Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Η Ευρώπη χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους, κι όχι δεκαετίες λιτότητας

Από τον Guardian 28/3

της Heather Stewart (Mετάφραση Αρ. Αλαβάνου)


Από το Ντόνεγκαλ στο Αλγκάρβε μέχρι τους δρόμους της Αθήνας, οι ψηφοφόροι της ευρωπαϊκής “περιφέρειας”, όπως απορριπτικά την αποκαλούν οι οικονομολόγοι, συνειδητοποιούν σιγά-σιγά μια απογοητευτική αλήθεια – βρίσκονται αντιμέτωποι με χρόνια λιτότητας, και οι περικοπές στους μισθούς, η απώλεια θέσεων εργασίας και η κατεδάφιση των κοινωνικών υπηρεσιών δεν θα τους απαλλάξουν από την οικονομική κρίση. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα μέτρα, οδηγώντας τις οικονομίες τους σε ακόμη πιο βαθιά ύφεση, κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Τα βάσανα θα φέρουν ακόμη μεγαλύτερα βάσανα. Ο Πολ Κρούγκμαν, ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος, αποκαλεί αυτή την κατάσταση “αυταπάτη της λιτότητας”. Όπως είπε ο Εντ Μίλιμπαντ, την περασμένη εβδομάδα, σχετικά με τις πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης συνασπισμού: “Είναι οδυνηρές, αλλά δεν έχουν αποτέλεσμα”. Οι Ιρλανδοί θα μπορούσαν να συμφωνήσουν μ' αυτό –το Δουβλίνο έχει επαινεθεί ευρέως για τις δρακόντειες περικοπές δαπανών, αλλά τα τελευταία επίσημα στοιχεία , τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα την Πέμπτη, έδειξαν ότι η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση επί τρία χρόνια. Η εγχώρια ζήτηση είναι κατά 27% χαμηλότερη από την εποχή της ακμής του Κέλτικου Τίγρη, οι επενδύσεις έχουν μειωθεί κατά 60%, οι εξαγωγές πέφτουν και όπως θα μπορούσε να πει κάθε ιδιοκτήτης σπιτιού που ζορίζεται οικονομικά, όταν το εισόδημα συρρικνώνεται, είναι πιο δύσκολο να εξυπηρετείς τα χρέη σου.


Η “παγίδα του χρέους” είναι γνωστή κατάσταση στους αγωνιστές που παλεύουν χρόνια για την παραγραφή των χρεών της Αφρικής, ύψους πολλών δισεκατομμυρίων λιρών, προς τη Δύση. Εκατομμύρια φορολογούμενοι στις πλούσιες χώρες υπέγραψαν κείμενα και έκαναν πορείες στις πρωτεύουσες των χωρών τους στο πλαίσιο του κινήματος Jubilee 2000.


Τα δεινά των Πορτογάλων νοσοκόμων ή των Ιρλανδών ιδιοκτητών κατοικιών δεν συγκρίνονται βεβαίως με τη φτώχεια των εκατομμυρίων Αφρικανών που είναι χρεωμένοι, αλλά η λογική είναι η ίδια. Η υιοθέτηση σκληρών αποπληθωριστικών πολιτικών που επιβάλλονται από τους διεθνείς δανειστές και η πληρωμή αφόρητων τόκων αφαιρούν τη ζωή από ήδη εύθραυστες οικονομίες και καθιστούν ακόμη πιο σκληρή την αποπληρωμή των χρεών.


