωτούν τους συγγραφείς γιατί γράφουν. Αυτοί οι τελευταίοι, αν κατορθώσουν και βάλουν το χέρι στην καρδιά και κρατηθούν με επιδεξιότητα, μακριά από τους πειρασμούς και τους σκοπέλους της μεγαλοστομίας και της εύκολης ρητορικής, δύσκολα θα μπορέσουν να δώσουν σαφή και συγκεκριμένη απάντηση. Θα έλεγα ότι η ερώτηση είναι μάλλον αυτοαναφορική. Γράφουν, γιατί έτσι! Γιατί απλά τους αρέσει να γράφουν, γιατί αυτό θυμούνται να έκαναν πάντοτε. Γράφουν, γιατί πιθανόν αυτό να μπορούν να κάνουν καλλίτερα. Ακόμα, γιατί τους αρέσει να μπερδεύονται και να παιδεύονται με τις λέξεις, αντί με τα χρώματα, ή τις νότες, ή το τίποτα. Ίσως γράφουν, γιατί θέλουν να ξορκίσουν κάποιο δαίμονα μέσα τους. Ίσως γράφουν, γιατί θέλουν να μάθουν. Άλλά σίγουρα γράφουν, γιατί τους αρέσει να παίζουν.
Οι λέξεις είναι παιχνίδια, κάνουν θόρυβο, τόσους πολλούς και διαφορετικούς θορύβους, όσες είναι κι αυτές. Βγάζουν ήχους όπως και οι νότες, ήχους οξείς, ήχους μπάσους, ήχους κουδουνιστούς, ήχους κελαρυστούς. Άλλοτε μιμούνται ήχους της φύσης, άλλοτε αυτονομούνται και κάνουν τα δικά τους, φτιάχνουν τον δικό τους κόσμο. Άλλες είναι κακομούτσουνες και στρυφνές, αιχμηρές και κακόηχες, άλλες όμως είναι χάρμα αυτιών να τις ακούς, αέρινες, αρμονικές, στρογγυλεμένες, χαϊδεύουν τ’ αυτιά και μαζί μ’ αυτά και τη ψυχή. Ο ποιητής τις βάζει στο χαρτί, όπως κι ο μουσικός βάζει τις νότες στην παρτιτούρα.
Οι λέξεις είναι παιχνίδια, χτίζουν νοήματα. Άπειροι, λένε, είναι οι τρόποι να συνδυάσεις τα 24 γράμματα της αλφαβήτας και να φτιάξεις λέξεις. Ακόμα πιο άπειροι όμως οι τρόποι να ταιριάξεις τις λέξεις μεταξύ τους και να φτιάξεις προτάσεις. Κι όσο πάμε πιο πέρα απ’ τις προτάσεις, σε μεγαλύτερα σχήματα, τόσο το άπειρο βαθαίνει κι απειρίζεται! Τι ατέλειωτο παιχνίδι κι αυτό! Οι λέξεις, οι νότες και τα τούβλα έχουν: έμφυτη την ικανότητα δόμησης της σκέψης και του κόσμου οι πρώτες, των ήχων οι δεύτερες, των πόλεων τα τελευταία. Τούβλο στο τούβλο χτίζονται τα σπίτια, απ’ τα σπίτια οι γειτονιές, απ’ τις γειτονιές οι πόλεις, μετά οι χώρες, και τέλος ο πλανήτης όλος. Λέξη στη λέξη χτίζονται οι ιστορίες, τα νοήματα κι οι ερμηνείες. Και μετά άλλα νοήματα και άλλες, τελείως αλλιώτικες ερμηνείες, όσοι και οι τρόποι συνδυασμού των λέξεων είπαμε. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και οι κανόνες, που σαν τροχονόμοι βρίσκονται εκεί για να ξεσκαρτάρουν το νοητό από το α-νόητο νόημα. Κανόνες, που όπως και σ’ όλα τα παιχνίδια, έτσι κι εδώ τους βάζει η λογική, η εμπειρία από τη μακρόχρονη χρήση της γλώσσας και η περατότητα του κόσμου. Δεν μπορείς δηλαδή, ούτε ζητείσαι να περιγράψεις κάτι που δεν υπάρχει.