Ο Νικ Ντίαρντεν, επικεφαλής της Καμπάνιας Jubillee Dept, επισημαίνει την περίπτωση της Ζάμπια. Δόθηκαν δάνεια από το ΔΝΤ στις αρχές του 1980, προκειμένου να μην αθετήσει η κυβέρνησή της τα χρέη που όφειλε στις δυτικές τράπεζες, οι οποίες είχαν συμμετάσχει απερίσκεπτα στο γλέντι του δανεισμού – αυτό όμως οδήγησε τη χώρα σε όλο και βαθύτερη ύφεση, καθιστώντας τα χρέη της όλο και πιο αβάσταχτα. Το 1995, η οικονομική παραγωγή της Ζάμπια είχε συρρικνωθεί κατά 30% , αλλά η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ είχε διπλασιαστεί, στο 150%. Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση η χώρα αν είχε αθετήσει ένα μέρος του χρέους της.


Εκείνο που αναγκάστηκαν να παραδεχθούν οι πιστωτές στην περίπτωση πολλών χρεωμένων αναπτυσσόμενων χωρών ήταν ότι, στην πράξη, δεν υπήρχε απολύτως καμία πιθανότητα να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Και ηθικά, ήταν λάθος να εξυπηρετηθούν τα χρέη, όταν πολλά από τα δάνεια δεν έπρεπε καν να είχαν δοθεί. Είναι καιρός πια να αρχίσει ο κόσμος να υποστηρίζει το ίδιο και για την Ευρώπη.


Ήδη έχει αρχίζει να εκφράζεται αυτή η αντίδραση: Στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα αυξάνονται συνεχώς οι ενέργειες πολιτών που ζητούν ανεξάρτητο έλεγχο των χρεών αυτών των χωρών, έτσι ώστε να εξακριβώσουν ποιος οφείλει τι και σε ποιον – και κατά συνέπεια ποιος ακριβώς “διασώζεται”.

Ο Άντι Στόρεϊ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου που συμμετέχει στην ιρλανδική καμπάνια, λέει: “Ο λόγος που έγινε η διάσωση είναι ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήθελαν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους”.


Μεγάλο μέρος της αύξησης του ιρλανδικού ελλείμματος προκύπτει από τα τεράστια κονδύλια που διατέθηκαν για να σωθεί ο αδύναμος τραπεζικός τομέας της – και κατά συνέπεια, οι κάτοχοι ομολόγων που στήριζαν τις τράπεζες. “Στην Ιρλανδία, ο έλεγχος θα διαχώριζε το ιδιωτικό από το δημόσιο χρέος”, λέει ο Στόρεϊ. “Πόσο από αυτό πηγαίνει, στην πραγματικότητα, για να ενισχύσει κερδοσκόπους, οι οποίοι δεν θα έπρεπε να πάρουν πίσω τα χρήματά τους, γιατί ήταν αρκετά ανόητοι ώστε να επενδύσουν σε μια τράπεζα με πολύ κακές επιχειρηματικές επιδόσεις;”


Η χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στα χρήματα που οφείλονται στους κατόχους τραπεζικών ομολόγων και σ' αυτά που δανείστηκε η Ιρλανδία για να αντιμετωπίσει το κόστος της ύφεσης – π.χ. για τις αυξημένες παροχές κοινωνικής πρόνοιας-- θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την παραγραφή τουλάχιστον μέρους του χρέους του ιδιωτικού τομέα [το οποίο φορτώθηκε το Δημόσιο].


Παράνομο

Στην Ελλάδα, ο Κώστας Λαπαβίτσας, οικονομολόγος που κατοικεί στο Λονδίνο και συμμετέχει στην καμπάνια για τον έλεγχο του χρέους, λέει ότι μέρος του έργου μιας επιτροπής ελέγχου του χρέους θα ήταν να εξακριβώσει εάν κάποιο τμήμα του ελληνικού χρέους είναι στην πραγματικότητα παράνομο. Επιμένει ότι, όπως στις αναπτυσσόμενες χώρες, τίθενται τόσο ηθικά όσο και οικονομικά ζητήματα.