Οι συγγραφείς γράφουν, γιατί θέλουνε κάτι να πουν. Ο καθένας όμως έχει κάτι να πει. Όλοι έχουν βιώματα, εμπειρίες, προσωπικές ιστορίες, κι όλοι, είτε έτσι είτε αλλιώς, βρίσκουν τρόπο και τις αφηγούνται, στα παιδιά τους, στους συντρόφους τους, στους φίλους τους. Άλλωστε, δεν γίνεται κι αλλιώς. Όλοι έχουμε ανάγκη απ’ αυτό τ’ αλισβερίσι, να μορφοποιήσουμε δηλαδή, να δώσουμε υπόσταση, να μεταφέρουμε με σύμβολα κατανοητά αλλά και κώδικες κοινούς τα όνειρα, τα συναισθήματα, τα φαντάσματα, τις σκέψεις που άλλοτε μας θρέφουν και άλλοτε μας στοιχειώνουν. Αυτό το συνοθύλευμα των ακατάστατων, ακατανόμαστων πραγμάτων, συνειδητών και ασυνείδητων, αυτό το ποτάμι που άλλοτε φουσκώνει σαν χείμαρρος και πάει να μας πνίξει, που ψάχνει απεγνωσμένα μια πόρτα να περάσει, αυτό το ασπρισμένο νερό που στροβιλίζεται και χτυπιέται στα τυφλά, μη ξέροντας πού να πάει και πώς να ημερέψει, αυτή την άγνωστη, τυραννική δύναμη, αυτήν πασχίζει να τιθασεύσει ο άνθρωπος, ονομάζοντάς την, περιγράφοντάς την, κι έτσι κατανοώντας την.
Είναι λάθος να νομίζουμε ότι οι λέξεις μάς βοηθούν να εκφράσουμε τις σκέψεις μας. Αντίθετα, μας βοηθούν να σκεφτούμε. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει σκέψη. Η γλώσσα είναι το εργαλείο, η σμίλη, που δίνει μορφή και υπόσταση στο αδιαμόρφωτο χάος που βρίσκεται μέσα μας, σ’ αυτό που διαισθανόμαστε ότι υπάρχει, αλλά εν πολλοίς παραμένει άγνωστο και άπιαστο. Είναι ο μηχανισμός που δίνει όνομα και κατά συνέπεια αποκρυσταλλώνει σε συμπαγείς, διακριτές μορφές τον εσωτερικό μας, νοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Είναι το όχημα που μεταφέρει και κοινωνεί τις μορφές αυτές, αναγνωρίσιμες πλέον με σάρκα και οστά, στον εξωτερικό κόσμο. Η σχέση ανάμεσα στις λέξεις και τη σκέψη θα λέγαμε ότι είναι διαλεκτική. Η σκέψη δεν μορφοποιείται παρά μόνο μέσα από τη χρήση των κατάλληλων λέξεων, ενώ από την άλλη μεριά, μια αδύναμη σκέψη δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στη φτώχεια της γλώσσας που την υποστηρίζει. Κοντολογίς, ο λόγος και ο Λόγος πάνε πάντα παρέα. Η Τέχνη, και ειδικότερα η γραφή πραγματώνει τόσο την επικοινωνία με τους άλλους όσο και την κατανόηση του εαυτού και του άλλου.
Οι αριθμοί είναι και αυτοί σύμβολα. Είναι και αυτοί άπειροι, όπως και άπειρες οι μεταξύ τους σχέσεις. Διέπονται από κανόνες, δομούν την πραγματικότητα και μάλιστα διατείνονται πως την αναπαριστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια και ορθότητα. Επίσης την ερμηνεύουν και επί πλέον μπορούν και να την προεκτείνουν και στο μέλλον, συχνά με επιτυχία. Το να χειρίζεσαι και να παίζεις με τους αριθμούς είναι και αυτό μια τέχνη και όχι μόνο τεχνική. Θέλει, πέρα από γνώση ταλέντο και μεράκι. Και όμως κάτι λείπει απ’ αυτούς. Ακόμα κι αν όλοι οι άνθρωποι ήταν κάτοχοι της γλώσσας των αριθμών δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιώσουν ούτε την επικοινωνία με τους άλλους ούτε την κατανόηση του εαυτού και των άλλων. Διότι απλούστατα οι αριθμοί, με όποιον τρόπο και να τους ταιριάξεις, μπορεί να παράγουν νόημα, δεν μπορούν όμως να ανακινήσουν, ούτε να μεταφέρουν συναισθήματα. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζεται η μοναδικότητα και η δύναμη των λέξεων.