Θέτει το εξής ερώτημα: “Είναι ηθικά ή οικονομικά αποδεκτό να καταστρέψει κανείς το κοινωνικό κράτος, να καταστρέψει σχολεία, νοσοκομεία για να πληρώσει αυτά τα χρέη;” Όπως ο Στόρεϊ, και ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων, πιστεύει ότι η αθέτηση πληρωμών είναι απλώς ζήτημα χρόνου – συνεπώς θα ήταν καλύτερο να αντιμετωπιστεί τώρα. Και πιστεύει επίσης ότι σύντομα ο ιρλανδικός λαός θα ακολουθήσει τους Έλληνες ως προς την εκδήλωση των διαθέσεών του στους δρόμους: “Άποψή μου είναι ότι η Ιρλανδία είναι περίπου έξι μήνες πίσω από την Ελλάδα από την άποψη των διαθέσεων”.


Αν και ελάχιστοι τολμούν να το πουν φωναχτά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να συμφωνούν ότι πρέπει να αφήσουν περιθώριο για ήπια αθέτηση πληρωμών από κάποιες χώρες, τουλάχιστον όσον αφορά τον μελλοντικό δανεισμό τους.

Όταν συντάχθηκε το αποκαλούμενο Σύμφωνο για το Ευρώ, την περασμένη Πέμπτη στις Βρυξέλλες, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης να διοχετευτούν χρήματα σε ένα γιγαντιαίο μόνιμο μηχανισμό διάσωσης που είναι γνωστός ως ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας, όρισαν ότι όλα τα νέα ομόλογα που εκδίδονται από χώρες της Ευρωζώνης στο μέλλον θα πρέπει να περιλαμβάνουν “ρήτρες συλλογικής δράσης”.


Αυτές οι ρήτρες θα καθιστούσαν ευκολότερη τη διαπραγμάτευση μιας αξιοπρεπούς εξόδου όταν το βάρος του χρέους έχει καταστεί αβάστακτο, επειδή αναγκάζουν τους πιστωτές να διαπραγματευτούν. Εάν η κυβέρνηση που προχωρά σε αθέτηση πληρωμών πετύχει να δεχθεί η πλειοψηφία των πιστωτών της ένα “κούρεμα” --μείωση της αξίας των οφειλόμενων-- οι υπόλοιποι υποχρεώνονται να συμφωνήσουν. Αυτό εμποδίζει αρπακτικούς κατόχους ομολόγων να καθυστερούν μια αναδιάρθρωση επιδιώκοντας καλύτερη συμφωνία. Όμως, οι αγωνιστές ενάντια στο χρέος λένε ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να εμποδίσει μελλοντικές κρίσεις.


Ο Ντίαρντεν, από κοινού με πολλούς άλλους διεθνείς ακτιβιστές, υποστηρίζει ότι χρειάζεται να γίνει ένα διεθνές “δικαστήριο χρέους”-- μια ανεξάρτητη, επίσημη αρχή διαιτησίας που θα μπορούσε να εποπτεύει κάτι που μοιάζει με διαδικασία χρεοκοπίας, αλλά για κυρίαρχα κράτη. Το δικαστήριο θα αποφάσιζε ποια χρέη θα πρέπει να πληρωθούν στο ακέραιο, και ποιοι πιστωτές θα έπρεπε να υποστούν κούρεμα ή πλήρη απώλεια των χρημάτων τους. Οι χρηματιστές απορρίπτουν αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι αν επιτραπεί η αθέτηση πληρωμών θα δημιουργηθεί πρόβλημα “ηθικού κινδύνου” -- οι χώρες θα έχουν το κίνητρο να δανείζονται απερίσκεπτα, εφόσον γνωρίζουν ότι μπορούν πάντα να στραφούν προς το δικαστήριο των χρεών, όταν έρθουν δύσκολες εποχές.


Ωστόσο, δεν θα ήταν και τόσο εύκολη λύση για μια κυβέρνηση να κηρύξει χρεοκοπία: Θα ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό και όποια χώρα το έκανε θα δυσκολευόταν πολύ να δανειστεί στο μέλλον (και αν δανειζόταν θα πλήρωνε πολύ ακριβά).


Ταυτόχρονα, είναι απλώς γεγονός ότι οι χώρες κάποιες φορές αθετούν τις πληρωμές τους – π.χ. η Ρωσία το 1998 και η Αργεντινή το 2001. Οι συνέπειες θα ήταν πολύ πιο εύκολο να αποτιμηθούν και ασφαλώς λιγότερο οδυνηρές, αν οι επενδυτές γνώριζαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει.

Κληρονομιά

Τίποτε απ' όλα αυτά, όμως, δεν βοηθά την Πορτογαλία, την Ιρλανδία ή την Ελλάδα, που έχουν απομείνει να παλεύουν με την κληρονομιά των ετών της οικονομικής άνθησης. Μέχρι στιγμής, οι πληθυσμοί τους έχουν αποδεχθεί ως επί το πλείστον τους σκληρούς περιορισμούς της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, επειδή οι κυβερνήσεις –και οι αγορές ομολόγων-- επέμειναν ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, λιτότητας. Οι κοινωνικές συνέπειες θα είναι σοβαρές και παρ' όλα αυτά η θεραπεία μπορεί να μην έχει αποτελέσματα, ενώ τα χρέη θα εξακολουθούν να είναι αβάσταχτα. Ένας ανεξάρτητος έλεγχος του χρέους για κάθε χώρα θα αποτελούσε ένα καλό πρώτο βήμα προς τη λήψη της σωστής απόφασης σχετικά με αν υπάρχουν χρέη που να αξίζουν αυτού του είδους τα οδυνηρά μέτρα.


Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Έντνα Κένι, που ήλθε στην εξουσία με τη υπόσχεση πως θα συνεχίσει τις πολιτικές λιτότητας των προκατόχων του, αρχίζει να στρέφεται κατά των χρηματιστών που είναι οι κυρίως ωφελημένοι από τη διάσωση της Ιρλανδίας. “Είναι άδικο να αναμένουμε από τον φορολογούμενο να πληρώσει 100% για τις απερίσκεπτες δανειακές πρακτικές των τραπεζών που προκάλεσαν όλη αυτή την κατάσταση αρχικά”, δήλωσε.


Αγορές και ψηφοφόροι σε όλη την Ευρωζώνη έχουν κουραστεί να παρατηρούν τον κύκλο μιας διαφαινόμενης δημοσιονομικής κρίσης, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων εκτοξεύονται, ύστερα έρχεται η μετά βίας επαρκής παρέμβαση των Βρυξελλών για να καθησυχάσει τους επενδυτές και ακολουθεί μια άλλη εκδήλωση πανικού, καθώς αυτοί συνειδητοποιούν ότι η ρητορική των Ευρωπαίων ηγετών δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.


Όπως το έθεσε ο Στιν Γιάκομπσεν, επικεφαλής των οικονομολόγων της Saxo Bank, την Παρασκευή, “Είναι σαφές ότι οι εκλογείς αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι όλες οι λύσεις που προτείνονται από τους πολιτικούς βασίζονται στην υπόσχεση να κάνουν κάτι στο μέλλον και ποτέ τώρα και εδώ”.


Όμως, ο χρόνος εξαντλείται, και η Ευρώπη έχει δύο επιλογές. Μπορεί να συνεχίσει να σφυροκοπεί τις οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και σύντομα της Πορτογαλίας σπρώχνοντάς τες βαθύτερα στην κρίση, ενώ οι ήδη έξαλλοι ψηφοφόροι αναπτύσσουν όλο και πιο εχθρικές διαθέσεις για τα βάσανα που τους επιβάλουν οι Ευρωπαίοι “εταίροι” τους ή μπορεί να δεχθεί ότι τα χρέη έχουν φτάσει σε κλίμακα μη διατηρήσιμη και να αρχίσει τώρα διαπραγματεύσεις για μια μεθοδική αθέτηση πληρωμών.