Σαν αναγνώστες, απολαμβάνουμε τη μουσικότητα και την ομορφιά τους, είτε τής κάθε μιας χώρια, είτε όταν συνεργάζονται ή συγκρούονται σε παρέα. Ευφραινόμαστε, όταν με την εύστοχη εκλογή τους και το περίτεχνο πλέξιμο των προτάσεων γινόμαστε κοινωνοί των πιο λεπτών αποχρώσεων των καταστάσεων, των σχέσεων και των νοημάτων που περιγράφουν. Όλη η προσπάθεια της Τέχνης, είτε ζωγραφική είναι αυτή, είτε μουσική, είτε γραφή, είτε χορός, είναι να δοθεί μορφή, να εκφραστεί το ανείπωτο, το αρχέγονο, η ουσία και το κέντρο των πραγμάτων. Είναι απόπειρες ανακατασκευής της πραγματικότητας με κάποιον άλλον νέο τρόπο, ώστε ο δημιουργός να πλησιάσει κάπως αυτό που και άλλοι αποπειράθηκαν να κάνουν, αλλά διαφορετικά και με άλλα μέσα, από άλλες αφετηρίες. Αλλά στο τέλος, πάντα κάτι λείπει. Όσο κι αν ακονίζεται ο λόγος, όσο κι αν οξύνεται το αισθητήριο, όσο κι αν συσσωρεύονται οι εμπειρίες και οι γνώσεις, η προσέγγιση της πραγματικότητας δεν γίνεται παρά ασυμπτωτικά. Παραμένει πάντοτε προσέγγιση. Και αυτό το λίγο κάτι, αυτό το έλλειμμα, είναι η φωτιά που συντηρεί την προσπάθεια, που κρατάει την μηχανή της δημιουργίας αναμμένη εδώ και αιώνες, από τις πρώτες μέρες που ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος στα πόδια του και απέκτησε συνείδηση του κόσμου γύρω του.
Οι συνειδητοί και μακροχρόνιοι αναγνώστες κάποια στιγμή θα μπούνε στον πειρασμό να γίνουν και οι ίδιοι δημιουργοί. Να αρχίσουν και αυτοί να πειραματίζονται με το ανακάτωμα και το παιχνίδι των λέξεων. Να φωτίσουν κάποιες γωνιές μέσα τους, κάποιες πτυχές γύρω τους. Ο πειρασμός του λόγου είναι μεγάλος. Κυρίως, διότι νομίζουμε ότι τον κατέχουμε, αφού είναι το πρώτο που μαθαίνουμε να κάνουμε αφ’ ότου γεννιόμαστε. Πολύ γρήγορα όμως αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι έτσι, ότι το χαρτί, όσο και να πασχίζουμε, αδυνατεί να γεμίσει και ότι οι λέξεις που καταγράφουμε, πόρρω απέχουν απ’ αυτό που θα θέλαμε να εκφράζουν. Και από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η μάχη, αλλά και η δημιουργία.
Εν κατακλείδι, για να δώσω επιτέλους μιαν άμεση απάντηση στο ερώτημα που ορθά-κοφτά θέτει ο τίτλος, και για να μην το διακινδυνεύσω να βρεθώ εκτός θέματος, (μιας και οι έμμεσες απαντήσεις και όσα εξυπονοούνται στις προηγούμενες παραγράφους μπορούν εύκολα να παραβλεφθούν σαν φλυαρίες, ή ακόμα και να εκληφθούν σαν υπεκφυγές ενός αδύναμου Εγώ), θα ήθελα εντίμως (!) και με παρρησία να αναφέρω ότι, αυτά που προσδοκώ από την καλλιέργεια του γραπτού κυρίως λόγου είναι 1) η ανάπτυξη της ικανότητας του σκέπτεσθαι, 2) η διερεύνηση/κατανόηση του κόσμου, του εαυτού και των άλλων και 3) το παιχνίδι. Φυσικά, όλα τα προηγούμενα μπορούν να επιτευχθούν όχι μόνο διαμέσου του γραπτού λόγου, αλλά και διαμέσου μιας οποιαδήποτε άλλης τέχνης ή επιστήμης. Αλλά, το γιατί διαλέγουμε να εκφραστούμε/διερευνήσουμε/κατανοήσουμε με αυτόν ή τον άλλον τρόπον έχει, εν πολλοίς, να κάνει με έξεις, συνάφειες, εκλεκτικές συγγένειες, κοινωνικές παραστάσεις, κοινωνικές καταβολές και επιρροές, αλλά πιθανόν και με το DNA, έτσι, για να μπάσουμε και τη βιολογία μέσα στους ρυθμιστικούς παράγοντες, όπως οι καιροί το απαιτούν.
Και για να μη ξεχνάμε τον Bourdieu, η κατοχή γλωσσικού κεφαλαίου προσδίδει status και εξουσία σ’ αυτόν που το διαθέτει. Η εξουσία δε, που είτε de facto ασκεί συμβολικά, ή που θα μπορούσε, ουσιαστικά, να ασκήσει διαμέσου της χειραγώγησης και επηρεασμού των άλλων, πάντα θα αποτελεί πειρασμό και μια ελκυστική δυνατότητα επιλογής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου